16 Φεβ 2012

Σκηνές



















Μία μικρή τίγρις και μία μεγάλη τίγρις είναι ξαπλωμένες σε ένα βράχο μέσα σε ένα κλουβί. Ένας άντρας και ένα παιδί τις κοιτάζουν. Ο άντρας σηκώνει το παιδί στους ώμους του.
ΜΕΓΑΛΗ ΤΙΓΡΙΣ: Πεινάω.
ΜΙΚΡΗ ΤΙΓΡΙΣ: Κι εγώ.

ΑΝΤΡΑΣ ΣΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΝΑΠΕ, μιλάει στο τηλέφωνο.
ΑΝΤΡΑΣ: Θα αργήσετε;
ΦΩΝΗ: Δεν ξέρω, βρέχει πολύ. Εκεί τι γίνεται;
ΑΝΤΡΑΣ: Τα γνωστά. Σπάνε την Αθήνα. Κάηκε το Αττικόν.
ΦΩΝΗ: …Έπεσε και ο πολυέλαιος;…
(Κυριακή βράδυ.)

ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΜΩΒ ΧΡΩΜΑΤΑ, απόγευμα, φθινόπωρο, Βόρεια Ελλάδα.
ΑΝΤΡΑΣ: Τι κάνεις εκεί, Μαρία;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Κεντάω το εξώφυλλο του νέου σιντί. Σταυροβελονιά.
ΑΝΤΡΑΣ: Και τι χρώματα βάζεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Με ξέρεις τώρα. Το γκρι του κρυολογήματος με τη φωνή του Ed Harcourt, και μια παστίλια για το λαιμό με τις τρομπέτες του Erik Truffaz. Σκοτωμένο ροζ του χωρισμού ton sur tone με το «To the winter» του Brett Anderson, λίγο φλαμπέ κόκκινο με τα μπουζουκλερί του Gonjasufi. Φαζαρισμένο κίτρινο από σάπια φύλλα σε δρομάκι πάρκου της Αυστριακής Στυρίας, παχύρρευστο νορβηγικό γκρι-με-λίγο-αίμα-του-βιολιού από τον Moddi. Βραχνιασμένο γκρι και χρυσό του ουίσκι με το «Stormy weather» της Ivie Anderson, λερωμένο άσπρο του χιονιού σαν φιλί-snowballing από τον Divine Comedy. Σε αυτό το σημείο ανοίγω τα παράθυρα και μπαίνει ασημί παγωμένος αέρας με το «Wind in her hair» από τους (εϊτίλα) Motorama. Μετά βάζω μερικές βελονιές μελαγχολικό αστραπί και βροντί του Jay-Jay Johanson και της Sarah Worden, λίγο απελπισμένο μεταλλιζέ αυτοκτονί που βρήκα στο Νάσβιλ και το κλείνω με σταγόνες βροχής επάνω στο πιάνο του Volker Bertelmann. Σ΄αρέσει;
ΑΝΤΡΑΣ: Με ξέρεις τώρα. Σιχαίνομαι το καλοκαίρι.

ΑΝΤΡΑΣ ΣΕ ΛΕΥΚΟ ΚΑΝΑΠΕ, μιλάει στο τηλέφωνο.
ΦΩΝΗ: Γιατί μιλάς ψιθυριστά;
ΑΝΤΡΑΣ: Αποκοιμήθηκε η μικρή.
ΦΩΝΗ: Και γιατί μιλάς και ψιθυριστά και αγκομαχώντας;
ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί αποκοιμήθηκε πάνω στην κοιλιά μου.
ΦΩΝΗ: Βρήκε αρκούδο και άραξε το μωρό.
ΑΝΤΡΑΣ: Ζωγραφίζαμε.
ΦΩΝΗ: Τι ζωγραφίζατε;
ΑΝΤΡΑΣ: Έκανε όλους εμάς γύρω της, τράβηξε μία γραμμή και από κάτω έκανε όλους τους πεθαμένους της οικογένειας.
(Βράδυ, χειμώνας 2012).

ΒΙΕΝΝΗ, ΣΚΗΝΗ ΘΕΑΤΡΟΥ MUSEUMSQUARTIER HALLE E, ΒΡΑΔΥ.
Η σκηνή φωτίζεται μόνο από σειρές με φθηνά, πανηγυριώτικα λαμπάκια τσίρκου. Γύρω είναι στημένα τροχόσπιτα, καντίνες και εκδοτήρια εισιτηρίων για τα θεάματα του λούνα-παρκ. Μία κοπέλα, δύο γερμανοί στρατιώτες του μεσοπολέμου και ένας νάνος χορεύουν και κάνουν ταχυδακτυλουργίες. Στο βάθος ένα τσέλο, μία ντραμς και μπροστά στη μέση του πάλκου ένας άντρας με μπαντονεόν τραγουδάει σαν να προφητεύει το μέλλον:
MARTYN JACQUES: … Σε αυτό το πανηγύρι ο αρχηγός της μπάντας κυνηγάει το θήραμά του / καθώς η τραγική μας ιστορία ξετυλίγεται. / Κρυμμένος μέσα στις σκιές ο αρχηγός της μπάντας ξερογλείφεται / λαχταράει το κορμί σου, αυτό που κάνεις κουνώντας τους γοφούς σου. / Σε αυτό το πανηγύρι, πόσες ξετυλίγονται ιστορίες / για πόθους, αρετές, χαρά και αμαρτίες.

