· Υπήρχαν παλιά κάποιες ακαριαίες στιγμές που έκαναν, ένα αναμμένο τσιγάρο, να μοιάζει επικολυρική ποίηση. Περπατώντας, ας πούμε, νύχτα, στις δροσιές και στα σκοτάδια, μία πεταμένη γόπα πάνω στις πλάκες με την ισχνή της κάφτρα να σαλεύει ακόμα αναδεύοντας ένα ίχνος καπνού, σου έδειχνε την κατεύθυνση – έβρισκες το δρόμο στα βήματα εκείνου που την πέταξε μόλις πριν λίγο. Ήταν ένα σημάδι• το σενάριο έβρισκε την επόμενη σκηνή του. Γοητευτικό.
· Αλλά εκείνες οι νύχτες είχαν, έτσι κι αλλιώς, άλλον αέρα. Είχαν κάθε ανάσα να αχνίζει ζεστή, επάνω στο κρύο, σκούρο μπλε τους. Μιλούσες κι έφευγαν τρελές οι λέξεις, μικρά συννεφάκια ζωής δεξιά κι αριστερά από το έρκος των οδόντων σου. Αλλά είχε, βλέπεις, κι ακόμα κρύο. Έτρεμες από αγάπη, να πεις πολλά μέσα στο μηδέν Κελσίου. Τα φιλιά ακόμα εξέπεμπαν τη μικρή τους, θερμή ομίχλη, θολώνοντας το φακό ακριβώς έτσι όπως θα ήθελε ο σκηνοθέτης του μυαλού σου.
· Σήμερα δεν έχει πια χειμώνες σε αυτό το location που βρέθηκες.
· Σήμερα τα φιλιά, στην Αθήνα, στο δρόμο, δεν υπάρχουν. Όταν τα συναντήσω, είναι κρυμμένα μέσα σε γιακάδες και σηκωμένους βραχίονες σαν το «φτέρνισμα του κόμη Ντράκιουλ» (κρύβεις το πρόσωπο με τον όρθιο αγκώνα και την κάπα σου, με τρόπο Κρίστοφερ Λη), κουκουλώνει ο ένας την άλλη για να προστατεύσει τις αναπνοές τους από τις κάμερες και τον τοξικό αέρα. Και μόλις φιληθούνε, ξεταπώνουν, κάνουν λίγο πίσω και ανάβουνε τσιγάρο.
· Η Αθήνα περισσότερο καπνίζει και λιγότερο φιλιέται.
· Η Χριστίνα Χριστοφόρου δεν ζει στην Αθήνα. Ζει στο Λονδίνο και σχεδιάζει εικόνες. Πέρσι, όταν ερχόταν εδώ, έκανε βόλτες, πήγαινε στα μαγαζιά, στο Magaze, στο Use, στο Φίλιον, και κρυφάκουγε τους Αθηναίους. ATHENS VOICES. Τους κατέγραφε πάνω στην πιο σημαντική στιγμή της ζωής αυτής της πόλης: στον καφέ και στο τσιγάρο. Και τους έκανε βιβλίο. Ένα μικρό, τσεπάτο βιβλιαράκι, λίγο μεγαλύτερο σε διαστάσεις από ένα πακέτο τσιγάρων.
· «Εκατόν έντεκα φράσεις που άκουσα από εκατόν έντεκα ανθρώπους αμέσως πριν καπνίσουν εκατόν έντεκα τσιγάρα». Ένα αναπτηράκι σχεδιασμένο στο εξώφυλλο και εκατόν έντεκα γόπες στις σελίδες του:
· «Σόρυ κιόλας». (Και ανάβει τσιγάρο).
· «Παιδιά, ότι θέλετε. Εγώ όλα τα τρώω». (Και ανάβει τσιγάρο).
· «Είμαι χαζή που δεν το σκέφτηκα, ή μπορεί να είμαι χαζή που τελικά το σκέφτηκα». (Και ανάβει τσιγάρο).
· «Άμα πας έτσι στο χορηγό φράγκο δε θα πάρεις» (κ.ο.κ.)
