***Καλημέρα Αθήνα.
Ας αρχίσουμε με κάτι ευχάριστο. Σε σιχαίνομαι.
***Περπατάω στους δρόμους σου και προσπαθώ να βρω λόγους να σ’ αγαπήσω, βρωμιάρα.
Να ανασύρω αναμνήσεις κάποιας γλυκιάς, απειροελάχιστης στιγμής που έχω συνδέσει εγώ, με τη ζωή μου, μέσα σε σένα, σε κάποια απειροελάχιστη γωνιά σου, μία στροφή, ένα κατώφλι, το βορειοδυτικό τραπεζάκι κάποιου café, οτιδήποτε. Αλλά κι εγώ τη σκόρπισα τη ζωή, ο μαλάκας, σπάταλα, άτσαλα, ορμητικά, δεν κράταγα σημειώσεις.
***Αν πρόσεχε κανείς λιγάκι, μέσα στα χριστουγεννιάτικα βουνά σκουπιδιών, αυτές τις μέρες του ασυνάρτητου καλοκαιρινού χειμώνα που περάσαμε, θα έβρισκε τις Υποσχέσεις Στον Εαυτό Μου Για Τη Νέα Χρονιά ήδη άκυρες, σκισμένες, σημειωμένες σε τσαλακωμένο χαρτί περιτυλίγματος πεταμένο στα μούτρα της πόλης που λατρεύω να μισώ.
***Το μισοπεθαμένο νότιο αεράκι τις έκανε να αργοκινούνται ακόμα πιο θλιβερές. Κουρέλια κρεμασμένα από τους κάδους, συντονισμένα στην ίδια κίνηση με τα καλώδια και τα λαμπάκια, κρεμασμένα στα απεριποίητα δέντρα της πόλης, αδέξια, άκομψα, σαν να έχουν χέσει ξαφνικά όλα μαζί τα περιστέρια μεταλλαγμένες ασημένιες γιρλάντες.
***Κρύβει κάτι σαν αγάπη, όμως, αυτή η ετοιμοθάνατη αιώρηση της γιορταστικής κουρελαρίας της ζωής μου. Πλησιάζω διστακτικά την πλατεία Συντάγματος, μια νύχτα με κοντομάνικα: Ο Άγιος Βασίλης αγκαλιά με τον Γκάμι-Μπέαρ και τον Ντόναλντ, ο οποίος καπνίζει, φωτογραφίζονται με όποιο παιδάκι τολμήσει να τους πλησιάσει. Το πλακόστρωτο κολλάει παντού – κοκακόλες, τούφες ροζ μαλλί της γριάς, ροχάλες και γκλίτερ – σε κάθε βήμα προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει το παπούτσι σου για πάντα δικό του. Ουρές γύρω από τη Γκαμήλα, περιμένουν να ανέβουν στην καμπούρα της για μία φωτογραφία του ενός λεπτού. Η Γκαμήλα αλαφιασμένη απομακρύνεται – μια παρέα χάλκινα κλαμπατσίμπαλα βαράει ένα αφόρητο μπάλκαν σφυροκόπημα, σαν να παίζουν στο γάμο του Κοστουρίτσα, μέσα στα αυτιά μου – και της γκαμήλας. Στο ξέφωτο, μπροστά στις διαβάσεις, ένα μεσόκοπο ζευγάρι με σλάβικες φάτσες πιάνονται αγκαλιά κι αρχίζουν να χορεύουν ευτυχισμένοι, σαν να είναι η τελευταία νύχτα της Γης.
***Που μπορεί και να είναι.
***Πλησιάζω διστακτικά το Δέντρο Στη Μέση. Μέσα στη φασαρία και τη μπύχλα, τα μικρά τρυφερά κλαδιά του με κοιτάζουν. Είναι ζωντανά, αγκαλιασμένα όλα μαζί σε μία σφιχτή χριστουγεννιάτικη αλληλεγγύη, ενωμένα ποτέ νικημένα, μέχρι να επιστρέψουν, όπως υποσχέθηκε ο κύριος Νικήτας, πίσω στο δάσος που ανήκουν. Οι πίπιζες και τα νταούλια κάνουν απότομο φέηντ-άουτ στ’ αυτιά μου. Σωπαίνει το κεφάλι μου. Μέσα μου ακούω μόνο μιάν ανάσα και τις αναπνοές των δέντρων, των κλαδιών, εδώ μπροστά.
***Τα τελευταία βράδια της χρονιάς τα πέρασα στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, με μία περίεργη διάθεση, σαν να αναζητούσα στέγη και παρελθόν. Ήμουνα με φίλους που τους αγαπώ πολύ, αγοράζαμε στην οδό Καρυάτιδων πλεκτές δαντελένιες γιαγιαδίσιες θήκες για το άη-ποντ από τους Greece Is For Lovers και κούπες «Athens Sucks». Το φως του δειλινού, λίγο πριν πέσει η Νύχτα Με Την Μπλε Πανσέληνο, ήταν ένα πανέμορφο μπορδοροδοκόκκινο που έβρισκε κάπως δίοδο μέσα από κάποια χαραμάδα του Κουκακίου, κι ερχόταν κι έσκαγε μαγικά – τη μια πάνω στα ποτήρια μας με το κρασί, σε λίγο πάνω στην πορτοκαλί μπλούζα του Π., την άλλη πάνω σε ένα νίκελ της μηχανής. «Εδώ, παλιά, τραγουδούσε ο Ατίκ» λέει ο Π. δείχνοντας το γωνιακό, παλιό θερινό θέατρο Αθηναϊκόν δίπλα στην υπέροχη, κομψή, κρεμ αξιοπρέπεια του μεγάρου που στεγάζει τώρα το Ίδρυμα Ωνάση. Σκεφτόμαστε: νύχτες, το θέατρο, μουσική, καλοκαίρι, η δροσιά του Ιλισσού που κατέβαινε πίσω από τους Στύλους.
***Δύο κύριοι με παράστημα τσουλάνε ξαφνικά από μπροστά μας, κύριοι κοστουμάτοι, συντηριτίκ, με τα όλα τους, ανεβασμένοι επάνω σε ένα δίτροχο πατίνι Segway ο καθένας. Κυλούν αργά, συνομιλώντας, «να, πάμε προς τα εκεί Γιώργο» δείχνει ο ένας με το πηγούνι του προς την Ισπανική Πρεσβεία. Αποφασίζουμε ότι το Segway είναι υπέροχο μέσον μετακίνησης και ότι η Διονυσίου Αρεοπαγίτου ο μοναδικός δρόμος της Αθήνας, αρκετά επίπεδος, για να το χρησιμοποιήσεις. Καθώς τους βλέπω να απομακρύνονται, σε μιάν αναπάντεχη ανάμνηση, μου θυμίζουν τους Ποδηλάτες του Φασιανού: σαν να μακραίνουν τα μαλλιά τους, σαν να αφήνουν πίσω τους μικρές τολύπες καπνού από μικρά, άφιλτρα, στριφτά τσιγάρα, τα κοστούμια τους να γίνονται ριγέ λευκά και ο δρόμος να γεμίζει βάγια.
***Πήγα, ένα πρωί, μόνος μου στη Μεγάλη, Συγκινητική Έκθεση με τα έργα του Γιάννη Τσαρούχη που διοργανώνει το Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς. Δεν ήθελα κουβέντες και σχόλια, ήθελα να βυθιστώ στον δικό μου ειρμό για να μπορώ να ταχτοποιώ την πλημμύρα από σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα – να τα βάζω στα κουτάκια τους, να μπορώ να τα ανασύρω, να τα αποθησαυρίσω στην κεφάλα μου χωρίς τραβήγματα από το μανίκι «έλα, έλα να δεις εδώ». Είμαι ευτυχισμένος μέσα σε αυτή τη ζιπαρισμένη Αθήνα του Τσαρούχη, στους Ήρωες και τα Σπίτια τους, απολαμβάνω κάθε παραμικρή λεπτομέρεια, ακούω τη φωνή του να απαγγέλει τους τίτλους των έργων του: «Αναχώρηση με οβάλ καθρέφτη»… «Οι θεοί της ζωοφόρου με παπούτσια»… «Το λουτρό της Ψυχής και του Έρωτος»... Νοιώθω την ανάγκη να γράψω, να τους γράψω κάτω αυτούς τους ποιητικούς τίτλους, να σχεδιάσω γράμματα εκεί, έτσι, όρθιος μέσα στον κόσμο. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω, κάτι σαν σωματική και συναισθηματική αντίδραση μπροστά σε αυτή την αγαλλίαση. Να σημειώσω.
***Βγάζω το Μικρό Μαύρο Σημειωματάριο. Ευτυχισμένος περιδιαβαίνω, κοντοστέκομαι, χαμογελώ, σημειώνω. Ένας καχύποπτος φύλακας σηκώνεται και αρχίζει να με ακολουθεί, αδέξια διακριτικός. Τι θέλει μια Αρκούδα Με Μπλοκάκι εδώ μέσα;
***Χρειάστηκα δυόμιση ώρες φουλ μέσα στο Μπενάκη, για να πω ότι τη χόρτασα την έκθεση – και πάλι όχι. Αποκαμωμένος, άδειος – αλλά με γεμάτο το Μικρό Μαύρο Σημειωματάριο, βγαίνω στο ημί-κρυο νότιο αεράκι της Πειραιώς. Περπατάω αργά προσπαθώντας να επανέλθω. Να θυμηθώ που πάω, πού είμαι, τι γυρεύω εγώ εδώ. Τι θέλει αυτό το συννεφί μεσημέρι πάνω μου. Στέκομαι μπροστά στο Απέναντι Κτίριο. Δύο πιτσιρικάδες με ύφος Βέρτη, μαλλί Βέρτη και γυαλί Μπόνο με πλησιάζουν: «Φίλε, είσαι εδώ του μαγαζιού;». Όχι, ποιού μαγαζιού; «Εδώ δεν τραγουδάει ο Βέρτης;».
***Μέχρι να έρθουν να με πάρουν οι φίλοι που έδιωξα από πάνω μου για να μπω στον Τσαρούχη μόνος και απερίσπαστος, οι μικροί Βέρτηδες επιστρέφουν – βρήκαν άκρη με το Απέναντι Κτίριο και έκλεισαν. Τους ακούω που ενημερώνουν τους υπόλοιπους: Μία μπουκάλα δια του 4. Εννέα άτομα. Σαρανταπέντε ευρώ το κεφάλι. Στη μπάρα είσοδος και ένα ποτό είκοσι. Και ό,τι πάρεις. Εύκολα.
***Αθήνα, σε μισώ. Λατρεύω να σε μισώ.
5 σχόλια:
Τι κάθεσαι? φύγε, αυτο το χάλι θα το βρεις παντου...
Καλησπερα.
we love athens οτι και να γραφεις!
γουι λαβ
Λιγάκι 3d world έτσι οπως τα περιγράφεις. Ειδικά το Δέντρο και το Απέναντι Κτήριο.
Συμφωνώ!
Τέλεια αφήγηση!
(...)μας πατάει το κεφάλι μέσα στα σκατά της, μας δίνει λυσασμένες κλωτσιές στ'αρχίδια, μας λιώνεις μωρή, μας στραγγίζεις, μας ρημάζεις , μας διχάζεις , μας πνίγεις, μας καταδικάζεις, μας πεθαίνεις, μας πεθαίνεις σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη (...)
;-) πεθαινει σαν ... πολη
Δημοσίευση σχολίου