Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα στεγανογράφημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα στεγανογράφημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

28 Φεβ 2013

Τα φαντάσματα του πάρκου




  •  Όποτε κατεβαίνω τη Δαφνομήλη, λίγο πριν το πάρκο του Άη Νικόλα στα Πευκάκια, πάντα κοιτάζω αριστερά, το κόκκινο σπίτι με τον σκελετό στο παράθυρο.
     
  • Ακουμπάει το κεφάλι του μελαγχολικά στο τζάμι σκυμμένος μπροστά, με το τρύπιο βλέμμα του στο αόριστο του πεζοδρομίου σαν γιαγιά κουτσομπόλα που ξεχάστηκε ακίνητη στο χάζι της πίσω από την κουρτίνα, γιατί τίποτα δεν συνέβαινε στη γειτονιά. Και πέθανε έτσι, περιμένοντας.
     
  • Όχι και τίποτα, γιαγιά. Δέκα μέτρα πιο κάτω, τις νύχτες γίνεται πάρτι. Κοίτα πώς ταλαντεύονται ξεκοιλιασμένα τα συρματοπλέγματα της περίφραξης στο γηπεδάκι του μπάσκετ. Στα τσιμέντα του, κάτω, σκασμένες οι ψιλοκρεμαστές της νύχτας, βελόνες, πευκοβελόνες, σύριγγες, χαρτιά από γκοφρέτες, κουτάκια μπίρας. Κάποιο πρωί είδα και ένα ζευγάρι σπασμένα μυωπικά γυαλάκια, απλά έτσι, πεταμένα μπροστά στη μπασκέτα.
     
  • Από αριστερά, στο πλάτωμα ανάμεσα στο 14ο Δημοτικό Σχολείο και την παιδική χαρά, όταν γίνονται φασαρίες στο κέντρο, στήνονται μπάτσοι και περιμένουν. Οπλισμένοι, αρματωμένοι, φουλ. Χαζογελάνε, λένε μαλακίες και παίζουν με τα κινητά, σαν να περιμένουν να τελειώσει το διάλειμμα και να γυρίσουν πίσω στις τάξεις τους. Τις άλλες νύχτες, όταν έχει ηρεμία, σκοτεινές φιγούρες κουρνιάζουν πάνω στα παγκάκια σαν όρνια που παραφυλάνε να ζυγώσει κανένας αναβάτης της δύσκολης ανηφόρας που έρχεται από τη Σίνα, για να χιμήξουν. Δεν μιλάνε, μόνο καμιά κάφτρα του τσιγάρου τους βλέπεις μέσα στο σκοτάδι. Αν θες να πας στο σπίτι της γιαγιάς, καλύτερα να πάρεις τις σκάλες.
     
  • Δηλαδή πρέπει να κάνεις ένα μικρό κύκλο για να αποφύγεις το πάρκο. Να ανέβεις την Ασκληπιού που έχει φώτα και μόλις φτάσεις στον Άγιο Νικόλαο να κάνεις δεξιά και να ανέβεις τα σκαλάκια της Πατριάρχου Φωτίου. Αγκομαχώντας παραμερίζεις φυλλωσιές που πνίγουν το πέρασμα, ακροβατείς σε σχάρες που μόνιμα από κάτω βορβορίζουν νερά, καταπίνεις μυγάκια και φτάνεις με την αναπνοή στα δόντια, στο κεφαλόσκαλο. Το έχω κάνει και με χαλάζι.
     
  • Το ήσυχο, αφύλαχτο πάρκο του Άη Νικόλα, πάντα υπήρξε καταφύγιο. Οι σκιές του και οι στροφές του κρύβουν ιστορίες. Παλιότερα, φιλοξενούσε έρωτες και νυχτερινές βόλτες σκύλων για τσίσα. Μετά ήρθαν τα πρεζόνια και μερικά κορίτσια που έψαχναν πελάτη για σεξ. Τώρα, διασχίζοντάς το θα δεις τους μικρούς καταυλισμούς δίπλα στις βρύσες. Μπογαλάκια άστεγων μπαζωμένα με τάξη και φόβο κάτω από τους θάμνους σαν καλύβες χόμπιτ και κάποια λυπημένα, ξεβαμμένα ρούχα τους να στεγνώνουν απλωμένα πάνω στα φυλλώματα, στις αγγελικές του πάρκου. Και πάντα, ο ήχος από μία ανοιχτή βρύση να κελαρύζει κάπου εκεί. Τα νερά έρχονται από μία ανεξάντλητη πηγή, την «πηγάδα του Κρητικού», που ήταν γωνία λεωφόρου Αλεξάνδρας και Γκύζη.
     
  • Παλιά, λένε, σε όλη αυτή την πλαγιά στα πόδια του Λυκαβηττού, θάβανε νεκρούς. Το είχε ψυχανεμιστεί ο Α., φίλος που ζει εκτός Ελλάδας, όταν τον φιλοξενούσα. Το πρώτο βράδυ στο σπίτι, αργά, κρατώντας το «Κοράκι» του Έντγκαρ Άλαν Πόε στο χέρι (ναι, αυτό διάβαζε), μου είπε «Έχεις φαντάσματα εδώ, το ξέρεις; Στριφογυρίζει μπροστά μας ένα παγωμένο ρεύμα που έρχεται από εκεί.» Και μου έδειξε προς τη μεριά του πάρκου. Δεν είχα κανένα παράθυρο ανοιχτό.
     
  • Το επόμενο βράδυ, κατεβαίνοντας με το ταξί την Οκταβίου Μερλιέ δίπλα από το Γαλλικό Ινστιτούτο, φωτογραφήσαμε φευγαλέα, στα τυφλά, τις πρασινάδες του πάρκου φωτισμένες μόνο από το ισχνό φως του φθορισμού από τις λάμπες του. Στις εικόνες που είδαμε στην οθόνη μετά, διακρίναμε κινήσεις και αύρες, διπλές φιγούρες, αντανακλάσεις, είδωλα και σκιές σε τροχιά. Βέβαια τρανταζόταν και ολόκληρο το ταξί λόγω του σκατόδρομου που είναι γεμάτος τρύπες από τη μόνιμη διαρροή νερού, διαφορετικά θα είχαμε φωτογραφήσει απλώς ένα σκέτο μαύρο, αλλά και πάλι: τα φαντάσματα του πάρκου δεν μπορούσες να τα αγνοήσεις, ήταν εκεί, πίξελ με πίξελ, αληθινά, σαν μελανές τολύπες καπνού.
     
  • Αργότερα διάβασα στο βιβλίο «Η ωραία Νεάπολις και τα παρεξηγημένα Εξάρχεια» του Γιάννη Καιροφύλα (εκδ. Φιλιπότη) ότι το μικρό εκκλησάκι, προάγγελος του ναού που χτίστηκε αργότερα, κάποτε χρησίμευσε σαν οστεοφυλάκιο. Λίγο αργότερα έγινε νηπιοτροφείο, αργότερα δημοτικό σχολείο και από το 1935 το Ε’ Γυμνάσιο Θηλέων. Και επειδή δεν χωρούσαν όλα τα κορίτσια στο οστεοφυλάκιο, νοίκιασε το κράτος και ένα σπίτι απέναντι. Μαύρες ποδιές, λευκές κορδέλες. Οι στριγκλιές και τα χάχανα, σκέπασαν τη βαριά λάσπη των πεθαμένων και το πάρκο πήρε ζωή.
     