· Η Αθήνα καπνίζει. Tώρα, με περισσότερη εκδικητική μανία, απ’ ό,τι πριν την «απαγόρευση». Φουντώνει το κουρνιαχτό μέσα στις κόχες και τις καταπακτές της, ανοίγεις μια πόρτα και ξεχύνεται από μέσα το ghoul με την ανάσα μαύρη, βγαίνουν αναθυμιάσεις από πνευμόνια – σφουγγάρια γεμάτα πίσσες. Παλιά κάπνιζα κι εγώ σαν τη χαλυβουργική, αλλά ήταν το λιγότερο από αυτά που έκανα ώστε να το θεωρήσω «βλαβερό». Σιγόκαιγα τις μέρες μου, μέχρι που μου τελείωσε η ανάσα. Έγινε διακεκομμένη, ύστερα έκανε δυο-τρία παφ πουφ κι ύστερα έσβησε (οκ, σχεδόν) σαν γόπα στις σελίδες της Χριστίνας Χριστοφόρου. Σταμάτησα να καπνίζω εδώ και εφτά χρόνια, ούτε που το περίμενα ότι θα το καταφέρω. Τώρα με ενοχλεί αφάνταστα η κάπνα του τσιγάρου. Με πνίγει. Αναζητώ απεγνωσμένα αέρα. Βγάζω το κεφάλι έξω από το παράθυρο σαν τα σκυλιά στα αυτοκίνητα, με τη γλώσσα έξω.
· «Έλα ρε μαμά έλα ρε μαμά». (Και ανάβει τσιγάρο).
· Ανιχνεύω και την παραμικρή υποψία νικοτίνης. Σε βλέπω. Με κοιτάς με ξινισμένη αμηχανία όταν σε πλησιάζω, κρύβεις κάτω από το τραπέζι το αριστερό σου χέρι και με το δεξί κάνεις την αδιόρατη κίνηση «διώχνω κουνούπι» από μπροστά σου. Κάνω στροφή και φεύγω. Διασχίζω γρήγορα τους χώρους με την ατμόσφαιρα πυκνή από τη μπουρούχα, σαν αράχνες, κουρέλια, σκόνες αιώνων. Θυμώνω άγρια με εκείνους που δεν σέβονται τον αέρα των άλλων. Αλλά πιο πολύ θυμώνω με την τελεσίδικη σημασία που δίνουν στο τσιγάρο τους, σαν νεύρωση, σαν αδυναμία, σαν έξαλλο τικ μπροστά στην παραμικρή τους ευθύνη.
· Θυμώνω που δεν έχει σενάριο αυτό το κολοτσίγαρο.
· «Θυμάσαι εκείνο τον τύπο στη Σέριφο;».
· «Και η Κέρκυρα με ενδιαφέρει, όλα με ενδιαφέρουν σε αυτή τη φάση».
· «Ευκολάκι πάντως δεν είναι».
· «Καλά ηλίθιος είσαι; Κόντεψα να μείνω». (Και ανάβουν όλοι τσιγάρο).
· «Σας πειράζει το τσιγάρο;» με ρωτάει χωρίς στ’ αλήθεια να με ρωτάει, ο ταρίφας που με πάει στο αεροδρόμιο. Τον βλέπω πίσω από σύννεφα, ένας καφέ σταχτί όγκος σφηνωμένος σε λαμαρίνες. Δεν μπορώ να βγάλω ούτε έναν ήχο από την ασφυξία. Ανοίγω λίγο το παράθυρο (δεν ανοίγει, του κάνω νόημα, γρυλίζει, το ανοίγει δύο δάχτυλα). Με μαχαιρώνει παγωμένος αέρας Αττικής Οδού πάνω στο μέτωπο. Παίρνω τη στάση Σκύλος-Γλώσσα-Έξω.
· «Θα με κάνεις να καπνίσω» λέει το τσιγάρο, νούμερο εκατόν ένα στο βιβλίο.
· Φτάνουμε στο Τελωνείο. Μπαίνω σε έναν λαβύρινθο γραφειοκρατίας, σκάλες, είσοδοι, πόρτες, παράθυρα, ένα γαμοπακέτο θέλω να ρημαδοπληρώσω να ρημαδοπάρω και να ρημαδοφύγω. Δύο κτίρια και δεκαεφτά γκισέ αργότερα, είμαι καπνισμένος σαν σύγκλινο. Μεσήλικες τελωνειακοί που μου γάβγιζαν στον ενικό σαν να με ήξεραν και από τον ιππόδρομο, με σπορ βρώμικα μπουφάν, απεριποίητες γκρήζυ χαίτες και εκατόν έντεκα χιλιάδες τσιγάρα στα χέρια τους, πότισαν τη μέρα και το ωριλά μου με τόσο καμένο άνθρακα που νόμισα ότι ήταν για μένα η κάσα από σανίδες και τον πρόχειρο σταυρό καρφωμένο πάνω της, που είδα να ξεφορτώνουνε βαριά οι μεγαλοκούριερ, μαζί με άλλα εμπορεύματα και χαρτόκουτα Amazon.com, βγαίνοντας από το γραφείο νούμερο έντεκα και πηγαίνοντας στην αποθήκη δώδεκα για ακόμα μία σφραγίδα.
