- Ακουμπάει το κεφάλι του μελαγχολικά στο τζάμι σκυμμένος μπροστά, με το τρύπιο βλέμμα του στο αόριστο του πεζοδρομίου σαν γιαγιά κουτσομπόλα που ξεχάστηκε ακίνητη στο χάζι της πίσω από την κουρτίνα, γιατί τίποτα δεν συνέβαινε στη γειτονιά. Και πέθανε έτσι, περιμένοντας.
- Όχι και τίποτα, γιαγιά. Δέκα μέτρα πιο κάτω, τις νύχτες γίνεται πάρτι. Κοίτα πώς ταλαντεύονται ξεκοιλιασμένα τα συρματοπλέγματα της περίφραξης στο γηπεδάκι του μπάσκετ. Στα τσιμέντα του, κάτω, σκασμένες οι ψιλοκρεμαστές της νύχτας, βελόνες, πευκοβελόνες, σύριγγες, χαρτιά από γκοφρέτες, κουτάκια μπίρας. Κάποιο πρωί είδα και ένα ζευγάρι σπασμένα μυωπικά γυαλάκια, απλά έτσι, πεταμένα μπροστά στη μπασκέτα.
- Από αριστερά, στο πλάτωμα ανάμεσα στο 14ο Δημοτικό Σχολείο και την παιδική χαρά, όταν γίνονται φασαρίες στο κέντρο, στήνονται μπάτσοι και περιμένουν. Οπλισμένοι, αρματωμένοι, φουλ. Χαζογελάνε, λένε μαλακίες και παίζουν με τα κινητά, σαν να περιμένουν να τελειώσει το διάλειμμα και να γυρίσουν πίσω στις τάξεις τους. Τις άλλες νύχτες, όταν έχει ηρεμία, σκοτεινές φιγούρες κουρνιάζουν πάνω στα παγκάκια σαν όρνια που παραφυλάνε να ζυγώσει κανένας αναβάτης της δύσκολης ανηφόρας που έρχεται από τη Σίνα, για να χιμήξουν. Δεν μιλάνε, μόνο καμιά κάφτρα του τσιγάρου τους βλέπεις μέσα στο σκοτάδι. Αν θες να πας στο σπίτι της γιαγιάς, καλύτερα να πάρεις τις σκάλες.
- Δηλαδή πρέπει να κάνεις ένα μικρό κύκλο για να αποφύγεις το πάρκο. Να ανέβεις την Ασκληπιού που έχει φώτα και μόλις φτάσεις στον Άγιο Νικόλαο να κάνεις δεξιά και να ανέβεις τα σκαλάκια της Πατριάρχου Φωτίου. Αγκομαχώντας παραμερίζεις φυλλωσιές που πνίγουν το πέρασμα, ακροβατείς σε σχάρες που μόνιμα από κάτω βορβορίζουν νερά, καταπίνεις μυγάκια και φτάνεις με την αναπνοή στα δόντια, στο κεφαλόσκαλο. Το έχω κάνει και με χαλάζι.
- Το ήσυχο, αφύλαχτο πάρκο του Άη Νικόλα, πάντα υπήρξε καταφύγιο. Οι σκιές του και οι στροφές του κρύβουν ιστορίες. Παλιότερα, φιλοξενούσε έρωτες και νυχτερινές βόλτες σκύλων για τσίσα. Μετά ήρθαν τα πρεζόνια και μερικά κορίτσια που έψαχναν πελάτη για σεξ. Τώρα, διασχίζοντάς το θα δεις τους μικρούς καταυλισμούς δίπλα στις βρύσες. Μπογαλάκια άστεγων μπαζωμένα με τάξη και φόβο κάτω από τους θάμνους σαν καλύβες χόμπιτ και κάποια λυπημένα, ξεβαμμένα ρούχα τους να στεγνώνουν απλωμένα πάνω στα φυλλώματα, στις αγγελικές του πάρκου. Και πάντα, ο ήχος από μία ανοιχτή βρύση να κελαρύζει κάπου εκεί. Τα νερά έρχονται από μία ανεξάντλητη πηγή, την «πηγάδα του Κρητικού», που ήταν γωνία λεωφόρου Αλεξάνδρας και Γκύζη.
- Παλιά, λένε, σε όλη αυτή την πλαγιά στα πόδια του Λυκαβηττού, θάβανε νεκρούς. Το είχε ψυχανεμιστεί ο Α., φίλος που ζει εκτός Ελλάδας, όταν τον φιλοξενούσα. Το πρώτο βράδυ στο σπίτι, αργά, κρατώντας το «Κοράκι» του Έντγκαρ Άλαν Πόε στο χέρι (ναι, αυτό διάβαζε), μου είπε «Έχεις φαντάσματα εδώ, το ξέρεις; Στριφογυρίζει μπροστά μας ένα παγωμένο ρεύμα που έρχεται από εκεί.» Και μου έδειξε προς τη μεριά του πάρκου. Δεν είχα κανένα παράθυρο ανοιχτό.
- Το επόμενο βράδυ, κατεβαίνοντας με το ταξί την Οκταβίου Μερλιέ δίπλα από το Γαλλικό Ινστιτούτο, φωτογραφήσαμε φευγαλέα, στα τυφλά, τις πρασινάδες του πάρκου φωτισμένες μόνο από το ισχνό φως του φθορισμού από τις λάμπες του. Στις εικόνες που είδαμε στην οθόνη μετά, διακρίναμε κινήσεις και αύρες, διπλές φιγούρες, αντανακλάσεις, είδωλα και σκιές σε τροχιά. Βέβαια τρανταζόταν και ολόκληρο το ταξί λόγω του σκατόδρομου που είναι γεμάτος τρύπες από τη μόνιμη διαρροή νερού, διαφορετικά θα είχαμε φωτογραφήσει απλώς ένα σκέτο μαύρο, αλλά και πάλι: τα φαντάσματα του πάρκου δεν μπορούσες να τα αγνοήσεις, ήταν εκεί, πίξελ με πίξελ, αληθινά, σαν μελανές τολύπες καπνού.
- Αργότερα διάβασα στο βιβλίο «Η ωραία Νεάπολις και τα παρεξηγημένα Εξάρχεια» του Γιάννη Καιροφύλα (εκδ. Φιλιπότη) ότι το μικρό εκκλησάκι, προάγγελος του ναού που χτίστηκε αργότερα, κάποτε χρησίμευσε σαν οστεοφυλάκιο. Λίγο αργότερα έγινε νηπιοτροφείο, αργότερα δημοτικό σχολείο και από το 1935 το Ε’ Γυμνάσιο Θηλέων. Και επειδή δεν χωρούσαν όλα τα κορίτσια στο οστεοφυλάκιο, νοίκιασε το κράτος και ένα σπίτι απέναντι. Μαύρες ποδιές, λευκές κορδέλες. Οι στριγκλιές και τα χάχανα, σκέπασαν τη βαριά λάσπη των πεθαμένων και το πάρκο πήρε ζωή.
- Από κάτω οι νεκροί των αιώνων και από πάνω Αθηναίοι που ζούσαν, έτρωγαν έπιναν δροσερά νερά από τους καταρράκτες του Λυκαβηττού, πλένονταν. Ο χώρος πίσω από τον ναό, εκεί που βρίσκεται τώρα το Πνευματικό Κέντρο των εν Αθήναις Ρουμελιωτών (που κτίστηκε το 1968 και ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις των κατοίκων – χωρίς όμως να γίνει τίποτα, λέει το βιβλίο), στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν χαμάμ, λαϊκά λουτρά. Εκεί είχε στεγασθεί και η 7η Ομάδα Προσκόπων. Αργότερα, πριν τη δικτατορία του Μεταξά ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για να στεγασθούν η κρατική αποθήκη σπόρων καθώς τα λαϊκά συσσίτια του ΠΙΚΠΑ. Ανέβαινε ο κοσμάκης το Γολγοθά της Σίνα, να φτάσει στους πρόποδες του λόφου να φάει ένα κομμάτι ψωμί.
- Και μετά κατέβαιναν την κατηφόρα προς Ακαδημίας, καθαροί, χορτάτοι, χαζογελώντας, λέγοντας μαλακίες, ευτυχισμένοι και αθώοι, άνθρωποι της πόλης που τους καταβροχθίζει.
- Τις μέρες με ήλιο περνάω μπροστά από τον σκελετό της Δαφνομήλη, του γνέφω αδιόρατα μια καλημέρα γιατί ποτέ δεν ξέρεις, και χώνομαι στο πάρκο. Κάθομαι για λίγο στο μικρό, πέτρινο αμφιθέατρο και προσπαθώ να ακούσω τις φωνές της Αθήνας. Το χώμα είναι πάντα βρεγμένο, οι πλάκες πάντα παγωμένες και υγρές. Σαν να έβρεχε πολύ την προηγούμενη νύχτα και τώρα να βγήκε ο ήλιος, να στεγνώσουμε.
28 Φεβ 2013
Τα φαντάσματα του πάρκου
30 Νοε 2011
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ

· Ένα βράδυ με κρύο κατεβήκαμε όπως παλιά – αγέρωχα, επειδή ήταν άδεια – την Ιπποκράτους. Α, κοίτα, άνοιξε κλαμπ δίπλα στο Πασόκ, είπα. Δεν είναι κλαμπ, είναι ο Νάκας, με διορθώσανε. Μα, τόσα κόκκινα φώτα και μαρκίζες; Δεν το είχα προσέξει, γουάου, μπράβο. Γυαλίζει σαν φρεσκολουσμένο Studio 54. Αμέσως μετά συναντήσαμε τον σιωπηλό, σοφό Πύρινο Κόσμο με τη βιτρίνα γεμάτη ζεν και νιρβάνα και προσγειωθήκαμε. Είπαμε, τι είναι η ζωή; Όλα αυτά μια μέρα θα είναι θάλασσα.
· Μέχρι να σκεφτούμε την Ιπποκράτους θάλασσα, γωνία με Ακαδημίας είδαμε πολλές ηλικιωμένες κυρίες με φουσκωτά μαλλιά μαζεμένες γύρω από μία δυνατή κίτρινη λάμπα. Πάνω από τα κεφάλια τους, το πόστερ του Βασίλη Τσιβιλίκα, σαν όραμα, έλεγε «Η ζωή είναι ποδήλατο. Θέατρο Ακάδημος». Όσο υπάρχουν τα απογεύματα της Παρασκευής, τα θέατρα θα γεμίζουν από τις θείες μας, είπαμε. Είναι το δίκαιο του ηθοποιού. Είναι το prime time του αθηναϊκού κέντρου που επιμένει να πιστεύει στο φως της μαρκίζας, έστω και σ’ αυτόν τον έναν κιτρινισμένο προβολέα, σαν φάρο μέσα στο σκοτάδι της θάλασσας.
· Μετά διασχίσαμε το πορτοκαλί ποτάμι της Ακαδημίας ενώ ένας ποδηλάτης με ισοθερμικό κολάν περνούσε με κόκκινο (οκ, βαθύ πορτοκαλί), γυαλίζοντας ολόκληρος από τα φώτα και τα φανάρια πάνω του, ρόδες, σέλα, μπρος, πίσω, τιμόνια, χερούλια, πετάλια, ντισκοτέκ. Το είπε ο Τσιβιλίκας, σκέφτηκα από μέσα μου.
· Κάθε βόλτα στην Αθήνα γεμίζει το κεφάλι μου εικόνες ενός σεναρίου, πολλών σεναρίων, σαν να ανοίγω ένα κουτί με ιστορίες. Όποτε κατεβαίνω π.χ. την Ιπποκράτους, στην είσοδο της στοάς του Ακροπόλ νομίζω ότι θα δω τη Ρένα Ντορ να βγαίνει κουκουλωμένη το μαντό της μετά από παράσταση, και στο Διάνα απ’ έξω, ότι θα δω τη Ράντου να περιμένει στη στάση το εικοσιπέντε, για Προφήτη Δανιήλ.
· Χωθήκαμε απέναντι, στη Στοά Πεσμαζόγλου για να πάρουμε θαλπωρή από τα βιβλιοπωλεία και τα μαγαζιά με τις βαλίτσες. Δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να σταματάς σε μία βιτρίνα με σακ βουαγιάζ και πορτοφόλια, αλλά κάθε φορά σταματάμε και λέμε «Πάμε Μπράιτον» ας πούμε, «τον άλλο μήνα;» κοιτάζοντας την κλειδαριά καμιάς σαμσονάιτ. «Πάμε», είπαμε και τώρα και στρίψαμε σηκώνοντας τον γιακά.
· Τρέξαμε να μπούμε στα βιβλιοπωλεία της Στοάς. Αμέσως η ζέστη μάς γλύκανε τον σβέρκο. Υπήρχε μία υπόκωφη αγάπη σαν να κόχλαζαν από κάτω μας καζάνια, το θέατρο στα έγκατα, οι αρχαίες μηχανές του Κουν. Συγκινητικές, μικρόσωμες θείες ήταν βυθισμένες στους καναπέδες και διάβαζαν. Η ηρεμία στάλαζε ευγενικά από τα φώτα στις προθήκες, επάνω στα βιβλία. Τα θέλαμε όλα. Τα προσπερνούσαμε αργά, χαϊδεύοντας απλώς τα εξώφυλλά τους, ψηλαφούσαμε να βρούμε το χαρτί που θα μας συγκινούσε ακαριαία. Όταν βγήκαμε, κρατούσα το καινούργιο βιβλίο του φίλου μας, του Μανώλη Ζαχαριουδάκη, που έβγαλε στο Μεταίχμιο: «Ζωγραφική, Οδηγίες Χρήσεως ή Συμβουλές για τη διαδρομή του εικαστικού έργου από το εργαστήριο στον κόσμο».
· «Καφέ, τ.ώ.ρ.α.» είπαμε.
· «Η τέχνη είναι σαν δηλητήριο, όπως το οξυγόνο: αν έχεις λίγο πεθαίνεις, αν έχεις πολύ καίγεσαι ˙ πρέπει να βρίσκεται στη σωστή αναλογία με το άζωτο. Ακολούθως, η τέχνη πρέπει να βρίσκεται σε ισορροπία με το χρήμα: με τα πολλά λεφτά γίνεται ηλίθια και βαρετή, με τα λίγα λεφτά είναι γελοία, φτηνή, ανάξια. Αυτό ισχύει και όταν βλέπεις και όταν έχεις το έργο. Γι’ αυτό μην παίζεις με την τιμή του έργου σου. Ασφαλής διάρκεια ενατένισης ενός έργου άλλου καλλιτέχνη είναι τα 8-9 δευτερόλεπτα (αν είναι video πλησιάζει τα 20 δευτερόλεπτα). Μετά τα 12 δευτερόλεπτα έχεις υποστεί την επίδραση.»
· Ο Μανώλης έχει πιάσει από το χέρι και καθοδηγεί βήμα-βήμα τους νέους καλλιτέχνες που θέλουν να παρουσιάσουν το έργο τους και να ζήσουν από την τέχνη τους. Τους οργανώνει – από το βαλιτσάκι με τα σύνεργα άμεσης ανάγκης, μέχρι το πορτφόλιο και το εργαστήριό τους. Τους λέει να το έχουν ακατάστατο, σαν την ψυχή του καλλιτέχνη, αλλά ο επισκέπτης πρέπει να μπορεί να περπατήσει με ασφάλεια, χωρίς να λερωθεί, να μπορεί να δει τα έργα από τη σωστή απόσταση και με σωστό φωτισμό. Το δικό του, λέει, είναι απίστευτα βρόμικο και ακατάστατο, και αυτό δεν αντανακλά την ψυχή του, μάλλον προτιμά να μην τον επισκέπτεται κανείς. Έτσι˙ με νηφάλιο ύφος και ελαφρύ μειδίαμα δίνει στους μικρούς «το μικρό μαύρο βιβλιαράκι με τις οδηγίες» σαν κουτί γεμάτο με προσωπικές ιδιαιτερότητες και curiosities που το κάνουν μοναδικό: σχεδίασε τη δική του, χειρόγραφη γραμματοσειρά, παίζει με τα διάστιχα και τις κολώνες του κειμένου, βγαίνει από τα περιθώρια, ρίχνει απρόοπτα μικρά σκιτσάκια στις γωνίες και απολαυστικές, σημαδιακές χρονολογίες του παγκόσμιου χάρτη. «1882: Ηλεκτρικός ανεμιστήρας. 1916: Ο Monet συνεχίζει να ζωγραφίζει λουλούδια στο νερό. 1966: Ξεκινάει το Star Trek στην τηλεόραση.»
· Και όλο αυτό το εγχειρίδιο, το απογειώνει με μία μικρή, μικρότατη, τέλεια λεπτομέρεια: το γράφει σε δεύτερο ενικό πρόσωπο. Το απευθύνει σε γυναίκα. Μια νεαρή ζωγράφο. Άλλη μια ιστορία μπροστά μου.
· Το Σάββατο φύγαμε μέσα στο γκρίζο μεσημέρι και πήγαμε σε ένα ξεχασμένο μοτέλ, το «Μοτέλ Γαλήνη». Εγώ το φανταζόμουν σαν μικρό, παρακμιακό Ξενία ξεχασμένο μεταξύ Πόρτο Χέλι και ταινίας από τα ‘70ς. Σαν έργο σε θέατρο της Ιπποκράτους. Τελικά ήταν στο Project Space του 6 D.o.g.s, ένα φωτογραφημένο ταξίδι από την παλιά μας φίλη, την Δήμητρα Ιωάννου, καρέ ενός σφιχτού δράματος «δρόμου», με ήσυχες εικόνες και ηρωίδα αυτήν που υποδύεται η φωτογράφος. Ελαφρώς θρίλερ, αρκετά Μπέργκμαν, στις γωνίες του Μοτέλ νόμιζα ότι έβλεπα την Έλεν Μπέρστιν με ζακέτα. Κάπως τσαλακωμένα λευκά τραπεζομάντηλα με βαρειά ροζ τριαντάφυλλα επάνω τους, απογευματινός χειμωνιάτικος ήλιος επάνω σε ταπετσαρίες, παρκέ μωσαϊκά, breakfast room, κίτρινες φλοκάτες, ξαναδιαβασμένα βιβλία αφημένα στο ράφι της τραπεζαρίας. Επάνω στους κατάλευκους τοίχους αντηχούσαν οι σιγανές φωνές μας σαν σάουντρακ και οι φωτογραφίες άνοιγαν τρύπες στο ύψος των ματιών μας – όπως έλεγε ο Ζαχαριουδάκης ότι πρέπει να κρεμάμε τα έργα.
· «Αν σταθώ εδώ, δίπλα στα τριαντάφυλλα και κάνω τον σταυρό μου, θα είναι σαν βρίσκομαι σε νεκροταφείο.» Είχαμε σταθεί περισσότερα από 12 δευτερόλεπτα. Είχαμε υποστεί την επίδραση.
27 Απρ 2011
Bad romance στην Αθήνα

Εντάξει. Μερικές φορές γινόμαστε γραφικοί να ψάχνουμε τον ρομαντισμό στις λεπτομέρειες της ζωής όπως θα την θέλαμε, την ώρα που γύρω μας καταρρέει το σύμπαν, τα εντιτόριαλ βρυχώνται και οι σειρήνες ουρλιάζουν. Όμως ζούμε σε μία πόλη που στέγασε με τέτοια αγάπη τις θυελλώδεις αγάπες της, τις τύπωσε τόσο στοργικά σε βυνίλια, χαρτί κιτρινισμένο πια με κόκκο ράστερ, halftone μπουκωμένο στην τριχρωμία, τις άφησε σαν δακτυλικό αποτύπωμα και μυρωδιά «Κολγκέητ με γκαρντόλ» σε τηλέφωνα με το καντράν, βακελίτες, παν-βαριά, μαύρα που, κάποτε, αναγκαστικά τις συναντάμε στο δρόμο μας. Υπάρχουν, είναι κρυμμένες σε καταφύγια και συμβαίνουν εκεί με μία τελετουργική διαδικασία, τις περιφρουρούν σέχτες ραγισμένων καρδιών.
Είναι κάτι μικρά μέρη σαν καμπαρέ, μουσικές σκηνές τα λένε μερικοί, σαν μαύροι θάλαμοι φωτογράφου, βιομηχανικοί μονομπλόκ ναΐσκοι όπου παλαιοί ερωτιδείς και νέοι ερωτευμένοι συντηρούν με τα σωληνάκια, με βάλσαμο, μύρο και αλόη, με τσιγάρα και γουίσκια τα παλιά τραγούδια αγάπης αυτής της πόλης. Το αστικό τραγούδι του μεσοπολέμου, μιλούσε για τον πρώτο άνεμο απελευθέρωσης του έρωτα που φυσούσε σε φρεσκοξυρισμένα μάγουλα και στήθη που λίγο τα είχε χαλαρώσει η ελαστικότητα της κόπιτσας του λαστέξ. Το όνειρο ήταν στεγασμένο σε διαμερίσματα γεμάτα πολυέστερ και σαλονάτα έπιπλα τικ. Οι «μπεκιάρηδες» και οι «μαιτρέσσες» ήταν ήρωες φωτορομάντσων, κορίτσια που τα συντηρούσαν πλούσιοι δοσίλογοι ή γκόμενοι με φαλτσέτα και κασκορσέ μέσα από το λινό. Μεγαλοκυρίες σούρνονταν Πατριάρχου Ιωακείμ – Φωκίωνος Νέγρη με βερμούτ και μεγάλα μπιζού στα χέρια τους. Τα μοιραία χαστούκια ήταν οι σκηνές που αποτύπωναν με το πενάκι τους οι εικονογράφοι της αισθηματικής νουβέλας, όλα και όλοι με μία αμερικαίν αισθητική, λες και όλο το Μπέβερλι Χιλς είχε μετακομίσει στο Παγκράτι. Τα περιοδικά καλλιεργούσαν τον μύθο της αγάπης στις μεγάλες πόλεις, όπου το κυριότερο σενάριο – η Προδοσία – συνέβαινε μέσα σε ολάνθιστα τραγούδια γεμάτα δυστυχία, πόνο και ακριβή εσάνς.
Η Αθήνα του ’50 λάτρευε αυτό το μελόδραμα, λες και την καταξίωνε στην παγκόσμια ευαισθησία. Οι νεόπλουτοι δεν είχαν εμφανισθεί ακόμα. Τα μπουζούκια ήταν οικογενειακά αναψυκτήρια όπου παιζόταν ένα αξιοπρεπές ινδομπαρόκ. Και στα κοσμικά ζαχαροπλαστεία της Πανεπιστημίου, στα μικρά καφέ της Δεξαμενής και της Νεάπολης, ακούγονταν ραδιοφωνικές μουσικές που τις υπέγραφαν μετανάστες τρίτης γενιάς αρκετοί, ελληνοποιημένοι πια, δανδήδες μουσικοί συνθέτες - Ρώσοι, Ρουμάνοι, Πολωνοί, άνθρωποι που έφεραν την αόριστη κλασσική μουσική τους παιδεία και το τσιγγάνικο βιολί στην αδρή, στεγνή ερωτική έκφραση του Έλληνα. (Λίγο) Παρίσι, (λίγο) Βουδαπέστη και (λίγο) Βιέννη, μπροστά στην Αθήνα καμιά μα καμιά σας δεν βγαίνει.
Σήμερα, αυτό που λέμε νοσταλγία, όταν περνάει από την κιμαδομηχανή του digital αποκτάει μία παγωμένη κούλνες, γίνεται τόσο κομψό και «κοσμηματοποιείται» τόσο, που είναι ωραίο ακόμα και να το έχεις επάνω στο σεκρετέρ σαν μισοσπασμένο κρυστάλλινο μελανοδοχείο του παππού σου. Σ’ εμάς τους ραδιοφωνατζήδες μας αρέσει να χτυπάμε μικρές ενέσεις παρελθόντος μέσα στις λίστες των τραγουδιών μας, κυρίως γιατί είναι τραγούδια που έρχονται από μία εποχή που λάτρευε το ραδιόφωνο.
Αυτό λοιπόν: Ραδιόφωνο και περιοδικά. Τραγούδια και αισθηματικά διηγήματα. Μπολερό και νουβέλες. Το «Μπουκέτο», ο «Ζέφυρος». Πόθοι, Tokalon και σατέν ζυπ-κυλότ. Ζιπαρισμένα και σταλμένα με mail στο 2011.
Αυτό ακριβώς συνδυάζει και το project Retropolis που διοργανώνουν οι «Μητροπολιτικές Ιστορίες» και το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης – και θα παρουσιαστεί την επόμενη Τρίτη στο θέατρο του Ιδρύματος: νέες εκδοχές γνωστών τραγουδιών της εποχής του Μεσοπολέμου, διασκευασμένων από ένα φρέσκο star parade ελλήνων μουσικών και με τη συνοδεία διηγημάτων νέων ελλήνων συγγραφέων που εμπνέονται από τις διασκευές των τραγουδιών και θα υπάρχουν σε έντυπη έκδοση, μαζί με το cd. (Οι μουσικοί: Κώστας Δαλακούρας, Θανάσης, Αλευράς, Γιώργης Χριστοδούλου, Στάθης Δρογώσης, Χάρης Αττώνης, Belleville, Cyanna, Δάρνακες, Empty Frame, Full Tattoo, Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης / Μαρία Παπαγεωργίου, Ελεάννα Ζεγκίνογλου, Σόφη Κωνσταντινίδου, Matisse με την Αγγελική Ζήκα, Τία Μενούτη, Προκόπης Πολίτης/Βαγγέλης Ασημάκης, Χρήστος Μουστάκας / Δίδυμο, Μαριέττα Φαφούτη, Ηρώ Σάϊα & Tareq. Και οι συγγραφείς: Δημήτρης Σωτάκης, Βάσια Τζανακάρη, Γεράσιμος Ευαγγελάτος, Ηλίας Κολοκούρης, Ειρήνη Σουργιαδάκη, Χρύσα Μπαχά, Γιάννης Πλιώτας, Στέργια Κάββαλου, Ειρήνη Μαργαρίτη, Κωνσταντίνα Τασσοπούλου, Γιώργος Ρομπόλας & Αθως Δημουλάς.)
Τα τραγούδια ακούγονται και διαβάζονται με δροσερή τεντούρα σε μικρό ποτήρι, σε πολυθρόνα, κάτω από το αμπαζούρ το θαλασσί. Στο «Σαν όνειρο μαγευτικό» ο Tareq δίνει μία βυζαντινή αντήχηση που το κάνει σίγουρο χιτ στα μελωδικά ελληνόφωνα ράδια. Οι Δάρνακες για τη διασκευή του «Άσε τον παλιόκοσμο να λέει» του Σουγιούλ ακολουθούν την ελαφριά ειρωνεία της σχολής Palast Orchester αλλά με ευγένεια, σέβας, και διάθεση μπαντίνας. Το αντίστοιχο διήγημα του Γιώργου Ρόμπολα μιλάει για έναν γκουρμέ που κρύβει ένα σκοτεινό μυστικό. Το διήγημα της Στέργιας Κάβαλλου είναι μία σκληρή, σαδομαζοφετιχιστική ροζ ιστορία αγάπης που αντισταθμίζει την μάλλον συντηρητική διασκευή του Νεοκλή Νεοφυτίδη και της Ηρούς Σάια στο «Πρωί με ξυπνάς με φιλιά». Η εξαιρετική Ελεάννα Ζεγκίνογλου δίνει έναν ιστορικά τέλειο λυγμό a la vaudeville στο «Δεν σου πάει το πάχος Δημητράκη» του Αττίκ, με την συνοδεία ενός απολαυστικού διηγήματος της Κωνσταντίνας Τασσοπούλου γύρω από το φαΐ, την ζωή, τον θάνατο και την ταφή σαν υπερθέαμα. Ελαφριά, κρατημένη ρούμπα το «Σε λυπάμαι» της Σοφίας Κωνσταντινίδου με το διήγημα – επιστολή του Δημήτρη Σωτάκη να ξεκινάει με ένα τέλειο μελόδραμα: «Αγαπημένη μου, αυτή τη στιγμή που σου γράφω, κάθομαι εδώ, στο ωραίο μπαλκόνι του ξενοδοχείου και αναλογίζομαι το θάνατό σου.» Οι Cyanna σχεδόν ευτυχισμένοι που τους έτυχε αυτό, βυθίζονται στον ζόφο του «Διαβάτη της ζωής» του Αττίκ, με ύφος Nick Cave, κάπως Doors και θεατράλε ύφος, όπως και οι Jam Difusion που μετατρέπουν το «Τι μάτια» σε ένα ενδιαφέρον, αλήτικο μπλουζ με αγγλικούς στίχους. Το «Κάτι με τραβάει κοντά σου» της Βέμπο είναι νομίζεις εικονογραφημένο βήμα-βήμα από τους Belleville με χιούμορ και γνώση, όχι όμως με ανατροπή. Το αντίστοιχο διήγημα του Άθω Δημουλά είναι μία ιστορία βαρύτητας, στο ύψος του 16ου ορόφου. Και ο Στάθης Δρογώσης, σε εντελώς δικό του κλίμα, παίζει πανέμορφα στο πιάνο του το «Από μέσα πεθαμένος» του Αττίκ, απόλυτα πιστός στο Καρυωτακικό σύμπαν. Οι Empty Frame παίζουν το «Πόσο λυπάμαι» σαν να είναι στα παπούτσια των New York Rock’n Roll Ensemble το 1970, στο έλεος του δέους «Χατζηδάκις». Έτσι ρέει το Retropolis, με τα ίδια τα παλιά εκείνα κομμάτια να ξεπερνούν τους ερμηνευτές, και τα διηγήματα κάπως ερήμην του παρελθόντος της Αθήνας, και των drama kings & queens που φιλοξένησε στα νεόδμητα διαμερίσματά της.
Info: “RΕTROPOLIS” - Τρίτη 3 Μαΐου 2011 – Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης, Παρουσίαση: Δημήτρης Πασσάς - Θέατρο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης (Πειραιώς 206, Ταύρος - Τηλ.: 210-3418550 - Ώρα έναρξης: 9 μ.μ.- Είσοδος: 15 €, μειωμένο εισιτήριο 10 €
27 Ιαν 2011
Athens - Déjà vu 2011 (Μερικά πράγματα θα είναι για πάντα εκεί)

· Ένα κορίτσι με όμορφο προφίλ προσπαθεί να παρκάρει ένα Σμαρτ, στην Υμηττού. Αχ. Γαμώτο. Σόρι.
· Εσύ πάντα θα το λες Μπραζίλιαν.
· Ο Ζαν-Πιέρ και ο Αλέκος, σε τραπεζάκι, στο Μαγκαζέ.
· Χριστουγεννιάτικα ledάκια όλο το χρόνο, μόλις έχεις βγει από τα Notos Galleries.
· Το παλιό σπίτι της Μελίνας στην Αθηναίων Εφήβων.
· Η μυρωδιά του χαρτιού μόλις περνάς το κατώφλι στον Διονυσόπουλο της Πραξιτέλους.
· Τα τσιμέντα στο Γκάζι φαίνονται ροζ, βρώμικο.
· Ο Κανέλλος ή το παιδί του, να τρέχει ανάμεσα στους αναποδογυρισμένους κάδους της Ρήγα Φεραίου, στα Προπύλαια.
· Μελαγχολικοί οδηγοί. Το φλας του μπροστινού, τους φωτίζει ρυθμικά το πρόσωπο. Πορτοκαλί – σβήνει – πορτοκαλί – σβήνει – πορτοκαλί - σβήνει.
· Ο Σταμάτης Φασουλής τυλιγμένος το κασκόλ του, να βγαίνει από το θέατρο Χορν, μιάμιση τη νύχτα. Προχωράει αργά προς Βαλαωρίτου.
· Οι μάγειροι της Μεγάλης Βρετανίας κάνουν πεντάλεπτο τσιγάρο, όλοι με λευκές ποδιές, στα πεζούλια της Βουκουρεστίου, αργά το μεσημέρι.
· Το Φιξ. Στοιχειωμένο σαν κατσαρίδα σε γραφείο σε σελίδες του Κάφκα.
· Οι Pink Floyd σε όλες τις πιθανές στάσεις.
· Η ταμπέλα νέον του θεάτρου Αλίκη.
· Ο Βασανίζομαι. Όλοι έχουν βγάλει μία φωτογραφία δίπλα του, πια.
· Ένα κορίτσι ξαπλωμένο σε πεζούλι στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου κοιτάζει τον ουρανό. Δεν μπορείς να δεις τα μάτια της, πίσω από τα μαύρα της γυαλιά.
· Νύχτα Παρασκευής, μποτιλιάρισμα στα Σίδερα Χαλανδρίου. Από τα διπλανά παράθυρα ξεχύνονται αρώματα από μοντέρνες κολόνιες και ντουμάνια τσιγάρων.
· Μποτιλιάρισμα 4, χαράματα, στην Ιερά Οδό. Βγαίνοντας απ’ τις παρόδους, ψάχνεις στις μεθυσμένες φάτσες για παλιούς γνωστούς.
· Πούλμαν με Κύπριους, σαββατοκύριακο στην Αθήνα, ΓκόλντενΧόλ, Βίσση.
· Παιδάκια μασκέ στο Ζάππειο. Ό,τι και να τα έχουνε ντύσει, από πάνω θα φοράνε ένα ροζ πουπουλένιο μπουφάν. Για τα επόμενα διακόσιες χιλιάδες χρόνια.
· Πάντως τα γυφτάκια με τα λουλούδια είναι πια μελαγχολικά. Παλιά γελούσαν.
· Η Καριοφυλιά Καραμπέτη να κατεβαίνει προσεκτικά, σχεδόν γλιστρώντας, τη Δημοκρίτου.
· Όταν είσαι στην Κηφισίας, πάντα νομίζεις ότι στο τέρμα της θα έχει θάλασσα.
· Σκληρά ποτά σε τυχαία καφετέρια. Ό,τι να’ναι.
· Το μικρό σκουριασμένο πορτέλο κάτω από τους Άγιους Ισίδωρους που οδηγεί στη Μεσαία Γη; ή στο Τατόι; Ποτέ δεν έμαθες.
· Στανταράκι. Στη γωνία Σκουφά με Ομήρου, συναντάς κάποιον ηθοποιό από την φράξια Παπακαλιάτη.
· Περνώντας από την Αμερικής, στην είσοδο της Τράπεζας Πειραιώς, πάντα, ασυναίσθητα, ρίχνεις ένα βλέμμα πίσω από την τζαμαρία στο γλυπτό του Μποτέρο.
· Και πάντα τα καταθλιπτικά κτίρια της Αθήνας θα τα αποκαλείς «επιρροών Μπάουχάους», ελπίζοντας να ανακαλύψεις την industrial ψυχή σου σε αυτά.
· Η μηχανή του Άλκη έξω από το Κάππα.
· Οι γραβάτες του Παγώνη.
· Τα τρυπημένα με μικρούς χρυσούς κρίκους αυτιά στις κοντοκουρεμένες Βουλγάρες κυρίες, μέσα στα λεωφορεία.
· Μία στυλίστρια, πάντα θα περπατάει βιαστική στο Κολωνάκι, φορτωμένη σακούλες. Θα δουλεύει σε πρωινάδικο και θα δίνει επί πληρωμή κουτσομπολιά στις κίτρινες φυλλάδες. Στο Ντα Κάπο θα συναντάει τουλάχιστον δυόμιση γνωστούς ανά σακούλα.
· Η ατέλειωτα χεσμένη πλατεία Κοτζιά.
· Τα στένσιλ της Madonna. Ρυάκια μπογιάς κυλούν σαν ιδρώτας και αίμα πάνω στα μαρμαρένια μούτρα της.
· Οι Ισπανοί γκραφιτάδες στο Αμαξοστάσιο του Κεραμικού και στον σταθμό της Λιοσίων. Έγχρωμα splash, αραβουργήματα στο γκρίζο. Οι Έλληνες ζωγραφίζουν μόνο την υπογραφή τους.
· Η Σοφοκλέους, όταν μυρίζει τυρόπιτες.
· Γυναικοπαρέες έξω από το Λαμπέτη, Τετάρτη απόγευμα, σεμνές.
· Ο Θανάσης Μήνας, Σάββατο πρωί, στο Κόκκοι της Ασκληπιού. Καπνίζοντας σελίδες του βιβλίου της Patti Smith.
· Η καβάτζα-κάτω, πίσω από τις πεζούλες στους Αγίους Θεοδώρους.
· Πουτανάκια με piercing στη γλώσσα, s/m γκοθάκια, Μοναστηράκι, στα στενά.
· Ο Στέλιος Παρλιάρος στον Βερόπουλο της Σούτσου, Σάββατο απόγευμα, βιαστικός.
· Η Μανίνα Ζουμπουλάκη έξω από το MG μ’ ένα ποτό στο χέρι, Σάββατο μεσάνυχτα, ψύχραιμη.
· Το γκουπ. Σκάνε με πάταγο και βογκητό τα δέματα με τις δεμένες κυριακάτικες στα καρώ πλακάκια, χρώμα σάπιο μήλο, Σάββατο 9 το βράδυ, ώρα να γυρίσεις σπίτι λοιπόν.
· Η κυρία Λουκά, bag lady πιά. Φωνάζει μόνη της στα απέναντι πεζοδρόμια της Σταδίου.
· Πάντα σκέφτεσαι ότι χρειάζεσαι καινούργια βαλίτσα, διασχίζοντας την Στοά Πεσματζόγλου. Ή, τέλος πάντων, επειγόντως ταξίδι.
· Ο μουσάτος με τη γραβάτα στο γκισέ της Εθνικής. Αν βγάλει τη γραβάτα ίσως να θυμηθείς από πού άραγε τον θυμάσαι.
· Το κατσαρολάδικο της Ευριπίδου. Ακόμα πιστεύεις ότι κάποτε θα χρειαστεί να μαγειρέψεις σε μαρμίτα, για το μεγαλύτερο πάρτι της ζωής σου.
· Δέκα το πρωί, προφυλαγμένος από όλο τον πλανήτη πίσω από τους μουσαμάδες της Λυκόβρυσης, διαβάζεις τα προχτεσινά μεθυσμένα SMS που έστειλες σε όλο τον πλανήτη. Παραγγέλνεις και δεύτερο espresso dopio.
· Οι καρέκλες στο καφενείο του Εθνικού Κήπου. Νομίζεις ότι είναι οι ίδιες, διαλεγμένες μία μία από την Αμαλία του Όθωνος, οι ορίτζιναλ.
· Βράδια στο Half Note ακούγοντας τα blues. Σκέφτεσαι το Πρώτο Νεκροταφείο, απέναντι. Κάνεις νοερά βόλτες στις αλέες του.
· Το Cine Τιτάνια είναι το πιο παράνομο ραντεβού της Αθήνας.
· Στο Ταχυδρομείο στα Χαυτεία πάντα έχεις την αίσθηση ότι τελειώνεις γρήγορα.
· Στα Ταχυδρομείο στη Σόλωνος πάντα έχεις την αίσθηση ότι δεν είναι Ταχυδρομείο. Ότι είναι εκεί προσωρινά και σε λίγο θα μπει μέσα η Γιώτα η Powder και θα μας διώξει όλους.
· Στην διασταύρωση Ακαδημίας και Σίνα, πάντα νομίζεις ότι βλέπεις τον Μπάμπη του Jazz-Rock με τις κιτρινόμαυρες σακούλες –και λίγο κόκκινο- στα χέρια.
· Η Ρίκα Διαλυνά στη Βαλαωρίτου.
· Ice cream soda στο Λυχνάρι, στον Πύργο Αθηνών. Καφέ τραπεζομάντηλα.
· Πάντα θα περνάς από τη Διδότου και θα ρίχνεις μία απογοητευμένη ματιά στην προτομή της Λαμπέτη.
· Πάντα θα ξεπροβάλλει μπροστά σου, σε παλιά βιβλιοπωλεία, κάποιο παλιό τεύχος της Βαβέλ.
· Η μπάντα των Ινδιάνων στην πλατεία, στο Μοναστηράκι. Αθήνα – Άνδεις σε πέντε λεπτά, εδώ και είκοσι χρόνια.
· Ελαφρύ μπραζίλιαν hideway στον Κίτρινο Σκίουρο, στις παρυφές των Ιλισσίων, γειτονιά του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου και των αποθηκευμένων αναμνήσεων ‘80ς.
· Οι μπάτσοι έξω από τον Νάκα, Μαυρομιχάλη και Ναυαρίνου. Ο παππούς με τα φρούτα δεν παρκάρει πια εκεί.
· Γρανίτα στο ξύλινο μπαρ του θεάτρου Ολύμπια, Τετάρτη απόγευμα, λίγο πριν αρχίσει η Τραβιάτα. Το παλτό διπλωμένο, στον αγκώνα σου. Αρώματα πούδρας Tokalon.
· Το αγχωτικό πεζοδρόμιο στο κατώφλι του Gagarin.
· Η ροζ βέσπα στη βιτρίνα της Piaggio στην Πειραιώς. Είναι πάντα εκεί, και από πάνω της βλέπεις μία ταμπέλα νέον να αναβοσβήνει: Bugiardo. Bugiardo. Bugiardo.
· Θέλεις να σπάσεις, να βρίσεις, να καταπιείς χαλίκια, γαμιέται ο Δίας από τα νεύρα σου, κάνεις τυφλό, δολοφονικό ζάπινγκ. Πέφτεις στο “Κωνσταντίνου και Ελένης”, στον Αντένα. Κλαις με λυγμούς.
· Γάμος στη Σκουφά, στον Άη Διονύση, Σάββατο απόγευμα, σαν να μην υπάρχει αύριο. Κάν’τε πιο ‘κει μαντάμ, σόρι.
· Ατενίζοντας τις σκαλωσιές στη Μητρόπολη Αθηνών. Προσπαθώντας να βρεις την κρυμμένη γοητεία της λινάτσας που αργοσαλεύει, στο μόνιμο ανοιξιάτικο breeze της πλατείας, αναδεικνύοντας την διακριτική πορφύρα των ριντώ της εισόδου. Δεν την βρίσκεις παρόλ’ αυτά.
· Ταξιτζής κατουράει, πλάτη, τον βράχο στην αρχή του δρόμου που ανεβάζει επάνω, στο θέατρο Λυκαβηττού.
· Ο Κωνσταντίνος Βήτα στο ίδιο πλάνο με την προτομή της Μελίνας, Αμαλίας, κίτρινα φύλλα στο πεζοδρόμιο.
· Συγγρού. Είτε ντίσκο, είτε στριπτιτζάδικο, θα είναι πάντα η Μπαρμπαρέλα.
· Νύχτα, καθημερινή, Galaxy Hilton. Συγγνώμη, αν δεν σας πειράζει θα βγω για λίγο έξω. Τραβάς για το τέρμα της ταράτσας, πλώρη, κόκπιτ, σημείο φυγής, εδώ φυσάει λίγο, είναι ωραία.
· Τα κάστανα στις γωνίες. Έστω κι αν δεν θα χειμωνιάσει ποτέ ξανά.
· Παρέες από μεγαλομπεμπέκες Πάτυ που περνάνε γκρουπαριστές, ουρλιάζοντας, λάμψεις από σιδεράκια και φούξια κινητά, αφήνουν πίσω τους ένα κουρνιαχτό από μυρωδιά παλιάς Κλεραζίλ, της μπεζ που ξεραινόταν.
· Είδα τον Βέγγο με ποδιά και έναν δίσκο καφενείου να τρέχει στην Κάνιγγος. Μπήκε στο Μέγαρον Έβδομης Τέχνης. Τον ακολούθησα. Στο ασανσέρ είδα τον Γεώργα. Μου χάρισε μία αφίσα με λεσβίες βρυκόλακες με διάφανα νυχτικά.
· 7 το πρωί, έξω από το Τέσσερα, ο Τάκης – πάντα με μακρύ, γκρίζο μαλλί. Έχω χάσει 3 ζευγάρια μαύρα γυαλιά εκεί μέσα, και αρκετούς φίλους, φίλε.
· Ακόμα καπνίζουν χασίσι στις συναυλίες, ρε συ.
· Ξεχασμένες ταινίες σε προβολές για 9 άτομα στην Ανδόρα, στον Ερυθρό.
· Τελευταία σου ευκαιρία να το προλάβεις: Ααβόρα.
· Πάντα χάνεσαι στις αδιέξοδες αυλές και τις καβατζωτές εσοχές, νύχτα στα Αναφιώτικα. Θα είναι το ωραιότερο νησί της Αθήνας, για πάντα.
· Μαρκίζες σε σκυλάδικα από κόντρα-πλακέ στον Κορυδαλλό. Ονόματα από παλιά ΜπιγκΜπράδερ εξαργυρώνουν το αμάρτημα της μητρός τους σε πριβέ καμαρίνια.
· Η Μυρτώ στου Μαζωνάκη, να μιλάει στο κινητό της.
· Έξω από το Μέγαρο, βγαίνοντας ο κόσμος, νομίζεις ότι είδες τη μάνα σου, μέσα από το ταξί.
· Τα βουλκανιζατέρ της Μιχαλακοπούλου, τέρμα, forever εκεί.
· Ντάνκιν Ντόνατς στη Γλυφάδα. Κουτί 16άρι για το σπίτι. Πασαλείφτηκες, μαλάκα.
· Στις εννιά το βράδυ, στα παρτέρια του Ευαγγελισμού. Νεαροί με πουλόβερ στους ώμους, βγάζουν βόλτα για τσίσα τον σκύλο τους που, συνήθως, του έχουν δώσει όνομα από το επίσημο χριστιανικό εορτολόγιο.
· Κυριακή μεσημέρι, Τερκενλής Χαλανδρίου. Μπαμπάδες με φόρμες και τα αλάρμ αναμμένα.
· Οι κατατονικές μου φίλες σε καναπέδες, σε ταράτσες.
· Ζαλισμένος υπέροχα, 6 το απόγευμα Σαββάτου, βγαίνεις από το Rock & Roll και ρολάρεις την Λουκιανού μέχρι να σε βγάλει στο ποτάμι της Ρηγίλλης. Στο Ζάππειο θυμάσαι ότι έχεις παρκάρει στην Πατριάρχου Ιωακείμ.
· Η είσοδος του εστιατορίου Ιντεάλ.
· Παντοτινό freeze frame. Τα σκαλιά στο τέρμα της Φωκυλίδου. Μικρά σιωπηλά πεζούλια στρωμένα κοφτές ανάσες, κάτω από ακούρευτες φυλλωσιές.
· Τέρμα Σίνα, γυναίκες a la Brigitte Fontaine, σύριζα στους τοίχους του Ινστιτούτου.
· Ο Πανούτσος κατεβαίνει από τη μηχανή, Μαβίλη, μέσα στο χαμό.
· Το Σεσουάρ για Δολοφόνους.
· Τα Ιπτάμενα Σουτιέν στις βιτρίνες της Αιόλου.
· Τα γυμναστήρια των Αμπελοκήπων, Σάββατο απόγευμα, τζούντο στη Σεβαστουπόλεως.
· Η Αθήνα με παντοτινό φόντο τον θλιβερό, ξεκοιλιασμένο, απότιστο Υμηττό.
· Νέο τεύχος. Τετάρτη βράδυ. Το κόκκινο φορτηγάκι της Athens Voice ξεφορτώνει τις ντάνες.
(AthensVoice, τ.331, 27.01.11)
12 Ιαν 2011
Η βαλίτσα του Κηθ

Περάσαμε τις γιορτές με τον Κηθ. Ήρθε παραμονές, ξαφνικά, αργοπορημένος – τον περιμέναμε τριάντα χρόνια πριν και έσκασε τώρα που είμαι με τα μεσουλίντ, με μια βαλιτσάρα εξακοσίων σελίδων γεμάτη σταφ. «Θα μείνω λίγο καιρό» είπε, και άραξε στους καναπέδες με τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι. Σκουντιόμασταν. Ρε συ, φοράει winkle pickers ακόμα ο θεός, κοντά μαύρα, με κοφτό κουβανέζικο τακούνι και μύτη ξιφία.
Να του προσφέρουμε κάτι. «Κηθ, τι να φέρω;». Τι να φέρεις, βλάκα. Τα έχει όλα στη βαλίτσα, το γράφει απ’έξω, «Life». Μπέρμπον, ζαχαρωτά, καραμέλες γλυκόριζας και φραγκοστάφυλου, πεγιότ, κόκες, χάπια, συνταγές για μπάγκελς με πουρέ, χαϊμαλιά, πένες κιθάρας, σύριγγες, χειροπέδες, παλιές φωτογραφίες. Μαλάκα, κουβαλάει ακόμα βυνίλια, ξέρει τους κωδικούς απ’ έξω. Το δαχτυλίδι νεκροκεφαλή που ανοίγει μύτες. Τσιγάρα κούτες. Την κλασική στολή: Μαύρο τζην σωλήνα, τζάκετ τζην Wrangler, μωβ πουκάμισο. Ουλές, καψίματα, σπασμένα νύχια, ρίμελ μαύρο τσιγγάνικο, ρυτίδες, μια φωνή βραχνό ξενύχτι, ροκ εν ρολ σταρ στις 11 το πρωί και βαρύ νότιοανατολικό Λονδίνο με χαλασμένα δόντια (οι σχολικοί οδοντογιατροί στις αρχές της δεκαετίας του ’50, διηγείται ο Keith Richards στο βιβλίο για τη ζωή του, ήταν απόστρατοι, τύποι που γύρισαν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τους έστειλαν με τανάλιες και ποδοκίνητους τροχούς με ιμάντες να βγάλουν τα δόντια από όλα τα παιδάκια της Αγγλίας).
Το βιβλίο είναι βαρύ και ανάλαφρο όσο και η Ζωή ενός Αθώου Ρόκερ. Σε όποια σελίδα και να το ανοίξεις, διαβάζεις και μία ιστορία – τυχαία, σκόρπια, σύντομη ή σχεδόν. Διηγήσεις που έχουν την προβλεπόμενη διάρκεια ενός σωστού ροκ εν ρολ single, τριάμιση λεπτά και ένα-τζι. Ή, όσο κρατάει ένα shot ουίσκι. Τα βράδια του δίναμε να πιεί. Όσο του βάζαμε, αυτός μιλούσε. Ποτήρι και story. Προφανώς έτσι θα γράφτηκε το βιβλίο – από τον συγγραφέα και δημοσιογράφο James Fox – με διηγήσεις σε έναν βολικό, νυχτερινό, χαλαρό ειρμό. Χωρίς άγχος, χωρίς βαρύγδουπα νοήματα, με μικρές αναλαμπές πάθους και αυτή την τρυφερή αγάπη για τα αντικείμενα. Τέσσερα χρόνια τον κυνηγούσε ο Fox, για να του πει όλα όσα θυμόταν και να μαζευτεί το υλικό.
Οι βιογραφίες είναι χριστουγεννιάτικο είδος βιβλίου γιατί, -οι σωστές βιογραφίες- κρύβουν παραμύθια για παιχνίδια. Ιστορίες για πράγματα. Για τα φετίχ των ηρώων τους. «Πώς έχασα την πρώτη μου κιθάρα στον υπόγειο του Bakerloo». «Πώς γνώρισα τον Mick Jagger στον σταθμό του Dartford». Τον γνώρισε γιατί κρατούσε κάτω από τη μασχάλη του δύο σπάνια βινύλια, Chuck Berry και Muddy Waters, θα σκότωνε ο Κηθ για να τα έχει. Πήγε και του μίλησε. «Γειά, πού τα βρήκες αυτά; Κάπου σε ξέρω εσένα ρε. Ήμασταν συμμαθητές στο δημοτικό.»
Αυτές οι διηγήσεις μας έκαναν να ανοίγουμε και τις δικές μας παλιές φωτογραφίες. Να, εδώ είναι το πάρτι, τότε που είχες φέρει να παίξεις το «Some Girls». Θυμάσαι; Έγινες τούτσι, ήπιες ακόμα τις κολόνιες από το μπάνιο. Την ίδια ακριβώς στιγμή εκείνη τη νύχτα, στην άλλη άκρη του πλανήτη, ο Κηθ μπορεί να ήταν σε κανένα επαρχιακό αστυνομικό τμήμα στο Άρκανσω, τύφλα στις τουαλέτες, και να προσπαθούσε να ξεφορτωθεί τα χάπια και το χόρτο μέσα στη λεκάνη. «Χάλασε το γαμοκαζανάκι, δεν τραβάει».
Όλες τις γιορτές τις περάσαμε με το φανελάκι – η γιαγιά της πολυκατοικίας (δεν έχουμε αυτόνομη θέρμανση) άναβε τα καλοριφέρ τα βράδια στο φουλ, δούλευε το μηχανοστάσιο σαν να ήμαστε ο Τιτανικός, επάνω εμείς λιώναμε, 20 βαθμούς έξω, και μέσα με τους ανεμιστήρες οροφής και τα παγάκια – ε, κρυολογήσαμε. Ο Κηθ εντωμεταξύ έλεγε, έλεγε. «Σε όλη τη διάρκεια των ‘70ς έπαιρνα καθαρή, φαρμακευτική κοκαΐνη Μερκ».
Εμείς όλες τις γιορτές τις περάσαμε με τα Βιξ και τα Κολντ εντ Φλου. Ημιναρκωμένοι, να γλυστράμε λίγο λίγο από τους καναπέδες και να κουνάμε το χέρι με το τηλεκοντρόλ του γουίί για να στείλουμε τη μπάλα στις κορίνες. Μαλάκα έκανα στράικ ξαπλωμένος. Ο Κηθ μας έβαζε να ακούμε συνέχεια το νέο του cd, «Vintage Vinos», που κυκλοφόρησε τον Νοέμβρη παράλληλα με το βιβλίο. Συλλογή από παλιά κομμάτια από τρία, νομίζω, βινύλια που έχουν πια καταργηθεί που έκανε με την προσωπική του μπάντα, τους X-pensive Vinos το ’87, όταν οι Stones είχαν πάψει για λίγο να ρολάρουν. Γούσταρε ο παλιόγερος, είχε μαζέψει μουσικάρες, είχε ρίξει και την μία από τις Labelles στα φωνητικά, έσταζε η λιωμένη, καυτή, brown sugar της επάνω στη δικιά του, τραχειά, γρατζουνισμένη κραυγή. Και η πένα – το τραυματισμένο του δάχτυλο από μία πέτρα όταν μικρός που του έκοψε ένα μικρό κομμάτι και του χάρισε μία παντοτινή, μικρή τομή, ένα φλατ δάχτυλο με μία έξτρα εγκοπή για να παίζει τις χορδές σαν να τις τσιμπάει – έπαιζε κοφτά, με μια τζαμαϊκάνικη steady beat κίνηση, κάτι μπλουζ καταλήξεις και βογκητά, λίγο θυμωμένος, λίγο horny, πωπω σε ποια σελίδα είσαι;

Επιβιώσαμε όλοι. Ο Β., η Μ. κι εγώ από το κρύωμα. Ο Κηθ από την εξάρτηση, από πεσίματα από δέντρα, από φωτιές σε δωμάτια ξενοδοχείων, από αστυνομίες, χωρισμούς, από νταήδες στο σχολείο που τον έδερναν, από τη βαρεμάρα μιάς αδιάφορης, ανώδυνης ζωής μιας εργατικής οικογένειας στην επαρχία του Λονδίνου. Η ροκ εν ρολ ζωή δεν είναι απαραίτητο να κρύβει μόνο θυελλώδεις νύχτες με bitches και γκομενάκια, τηλεοράσεις πεταμένες από τα παράθυρα, μέταλλο και αίμα. Χρειάζεται να κρύβει μία αθώα, ενστικτώδικη αγάπη για τη μουσική, τρελή αγάπη όμως, πάθος, να κολλάς εκεί – με τις ώρες. Να είσαι με τους δικούς σου και να παίζεις. Γκραν γκραν γκραν. It’s only rock n roll but I like it, like it, yes I do. Ωπ, έκανα στράικ.
Info: Το βιβλίο «Life» του Keith Richards θα κυκλοφορήσει σύντομα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Intro Books.
Athens Voice, τ.329, 13.01.11
Panikoval Podcast: εδω + στο itunes
7 Ιουλ 2010
Πάγωσε το χρόνο
Διασχίζοντας την Αθήνα με τον Μάριο Φραγκούλη και τον Μάνο Χατζηδάκι
· Προχτές κατεβαίναμε τη Συγγρού την ώρα που έπεφτε ο ήλιος και κάτι μας έπιασε, ότι αρχίζουμε εκείνη τη στιγμή τις διακοπές και ότι γενικά, εκείνη τη στιγμή, όλα αρχίζουν ξανά. Αφήναμε πίσω μας ένα – ένα τα στρηπτιτζάδικα και τις αντιπροσωπίες αυτοκινήτων «κλειστόν λόγω φαλιμέντου» και ήταν σαν να αφήναμε πίσω μας κομμάτια την Αθήνα, τα χρόνια, τις δεκαετίες, 2000ς, ‘90ς, ‘80ς. Μέχρι να φτάσουμε στο Δέλτα είχαν μαυρίσει τα μούσια μας και στα αυτιά μας έπαιζε η «Πορνογραφία» του Χατζηδάκι.
· Η αλήθεια είναι ότι ακούγαμε τον Μάριο Φραγκούλη στη δεύτερη συνέχεια «υπενθύμισης αγαπημένων τραγουδιών» του Μάνου Χατζηδάκι, «Η Εποχή της Αγάπης 2». Τα τραγούδια είχαν αρχίσει να ξεδιπλώνονται από τον Λυκαβηττό, track ένα, «Μια πόλη μαγική», track δύο, Κολωνάκι, «Άσπρο Περιστέρι», ήταν σαν αστείο – Μάριε, τα περιστέρια πια είναι μόνο γκρι και μαύρα και αυτοκτονούνε ζαλισμένα πέφτοντας στις ρόδες των Ζμαρτ. Κάτι έμοιαζε να μη κολλάει, να μη βρίσκει πουθενά τοίχο να ακουμπήσει σε όλο το έρημο Κολωνάκι που «ενοικιάζεται», αυτή η χατζηδακική ευαισθησία που, κάποτε, παλιά, την ταυτίζαμε με γειτονιές της Αθήνας, με σπίτια, γωνίες δρόμων και νύχτες, ανθρώπους, σημεία στα οποία είχε περπατήσει και η ίδια. Τώρα ο χρόνος έπαθε ένα friction με τη ζωή της πόλης, κάπου έγινε ένα μέγιστο λάθος και η Λυκόβρυση έχει χριστουγεννιάτικα φωτάκια και οθόνες με μουντιάλ.
· «Τι ζητάς Αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά;». Track τρία. Μόνο οι γριές κυρίες του Κολωνακίου έχουν μείνει ίδιες – πηγαίνουν μαζί δύο δύο, με φουσκωτά παστέλ μαλλιά, χαμηλά κρεμ παπούτσια και ψύχραιμο βλέμμα περιφρόνησης. Δεν θα καθίσουν ποτέ εδώ. «Προχώρα, φτάνουμε» λένε η μία στην άλλη, κοντοστέκοντας, Πατριάρχου Ιωακείμ, στο σπασμένο γείσο του γκρεμού.
· «Να ακούσουμε κάτι άλλο;». Όχι, άστο, μ’ αρέσει, είναι από τα πράγματα που έπρεπε να συμβούν. Ο Φραγκούλης έχει όλες τις ευλογίες του «ιδρύματος» Χατζηδάκι για να ερμηνεύσει αυτά τα κομμάτια, γι’ αυτό γεννήθηκε. Ο Μάνος από ψηλά θα τον ακούει και θα κατεβάζει τους εσπρέσσο ευχαριστημένος, πάφα-πούφα τα τσιγάρα και θα ταΐζει ψιχουλάκια τα Άσπρα Περιστέρια της Αθανασίας. Είναι προσωπική υπόθεση των δύο.
· Ηρώδου Αττικού, στη μεγάλη πρασινάδα του Εθνικού Κήπου μας έρχεται μια ανάμνηση δροσιάς, καθώς νοιώθουμε πως κατεβαίνουμε προς το ποτάμι της Καλλιρρόης. «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο», track τέσσερα. Πάντα ανατρίχιαζες με αυτό το τραγούδι, όπως στη σκηνή με το ταξίδι της Carole Laure σφηνωμένης μέσα στο μπαούλο, στο Sweet Movie του Μακαβέγιεφ, που το πρωτοάκουσες. Θυμάσαι; Καλλιμάρμαρο. Η Αθήνα εδώ μοιάζει με εκείνη που θυμόμαστε. «Τα παιδιά δεν έχουν μνήμη, τους προγόνους τους πουλούν, κι ότι αρπάξουν δεν θα μείνει, γιατί ευθύς μελαγχολούν».
· Στο Κολυμβητήριο παρκαρισμένα. Στην ποτισμένη Αγία Φωτεινή γίνεται γάμος, σιέλ κοστούμια και μουσελίνες στη σειρά, επάνω στην αρχαία πέτρα. «Τσάμικος», track έξη. «…πάνω στην πέτρα την αγιασμένη, χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι».
· Καλπάζοντας στη Συγγρού, track οκτώ, «Το φεγγάρι είναι κόκκινο» και τα billboards των σκυλάδικων περνάνε πιο γρήγορα από δίπλα μας, ο αέρας γίνεται πιο νυχτερινός και ο Φραγκούλης αποκτάει μία βελούδινη βραχνάδα, μία «κάπνα» στη φωνή ίδια με το χρώμα εκείνης της στιγμής του ορίζοντα που –επιτέλους- κάπως διακρίνουμε. Στο Ωνάσειο, μεγάλο, έρμαιο της μοίρας του πανώ, κρέμεται διαφημίζοντας «Η Ελλάδα από 1η Ιουλίου 2009 κόβει το κάπνισμα». Με ψύχραιμο βλέμμα περιφρόνησης και παστέλ χαμόγελο, καπνιστές στο τιμόνι το προσπερνούν σαν σίφουνες, ανακινώντας το ελαφρά, ξεψυχισμένο.
· Στρίβουμε δεξιά προς την μεγάλη Ποσειδώνος. Τα παλιά τραγούδια λειτουργούν απόλυτα, όπως συμβαίνει πάντα, καταπραϋντικά. Η φωνή του Φραγκούλη ανήκει σε εκείνες του «πάνθεον» των ηρώων – ερμηνευτών του συνθέτη, όπως τις ήθελε, πιστή στο δίδαγμα και στον λόγο. Είναι ένα φλας-μπακ στο χρόνο, τινάζεις από πάνω σου όλη τη σκόνη του και βρίσκεσαι στη χατζηδακική σου εφηβεία. 1982. Παρακολουθείς σιωπηλά μέσα στο σκοτάδι, στα πίσω καθίσματα, τις πρόβες της «Πορνογραφίας», στο Σούπερσταρ της Αγίου Μελετίου. Η φωνή του Χατζηδάκι δίνει οδηγίες, σκεπάζεται από τη στεντόρεια γκρίνια της Σαπφούς με την πορτοκαλί νάιλον ρόμπα που ούρλιαζε φοβισμένη σε όποιον την πλησίαζε με τσιγάρο στο χέρι, «Φύγε διάολε! Θα με κάνεις παρανάλωμα του πυρός!», μην αρπάξει η ρόμπα.
· «Πού τα θυμήθηκες τώρα όλα αυτά;» Τσιγάρα, φεγγάρια, σκηνικά, πόλη τη νύχτα.
· Εδώ και 2 μήνες, από τη μέρα που αρχίσαμε να στήνουμε με την Σταυρούλα το πρότζεκτ Back 2 the Future που ξεκίνησε στο LOOKmag και αρχίζει να ξεδιπλώνεται στις σελίδες της ATHENS VOICE, όλοι, άθελά μας, υπακούοντας στη συγκίνηση αυτών των βλεμμάτων στις φωτογραφίες της παιδικής ηλικίας , κάναμε μία βουτιά στο παρελθόν. Αυτή η καταπληκτική αναπαράσταση των παιδικών ενσταντανέ φίλων μας, γνωστών Αθηναίων, που κατόρθωσε ο Γιώργος Καλφαμανώλης με τους συνεργάτες του, μας έβαλε σε ένα τριπάκι αναμόχλευσης των αναμνήσεων σε συρτάρια και κουτιά, στιγμών που δεν έχουν αποθηκευτεί σε κανένα σκληρό δίσκο αλλά είναι χάρτινες, όμορφες πολαρόιντ, λίγο ξεβαμμένες βέβαια, έχουν και αυτές την κάπνα τους, αλλά όταν τις χαϊδέψεις απαλά με το δάχτυλο αποκτούν και πάλι την γυαλάδα της γλυκιάς ζωής τους.
· Όλοι, τελευταία, έχουμε βρει μια εικόνα, μια λέξη χαμένη, από το παρελθόν – και την ξαναστήνουμε τρυφερά στο τραπεζάκι. Track εννέα, «Πες μου μια λέξη».
· «Τζούλια». Αυτό βρήκες να μου πεις; «Όχι, η Τζούλια διαφημίζει online casino».
· Η Ποσειδώνος είναι γεμάτη γιγαντοαφίσες που διαφημίζουν με υστερία τη δημοφιλέστερη εμμονή των Ελλήνων, τον διαδικτυακό τζόγο. Παίξε όπως είσαι. Με τα μπιγκουτί, με τη σωβρακοφανέλα και την τριχάρα, με τη λεοπάρ κιλότα, κόλλα όλη νύχτα στην οθόνη και πόνταρε, πόνταρε, παίζε κι άλλο, βάζε, ρίχνε, όπα μαλάκα, όπα! Το βλέμμα της Τζούλιας μας κοιτάζει άδειο, με ελαφριά απόκλιση. Είναι ακριβώς το αυτό, το σωστό βλέμμα της Ελλάδας: κενό και ανίδεο, ψύχραιμο και «μπλοφάρω».
· «Μη κοιτάζεις, θα τρακάρουμε».
· Στον Πειραιά, μικρές παρέες των τριών, με λευκές πλάτες, μαλακά, δροσερά μπλουζάκια, το νυχτερινό λευκό του καλοκαιριού που φθορίζει από τα φανάρια της παραλίας, κάθονται στις πεζούλες της προκυμαίας και κοιτάζουν τα σκοτεινά νερά. Κάνουν πολύ μικρές, απαλές κινήσεις, καταλαβαίνεις ότι σιωπούν ή μιλούν πολύ ήσυχα, λένε γλυκές ασημαντότητες. Οι διακοπές τους, οι φίλοι τους, ο έρωτάς τους, ένα αστείο, ένα αξέχαστο καλοκαίρι, δεκατρία αξέχαστα τραγούδια. Οι σταθερές της ζωής μας, αυτές θα μας σώσουν.
· Σε μια ταράτσα στην Ακτή Θεμιστοκλέους, με τους ανθρώπους που αγαπώ, συζητάμε γελώντας και βλέπουμε παλιές φωτογραφίες. Στο βάθος αστράφτει. Έρχεται μπόρα.