  • Από κάτω οι νεκροί των αιώνων και από πάνω Αθηναίοι που ζούσαν, έτρωγαν έπιναν δροσερά νερά από τους καταρράκτες του Λυκαβηττού, πλένονταν. Ο χώρος πίσω από τον ναό, εκεί που βρίσκεται τώρα το Πνευματικό Κέντρο των εν Αθήναις Ρουμελιωτών (που κτίστηκε το 1968 και ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις των κατοίκων – χωρίς όμως να γίνει τίποτα, λέει το βιβλίο), στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν χαμάμ, λαϊκά λουτρά. Εκεί είχε στεγασθεί και η 7η Ομάδα Προσκόπων. Αργότερα, πριν τη δικτατορία του Μεταξά ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για να στεγασθούν η κρατική αποθήκη σπόρων καθώς τα λαϊκά συσσίτια του ΠΙΚΠΑ. Ανέβαινε ο κοσμάκης το Γολγοθά της Σίνα, να φτάσει στους πρόποδες του λόφου να φάει ένα κομμάτι ψωμί.

  • Και μετά κατέβαιναν την κατηφόρα προς Ακαδημίας, καθαροί, χορτάτοι, χαζογελώντας, λέγοντας μαλακίες, ευτυχισμένοι και αθώοι, άνθρωποι της πόλης που τους καταβροχθίζει.
     
  • Τις μέρες με ήλιο περνάω μπροστά από τον σκελετό της Δαφνομήλη, του γνέφω αδιόρατα μια καλημέρα γιατί ποτέ δεν ξέρεις, και χώνομαι στο πάρκο. Κάθομαι για λίγο στο μικρό, πέτρινο αμφιθέατρο και προσπαθώ να ακούσω τις φωνές της Αθήνας. Το χώμα είναι πάντα βρεγμένο, οι πλάκες πάντα παγωμένες και υγρές. Σαν να έβρεχε πολύ την προηγούμενη νύχτα και τώρα να βγήκε ο ήλιος, να στεγνώσουμε. 

16 Φεβ 2012

Σκηνές



















Μία μικρή τίγρις και μία μεγάλη τίγρις είναι ξαπλωμένες σε ένα βράχο μέσα σε ένα κλουβί. Ένας άντρας και ένα παιδί τις κοιτάζουν. Ο άντρας σηκώνει το παιδί στους ώμους του.
ΜΕΓΑΛΗ ΤΙΓΡΙΣ: Πεινάω.
ΜΙΚΡΗ ΤΙΓΡΙΣ: Κι εγώ.

ΑΝΤΡΑΣ ΣΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΝΑΠΕ, μιλάει στο τηλέφωνο.
ΑΝΤΡΑΣ: Θα αργήσετε;
ΦΩΝΗ: Δεν ξέρω, βρέχει πολύ. Εκεί τι γίνεται;
ΑΝΤΡΑΣ: Τα γνωστά. Σπάνε την Αθήνα. Κάηκε το Αττικόν.
ΦΩΝΗ: …Έπεσε και ο πολυέλαιος;…
(Κυριακή βράδυ.)

ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΜΩΒ ΧΡΩΜΑΤΑ, απόγευμα, φθινόπωρο, Βόρεια Ελλάδα.
ΑΝΤΡΑΣ: Τι κάνεις εκεί, Μαρία;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Κεντάω το εξώφυλλο του νέου σιντί. Σταυροβελονιά.
ΑΝΤΡΑΣ: Και τι χρώματα βάζεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Με ξέρεις τώρα. Το γκρι του κρυολογήματος με τη φωνή του Ed Harcourt, και μια παστίλια για το λαιμό με τις τρομπέτες του Erik Truffaz. Σκοτωμένο ροζ του χωρισμού ton sur tone με το «To the winter» του Brett Anderson, λίγο φλαμπέ κόκκινο με τα μπουζουκλερί του Gonjasufi. Φαζαρισμένο κίτρινο από σάπια φύλλα σε δρομάκι πάρκου της Αυστριακής Στυρίας, παχύρρευστο νορβηγικό γκρι-με-λίγο-αίμα-του-βιολιού από τον Moddi. Βραχνιασμένο γκρι και χρυσό του ουίσκι με το «Stormy weather» της Ivie Anderson, λερωμένο άσπρο του χιονιού σαν φιλί-snowballing από τον Divine Comedy. Σε αυτό το σημείο ανοίγω τα παράθυρα και μπαίνει ασημί παγωμένος αέρας με το «Wind in her hair» από τους (εϊτίλα) Motorama. Μετά βάζω μερικές βελονιές μελαγχολικό αστραπί και βροντί του Jay-Jay Johanson και της Sarah Worden, λίγο απελπισμένο μεταλλιζέ αυτοκτονί που βρήκα στο Νάσβιλ και το κλείνω με σταγόνες βροχής επάνω στο πιάνο του Volker Bertelmann. Σ΄αρέσει;
ΑΝΤΡΑΣ: Με ξέρεις τώρα. Σιχαίνομαι το καλοκαίρι.

ΑΝΤΡΑΣ ΣΕ ΛΕΥΚΟ ΚΑΝΑΠΕ, μιλάει στο τηλέφωνο.
ΦΩΝΗ: Γιατί μιλάς ψιθυριστά;
ΑΝΤΡΑΣ: Αποκοιμήθηκε η μικρή.
ΦΩΝΗ: Και γιατί μιλάς και ψιθυριστά και αγκομαχώντας;
ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί αποκοιμήθηκε πάνω στην κοιλιά μου.
ΦΩΝΗ: Βρήκε αρκούδο και άραξε το μωρό.
ΑΝΤΡΑΣ: Ζωγραφίζαμε.
ΦΩΝΗ: Τι ζωγραφίζατε;
ΑΝΤΡΑΣ: Έκανε όλους εμάς γύρω της, τράβηξε μία γραμμή και από κάτω έκανε όλους τους πεθαμένους της οικογένειας.
(Βράδυ, χειμώνας 2012).

ΒΙΕΝΝΗ, ΣΚΗΝΗ ΘΕΑΤΡΟΥ MUSEUMSQUARTIER HALLE E, ΒΡΑΔΥ.
Η σκηνή φωτίζεται μόνο από σειρές με φθηνά, πανηγυριώτικα λαμπάκια τσίρκου. Γύρω είναι στημένα τροχόσπιτα, καντίνες και εκδοτήρια εισιτηρίων για τα θεάματα του λούνα-παρκ. Μία κοπέλα, δύο γερμανοί στρατιώτες του μεσοπολέμου και ένας νάνος χορεύουν και κάνουν ταχυδακτυλουργίες. Στο βάθος ένα τσέλο, μία ντραμς και μπροστά στη μέση του πάλκου ένας άντρας με μπαντονεόν τραγουδάει σαν να προφητεύει το μέλλον:
MARTYN JACQUES: … Σε αυτό το πανηγύρι ο αρχηγός της μπάντας κυνηγάει το θήραμά του / καθώς η τραγική μας ιστορία ξετυλίγεται. / Κρυμμένος μέσα στις σκιές ο αρχηγός της μπάντας ξερογλείφεται / λαχταράει το κορμί σου, αυτό που κάνεις κουνώντας τους γοφούς σου. / Σε αυτό το πανηγύρι, πόσες ξετυλίγονται ιστορίες / για πόθους, αρετές, χαρά και αμαρτίες.

ΒΑΓΟΝΙ ΤΡΕΝΟΥ, ΒΡΑΔΥ.
Στο κάθισμα είναι ξαπλωμένη η Δούκισσα του Γουίνδσορ. Έχει βιαστεί βάναυσα και στην πλάτη της κάποιος έχει γράψει με πυρωμένο σίδερο τη λέξη: «Windsor». Ένας εύσωμος άντρας με καφέ τουίντ σακάκι και μονόκλ στέκεται δίπλα της όρθιος. Απέναντί του ένας νεαρός τον κοιτάζει. Έχουν και οι δύο το δεξί τους χέρι στο πιγούνι τους και προσπαθούν να διαλευκάνουν το μυστήριο.

ΜΠΙΛΙΑΡΔΑΔΙΚΟ, ΒΡΑΔΥ.
Δύο άντρες, ο ένας γύρω στα 35 και ο άλλος γύρω στα 45, στέκονται μπροστά σε έναν πίνακα που απεικονίζει μία γυμνή, τριχωτή πλάτη. Έξω κάνει δυνατό κρύο.Link
ΑΝΤΡΑΣ 45: Στη σχολή εμείς αυτά τα κάναμε τρίχα-τρίχα με το ραπιντογκράφ.

ΧΑΛΑΝΔΡΙ, PETITE FLEUR, ΒΡΑΔΥ.
Μέσα αριστερά, στο τέρμα δεξιά τραπεζάκι. Δύο γυναίκες, τρείς άντρες. Μπροστά τους έχουν αχνιστές κούπες σοκολάτας κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Ακούγεται το «Cool struttin’» του Sonny Clark.
ΓΥΝΑΙΚΑ Α: Σε μιάμιση ώρα πετάω για Νέα Υόρκη. Διώξτε με.
ΣΟΦΙΑ Φ.: Κάτσε καλέ, προλαβαίνεις.
ΝΙΚΟΣ Φ.: Να φέρω άλλο ένα;
ΑΝΤΡΑΣ Β: Είδα το εξώφυλλο του Γλυκού για τη συλλογή. Πόσο άψογος; Μυρίζει σοκολάτα.
ΑΝΤΡΑΣ Γ: Ο Γλυκός είναι το χαμένο παιδί της Αμελί.
ΑΝΤΡΑΣ Β: Νοιώθω αγάπη εδώ μέσα. Μπορώ να κάτσω έτσι, σε αυτό το τραπεζάκι μέρες.
ΝΙΚΟΣ Φ.: Τότε θα έρθεις την Τετάρτη στο live jazz που κάνουμε;
ΑΝΤΡΑΣ Β: Αφού με ξέρεις. Δεν βγαίνω.

ΑΝΤΡΑΣ ΣΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΝΑΠΕ, μιλάει στο τηλέφωνο.
ΦΩΝΗ (στα ιταλικά): Είναι ασφαλές να κυκλοφορείς έξω;
ΑΝΤΡΑΣ: Ναι. Μην ανησυχείς.
ΦΩΝΗ: Να προσέχεις, ε;
ΑΝΤΡΑΣ: Σήμερα το πρωί βρήκα ένα μισοκαμένο πόδι από κούκλα βιτρίνας πεταμένο στα σκουπίδια.
(Δευτέρα βράδυ.)

ΠΑΙΔΙΚΟ ΔΩΜΑΤΙΟ, ΒΡΑΔΥ.
Ένας άντρας κρατάει ένα μπουκάλι ουίσκι και κάθεται στην άκρη ενός παιδικού κρεβατιού. Δίπλα του ξαπλωμένο είναι ένα παιδί 6 ετών, που κρατάει αγκαλιά ένα λούτρινο πίθηκο. Πάνω από το κρεβάτι είναι κολλημένη μία αφίσα με τους καταρράκτες του Νιαγάρα.
ΑΝΤΡΑΣ: Το χρυσό σπαθί είχε από τη μία πλευρά δύο ρουμπίνια και από την άλλη κάτι άλλα διαμάντια. Με αυτό τους έσφαξε όλους. Εκτός από το βασιλιά, που τον πυροβόλησε στην κοιλιά. Και μετά έκλεψε τα κοσμήματα του παλατιού και κατευθύνθηκε προς το δάσος με τους φοίνικες. Το δάσος με τους φοίνικες μάλλον ήταν πολύ παλιό, γιατί οι φοίνικες ήταν πολύ ψηλοί.
ΠΑΙΔΙ: Μπαμπά, νύσταξα. Καληνύχτα.
ΜΠΑΜΠΑΣ: Καληνύχτα.


(Athens Voice, τ.379, 16.02.12)

25 Ιαν 2012

Statuefrenching. Φιλάω αγάλματα στο στόμα.

Έχω έναν φίλο που επισκέπτεται τα νεκροταφεία και φιλάει τα αγάλματα στο στόμα.

Τεχνικά δεν είναι, αλλά ποιητική αδεία τα ονομάζουμε γαλλικά φιλιά για να δηλώνεται το πάθος.

Παλιά, στα '80ς, τρέχαμε στο κοιμητήριο του Pere Lachaise για να αγγίξουμε την προτομή του Morrison που, χρόνο με το χρόνο, θύμιζε όλο και περισσότερο βάση για περούκα της Φάρα Φώσετ, με λίγη βοήθεια από το πρόσθετο μέηκ-απ που του έκαναν οι εικονολάτρες θαυμαστές: ρίμελ, χρωματιστά σπρέη, κόκκινα κραγιόν που ξέβαφαν αμέσως, λίγο μετά, από τα φιλιά των επόμενων επισκεπτών του τάφου.

Ευτυχώς δεν υποκύψαμε στο παρισινό κύμα ερωτισμού που ήθελε το ξαπλωτό, μπρούτζινο άγαλμα στον τάφο του δημοσιογράφου Ζυλ Νταλού (1848-1870), που έγραφε στην προ-επαναστατική La Marseillaise και τον σκότωσε ο ίδιος ο Βοναπάρτης με μία σφαίρα πάνω σε καυγά, ξεσηκώνοντας θύελλα λαϊκής οργής και ταραχών στο Παρίσι, να έχει έντονες υπερφυσικές επιρροές στη γονιμότητα και στον πνευματικό οίστρο όποιας/ου τριφτεί επάνω του. Το άγαλμα έχει ξεκούμπωτο το πρώτο κουμπί του παντελονιού και μία εμφανώς διακριτική, επιθανάτια στύση, που έχει αρχίσει πλέον και λαμποκοπάει το μέταλλο σε' κείνο το σημείο.

Όχι. Δεν τριφτήκαμε ποτέ επάνω στον Νταλού, ούτε και αγγίξαμε ποτέ, ερωτευμένοι, ταξιδεύοντας πάνω-κάτω στην Ιταλία, το στήθος της μπρούτζινης Ιουλιέτας των Καπουλέτων στη Βερόνα, στο άγαλμα που είναι στημένο στην αυλή του πατρικού σπιτιού της παντοτινής ερωτευμένης. Ένα απαλό χάδι εκεί, μπορεί να σου φέρει την αγάπη. Το στήθος γυαλίζει σαν υπόσχεση, από τα εκατομμύρια αγγίγματα που έχει δεχτεί όλα αυτά τα χρόνια, από χούφτες αυτοχείρων παρθένων και ηδονιστών.

Το χούφτωμα των αγαλμάτων λοιπόν, είναι άλλο. Λέγεται gropping και είναι ένα καγκούρικο φωτογραφικό κλισέ, που κρύβει ένστικτα βανδαλισμού και σάχλας-στην-πενταήμερη. ΟΙ περισσότεροι ποζάρουν, τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που χρειάζεται το snapshot, αδιαφορώντας εντελώς για την τρυφερότητα, τη μοναξιά, την ένταση και την ποιοτική ταυτότητα του αγάλματος. Κάνουν την πόζα τους στιγμιαία, βγαίνουν με κόκκινα διαβολικά μάτια από το φλας και την ποστάρουν κατευθείαν στο Φου-Μπου τους. Και ας μη συζητήσουμε καλύτερα για τα φωτογραφικά κλισέ στα μουσεία με κέρινα ομοιώματα.

Ο ΚάπαΒήτα μία μέρα μου είπε: "Φιλάω αγάλματα". "Για πες μου", του είπα.

"Το πρώτο άγαλμα που φίλησα ήταν η Λαμπέτη στον πεζόδρομο της Δελφών. Περνούσα δίπλα, μου φάνηκε τόσο μόνη κάτω από τις φυλλωσιές και τη φίλησα. Μετά θυμήθηκα και άλλα μπούστα που μαραζώνουν γεμάτα κουτσουλιές, η Βουγιουκλάκη στην πλατεία Μαβίλη, ο Παπανικολάου στην πλατεία απέναντι από τον σταθμό Λαρίσης, οι Φιλικοί στο Κολωνάκι (αυτοί χωρίς κουτσουλιές), η Μελίνα Μερκούρη στις αρχές της Συγγρού. Αυτή ήταν η πιο δύσκολη, αλλά μεγάλο απωθημένο. Εκείνο το βράδυ έβρεχε, έπρεπε να κουβαλήσω ένα καφάσι και να το κάνω γρήγορα γιατί χάζευαν οι οδηγοί των τουριστικών λεωφορείων. Η Μελίνα έχει το μεγαλύτερο κεφάλι για να είναι προφανώς ορατή από τον Πειραιά και τα δύο, τρία, τέσσερα παιδιά της, και τεράστια χείλια."

Ο ΚάπαΒήτα αγαπάει την πόλη με τον δικό του τρόπο. Περιποιείται τις λεπτομέρειές της. Εκτός από τα αγάλματα, φωτογραφίζει και μικρές, εμβληματικές αναπηρίες της Αθήνας, ένα ξεχασμένο σημείωμα, ένα σημαντικό σκουπίδι, τις ταμπέλες με σελοτέηπ σε δικαστήρια και τουαλέτες μπαρ. Σε λίγο θα αρχίσει να γλύφει και τοίχους (ψέματα, έχει ήδη αρχίσει).

"Μία καλή ευκαιρία για αγάλματα αρχαίων" λέει, "ήταν η Biennale. Υπήρχε μία αίθουσα με γύψινα εκμαγεία πεταμένα τριγύρω και κανείς φύλακας στην αίθουσα. Μπορεί και να απαγορευόταν, δεν είμαι σίγουρος με τη μοντέρνα τέχνη, όπως και με την αρχαία. Βέβαια μετά μου είπαν ότι υπάρχει Μουσείο Αφής στην Καλλιθέα γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο. Περισσότερο άβολα αισθάνθηκα στο Α' Νεκροταφείο κυρίως επειδή έπρεπε να πατήσω επάνω σε τάφους για να φτάσω τη Βέμπο και τον Κολοκοτρώνη που είχαν και σημαίες props στις πλάτες."

"Την Κοιμωμένη δεν τη φίλησα".

Με ελαφρώς ειδωλολατρική διάθεση αλλά κυρίως με συγκινητική συμπαράσταση στη μοναξιά τους, αρχίσαμε να λέμε ποιούς άλλους πρέπει να φιλήσει. Τον πάντα dark wave Καλομοίρη έξω από τη Νομική, τον Γούναρη με την κιθάρα του έξω από τον Πράσινο Πύργο. Ποιόν άλλο;

"Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι ελάχιστα αγάλματα είναι στο ανθρώπινο ύψος. Υπάρχει ένας Ελύτης στη Δεξαμενή που περπατάει, που θέλω να φιλήσω, ένας μικρός βανδαλισμένος άγγελος με κόκκινες ρώγες και χείλια μπροστά στην παλιά Βουλή κάτω από τον Τρικούπη που ανοίγει το ένα του χέρι, ένας κοιμισμένος ή πεθαμένος Υψηλάντης στην εκκλησία μέσα στο Πεδίο του Άρεως με σπασμένη μύτη από την οποία βγαίνει ένα μικρό σίδερο, ένα άγαλμα με την Ακρόπολη στο κεφάλι μπροστά στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου και το πιο κουτσουλημένο κεφάλι της Αθήνας, εκείνο του απελευθερωτή λαών Χοσέ Ντε Σαν Μαρτίν στην πλατεία Αργεντινής Δημοκρατίας. Τον λυπάμαι και τον σιχαίνομαι, τόσο μόνος. Οι περισσότεροι μου λένε να πάω να φιλήσω τον Κολοκοτρώνη στη Σταδίου, συλλογικό απωθημένο, αν ήμουν στη Θεσσαλονίκη θα μου έλεγαν για τον Μεγαλέξανδρο."