· «Ουου, εδώ κι ένα χρόνο» λέει μία φωνή και ανάβει το τσιγάρο νούμερο εκατόν δύο του βιβλίου.
· Θολωμένος το ίδιο βράδυ, σε ένα πάρτι, μετά από εφτά χρόνια και τέσσερις – πέντε - εφτά βότκες, ζητάω για πρώτη φορά να μου δώσουν κι εμένα ΕΝΑ ΤΣΙΓΑΡΟ. Δε γαμιέται. Πρέπει κάπως να συμμετέχω κι εγώ στη ζωή αυτής της πόλης. Δώσε.
· Το πρώτο παφ, με τον παμπάλαιο αγαπημένο ήχο κλινγκ από έναν πρόθυμο, διπλανό Zippo και το μικρό ντουμάνι μπεντζίνας που μου ήρθε απότομα στη μούρη, ήταν εξαίσιο. Ξύπνησε μέσα μου όλες τις κοιμισμένες αμαρτίες. Χιλιάδες πορνοαγγελάκια σηκώθηκαν μέσα στο μυαλό μου σα νυχτερίδες. Στο δεύτερο παφ είδα μπροστά μου τον ταρίφα σε διαστάσεις Γκόλεμ, να κρατάει στα χέρια του ένα θεϊκό, ζουμερό, σουφλέ σοκολάτας και να μου το προσφέρει. Πάρε.
· «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΟΥΦΛΕ! Είναι τα πνευμόνια σου!» άκουσα τη Σαπφώ Νοταρά να μου λέει αρπάζοντάς με από τον λαιμό.
· Ήταν το τσιγάρο 112. Το έσβησα για πάντα μέσα στη βότκα και βγήκα έξω, στον καθαρό αέρα της αγαπημένης μας πόλης.
(Το βιβλίο της Χριστίνας Χριστοφόρου υπάρχει στο βιβλιοπωλείο Ευριπίδης (evripidis.gr), τιμή €6. Περισσότερη Χριστίνα: christinachristoforou.com)
(Athens Voice, τ.286. 21.01.10)
· Αλλά εκείνες οι νύχτες είχαν, έτσι κι αλλιώς, άλλον αέρα. Είχαν κάθε ανάσα να αχνίζει ζεστή, επάνω στο κρύο, σκούρο μπλε τους. Μιλούσες κι έφευγαν τρελές οι λέξεις, μικρά συννεφάκια ζωής δεξιά κι αριστερά από το έρκος των οδόντων σου. Αλλά είχε, βλέπεις, κι ακόμα κρύο. Έτρεμες από αγάπη, να πεις πολλά μέσα στο μηδέν Κελσίου. Τα φιλιά ακόμα εξέπεμπαν τη μικρή τους, θερμή ομίχλη, θολώνοντας το φακό ακριβώς έτσι όπως θα ήθελε ο σκηνοθέτης του μυαλού σου.
· Σήμερα δεν έχει πια χειμώνες σε αυτό το location που βρέθηκες.
· Σήμερα τα φιλιά, στην Αθήνα, στο δρόμο, δεν υπάρχουν. Όταν τα συναντήσω, είναι κρυμμένα μέσα σε γιακάδες και σηκωμένους βραχίονες σαν το «φτέρνισμα του κόμη Ντράκιουλ» (κρύβεις το πρόσωπο με τον όρθιο αγκώνα και την κάπα σου, με τρόπο Κρίστοφερ Λη), κουκουλώνει ο ένας την άλλη για να προστατεύσει τις αναπνοές τους από τις κάμερες και τον τοξικό αέρα. Και μόλις φιληθούνε, ξεταπώνουν, κάνουν λίγο πίσω και ανάβουνε τσιγάρο.
· Η Αθήνα περισσότερο καπνίζει και λιγότερο φιλιέται.