ΒΑΓΟΝΙ ΤΡΕΝΟΥ, ΒΡΑΔΥ.
Στο κάθισμα είναι ξαπλωμένη η Δούκισσα του Γουίνδσορ. Έχει βιαστεί βάναυσα και στην πλάτη της κάποιος έχει γράψει με πυρωμένο σίδερο τη λέξη: «Windsor». Ένας εύσωμος άντρας με καφέ τουίντ σακάκι και μονόκλ στέκεται δίπλα της όρθιος. Απέναντί του ένας νεαρός τον κοιτάζει. Έχουν και οι δύο το δεξί τους χέρι στο πιγούνι τους και προσπαθούν να διαλευκάνουν το μυστήριο.

ΜΠΙΛΙΑΡΔΑΔΙΚΟ, ΒΡΑΔΥ.
Δύο άντρες, ο ένας γύρω στα 35 και ο άλλος γύρω στα 45, στέκονται μπροστά σε έναν πίνακα που απεικονίζει μία γυμνή, τριχωτή πλάτη. Έξω κάνει δυνατό κρύο.Link
ΑΝΤΡΑΣ 45: Στη σχολή εμείς αυτά τα κάναμε τρίχα-τρίχα με το ραπιντογκράφ.

ΧΑΛΑΝΔΡΙ, PETITE FLEUR, ΒΡΑΔΥ.
Μέσα αριστερά, στο τέρμα δεξιά τραπεζάκι. Δύο γυναίκες, τρείς άντρες. Μπροστά τους έχουν αχνιστές κούπες σοκολάτας κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Ακούγεται το «Cool struttin’» του Sonny Clark.
ΓΥΝΑΙΚΑ Α: Σε μιάμιση ώρα πετάω για Νέα Υόρκη. Διώξτε με.
ΣΟΦΙΑ Φ.: Κάτσε καλέ, προλαβαίνεις.
ΝΙΚΟΣ Φ.: Να φέρω άλλο ένα;
ΑΝΤΡΑΣ Β: Είδα το εξώφυλλο του Γλυκού για τη συλλογή. Πόσο άψογος; Μυρίζει σοκολάτα.
ΑΝΤΡΑΣ Γ: Ο Γλυκός είναι το χαμένο παιδί της Αμελί.
ΑΝΤΡΑΣ Β: Νοιώθω αγάπη εδώ μέσα. Μπορώ να κάτσω έτσι, σε αυτό το τραπεζάκι μέρες.
ΝΙΚΟΣ Φ.: Τότε θα έρθεις την Τετάρτη στο live jazz που κάνουμε;
ΑΝΤΡΑΣ Β: Αφού με ξέρεις. Δεν βγαίνω.

ΑΝΤΡΑΣ ΣΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΝΑΠΕ, μιλάει στο τηλέφωνο.
ΦΩΝΗ (στα ιταλικά): Είναι ασφαλές να κυκλοφορείς έξω;
ΑΝΤΡΑΣ: Ναι. Μην ανησυχείς.
ΦΩΝΗ: Να προσέχεις, ε;
ΑΝΤΡΑΣ: Σήμερα το πρωί βρήκα ένα μισοκαμένο πόδι από κούκλα βιτρίνας πεταμένο στα σκουπίδια.
(Δευτέρα βράδυ.)

ΠΑΙΔΙΚΟ ΔΩΜΑΤΙΟ, ΒΡΑΔΥ.
Ένας άντρας κρατάει ένα μπουκάλι ουίσκι και κάθεται στην άκρη ενός παιδικού κρεβατιού. Δίπλα του ξαπλωμένο είναι ένα παιδί 6 ετών, που κρατάει αγκαλιά ένα λούτρινο πίθηκο. Πάνω από το κρεβάτι είναι κολλημένη μία αφίσα με τους καταρράκτες του Νιαγάρα.
ΑΝΤΡΑΣ: Το χρυσό σπαθί είχε από τη μία πλευρά δύο ρουμπίνια και από την άλλη κάτι άλλα διαμάντια. Με αυτό τους έσφαξε όλους. Εκτός από το βασιλιά, που τον πυροβόλησε στην κοιλιά. Και μετά έκλεψε τα κοσμήματα του παλατιού και κατευθύνθηκε προς το δάσος με τους φοίνικες. Το δάσος με τους φοίνικες μάλλον ήταν πολύ παλιό, γιατί οι φοίνικες ήταν πολύ ψηλοί.
ΠΑΙΔΙ: Μπαμπά, νύσταξα. Καληνύχτα.
ΜΠΑΜΠΑΣ: Καληνύχτα.


(Athens Voice, τ.379, 16.02.12)

2 σχόλια:

παναγιώτης ιωαννίδης / panayotis ioannidis είπε...

ε ναι λοιπόν!
[που λέει και μια φίλη μου]

[και το no-robot-check από κάτω λέει, i know you'd like to know:

"compared oriesno"

with aniesno, προσθέτω εγώ - and i found them both most excellent!]

Raggedy Man είπε...

Φοβερά τα portraits...