16 Ιουν 2010
Ο Πουλημένος

- Είμαι σε ένα συγγενικό, άδειο διαμέρισμα -εκεί φυλάω τους δίσκους μου, μπροστά στον Τοίχο του Ντέξιον και τον κοιτάζω μαγκωμένος. Βαραίνει να πέσει η ραφιέρα, με μιάν εκρηκτική σιωπή, να με πλακώσει μέταλλο, χαρτί και PVC, να κρασάρω με μιας, τρώγοντας στο κεφάλι τις μουσικές όλου του πλανήτη – και αν σκεφτώ και μερικούς συγκεκριμένους δίσκους, ίσως και πέρα από τον πλανήτη. Περνάω με τα δάχτυλα ένα – ένα τα αμαρτωλά βινύλια 30 χρόνων σταχομαζώχτρας συλλεκτικής μανίας, κάνοντας επιτόπου το πιο εμμονικό medley των τελευταίων χρόνων. Ταξινομημένα με ισοπεδωτική αλφαβητική σειρά, μασημένα όλα τα είδη σε ένα τρελό σάντουιτς – Beatles με Bananarama με Blondie με Bauhaus με James Brown με Einstürzende Neubauten, ουπς, οκ. μερικά έχουν μπει σε λάθος θέση, ποιος ξέρει σε τι στιγμές πανικού, σε τι αφιονισμένες playlist για ραδιοφωνικές εκπομπές, νύχτες χωρίς φως, σκουντουφλημένες επιλογές, για δουλειά, για meditation, για χορό με την οδοντόβουρτσα ή απλώς «βάλε κάτι ν’ ακούμε» και να ρέουν τα γουίσκια. Ποιος ξέρει.
- Ήρθε η ώρα να ξελαμπικάρω από τα βάρη. Πρέπει να αδειάσουν χώροι, να ξεκαθαριστούν οι αναμνήσεις και οι πληροφορίες. Επίσης οι συγγενείς μου θέλουν το διαμέρισμα.
- Θα πουλήσω τα βινύλια – άει στο διάολο πια, μου φάγαν τη ζωή, πάνω κάτω Λονδίνα – Σαν Φραντσίσκα – Μαρούσια – Εξάρχεια – Jazz Rock και Pop Eleven – Amoeba – Αμπελόκηποι – Λυκαβηττός σε 33 στροφές. Κουβάλησα την αχόρταγη ανάγκη μου για επικοινωνία μέσα σε μπαουλάκια και βαλίτσες, το πλήρωσα το υπέρβαρο, ακόμα το σέρνω, ακόμα αναβοσβήνουν μερικά λαμπάκια όταν μας «συμβαίνει» μουσική με γνωστούς κι αγνώστους.
- Σκέφτομαι ότι δεν ήταν τίποτε άλλο εκτός από αυτό: να πω «Αγάπη» χωρίς να χρησιμοποιήσω τη λέξη. Να την εννοήσω ή να την ντύσω με κάτι, μια μουσική, ένα υπονοούμενο, μην είναι έτσι γυμνή έξω στην παρεξήγηση και την αδιαφορία.
- Ή, ίσως και σαν σεξ. Να χωθώ στα μουσικά σύμπαντα όλου του κόσμου, να ρουφήξω τις ιδέες και την έμπνευση εκατομμυρίων ανθρώπων που απλώς ήθελαν να πουν «Αγάπη» με τον δικό τους τρόπο. Ήθελα να «έχω» τις μουσικές σκηνές όχι με την εμβριθή γνώση του συλλέκτη αλλά με τη συναισθηματική φόρτιση που μου πυροδοτούσαν – και με εκείνη την ανασφαλή ανάγκη «να τα έχω όλα, θα χρειαστούνε κάποτε». Μου χρειάστηκαν όταν έστηνα σκηνικά στο μυαλό μου. Όταν, με τις πρώτες σκόνες που ακούγονταν να στέλνουν τον μικρό τους θόρυβο από τη βελόνα στα ηχεία, το δωμάτιο μετατρεπόταν: στάδιο, τζαζ καταγώγιο, κλαμπ, βουνό, θάλασσα, ποταμόπλοιο στο Μισσισιπή, backstage σε κάποιο vaudeville ή σε βερολινέζικες υπόγες, τεκέδες ή drawing rooms, μπουρδέλα και σινεμάδες, Καλιφόρνια, Μικρά Ασία, Θιβέτ, Μάντσεστερ – πάει, κάηκα.
- «Δεν έχει σπουδαία πράγματα εδώ μέσα, φίλε μου. Καλύτερα να τα λιώσεις να τα κάνεις στολή Μπάτμαν», μου λέει ο βησιγότθος ο δισκάς, αφού τα πέρασε όλα με συνοπτικές διαδικασίες και πονηρές επισημάνσεις –κοίτα, κοίτα, πώς τα πιάνει!- τον άφησα μόνο του, δεν μπορούσα να βλέπω, θα του τα έβγαζα όλα «Αυτό Όχι, Θα Το Κρατήσω». Δεν πρέπει να κρατήσεις τίποτα βλάκα, ο καιρός άλλαξε, πρέπει να περνάνε σε άλλα χέρια τα πράγματα στις ζωές μας. Θα φύγουν οι δίσκοι σαν ιπτάμενοι, θα πάνε σε άλλους Ντέξιον Πλανήτες, θα τους αγγίξουν άλλοι άνθρωποι που δεν θα ξέρουν τίποτα για το παρελθόν τους – μπορεί όμως να το ψυχανεμίζονται από τις μικρές λεπτομέρειες της φθοράς τους: ένα μικρό αρχικό J, στην πάνω δεξιά γωνία. Ένα κιτρινισμένο απόκομμα δισκοκριτικής από τη Melody Maker ή του Ζήλου από τον Ήχο κολλημένα με σελοτέηπ στο λευκό φάκελο. Ένα white label με τίτλο γραμμένο στο χέρι, με μαύρο Edding 300άρι. Κάθε σκρατς και μια αδέξια, μεθυσμένη κίνηση, μια στιγμή στην ιστορία της μουσικής, ένα στοπ-καρέ σε αυτό που λέω πανικοβάλ μου.
- Τα πιο καλά τα έχει μισοβγάλει ανεπαίσθητα έξω, να προεξέχουν, μετά υπολογίζει με τον πήχυ – παίρνει ένα εξώφυλλο και το μετράει πόσα χωράει κατά πλάτος ο Τοίχος του Ντέξιον. Μου δίνει «τόσα», του λέω «κάτσε», τσεκάρω τα «προεξέχοντα». Λοιπόν, είναι τρελό, τι θεωρεί ο καθένας «πολύτιμο» σε μία δισκοθήκη. Βυνίλια αβυσσαλέου heavy metal είναι αυτά που ο δισκάς μου λέει ότι «φεύγουν», μού’ χει τραβήξει έξω όλους τους Σιντερέλα και τους Σάξον και τους βησιγότθους γενικά.
- Μόνο σε έναν φίλο επέτρεψα να έρθει «να σηκώσει» μερικούς δίσκους πριν τους σκοτώσω όλους. Ο Σ., χθες, τους έπιανε με αγάπη, τους ξεχώριζε στην άκρη με σχολαστική ακρίβεια – εδώ τα maxi, εδώ τα «οπωσδήποτε», εδώ «τα θέλω όσο όσο». Κοίταζα με ένα στραβό χαμόγελο, ήθελα να τελειώνει αυτό όσο πιο γρήγορα γίνεται. «Θα τους προσέχω» είπε. «Θα τους βάλω σε ένα δωμάτιο με καλό εξαερισμό, σε πανάκριβα ράφια, θα είναι σαν να τους έχεις στείλει σε ένα πολυτελές ΚΑΠΗ». Δεν θέλω συναισθηματικούς αποχωρισμούς, φίλε. Θέλω να καούν, να λιώσουν, καλά είπε ο άλλος, να τους κάνω στολή Μπάτμαν, πάρε και αυτό, πάρε κι εκείνο, πάρε και το άλλο, «πήρες την καρδιά μου, πήρες το μυαλό μου, πάρε να φοράς και το πουκάμισό μου», πάρτα όλα.
- Πάρε και το νεφρό μου.
- Είναι περίεργο τι θεωρεί ο καθένας «καλό» σε ένα ράφι με δίσκους. Ο Σ. τράβηξε τα Hothouse Flowers, κάτι ξεσκισμένα στο παίξιμο Mojo Nixon, ήθελε το maxi “’Ow to do zat” του Gaultier, δεν το ’δωσα. Ο δισκάς ήθελε τα maxi των Pet Shop Boys με τα αντρικά γεννητικά όργανα, δεν τα’ δωσα. Ήθελε επίμονα τους «εκκεντρικούς» Συνθετικούς, ένα LP ελληνικής υπο-electronica του ’90 που κυκλοφόρησε σε 500 αντίτυπα και είναι περίπου το Ιερό Δισκοπότηρο των βυνιλιάδων. Δεν το έδωσα. Είναι τόσο original που ακόμα και η επανεμφάνισή τους, τώρα, δέκα χρόνια μετά, (συναυλίες τον Σεπτέμβριο – ψάξτε το) θεωρείται ιεροσυλία. Κράτησα τα εκκεντρικά και τα βαριά συναισθηματικά μου χρέη. Εφηβικά ψωραλέα βυνίλια, “This year’s model” του Costello, Gruppo Sportivo, τους πρώτους Jam, το “Bollocks” των Pistols, κουρελιασμένους Ramones, το ιερό και όσιο «Horses» της Patti Smith – αυτό πιθανότατα θα το πάρω μαζί μου και στον τάφο. ΓΑΜΩΤΟ!
- Δεν πουλάω. Θα κάψω απλώς το σπίτι.
- Τα πούλησα όλα. Άδειασε το ράφι. Πήγα κι έκατσα να δω Ελλάδα – Κορέα. Κι εκεί ήττα. Ντρεπόμουνα να πω την Εθνική μας «Μωρή».