· Η Χριστίνα Χριστοφόρου δεν ζει στην Αθήνα. Ζει στο Λονδίνο και σχεδιάζει εικόνες. Πέρσι, όταν ερχόταν εδώ, έκανε βόλτες, πήγαινε στα μαγαζιά, στο Magaze, στο Use, στο Φίλιον, και κρυφάκουγε τους Αθηναίους. ATHENS VOICES. Τους κατέγραφε πάνω στην πιο σημαντική στιγμή της ζωής αυτής της πόλης: στον καφέ και στο τσιγάρο. Και τους έκανε βιβλίο. Ένα μικρό, τσεπάτο βιβλιαράκι, λίγο μεγαλύτερο σε διαστάσεις από ένα πακέτο τσιγάρων.
· «Εκατόν έντεκα φράσεις που άκουσα από εκατόν έντεκα ανθρώπους αμέσως πριν καπνίσουν εκατόν έντεκα τσιγάρα». Ένα αναπτηράκι σχεδιασμένο στο εξώφυλλο και εκατόν έντεκα γόπες στις σελίδες του:
· «Σόρυ κιόλας». (Και ανάβει τσιγάρο).
· «Παιδιά, ότι θέλετε. Εγώ όλα τα τρώω». (Και ανάβει τσιγάρο).
· «Είμαι χαζή που δεν το σκέφτηκα, ή μπορεί να είμαι χαζή που τελικά το σκέφτηκα». (Και ανάβει τσιγάρο).
· «Άμα πας έτσι στο χορηγό φράγκο δε θα πάρεις» (κ.ο.κ.)
· Η Αθήνα καπνίζει. Tώρα, με περισσότερη εκδικητική μανία, απ’ ό,τι πριν την «απαγόρευση». Φουντώνει το κουρνιαχτό μέσα στις κόχες και τις καταπακτές της, ανοίγεις μια πόρτα και ξεχύνεται από μέσα το ghoul με την ανάσα μαύρη, βγαίνουν αναθυμιάσεις από πνευμόνια – σφουγγάρια γεμάτα πίσσες. Παλιά κάπνιζα κι εγώ σαν τη χαλυβουργική, αλλά ήταν το λιγότερο από αυτά που έκανα ώστε να το θεωρήσω «βλαβερό». Σιγόκαιγα τις μέρες μου, μέχρι που μου τελείωσε η ανάσα. Έγινε διακεκομμένη, ύστερα έκανε δυο-τρία παφ πουφ κι ύστερα έσβησε (οκ, σχεδόν) σαν γόπα στις σελίδες της Χριστίνας Χριστοφόρου. Σταμάτησα να καπνίζω εδώ και εφτά χρόνια, ούτε που το περίμενα ότι θα το καταφέρω. Τώρα με ενοχλεί αφάνταστα η κάπνα του τσιγάρου. Με πνίγει. Αναζητώ απεγνωσμένα αέρα. Βγάζω το κεφάλι έξω από το παράθυρο σαν τα σκυλιά στα αυτοκίνητα, με τη γλώσσα έξω.
· «Έλα ρε μαμά έλα ρε μαμά». (Και ανάβει τσιγάρο).
· Ανιχνεύω και την παραμικρή υποψία νικοτίνης. Σε βλέπω. Με κοιτάς με ξινισμένη αμηχανία όταν σε πλησιάζω, κρύβεις κάτω από το τραπέζι το αριστερό σου χέρι και με το δεξί κάνεις την αδιόρατη κίνηση «διώχνω κουνούπι» από μπροστά σου. Κάνω στροφή και φεύγω. Διασχίζω γρήγορα τους χώρους με την ατμόσφαιρα πυκνή από τη μπουρούχα, σαν αράχνες, κουρέλια, σκόνες αιώνων. Θυμώνω άγρια με εκείνους που δεν σέβονται τον αέρα των άλλων. Αλλά πιο πολύ θυμώνω με την τελεσίδικη σημασία που δίνουν στο τσιγάρο τους, σαν νεύρωση, σαν αδυναμία, σαν έξαλλο τικ μπροστά στην παραμικρή τους ευθύνη.
· Θυμώνω που δεν έχει σενάριο αυτό το κολοτσίγαρο.
· «Θυμάσαι εκείνο τον τύπο στη Σέριφο;».
· «Και η Κέρκυρα με ενδιαφέρει, όλα με ενδιαφέρουν σε αυτή τη φάση».
· «Ευκολάκι πάντως δεν είναι».