9 Νοε 2011

Οι σάλτσες της Κυριακής


· Τις Κυριακές, η Γεωργία Π. στη Θεσσαλονίκη, φτιάχνει σάλτσες. Με ανοιχτή τη μπαλκονόπορτα της κουζίνας, να μπαίνει το ασταμάτητα καλοκαιρινό φως και το αεράκι με την αδιόρατα σιχαμένη allure του Θερμαϊκού. Στα τραπέζια της, τα τελευταία καλοκαιρινά λαχανικά, πομοντόρι και τουρσάκια, κάπαρη, βερίκοκα ξερά, σουλτανίνες, κρεμμυδάκια, τσοπ-τσοπ-τσοπ ψιλοκομμένα όλα, σαν λεπτομέρειες που πρέπει οπωσδήποτε να θιχτούν μέσα σε αυτόν τον άφθονο, υπέροχο χρόνο του Κυριακάτικου πρωινού.

· Για κάποιο λόγο, τα πρωινά της Κυριακής φαίνονται αιώνια και ακίνητα. Είναι η υπόσχεση της παντοτινής ζωής, έστω κι αν πιάσεις ροκφόρ από την ακινησία. Είναι ο όρκος του θρυλικού τετράωρου καφέ στις πλατείες. Το βάρος των κυριακάτικων εφημερίδων. Το πλεκτόν εγκώμιον της ζωής που, στα γυρίσματα και στις ανάποδες βελονιές της, κρύβει μυστικά και ελαφρότατα κουτσομπολιά.

· Η Γεωργία Π. σιγοβράζει μυρωδιές και χρώματα. Ακούει τις μουσικές της, ρίχνει ένα σκουίρτ ξύδι ακόμα. Ακούει μιάν άγνωστη φωνή στα ακουστικά της, τα podcasts του πανικοβάλ, και αφαιρείται επάνω από τη μαρμίτα της. Στο μυαλό της σκιαγραφεί αυτές τις λεπτομέρειες που πρέπει οπωσδήποτε να θιχτούν και πάντα η φαντασία αφήνει ασύδοτες, αυθαίρετες στα ραδιοκύματα, φτιάχνοντας το πρόσωπο της φωνής, όπως εσύ γουστάρεις – με όποια υλικά, όποια σάλτσα σου αρέσει. Μία παχουλή, χλωμή φρατζόλα να της προσθέτεις πικάντικο τσάτνι, μία κοντή, λιανή, ξεροψημένη πατατίτσα να τη βουτάς σε πλούσια, ζουμερή, μαρμελαδένια, γλυκόξινη σως.

· Μετά από μερικές Κυριακές, η Γεωργία Π. έστειλε ένα mail στο Πανικοβάλ. Μέσα είχε, σαν σε στιλπνό, αποστειρωμένο, γυάλινο βαζάκι, 19 τραγούδια σε mp3 και μερικά σχόλια για το καθένα, ταχτοποιημένα και σαφή, εύγεστα και συναισθηματικά. «Οι Κυριακές έχουν ένα μούδιασμα» έγραφε, «κι εγώ βρίσκω τον εαυτό μου να έχει μία τρελή διάθεση με αυτά που ακούω. Κάπως έτσι είπα να μοιραστώ κι εγώ μαζί σου τα τελευταία μου ακούσματα.»

· Από τότε που ο Θεός της Μαγνητοταινίας εφηύρε την κασέτα και το μολύβι για να γυρίζεις τα δοντάκια της, η διαδικασία του «Σου γράφω μία κασέτα» ήταν σημαντική όσο και τα υλικά και οι χρόνοι μίας συνταγής για αγαπημένο τραπέζι. Τα τραγούδια είχαν λεπτομέρειες που μπορούσαν να φτιάξουν μία σχέση ή να τινάξουν στον αέρα μια ολόκληρη κατσαρόλα. Η σειρά των τραγουδιών είχε τόση σημασία, όση και το αν έπρεπε να πάρεις τηλέφωνο μετά το πρώτο ή το δεύτερο ραντεβού, στην πρώτη ή στη δεύτερη βράση. Οι τίτλοι; Χα! Ένας λάθος τίτλος σε λάθος σημείο ήταν σαν γκαζάκι που έσκαγε μέσα στην κουζίνα και κατέστρεφε το Κυριακάτικο γεύμα. Τα συναισθήματα έπρεπε να είναι τόσο-όσο. Τα αλατοπίπερα ένα τσικ παραπάνω από μία συλλογή-compilation του εμπορίου. Οι διακυμάνσεις της διάθεσης να είναι παχύρρευστες σαν σιροπάκι. Δεν έπρεπε να περνάς αμέσως από τον βαρύ έρωτα στην τρελή χαρά της disco, ούτε να έχεις γαβγίσματα και κοινωνική οργή με μήνυμα μετά από μία ηλιόλουστη φολκ τριπλέτα με ρομαντικούς shoegazers.

· Τίποτα δεν άλλαξε. Μία άγνωστη Σαλονικιά φίλη, ένα ήρεμο πρωινό, ένοιωσε αγάπες και νοστιμιές εκεί, μέσα στη θαλπωρή της κουζίνας της, τις έκανε πακετάκι και τις έστειλε στο Πανικοβάλ podcast που ανεβαίνει κάθε Παρασκευή πρωί στο athensvoice.gr. Μέσα στο καλοκαίρι, αλατισμένη και ξεροψημένη, έστειλε την κασέτα της και η Νεφέλη (Walking Undercover) και μοσχοβόλησε η ιστοσελίδα ρίγανες, θυμάρια και μεσημεριάτικα καρπούζια στην αυλή. Μερικές εβδομάδες αργότερα, τις μέρες της βροχής, έστειλε την κασέτα του και ο DJ Quentin, γυαλιστερή και γκλαμαρισμένη σαν περιχυμένο γλάσο σε παχουλά, διαγαλαξιακά ντόνατς.

· Φρεσκοψημένη έφτασε προχτές - Κυριακή, που βρήκε το χρόνο του κι αυτός, και μία κασέτα από τον PanPan. Θα περίμενα τα γαλάζια του ευάερα καρέ, εικόνες από μεγάλες παραλίες και αεροφλότ ταράτσες της Αθήνας, τυλιγμένες με τα ηλεκτρικά του μουσικά περιβάλλοντα, αλλά ήταν ένα ορίτζιναλ ραδιοφωνικό, πειρατικό πρόγραμμα, «σας μιλάει ο PanPan από τα Άνω Πετράλωνα» και όλα αυτά. Με αγαπημένα του κομμάτια χτισμένα ένα – ένα σαν όροφοι πίτας με γεύσεις και υφές που ανατρέπουν η μία την άλλη. Μυρωδάτα, τραγανιστά Cypress Hill με λείες, απαλές, Χατζηδακικές μελωδίες, γενναίες χορταστικές στρώσεις από Pulp και Kid Loco, μικρές υπέργλυκες λεπτομέρειες γαλλικής patisserie (έβαλε το «Goodbye je reviendrai» του Christophe, από τα ‘70ς ο θεός, ο αρχιμάγιστρος!) Κι ακόμα διακριτικές σταγόνες bitter σοκολάτας, την κλασική «Κάβλα» των Spy F & the Zakulas, λίγο δηλητήριο (The Boy) ένα σφηνάκι κουαντρώ (Κορε.Ύδρο).

· Θα ανέβει κι αυτή η κασέτα στη σελίδα με τα podcasts του Πανικοβάλ. Μαζί, βλέπω και ακούω την αγάπη και την κινητικότητα με τα τραγούδια που στέλνουν και συναρμολογούν concept συλλογές οι φίλοι στα podcasts του Γιώργου Δημητρακόπουλου και των άλλων αγαπημένων παλιόσκυλων της αγέλης μας, εδώ. Άρχισε ξαφνικά να διαλλάσσεται η Αγάπη της Κασέτας. Ανοίξαμε την κάμαρα και τους καναπέδες Κυριακάτικα, ήρθαν φίλοι, σάλτσες και ντιπ, αφήσαμε τις μουσικές να ξεχειλίζουν από τα ταψιά, γείραμε στο τέλος λίγο από την ντάγκλα και τις ρακές.

· Οι Κυριακές είναι η μαρινάδα της ζωής μας. Ακίνητες στα ξύλινα ραφάκια και γεμάτες σοφία, διαποτίζουν με ήλιο και γεύση τους φόβους και τις ιδέες μας.

· Προχτές, κι ενώ μαινόταν ο πόλεμος της πρωθυπουργίας, το παζάρεμα, ανοιχτοί λογαριασμοί απ’ όπου ξεχύνονταν ξεθυμασμένες μυρωδιές από τα χρόνια του ’70, τηλεοπτικοί κόρακες και κότες, γουρούνια και μαργαριτάρια, εφιάλτες και ουρλιαχτά, η κουρελαρία της Ψωροκώσταινας – μιάς δουλάρας, ξιπασμένης γριάς όπως τη ζωγράφιζε ο Μποστ, ένα προαναγγελθέν τέλος που πλησιάζει έρποντας…

· …προχτές την Κυριακή έσκαγε από πάνω μας ένας λαμπερός, εξαναγκαστικός ήλιος. Χαίρονταν οι χλωροφύλλες πίνοντας το φως με καλαμάκι όπως τους φραπέδες στις πλατείες οι αρκουδοέλληνες , οι πονεμένοι Αθηναίοι, οι δύστυχοι, αγαπημένοι, αμήχανοι, ανάδελφοι, τεμπελχανεία, σαν μωρά στον ήλιο, άνθρωποι αυτής της πόλης.

Δέκα τετράγωνα πιο κάτω συνέβαινε το τέλος της Ελλάδας όπως την ξέραμε, κι εμένα στο μπαλκόνι μου στεκόταν ακίνητη, να πάρει το χρόνο της, να ακούσει την ησυχία και να λιαστεί, η ζωή.

28 Οκτ 2011

Σκυλίσιες Μέρες


● ● ● Έχω πολλά νεύρα τελευταία, θα είναι η εθνική μας κατάθλιψη αλλά και, ξέρεις κάτι; Βαριέμαι να τα ζω όλα σε εθνικό λέβελ, άσε μας κουκλίτσα μου, η κατάθλιψή μου δεν έχει καμία σχέση με τη δική σου. Το trash can μου είναι μεγαλύτερο και πολύ πιο φορτωμένο από το πιο ονειρεμένο, ταχτοποιημένο σου κωλο-inbox. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις (όχι).

● ● ● Η οργή μου στριφογυρίζει σαν φτηνό βαρελότο και φτύνει παντού νεύρα. Ένα περίεργο πράγμα. Θέλω, ας πούμε, να χαστουκίσω τον Κύριο Καμίνη, ενώ δεν μου έκανε τίποτα ο άνθρωπος. Και το εννοώ: α-πο-λύ-τως τίποτα. Μόνο που πήγε και ξεκόλλησε τις μπιγκ-μπάμπολ από τα πεζοδρόμια στο Σύνταγμα, αλλά κι εκεί τι να το κάνεις; Πετάς μια μολότοφ και ξεκολλάνε όχι μόνο οι τσίχλες, αλλά και οι μαρμαροταφόπλακες ολόκληρες. Τζάμπα κόπος.

● ● ● Έτσι μου ’ρχεται να ουρλιάξω και να γκρεμιστεί όλος ο Αμπελόκηπος, δεν με πειράζει, ας είναι και άλλη περιοχή. Όποια να ’ναι. Όλες τις περιοχές της πόλης ευχαρίστως θα τις γκρέμιζα, να μη μείνει ρουθούνι, να έρθει μία υπεργαλαξιακή Χούβερ να τα ρουφήξει όλα και να μείνει μετά Μία-Αθήνα-Φτου-Κι-Απ’-Την-Αρχή. Νέο ξεκίνημα: Εδώ θα βάλουμε ένα Τεράστιο Ολόφυτο Πάρκο. Εδώ θα βάλουμε την Αγάπη. Εδώ θα βάλουμε ένα Γυάλινο Αμφιθέατρο της Δημοκρατίας να φαίνεται απ’ όλους, να είναι όλα διάφανα και στιλπνά. Εδώ Καταρράκτες να τρέχουν από τον Λυκαβηττό, όλο το Κολωνάκι θα γίνει ποτάμια και δάση. Εδώ θα βάλουμε Μαρμάρινες Βεσπασιανές και διακριτικό φωτισμό. Εδώ θα τρέχουνε σκυλιά και σκέιτερς. Και πλατείες, πολλές πλατείες. Και εκατό εκατομμύρια μπίρες, κυρ-Στέφανε. Ναι. Θα το κάψουμε απόψε, κυρ-Στέφανε.

● ● ● «Μαλακίες λες» μου λένε στο σπίτι. «Η οργή σου στρέφεται ολόκληρη προς την πόλη, ενώ πρέπει να γίνουμε έξαλλοι και με άλλα». Ευχαρίστως να γίνουμε, λέω με λύσσα και συνείδηση. Καθόμαστε και κάνουμε hate list. Συμφωνούμε να μη βάλουμε πρόσωπα μέσα και γίνει εμπαθές το αίσθημα, αλλά να βάλουμε όλα τα γαμίδια της ελληνικής ζωής. Να βάλουμε τα πάρτι και τους προμόουτερς; Ευχαρίστως να βάλουμε, λέω. Άι στο γεροδιάολο με τα πάρτι, λοιπόν. Δεν με νοιάζει το event σας και η μουγκαμάρα σας, γελοίες. Να πετάξουμε και τις τηλεοράσεις από τα παράθυρα; Ευχαρίστως να πετάξουμε, λέω. (Όχι)

● ● ● Αν δεν σπάσουν τηλεοράσεις όμως, επανάσταση δεν γίνεται, αγαπούλες.
● ● ● Τη μέρα που λιντσάρανε τον Καντάφι και κλώτσαγα το σκατόκουτο να το κλείσουμε μη δει στις ειδήσεις η μικρή Μελίνα το βίντεο με το κεφάλι-ντοματοσαλάτα (κυρία Ε-Σου-Ρου μου), ανοίγει η πόρτα και μπαίνει αυτό το παλιόσκυλο, ο Νικήτας Κλιντ. Hey, dog. Ωραίες μέρες, ε; Έρχεται και αφήνει μπροστά μου χωρίς πολλά λόγια ένα cd χωρίς καθόλου λόγια. Ούτε ετικέτα, ούτε τρακλίστ, ούτε κόκκο αφορμής προμόσιον, και χάνεται, έτσι κάνει πάντα, γι’ αυτό γουστάρω, δεν μιλάει, ρε παιδί μου, δεν κάνει πάρτι. «Έχει κι ένα βιβλίο» λέει φεύγοντας.

● ● ● Έτσι θέλω, έτσι θα ’ναι πια, θα καταλαβαινόμαστε και θα μυρίζουμε τις λέξεις μας έξω εκεί, θα ξέρουμε εχθρούς και φίλους από την αλήθεια ή τη σιωπή τους, μια κουβέντα ή ένα γύρισμα της πλάτης τους. Τον Νικήτα τον φοβούνται πολλοί, δεν ξέρουν τι να κάνουνε μπροστά του, «δεν μιλάει», «δεν ξέρω», «συνέχεια βρίζει».

● ● ● Δεν βρίζει, κορίτσια, ο Κλιντ, κάνει το καλύτερο ελληνικό χιπ-χοπ, γελοίες μπουζουκόβιες, τσόκαρα της πίστας. Πατάς το play και δεν σε νοιάζουν οι τίτλοι, ξεχύνεται σαν βαρελότο προς όλες τις κατευθύνσεις το βαριά ελληνικό ragamuffin του, ένα μανιφέστο ακαριαία επίκαιρο, σαν να ηχογραφήθηκε στο Σύνταγμα και στο Μοσχάτο τη μέρα που κάνανε την πόλη σαν τα μούτρα του Καντάφι. Ο ρυθμός του είναι αλάθητος, η Babylon στις φλόγες: one step forward, 2 steps backwards. Ο Κλιντ ακούγεται σαν να χαμουρευόταν με τη Μ.Ι.Α. όλη τη νύχτα. Είναι ηλεκτρονικός σαν να βγήκε από μισοκαμένο εκουαλάιζερ, ακούγεται σαν ηχείο τρύπιο από κλωτσιά. Οι λούπες του είναι σαν τριμμένες με γυαλόχαρτο, τα σάμπλα του είναι θρύψαλα γδαρμένα από το αυθεντικό τους, μοιάζουν σκονισμένα, αρπαγμένα, γεμάτα αίμα σαν ημιτελείς πληγές.

● ● ● Πέφτουν απανωτά τα κομμάτια και έρχονται την πιο κατάλληλη στιγμή, σ’ αυτές τις σκυλίσιες μέρες, με θολωμένα μάτια από δάκρυα λύσσας, να βλέπω τούβλο-τούβλο να σπάει η χώρα μου και να διαλύεται. Έτσι. Αναρωτιόμουν τι σκατά πανικοβάλ να βάλω, και ήρθε ο Κλιντ, ένας φίλος που δεν τον βλέπω ποτέ των ποτών, και με ένα μικρό ήχο απασφάλισης χειροβομβίδας –κλιντ!– μου έδωσε τον ήχο της οργής μου: Το «Athens Zoo - Moriginal Champ System» – μαζί του κι άλλη μια Ρόδα από τα παλιά, ο Χρήστος Τσαμπουράς. Μάτωσαν τ’ αυτιά μου, ρε ντογκ.

● ● ● Το βράδυ δεν ήθελα να χαστουκίσω κανέναν. Ζωγραφίζαμε με τις μικρές, μετά φυτέψαμε σποράκια μαϊντανού. Τους είπα «αν δεν φυτρώσουν, θα είναι που θα έχει καεί το σύμπαν» και γελούσαν, τα βλαμένα.

1 Ιουν 2011

Μαύρα Μαλλιά

o Βλέπω την επανάσταση να ανεμίζει στα μαλλιά σας, σαν ανεμιστήρας που άνοιξε ξαφνικά ακριβώς την ώρα που ήσασταν έτοιμοι να λιποθυμήσετε από την τσιγαρίλα και την ασφυξία. Συγκινημένοι βγήκατε όπως – όπως στις πλατείες, ούτε ένα τζελ, ούτε μία τσαλακωμένη έντεχνα τούφα «μόλις ξύπνησα» δεν σας χάλασε τη χαρά της συγκέντρωσης.

o Ο αέρας της αθωότητας φύσηξε στα μέτωπα που είχαν ακινητοποιηθεί σε μία συνοφρυωμένη αδράνεια.

o Μερικά μωρά καθισμένα στους ώμους των μπαμπάδων, τους τραβούσαν το τσουλούφι για να συγκρατηθούν, κοιτάζοντας απορημένα αυτή την τρισδιάστατη πλημμύρα γύρω τους – «μπαμπά, τι είναι κόζμος;». Τα κοκοράκια, οι ψευτο-μοϊκάνες, τα στριφογυριστά Τεν-Τεν, τα άτσαλα μαλλιά των ελλήνων μπαμπάδων που μοιάζει σαν ποτέ να μη μπορούσαν να ταχτοποιηθούν στα κεφάλια, πάντα κάτι στράβωνε, έγιναν τα γκέμια της ποπ-λάικ επανάστασης στο κέντρο της πόλης.

o Στην τηλεόραση, οι κοκαλωμένες κουπ έστρεφαν αργά, μονοκόμματες προς το μόνιτορ – «ας δούμε πλάνα από την πλατεία». Οι κάμερες από ψηλά, κατέγραφαν χιλιάδες κεφάλια, μικρές σκουρόχρωμές κουκίδες, ούτε ένα ξανθό δεν φαινόταν – πάντα το πλήθος από μακριά δείχνει να έχει μεσογειακά χρώματα, μαύρα μαλλιά, μαλλιά κοράκου χρώμα.

o Την ίδια μέρα, άρχιζε ο πονοκέφαλος. Βαθύς, αυχενικός σαν κότινος. Ανέβαινε προς τους κροτάφους, τους φόρτωνε ένταση και επαναληπτικό σφυροκόπημα, επικέντρωνε στα μάτια κάνοντας λίμπα τον αστιγματισμό τους και απελευθερωνόταν, ειρωνικός, στην κορυφή του κρανίου σαν γλόμπος μίας ιδέας που ποτέ δεν άναψε.

o Το μαλλί-πονοκέφαλος είναι πιεσμένο στη μία πλευρά, σαν να τ’ανέμιζε ο αγέρας στα ζερβά. Δείχνει τον πόνο και την ένταση μονόπαντα, πλαναρισμένη αεροτομή. Είναι σαν να σου λέει «Δεν σκέφτομαι τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα. Πονάω.»

o «Μάτι είναι» μου λέγανε. «Μα τι μάτι;» – έλεγα κι έκλεινα τα μάτια αναζητώντας λίγο σιωπηλό σκοτάδι. «Δεν με έχει δει ούτε φωτοκύτταρο, μέρες τώρα.» Γιατί, τέτοιος είμαι. Στις μεγάλες γιορτές, με περιλούζει πονοκέφαλος και κλείνομαι στον Πύργο των Ντεπόν.

o Την επόμενη μέρα, έφτασε από το Λονδίνο το βιβλίο με τα σχέδια της Χριστίνας Χριστοφόρου. «Α, κοίτα, τα μαλλιά του Andy Warhol» είπε ο Β μόλις είδε το φλασάτο πορτοκαλί εξώφυλλο με τον γνωστό, λευκό θύσανο και τον τίτλο «Τίνος είναι αυτά τα μαλλιά;». «Whose Hair. Μπορείς να τα ξεχωρίσεις; Διακόσια κεφάλια χωρίς πρόσωπο, φανερώνουν την ταυτότητά τους μόνο μέσα από το εικονογραφημένο τους μαλλί. Κεφάλια πλούσιων και διάσημων που έχουν πασχίσει πολύ μέχρι να αποτυπώσουν το λογότυπό τους επάνω σε μερικές χιλιάδες ντηζαϊνάτες τρίχες. Δυστυχώς μπόρεσα να τους ανακαλύψω σχεδόν όλους. Να ο Έλβις, να ο Γκαλιάνο, να η Νταϊάνα, να ο Κόνερι. «Παθέτικ», είπε ο Β και γέλασε. «Let your hair down.»

o Η Χριστίνα Χριστοφόρου είναι illustrator με μία σκοτεινή, κομψή ιδέα χιούμορ στα έργα της. Ζει στο Λονδίνο και ζωγραφίζει ζώα, διαστημόπλοια, τέρατα και ανθρώπους. Πριν δύο-τρία χρόνια της ζήτησαν από τους New York Times να σχεδιάσει «τα χτενίσματα των Πρώτων Κυριών», των συζύγων μεγάλων ηγετών του κόσμου. Γυναίκες που τις έχεις στο μυαλό σου σαν καούκες, σαν χτενίσματα με τίτλο. Έμοιαζε κάπως με το εξώφυλλο του Some Girls αλλά από την ανάποδη, σαν κατάλογος κομμωτηρίου του 2055.

o Μετά από αυτό, η Χριστίνα έφτιαξε την (γνωστή) αφίσα με τα διάσημα κεφάλια από το πάνθεον των ηρώων της ροκ. Καθόλου ανέμελα κεφάλια βέβαια. Σε αυτό το Κομμωτήριο καμία τρίχα δεν πετάει χωρίς λόγο πετάγματος. Επιμελώς εγκλωβισμένα στην λακ της εικόνας τους, δίνουν το στίγμα τους πριν καν προλάβει να κατέβει το πενάκι προς τη γραμμή του προφίλ. Η Χριστίνα λέει ότι, η δήλωση που κάνει ο καθένας φαίνεται στα μαλλιά του. Όταν σχεδίαζε τον Hendrix, το μαλλί του τής φώναζε «Freedom». Το μαλλί της Anna Wintour γαυγίζει «Πειθαρχία». Το σιντριβάνι από ράστα του Jean-Michel Basquiat δηλώνει «Φαντασία». Ο κότσος με την μία-γλυψιά ανταύγεια της Audrey Hepburn ψιθυρίζει «Elegance» ενώ ο κότσος-φωλιά καταιγίδων της Amy Winehouse φωνάζει «Drama».

o Δράμα, όντως. Με φοβισμένη αμηχανία βλέπουμε τους κορακί πολιτικούς με τα κορακί βαμμένα μαλλιά να υποδύονται σφρίγος ενώ κόμποι ιδρώτα σταλάζουν ξεβάφοντας την καραμπογιά στα κολάρα τους.

o Οι εγκληματίες κουρείς τους περνάνε πλακάτα ντουκοχρώμ, το χρώμα της καρυδιάς, ή έναν τόνο πιο μαύρο. Ίσως θα θέλατε και μία λευκή τούφα εδώ, πάνω από το δόξα πατρί; Γράφει στο γυαλί, Δευτέρα βράδυ. Δίνει κύρος, κύριε.

o Στα δημοσιο-υπαλληλικά κουρεία, τους «μπαμπάδες του έθνους» τους φουλάρουν τις τρίχες αψιδωτά προς τα πίσω, αφήνουν τον καρίτζαφλο έκθετο σε κάθε πεντακοσάρικο να κολλάει εύκολα – φτου και πάρ’το. Τους φυσάνε με το πιστολάκι προς τα πίσω, ένα κορδωμένο τίποτα, δίνουν όγκο και από κάτω το κενό.

o Από την άλλη, οι image makers της ελεύθερης αγοράς περνάνε σε πιο solid προτάσεις. Πιστεύουν στη δήλωση-γροθιά.

o Κούρεψαν τον Καραμανλή.

o Κάθε εκπρόσωπο τύπου, πριν τον ρίξουν στις κάμερες, τον περνάνε από την ψιλή.

o Η Μακρυπούλια έχει καθιερώσει το κεφάλι-άλιεν με μαλλί που κινείται με delay, ένα beat πιο αργό από το υπόλοιπο πρόσωπο. Όσο αέρας κι αν φυσάει στις πλατείες, η ίδια πάντα ελληνική κουπ της ξανθιάς λέαινας με τη λεοπάρδαλη και τον παπαγάλο φαίνεται να εμφανίζεται μπροστά μας, big fat greek wedding, θείες και κουμπάρες και παλιές συμμαθήτριες σε φωτογραφίες – όλες ίδιες την ώρα που, τελικά, έρχονται να σου ευχηθούν «Ζήτω η ελευθερία».

o Κόκαλο.

o Η Μ. κούρεψε τα μαλλιά της δύο πόντους και πήγε να ζήσει σε μία φάρμα στη Μακεδονία με την κόρη της και τον άντρα της. Καλλιεργεί βιολογικά προϊόντα και φτιάχνει γλυκίσματα-γλυπτά σαν τετραόροφες Ντίσνεϊλαντ από ροζ κρέμες. Την ξέρω από έξη χρονών και είναι η ηρωίδα μου.

o Ο πονοκέφαλος συνεχίζεται για πέμπτη μέρα. Απλώνεται σαν κοζμοπλημμύρα στους ασημένιους μου κροτάφους και μου παραλύει το θεληματικό πηγούνι. Πονάνε ακόμα και τα μαλλιά μου, νοιώθω σαν να έχω ένα μωρό επάνω στο κεφάλι μου που μου τραβάει το τσουλούφι.

o Παίρνω την κουρευτική μηχανή, την ρυθμίζω στο 0.1 κι αρχίζω να τα παίρνω.

------------------------------------------


Info: To βιβλίο «Whose Hair?» της Χριστίνας Χριστοφόρου κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Laurence King και υπάρχει στα μεγάλα ελληνικά βιβλοπωλεία. (www.laurenceking.com/product/Whose+Hair?.htm)



(Athens Voice, τ.349, 02.06.11)