- Ακουμπάει το κεφάλι του μελαγχολικά στο τζάμι σκυμμένος μπροστά, με το τρύπιο βλέμμα του στο αόριστο του πεζοδρομίου σαν γιαγιά κουτσομπόλα που ξεχάστηκε ακίνητη στο χάζι της πίσω από την κουρτίνα, γιατί τίποτα δεν συνέβαινε στη γειτονιά. Και πέθανε έτσι, περιμένοντας.
- Όχι και τίποτα, γιαγιά. Δέκα μέτρα πιο κάτω, τις νύχτες γίνεται πάρτι. Κοίτα πώς ταλαντεύονται ξεκοιλιασμένα τα συρματοπλέγματα της περίφραξης στο γηπεδάκι του μπάσκετ. Στα τσιμέντα του, κάτω, σκασμένες οι ψιλοκρεμαστές της νύχτας, βελόνες, πευκοβελόνες, σύριγγες, χαρτιά από γκοφρέτες, κουτάκια μπίρας. Κάποιο πρωί είδα και ένα ζευγάρι σπασμένα μυωπικά γυαλάκια, απλά έτσι, πεταμένα μπροστά στη μπασκέτα.
- Από αριστερά, στο πλάτωμα ανάμεσα στο 14ο Δημοτικό Σχολείο και την παιδική χαρά, όταν γίνονται φασαρίες στο κέντρο, στήνονται μπάτσοι και περιμένουν. Οπλισμένοι, αρματωμένοι, φουλ. Χαζογελάνε, λένε μαλακίες και παίζουν με τα κινητά, σαν να περιμένουν να τελειώσει το διάλειμμα και να γυρίσουν πίσω στις τάξεις τους. Τις άλλες νύχτες, όταν έχει ηρεμία, σκοτεινές φιγούρες κουρνιάζουν πάνω στα παγκάκια σαν όρνια που παραφυλάνε να ζυγώσει κανένας αναβάτης της δύσκολης ανηφόρας που έρχεται από τη Σίνα, για να χιμήξουν. Δεν μιλάνε, μόνο καμιά κάφτρα του τσιγάρου τους βλέπεις μέσα στο σκοτάδι. Αν θες να πας στο σπίτι της γιαγιάς, καλύτερα να πάρεις τις σκάλες.
- Δηλαδή πρέπει να κάνεις ένα μικρό κύκλο για να αποφύγεις το πάρκο. Να ανέβεις την Ασκληπιού που έχει φώτα και μόλις φτάσεις στον Άγιο Νικόλαο να κάνεις δεξιά και να ανέβεις τα σκαλάκια της Πατριάρχου Φωτίου. Αγκομαχώντας παραμερίζεις φυλλωσιές που πνίγουν το πέρασμα, ακροβατείς σε σχάρες που μόνιμα από κάτω βορβορίζουν νερά, καταπίνεις μυγάκια και φτάνεις με την αναπνοή στα δόντια, στο κεφαλόσκαλο. Το έχω κάνει και με χαλάζι.
- Το ήσυχο, αφύλαχτο πάρκο του Άη Νικόλα, πάντα υπήρξε καταφύγιο. Οι σκιές του και οι στροφές του κρύβουν ιστορίες. Παλιότερα, φιλοξενούσε έρωτες και νυχτερινές βόλτες σκύλων για τσίσα. Μετά ήρθαν τα πρεζόνια και μερικά κορίτσια που έψαχναν πελάτη για σεξ. Τώρα, διασχίζοντάς το θα δεις τους μικρούς καταυλισμούς δίπλα στις βρύσες. Μπογαλάκια άστεγων μπαζωμένα με τάξη και φόβο κάτω από τους θάμνους σαν καλύβες χόμπιτ και κάποια λυπημένα, ξεβαμμένα ρούχα τους να στεγνώνουν απλωμένα πάνω στα φυλλώματα, στις αγγελικές του πάρκου. Και πάντα, ο ήχος από μία ανοιχτή βρύση να κελαρύζει κάπου εκεί. Τα νερά έρχονται από μία ανεξάντλητη πηγή, την «πηγάδα του Κρητικού», που ήταν γωνία λεωφόρου Αλεξάνδρας και Γκύζη.
- Παλιά, λένε, σε όλη αυτή την πλαγιά στα πόδια του Λυκαβηττού, θάβανε νεκρούς. Το είχε ψυχανεμιστεί ο Α., φίλος που ζει εκτός Ελλάδας, όταν τον φιλοξενούσα. Το πρώτο βράδυ στο σπίτι, αργά, κρατώντας το «Κοράκι» του Έντγκαρ Άλαν Πόε στο χέρι (ναι, αυτό διάβαζε), μου είπε «Έχεις φαντάσματα εδώ, το ξέρεις; Στριφογυρίζει μπροστά μας ένα παγωμένο ρεύμα που έρχεται από εκεί.» Και μου έδειξε προς τη μεριά του πάρκου. Δεν είχα κανένα παράθυρο ανοιχτό.
- Το επόμενο βράδυ, κατεβαίνοντας με το ταξί την Οκταβίου Μερλιέ δίπλα από το Γαλλικό Ινστιτούτο, φωτογραφήσαμε φευγαλέα, στα τυφλά, τις πρασινάδες του πάρκου φωτισμένες μόνο από το ισχνό φως του φθορισμού από τις λάμπες του. Στις εικόνες που είδαμε στην οθόνη μετά, διακρίναμε κινήσεις και αύρες, διπλές φιγούρες, αντανακλάσεις, είδωλα και σκιές σε τροχιά. Βέβαια τρανταζόταν και ολόκληρο το ταξί λόγω του σκατόδρομου που είναι γεμάτος τρύπες από τη μόνιμη διαρροή νερού, διαφορετικά θα είχαμε φωτογραφήσει απλώς ένα σκέτο μαύρο, αλλά και πάλι: τα φαντάσματα του πάρκου δεν μπορούσες να τα αγνοήσεις, ήταν εκεί, πίξελ με πίξελ, αληθινά, σαν μελανές τολύπες καπνού.
- Αργότερα διάβασα στο βιβλίο «Η ωραία Νεάπολις και τα παρεξηγημένα Εξάρχεια» του Γιάννη Καιροφύλα (εκδ. Φιλιπότη) ότι το μικρό εκκλησάκι, προάγγελος του ναού που χτίστηκε αργότερα, κάποτε χρησίμευσε σαν οστεοφυλάκιο. Λίγο αργότερα έγινε νηπιοτροφείο, αργότερα δημοτικό σχολείο και από το 1935 το Ε’ Γυμνάσιο Θηλέων. Και επειδή δεν χωρούσαν όλα τα κορίτσια στο οστεοφυλάκιο, νοίκιασε το κράτος και ένα σπίτι απέναντι. Μαύρες ποδιές, λευκές κορδέλες. Οι στριγκλιές και τα χάχανα, σκέπασαν τη βαριά λάσπη των πεθαμένων και το πάρκο πήρε ζωή.
- Από κάτω οι νεκροί των αιώνων και από πάνω Αθηναίοι που ζούσαν, έτρωγαν έπιναν δροσερά νερά από τους καταρράκτες του Λυκαβηττού, πλένονταν. Ο χώρος πίσω από τον ναό, εκεί που βρίσκεται τώρα το Πνευματικό Κέντρο των εν Αθήναις Ρουμελιωτών (που κτίστηκε το 1968 και ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις των κατοίκων – χωρίς όμως να γίνει τίποτα, λέει το βιβλίο), στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν χαμάμ, λαϊκά λουτρά. Εκεί είχε στεγασθεί και η 7η Ομάδα Προσκόπων. Αργότερα, πριν τη δικτατορία του Μεταξά ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για να στεγασθούν η κρατική αποθήκη σπόρων καθώς τα λαϊκά συσσίτια του ΠΙΚΠΑ. Ανέβαινε ο κοσμάκης το Γολγοθά της Σίνα, να φτάσει στους πρόποδες του λόφου να φάει ένα κομμάτι ψωμί.
- Και μετά κατέβαιναν την κατηφόρα προς Ακαδημίας, καθαροί, χορτάτοι, χαζογελώντας, λέγοντας μαλακίες, ευτυχισμένοι και αθώοι, άνθρωποι της πόλης που τους καταβροχθίζει.
- Τις μέρες με ήλιο περνάω μπροστά από τον σκελετό της Δαφνομήλη, του γνέφω αδιόρατα μια καλημέρα γιατί ποτέ δεν ξέρεις, και χώνομαι στο πάρκο. Κάθομαι για λίγο στο μικρό, πέτρινο αμφιθέατρο και προσπαθώ να ακούσω τις φωνές της Αθήνας. Το χώμα είναι πάντα βρεγμένο, οι πλάκες πάντα παγωμένες και υγρές. Σαν να έβρεχε πολύ την προηγούμενη νύχτα και τώρα να βγήκε ο ήλιος, να στεγνώσουμε.
28 Φεβ 2013
Τα φαντάσματα του πάρκου
16 Φεβ 2012
Σκηνές

ΖΩΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ, ΠΡΩΙ.

(Athens Voice, τ.379, 16.02.12)
25 Ιαν 2012
Statuefrenching. Φιλάω αγάλματα στο στόμα.
9 Νοε 2011
Οι σάλτσες της Κυριακής
· Τις Κυριακές, η Γεωργία Π. στη Θεσσαλονίκη, φτιάχνει σάλτσες. Με ανοιχτή τη μπαλκονόπορτα της κουζίνας, να μπαίνει το ασταμάτητα καλοκαιρινό φως και το αεράκι με την αδιόρατα σιχαμένη allure του Θερμαϊκού. Στα τραπέζια της, τα τελευταία καλοκαιρινά λαχανικά, πομοντόρι και τουρσάκια, κάπαρη, βερίκοκα ξερά, σουλτανίνες, κρεμμυδάκια, τσοπ-τσοπ-τσοπ ψιλοκομμένα όλα, σαν λεπτομέρειες που πρέπει οπωσδήποτε να θιχτούν μέσα σε αυτόν τον άφθονο, υπέροχο χρόνο του Κυριακάτικου πρωινού.
· Για κάποιο λόγο, τα πρωινά της Κυριακής φαίνονται αιώνια και ακίνητα. Είναι η υπόσχεση της παντοτινής ζωής, έστω κι αν πιάσεις ροκφόρ από την ακινησία. Είναι ο όρκος του θρυλικού τετράωρου καφέ στις πλατείες. Το βάρος των κυριακάτικων εφημερίδων. Το πλεκτόν εγκώμιον της ζωής που, στα γυρίσματα και στις ανάποδες βελονιές της, κρύβει μυστικά και ελαφρότατα κουτσομπολιά.
· Η Γεωργία Π. σιγοβράζει μυρωδιές και χρώματα. Ακούει τις μουσικές της, ρίχνει ένα σκουίρτ ξύδι ακόμα. Ακούει μιάν άγνωστη φωνή στα ακουστικά της, τα podcasts του πανικοβάλ, και αφαιρείται επάνω από τη μαρμίτα της. Στο μυαλό της σκιαγραφεί αυτές τις λεπτομέρειες που πρέπει οπωσδήποτε να θιχτούν και πάντα η φαντασία αφήνει ασύδοτες, αυθαίρετες στα ραδιοκύματα, φτιάχνοντας το πρόσωπο της φωνής, όπως εσύ γουστάρεις – με όποια υλικά, όποια σάλτσα σου αρέσει. Μία παχουλή, χλωμή φρατζόλα να της προσθέτεις πικάντικο τσάτνι, μία κοντή, λιανή, ξεροψημένη πατατίτσα να τη βουτάς σε πλούσια, ζουμερή, μαρμελαδένια, γλυκόξινη σως.
· Μετά από μερικές Κυριακές, η Γεωργία Π. έστειλε ένα mail στο Πανικοβάλ. Μέσα είχε, σαν σε στιλπνό, αποστειρωμένο, γυάλινο βαζάκι, 19 τραγούδια σε mp3 και μερικά σχόλια για το καθένα, ταχτοποιημένα και σαφή, εύγεστα και συναισθηματικά. «Οι Κυριακές έχουν ένα μούδιασμα» έγραφε, «κι εγώ βρίσκω τον εαυτό μου να έχει μία τρελή διάθεση με αυτά που ακούω. Κάπως έτσι είπα να μοιραστώ κι εγώ μαζί σου τα τελευταία μου ακούσματα.»
· Από τότε που ο Θεός της Μαγνητοταινίας εφηύρε την κασέτα και το μολύβι για να γυρίζεις τα δοντάκια της, η διαδικασία του «Σου γράφω μία κασέτα» ήταν σημαντική όσο και τα υλικά και οι χρόνοι μίας συνταγής για αγαπημένο τραπέζι. Τα τραγούδια είχαν λεπτομέρειες που μπορούσαν να φτιάξουν μία σχέση ή να τινάξουν στον αέρα μια ολόκληρη κατσαρόλα. Η σειρά των τραγουδιών είχε τόση σημασία, όση και το αν έπρεπε να πάρεις τηλέφωνο μετά το πρώτο ή το δεύτερο ραντεβού, στην πρώτη ή στη δεύτερη βράση. Οι τίτλοι; Χα! Ένας λάθος τίτλος σε λάθος σημείο ήταν σαν γκαζάκι που έσκαγε μέσα στην κουζίνα και κατέστρεφε το Κυριακάτικο γεύμα. Τα συναισθήματα έπρεπε να είναι τόσο-όσο. Τα αλατοπίπερα ένα τσικ παραπάνω από μία συλλογή-compilation του εμπορίου. Οι διακυμάνσεις της διάθεσης να είναι παχύρρευστες σαν σιροπάκι. Δεν έπρεπε να περνάς αμέσως από τον βαρύ έρωτα στην τρελή χαρά της disco, ούτε να έχεις γαβγίσματα και κοινωνική οργή με μήνυμα μετά από μία ηλιόλουστη φολκ τριπλέτα με ρομαντικούς shoegazers.
· Τίποτα δεν άλλαξε. Μία άγνωστη Σαλονικιά φίλη, ένα ήρεμο πρωινό, ένοιωσε αγάπες και νοστιμιές εκεί, μέσα στη θαλπωρή της κουζίνας της, τις έκανε πακετάκι και τις έστειλε στο Πανικοβάλ podcast που ανεβαίνει κάθε Παρασκευή πρωί στο athensvoice.gr. Μέσα στο καλοκαίρι, αλατισμένη και ξεροψημένη, έστειλε την κασέτα της και η Νεφέλη (Walking Undercover) και μοσχοβόλησε η ιστοσελίδα ρίγανες, θυμάρια και μεσημεριάτικα καρπούζια στην αυλή. Μερικές εβδομάδες αργότερα, τις μέρες της βροχής, έστειλε την κασέτα του και ο DJ Quentin, γυαλιστερή και γκλαμαρισμένη σαν περιχυμένο γλάσο σε παχουλά, διαγαλαξιακά ντόνατς.
· Φρεσκοψημένη έφτασε προχτές - Κυριακή, που βρήκε το χρόνο του κι αυτός, και μία κασέτα από τον PanPan. Θα περίμενα τα γαλάζια του ευάερα καρέ, εικόνες από μεγάλες παραλίες και αεροφλότ ταράτσες της Αθήνας, τυλιγμένες με τα ηλεκτρικά του μουσικά περιβάλλοντα, αλλά ήταν ένα ορίτζιναλ ραδιοφωνικό, πειρατικό πρόγραμμα, «σας μιλάει ο PanPan από τα Άνω Πετράλωνα» και όλα αυτά. Με αγαπημένα του κομμάτια χτισμένα ένα – ένα σαν όροφοι πίτας με γεύσεις και υφές που ανατρέπουν η μία την άλλη. Μυρωδάτα, τραγανιστά Cypress Hill με λείες, απαλές, Χατζηδακικές μελωδίες, γενναίες χορταστικές στρώσεις από Pulp και Kid Loco, μικρές υπέργλυκες λεπτομέρειες γαλλικής patisserie (έβαλε το «Goodbye je reviendrai» του Christophe, από τα ‘70ς ο θεός, ο αρχιμάγιστρος!) Κι ακόμα διακριτικές σταγόνες bitter σοκολάτας, την κλασική «Κάβλα» των Spy F & the Zakulas, λίγο δηλητήριο (The Boy) ένα σφηνάκι κουαντρώ (Κορε.Ύδρο).
· Θα ανέβει κι αυτή η κασέτα στη σελίδα με τα podcasts του Πανικοβάλ. Μαζί, βλέπω και ακούω την αγάπη και την κινητικότητα με τα τραγούδια που στέλνουν και συναρμολογούν concept συλλογές οι φίλοι στα podcasts του Γιώργου Δημητρακόπουλου και των άλλων αγαπημένων παλιόσκυλων της αγέλης μας, εδώ. Άρχισε ξαφνικά να διαλλάσσεται η Αγάπη της Κασέτας. Ανοίξαμε την κάμαρα και τους καναπέδες Κυριακάτικα, ήρθαν φίλοι, σάλτσες και ντιπ, αφήσαμε τις μουσικές να ξεχειλίζουν από τα ταψιά, γείραμε στο τέλος λίγο από την ντάγκλα και τις ρακές.
· Οι Κυριακές είναι η μαρινάδα της ζωής μας. Ακίνητες στα ξύλινα ραφάκια και γεμάτες σοφία, διαποτίζουν με ήλιο και γεύση τους φόβους και τις ιδέες μας.
· Προχτές, κι ενώ μαινόταν ο πόλεμος της πρωθυπουργίας, το παζάρεμα, ανοιχτοί λογαριασμοί απ’ όπου ξεχύνονταν ξεθυμασμένες μυρωδιές από τα χρόνια του ’70, τηλεοπτικοί κόρακες και κότες, γουρούνια και μαργαριτάρια, εφιάλτες και ουρλιαχτά, η κουρελαρία της Ψωροκώσταινας – μιάς δουλάρας, ξιπασμένης γριάς όπως τη ζωγράφιζε ο Μποστ, ένα προαναγγελθέν τέλος που πλησιάζει έρποντας…
· …προχτές την Κυριακή έσκαγε από πάνω μας ένας λαμπερός, εξαναγκαστικός ήλιος. Χαίρονταν οι χλωροφύλλες πίνοντας το φως με καλαμάκι όπως τους φραπέδες στις πλατείες οι αρκουδοέλληνες , οι πονεμένοι Αθηναίοι, οι δύστυχοι, αγαπημένοι, αμήχανοι, ανάδελφοι, τεμπελχανεία, σαν μωρά στον ήλιο, άνθρωποι αυτής της πόλης.
Δέκα τετράγωνα πιο κάτω συνέβαινε το τέλος της Ελλάδας όπως την ξέραμε, κι εμένα στο μπαλκόνι μου στεκόταν ακίνητη, να πάρει το χρόνο της, να ακούσει την ησυχία και να λιαστεί, η ζωή.
28 Οκτ 2011
Σκυλίσιες Μέρες

● ● ● Έχω πολλά νεύρα τελευταία, θα είναι η εθνική μας κατάθλιψη αλλά και, ξέρεις κάτι; Βαριέμαι να τα ζω όλα σε εθνικό λέβελ, άσε μας κουκλίτσα μου, η κατάθλιψή μου δεν έχει καμία σχέση με τη δική σου. Το trash can μου είναι μεγαλύτερο και πολύ πιο φορτωμένο από το πιο ονειρεμένο, ταχτοποιημένο σου κωλο-inbox. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις (όχι).
● ● ● Η οργή μου στριφογυρίζει σαν φτηνό βαρελότο και φτύνει παντού νεύρα. Ένα περίεργο πράγμα. Θέλω, ας πούμε, να χαστουκίσω τον Κύριο Καμίνη, ενώ δεν μου έκανε τίποτα ο άνθρωπος. Και το εννοώ: α-πο-λύ-τως τίποτα. Μόνο που πήγε και ξεκόλλησε τις μπιγκ-μπάμπολ από τα πεζοδρόμια στο Σύνταγμα, αλλά κι εκεί τι να το κάνεις; Πετάς μια μολότοφ και ξεκολλάνε όχι μόνο οι τσίχλες, αλλά και οι μαρμαροταφόπλακες ολόκληρες. Τζάμπα κόπος.
● ● ● Έτσι μου ’ρχεται να ουρλιάξω και να γκρεμιστεί όλος ο Αμπελόκηπος, δεν με πειράζει, ας είναι και άλλη περιοχή. Όποια να ’ναι. Όλες τις περιοχές της πόλης ευχαρίστως θα τις γκρέμιζα, να μη μείνει ρουθούνι, να έρθει μία υπεργαλαξιακή Χούβερ να τα ρουφήξει όλα και να μείνει μετά Μία-Αθήνα-Φτου-Κι-Απ’-Την-Αρχή. Νέο ξεκίνημα: Εδώ θα βάλουμε ένα Τεράστιο Ολόφυτο Πάρκο. Εδώ θα βάλουμε την Αγάπη. Εδώ θα βάλουμε ένα Γυάλινο Αμφιθέατρο της Δημοκρατίας να φαίνεται απ’ όλους, να είναι όλα διάφανα και στιλπνά. Εδώ Καταρράκτες να τρέχουν από τον Λυκαβηττό, όλο το Κολωνάκι θα γίνει ποτάμια και δάση. Εδώ θα βάλουμε Μαρμάρινες Βεσπασιανές και διακριτικό φωτισμό. Εδώ θα τρέχουνε σκυλιά και σκέιτερς. Και πλατείες, πολλές πλατείες. Και εκατό εκατομμύρια μπίρες, κυρ-Στέφανε. Ναι. Θα το κάψουμε απόψε, κυρ-Στέφανε.
● ● ● «Μαλακίες λες» μου λένε στο σπίτι. «Η οργή σου στρέφεται ολόκληρη προς την πόλη, ενώ πρέπει να γίνουμε έξαλλοι και με άλλα». Ευχαρίστως να γίνουμε, λέω με λύσσα και συνείδηση. Καθόμαστε και κάνουμε hate list. Συμφωνούμε να μη βάλουμε πρόσωπα μέσα και γίνει εμπαθές το αίσθημα, αλλά να βάλουμε όλα τα γαμίδια της ελληνικής ζωής. Να βάλουμε τα πάρτι και τους προμόουτερς; Ευχαρίστως να βάλουμε, λέω. Άι στο γεροδιάολο με τα πάρτι, λοιπόν. Δεν με νοιάζει το event σας και η μουγκαμάρα σας, γελοίες. Να πετάξουμε και τις τηλεοράσεις από τα παράθυρα; Ευχαρίστως να πετάξουμε, λέω. (Όχι)
● ● ● Αν δεν σπάσουν τηλεοράσεις όμως, επανάσταση δεν γίνεται, αγαπούλες.
● ● ● Τη μέρα που λιντσάρανε τον Καντάφι και κλώτσαγα το σκατόκουτο να το κλείσουμε μη δει στις ειδήσεις η μικρή Μελίνα το βίντεο με το κεφάλι-ντοματοσαλάτα (κυρία Ε-Σου-Ρου μου), ανοίγει η πόρτα και μπαίνει αυτό το παλιόσκυλο, ο Νικήτας Κλιντ. Hey, dog. Ωραίες μέρες, ε; Έρχεται και αφήνει μπροστά μου χωρίς πολλά λόγια ένα cd χωρίς καθόλου λόγια. Ούτε ετικέτα, ούτε τρακλίστ, ούτε κόκκο αφορμής προμόσιον, και χάνεται, έτσι κάνει πάντα, γι’ αυτό γουστάρω, δεν μιλάει, ρε παιδί μου, δεν κάνει πάρτι. «Έχει κι ένα βιβλίο» λέει φεύγοντας.
● ● ● Έτσι θέλω, έτσι θα ’ναι πια, θα καταλαβαινόμαστε και θα μυρίζουμε τις λέξεις μας έξω εκεί, θα ξέρουμε εχθρούς και φίλους από την αλήθεια ή τη σιωπή τους, μια κουβέντα ή ένα γύρισμα της πλάτης τους. Τον Νικήτα τον φοβούνται πολλοί, δεν ξέρουν τι να κάνουνε μπροστά του, «δεν μιλάει», «δεν ξέρω», «συνέχεια βρίζει».
● ● ● Δεν βρίζει, κορίτσια, ο Κλιντ, κάνει το καλύτερο ελληνικό χιπ-χοπ, γελοίες μπουζουκόβιες, τσόκαρα της πίστας. Πατάς το play και δεν σε νοιάζουν οι τίτλοι, ξεχύνεται σαν βαρελότο προς όλες τις κατευθύνσεις το βαριά ελληνικό ragamuffin του, ένα μανιφέστο ακαριαία επίκαιρο, σαν να ηχογραφήθηκε στο Σύνταγμα και στο Μοσχάτο τη μέρα που κάνανε την πόλη σαν τα μούτρα του Καντάφι. Ο ρυθμός του είναι αλάθητος, η Babylon στις φλόγες: one step forward, 2 steps backwards. Ο Κλιντ ακούγεται σαν να χαμουρευόταν με τη Μ.Ι.Α. όλη τη νύχτα. Είναι ηλεκτρονικός σαν να βγήκε από μισοκαμένο εκουαλάιζερ, ακούγεται σαν ηχείο τρύπιο από κλωτσιά. Οι λούπες του είναι σαν τριμμένες με γυαλόχαρτο, τα σάμπλα του είναι θρύψαλα γδαρμένα από το αυθεντικό τους, μοιάζουν σκονισμένα, αρπαγμένα, γεμάτα αίμα σαν ημιτελείς πληγές.
● ● ● Πέφτουν απανωτά τα κομμάτια και έρχονται την πιο κατάλληλη στιγμή, σ’ αυτές τις σκυλίσιες μέρες, με θολωμένα μάτια από δάκρυα λύσσας, να βλέπω τούβλο-τούβλο να σπάει η χώρα μου και να διαλύεται. Έτσι. Αναρωτιόμουν τι σκατά πανικοβάλ να βάλω, και ήρθε ο Κλιντ, ένας φίλος που δεν τον βλέπω ποτέ των ποτών, και με ένα μικρό ήχο απασφάλισης χειροβομβίδας –κλιντ!– μου έδωσε τον ήχο της οργής μου: Το «Athens Zoo - Moriginal Champ System» – μαζί του κι άλλη μια Ρόδα από τα παλιά, ο Χρήστος Τσαμπουράς. Μάτωσαν τ’ αυτιά μου, ρε ντογκ.
● ● ● Το βράδυ δεν ήθελα να χαστουκίσω κανέναν. Ζωγραφίζαμε με τις μικρές, μετά φυτέψαμε σποράκια μαϊντανού. Τους είπα «αν δεν φυτρώσουν, θα είναι που θα έχει καεί το σύμπαν» και γελούσαν, τα βλαμένα.
1 Ιουν 2011
Μαύρα Μαλλιά

o Βλέπω την επανάσταση να ανεμίζει στα μαλλιά σας, σαν ανεμιστήρας που άνοιξε ξαφνικά ακριβώς την ώρα που ήσασταν έτοιμοι να λιποθυμήσετε από την τσιγαρίλα και την ασφυξία. Συγκινημένοι βγήκατε όπως – όπως στις πλατείες, ούτε ένα τζελ, ούτε μία τσαλακωμένη έντεχνα τούφα «μόλις ξύπνησα» δεν σας χάλασε τη χαρά της συγκέντρωσης.
o Ο αέρας της αθωότητας φύσηξε στα μέτωπα που είχαν ακινητοποιηθεί σε μία συνοφρυωμένη αδράνεια.
o Μερικά μωρά καθισμένα στους ώμους των μπαμπάδων, τους τραβούσαν το τσουλούφι για να συγκρατηθούν, κοιτάζοντας απορημένα αυτή την τρισδιάστατη πλημμύρα γύρω τους – «μπαμπά, τι είναι κόζμος;». Τα κοκοράκια, οι ψευτο-μοϊκάνες, τα στριφογυριστά Τεν-Τεν, τα άτσαλα μαλλιά των ελλήνων μπαμπάδων που μοιάζει σαν ποτέ να μη μπορούσαν να ταχτοποιηθούν στα κεφάλια, πάντα κάτι στράβωνε, έγιναν τα γκέμια της ποπ-λάικ επανάστασης στο κέντρο της πόλης.
o Στην τηλεόραση, οι κοκαλωμένες κουπ έστρεφαν αργά, μονοκόμματες προς το μόνιτορ – «ας δούμε πλάνα από την πλατεία». Οι κάμερες από ψηλά, κατέγραφαν χιλιάδες κεφάλια, μικρές σκουρόχρωμές κουκίδες, ούτε ένα ξανθό δεν φαινόταν – πάντα το πλήθος από μακριά δείχνει να έχει μεσογειακά χρώματα, μαύρα μαλλιά, μαλλιά κοράκου χρώμα.
o Την ίδια μέρα, άρχιζε ο πονοκέφαλος. Βαθύς, αυχενικός σαν κότινος. Ανέβαινε προς τους κροτάφους, τους φόρτωνε ένταση και επαναληπτικό σφυροκόπημα, επικέντρωνε στα μάτια κάνοντας λίμπα τον αστιγματισμό τους και απελευθερωνόταν, ειρωνικός, στην κορυφή του κρανίου σαν γλόμπος μίας ιδέας που ποτέ δεν άναψε.
o Το μαλλί-πονοκέφαλος είναι πιεσμένο στη μία πλευρά, σαν να τ’ανέμιζε ο αγέρας στα ζερβά. Δείχνει τον πόνο και την ένταση μονόπαντα, πλαναρισμένη αεροτομή. Είναι σαν να σου λέει «Δεν σκέφτομαι τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα. Πονάω.»
o «Μάτι είναι» μου λέγανε. «Μα τι μάτι;» – έλεγα κι έκλεινα τα μάτια αναζητώντας λίγο σιωπηλό σκοτάδι. «Δεν με έχει δει ούτε φωτοκύτταρο, μέρες τώρα.» Γιατί, τέτοιος είμαι. Στις μεγάλες γιορτές, με περιλούζει πονοκέφαλος και κλείνομαι στον Πύργο των Ντεπόν.
o Την επόμενη μέρα, έφτασε από το Λονδίνο το βιβλίο με τα σχέδια της Χριστίνας Χριστοφόρου. «Α, κοίτα, τα μαλλιά του Andy Warhol» είπε ο Β μόλις είδε το φλασάτο πορτοκαλί εξώφυλλο με τον γνωστό, λευκό θύσανο και τον τίτλο «Τίνος είναι αυτά τα μαλλιά;». «Whose Hair?». Μπορείς να τα ξεχωρίσεις; Διακόσια κεφάλια χωρίς πρόσωπο, φανερώνουν την ταυτότητά τους μόνο μέσα από το εικονογραφημένο τους μαλλί. Κεφάλια πλούσιων και διάσημων που έχουν πασχίσει πολύ μέχρι να αποτυπώσουν το λογότυπό τους επάνω σε μερικές χιλιάδες ντηζαϊνάτες τρίχες. Δυστυχώς μπόρεσα να τους ανακαλύψω σχεδόν όλους. Να ο Έλβις, να ο Γκαλιάνο, να η Νταϊάνα, να ο Κόνερι. «Παθέτικ», είπε ο Β και γέλασε. «Let your hair down.»
o Η Χριστίνα Χριστοφόρου είναι illustrator με μία σκοτεινή, κομψή ιδέα χιούμορ στα έργα της. Ζει στο Λονδίνο και ζωγραφίζει ζώα, διαστημόπλοια, τέρατα και ανθρώπους. Πριν δύο-τρία χρόνια της ζήτησαν από τους New York Times να σχεδιάσει «τα χτενίσματα των Πρώτων Κυριών», των συζύγων μεγάλων ηγετών του κόσμου. Γυναίκες που τις έχεις στο μυαλό σου σαν καούκες, σαν χτενίσματα με τίτλο. Έμοιαζε κάπως με το εξώφυλλο του Some Girls αλλά από την ανάποδη, σαν κατάλογος κομμωτηρίου του 2055.
o Μετά από αυτό, η Χριστίνα έφτιαξε την (γνωστή) αφίσα με τα διάσημα κεφάλια από το πάνθεον των ηρώων της ροκ. Καθόλου ανέμελα κεφάλια βέβαια. Σε αυτό το Κομμωτήριο καμία τρίχα δεν πετάει χωρίς λόγο πετάγματος. Επιμελώς εγκλωβισμένα στην λακ της εικόνας τους, δίνουν το στίγμα τους πριν καν προλάβει να κατέβει το πενάκι προς τη γραμμή του προφίλ. Η Χριστίνα λέει ότι, η δήλωση που κάνει ο καθένας φαίνεται στα μαλλιά του. Όταν σχεδίαζε τον Hendrix, το μαλλί του τής φώναζε «Freedom». Το μαλλί της Anna Wintour γαυγίζει «Πειθαρχία». Το σιντριβάνι από ράστα του Jean-Michel Basquiat δηλώνει «Φαντασία». Ο κότσος με την μία-γλυψιά ανταύγεια της Audrey Hepburn ψιθυρίζει «Elegance» ενώ ο κότσος-φωλιά καταιγίδων της Amy Winehouse φωνάζει «Drama».
o Δράμα, όντως. Με φοβισμένη αμηχανία βλέπουμε τους κορακί πολιτικούς με τα κορακί βαμμένα μαλλιά να υποδύονται σφρίγος ενώ κόμποι ιδρώτα σταλάζουν ξεβάφοντας την καραμπογιά στα κολάρα τους.
o Οι εγκληματίες κουρείς τους περνάνε πλακάτα ντουκοχρώμ, το χρώμα της καρυδιάς, ή έναν τόνο πιο μαύρο. Ίσως θα θέλατε και μία λευκή τούφα εδώ, πάνω από το δόξα πατρί; Γράφει στο γυαλί, Δευτέρα βράδυ. Δίνει κύρος, κύριε.
o Στα δημοσιο-υπαλληλικά κουρεία, τους «μπαμπάδες του έθνους» τους φουλάρουν τις τρίχες αψιδωτά προς τα πίσω, αφήνουν τον καρίτζαφλο έκθετο σε κάθε πεντακοσάρικο να κολλάει εύκολα – φτου και πάρ’το. Τους φυσάνε με το πιστολάκι προς τα πίσω, ένα κορδωμένο τίποτα, δίνουν όγκο και από κάτω το κενό.
o Από την άλλη, οι image makers της ελεύθερης αγοράς περνάνε σε πιο solid προτάσεις. Πιστεύουν στη δήλωση-γροθιά.
o Κούρεψαν τον Καραμανλή.
o Κάθε εκπρόσωπο τύπου, πριν τον ρίξουν στις κάμερες, τον περνάνε από την ψιλή.
o Η Μακρυπούλια έχει καθιερώσει το κεφάλι-άλιεν με μαλλί που κινείται με delay, ένα beat πιο αργό από το υπόλοιπο πρόσωπο. Όσο αέρας κι αν φυσάει στις πλατείες, η ίδια πάντα ελληνική κουπ της ξανθιάς λέαινας με τη λεοπάρδαλη και τον παπαγάλο φαίνεται να εμφανίζεται μπροστά μας, big fat greek wedding, θείες και κουμπάρες και παλιές συμμαθήτριες σε φωτογραφίες – όλες ίδιες την ώρα που, τελικά, έρχονται να σου ευχηθούν «Ζήτω η ελευθερία».
o Κόκαλο.
o Η Μ. κούρεψε τα μαλλιά της δύο πόντους και πήγε να ζήσει σε μία φάρμα στη Μακεδονία με την κόρη της και τον άντρα της. Καλλιεργεί βιολογικά προϊόντα και φτιάχνει γλυκίσματα-γλυπτά σαν τετραόροφες Ντίσνεϊλαντ από ροζ κρέμες. Την ξέρω από έξη χρονών και είναι η ηρωίδα μου.
o Ο πονοκέφαλος συνεχίζεται για πέμπτη μέρα. Απλώνεται σαν κοζμοπλημμύρα στους ασημένιους μου κροτάφους και μου παραλύει το θεληματικό πηγούνι. Πονάνε ακόμα και τα μαλλιά μου, νοιώθω σαν να έχω ένα μωρό επάνω στο κεφάλι μου που μου τραβάει το τσουλούφι.
o Παίρνω την κουρευτική μηχανή, την ρυθμίζω στο 0.1 κι αρχίζω να τα παίρνω.
------------------------------------------
Info: To βιβλίο «Whose Hair?» της Χριστίνας Χριστοφόρου κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Laurence King και υπάρχει στα μεγάλα ελληνικά βιβλοπωλεία. (www.laurenceking.com/product/Whose+Hair?.htm)