· «Καλά ηλίθιος είσαι; Κόντεψα να μείνω». (Και ανάβουν όλοι τσιγάρο).
· «Σας πειράζει το τσιγάρο;» με ρωτάει χωρίς στ’ αλήθεια να με ρωτάει, ο ταρίφας που με πάει στο αεροδρόμιο. Τον βλέπω πίσω από σύννεφα, ένας καφέ σταχτί όγκος σφηνωμένος σε λαμαρίνες. Δεν μπορώ να βγάλω ούτε έναν ήχο από την ασφυξία. Ανοίγω λίγο το παράθυρο (δεν ανοίγει, του κάνω νόημα, γρυλίζει, το ανοίγει δύο δάχτυλα). Με μαχαιρώνει παγωμένος αέρας Αττικής Οδού πάνω στο μέτωπο. Παίρνω τη στάση Σκύλος-Γλώσσα-Έξω.
· «Θα με κάνεις να καπνίσω» λέει το τσιγάρο, νούμερο εκατόν ένα στο βιβλίο.
· Φτάνουμε στο Τελωνείο. Μπαίνω σε έναν λαβύρινθο γραφειοκρατίας, σκάλες, είσοδοι, πόρτες, παράθυρα, ένα γαμοπακέτο θέλω να ρημαδοπληρώσω να ρημαδοπάρω και να ρημαδοφύγω. Δύο κτίρια και δεκαεφτά γκισέ αργότερα, είμαι καπνισμένος σαν σύγκλινο. Μεσήλικες τελωνειακοί που μου γάβγιζαν στον ενικό σαν να με ήξεραν και από τον ιππόδρομο, με σπορ βρώμικα μπουφάν, απεριποίητες γκρήζυ χαίτες και εκατόν έντεκα χιλιάδες τσιγάρα στα χέρια τους, πότισαν τη μέρα και το ωριλά μου με τόσο καμένο άνθρακα που νόμισα ότι ήταν για μένα η κάσα από σανίδες και τον πρόχειρο σταυρό καρφωμένο πάνω της, που είδα να ξεφορτώνουνε βαριά οι μεγαλοκούριερ, μαζί με άλλα εμπορεύματα και χαρτόκουτα Amazon.com, βγαίνοντας από το γραφείο νούμερο έντεκα και πηγαίνοντας στην αποθήκη δώδεκα για ακόμα μία σφραγίδα.
· «Ουου, εδώ κι ένα χρόνο» λέει μία φωνή και ανάβει το τσιγάρο νούμερο εκατόν δύο του βιβλίου.
· Θολωμένος το ίδιο βράδυ, σε ένα πάρτι, μετά από εφτά χρόνια και τέσσερις – πέντε - εφτά βότκες, ζητάω για πρώτη φορά να μου δώσουν κι εμένα ΕΝΑ ΤΣΙΓΑΡΟ. Δε γαμιέται. Πρέπει κάπως να συμμετέχω κι εγώ στη ζωή αυτής της πόλης. Δώσε.
· Το πρώτο παφ, με τον παμπάλαιο αγαπημένο ήχο κλινγκ από έναν πρόθυμο, διπλανό Zippo και το μικρό ντουμάνι μπεντζίνας που μου ήρθε απότομα στη μούρη, ήταν εξαίσιο. Ξύπνησε μέσα μου όλες τις κοιμισμένες αμαρτίες. Χιλιάδες πορνοαγγελάκια σηκώθηκαν μέσα στο μυαλό μου σα νυχτερίδες. Στο δεύτερο παφ είδα μπροστά μου τον ταρίφα σε διαστάσεις Γκόλεμ, να κρατάει στα χέρια του ένα θεϊκό, ζουμερό, σουφλέ σοκολάτας και να μου το προσφέρει. Πάρε.
· «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΟΥΦΛΕ! Είναι τα πνευμόνια σου!» άκουσα τη Σαπφώ Νοταρά να μου λέει αρπάζοντάς με από τον λαιμό.
· Ήταν το τσιγάρο 112. Το έσβησα για πάντα μέσα στη βότκα και βγήκα έξω, στον καθαρό αέρα της αγαπημένης μας πόλης.
(Το βιβλίο της Χριστίνας Χριστοφόρου υπάρχει στο βιβλιοπωλείο Ευριπίδης (evripidis.gr), τιμή €6. Περισσότερη Χριστίνα: christinachristoforou.com)
(Athens Voice, τ.286. 21.01.10)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου