17 Δεκ 2009

Λαϊκή απογευματινή

Νίνα, Εκάβη και στο βάθος η Αθήνα του Ρεξ.

● ● ● Τετάρτη, κάπως σαν κρύο, λαϊκή απογευματινή στο θέατρο. Εγώ και δέκα χιλιάδες θείες μου. Με πασμίνες, σε τετράδες – προφανώς τα καρέ της μπιρίμπας της Πέμπτης.


● ● ● Στον πλανήτη Ρετιρέ η μπιρίμπα πέφτει πάντα Πέμπτη, είναι ζουρ φιξ. Καθότι Παρασκευές μπορεί να γίνει καμιά κοντινή εκδρομή, στης κυρίας στρατηγού στο Πόρτο Χέλι. Παρασκευή στης στρατηγού, Πέμπτη στης Λελέ, Τετάρτη θέατρο.


● ● ● Το θέατρο Ρεξ της Πανεπιστημίου κουβαλάει μια μισοπεθαμένη καφέ μαρμαρίλα σαν να έχει αρπάξει βρόμα από την Ομόνοια, δίπλα. Η είσοδος του πιο 30s αμερικάνικου θεατρικού μεγάρου στο κέντρο της Αθήνας είναι ξεπλυμένη σε φως φθορισμού, ασπριδερό κιτρινόλ, σαν κατοχικό κινίνο. (Ορίστε, μιλάω σαν τις θείες μου). Δεν έχει μαρκίζες, δεν έχει νέον, δεν έχει θέατρο. Έχει απομεινάρια μπουζουκίλας αν και, ανεβαίνοντας σιγά σιγά τις σκάλες, μπορεί να σε παρασύρει το λαμπρό του παρελθόν στη σκόνη του χρόνου. Στα χρόνια του Σικιαρίδειου Μεγάρου. 1937.


● ● ● Στο Κοτοπούλη/Ρεξ δεν μ’ αρέσει να παίρνω το ασανσέρ. Είναι αμήχανο, δεν ξέρω πού να κοιτάξω – γύρω μου οχτώ λακαρισμένα κανελί κεφάλια θείες και μία ταξιθέτρια. Σκάλες, λοιπόν.


● ● ● Στην κορυφή της σκάλας, στη θέση της προτομής της «μεγάλης Μαρίκας», μία άγνωστη, μαρμάρινη, πάλλευκη drama queen (έργο δωρητή;), διακοσμημένη σε βοναπάρτειο θεατρικό ροκοκό, γύρω της μάσκες ηθοποιού, πέρλες, βροχή τριαντάφυλλα, τα φετίχ της σκηνής, τυλιγμένη ένα μετάξι, ένα στήθος έξω. Νομίζει ότι βρίσκεται στην Comédie-Française αλλά είναι απλώς το φουαγιέ του Κοτοπούλη .


● ● ● Μέσα, δέκα χιλιάδες θείες μου, οκτώ τύποι τύπου «παρακολουθώ όλες τις παραστάσεις της σεζόν» και ένας παπάς «με ευγενική φυσιογνωμία» (σε κάθε θέατρο, κάθε βράδυ, ό,τι και να συμβεί, θα υπάρχει πάντα ένας παπάς με ράσα και μειλίχιο χαμόγελο κρυμμένο μέσα στο μούσι του – και όχι δεν είναι ο γνωστός, σχεδόν αστικός θρύλος, «κοκκινοτρίχης» παπάς των αθηναϊκών θεάτρων. Είναι κι άλλος ένας που πάει παντού).


● ● ● Είμαι κι εγώ με το δικό μου καρέ, η Μ., ο Γ. και ο Χ., τέσσερις πλάκες «υγείας μπίτερ» και τέσσερα νερά, τέσσερις ώρες και είκοσι λεπτά το εργάκι. Με τον τρόπο του ο καθένας, οι φίλοι μου, είναι άνθρωποι του θεάτρου, γεμάτοι κι έτοιμοι για σημειώσεις και παρατηρήσεις. Ο Χ. είναι ένας από τους φίλους μου βροντόσαυρους. Κλέβαμε μαζί αφίσες και φωτογραφίες, από την εποχή που οι κινηματογράφοι και τα θέατρα είχαν μαγικές προσόψεις και εισόδους. Την ίδια εποχή που διάβασα το «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή, τις ίδιες μέρες που το άκουγα σκηνοθετημένο από τον Παυριανό στο Τρίτο, Εκάβη, Νίνα, Στεφανίδου, Βλαχοπούλου. Υπήρχε μία ηθική υποχρέωση στο παρελθόν μου, το «Τρίτο Στεφάνι» να το δω με τον Χ. κι έτσι τον παρέσυρα. Αλλιώς δεν θα τον ένοιαζε, μου λέει.


● ● ● Η αλήθεια είναι ότι ούτε κι εγώ θα ήθελα ποτέ στ’ αλήθεια «να το δω» αυτό το έργο. Από τότε που το γνώρισα, μ’ άρεσε να το ακούω, κι ακόμα καλύτερα να νομίζω ότι το κρυφακούω, σαν τις «Φωνές της Αθήνας» που λαθραία μαζεύω στους δρόμους, στα μπαλκόνια, στα καφενεία, στη δημόσια ζωή αυτής της πόλης και τις σημειώνω στο μπλοκάκι μου. Ο Ίψεν, διάβαζα, είχε πει ότι ένα σωστό θεατρικό έργο πρέπει να γράφεται για το ραδιόφωνο. Πρέπει να το ακούς.


● ● ● Ο φετινός συνδυασμός που συμβαίνει στην παράσταση του Εθνικού, όμως, είναι μία ιδανική χημεία: Φασουλής - Νιάρχος - Ταχτσής - στο Κοτοπούλη - με Μεντή - Κομνηνού. Διασκευαστές, ηθοποιοί, σκηνοθέτης, θέατρο, σε μία «εθνική» τοιχογραφία στο Εθνικό, σαν σέπια. Σε προκαλεί να την αφουγκραστείς. Εκπέμπει τη σημειολογία μίας καίριας εποχής – το μεταίχμιο ακριβώς της αλλαγής: το τέλος του «Τρίτου Στεφανιού», στα 60s, με την αρχή της επόμενης ελληνικής λαϊκής όπερας, της τηλεόρασης. Ακόμα και την εποχή που το «Τρίτο Στεφάνι», σαν βιβλίο, ήταν ένα λογοτεχνικό σκουπίδι για τους φιλολογικούς κύκλους των αθηναϊκών media, κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί τη μαγεία που εξασκούσε επάνω στους Έλληνες αυτό το παλιρροϊκό κύμα «κουτσομπολίστικου» μελοδράματος γειτονιάς. Ο χείμαρρος λέξεων σαν να ξεχύνεται από ένα φωταγωγό, σαν μια σαπουνένια μπουγάδα τής από-πάνω που πλημμύρισε νερά την αυλή τής από-κάτω.


● ● ● Υπάρχει μία μεγάλη λαϊκή Μάνα μέσα στο «Τρίτο Στεφάνι». Γυναίκα - Άντρας, κόρη, αδερφή, γιαγιά, γειτόνισσα, φιλενάδα, πεθερά και νύφη, γριά θεούσα και θεία, δέκα χιλιάδες-μία. Την ακούς συνέχεια να σου μιλάει γκίρι-γκίρι-γκίρι μέσα στ’ αυτί, ζει κι αυτή το δράμα της, συναξάρει την γκρίνια της, φουσκώνει, ξεφουσκώνει, γελάει, βάζει τα κλάματα, σωπαίνει κι αγριεύει. Είναι μια μάχη θηλυκών που εξουσιάζουν τους άντρες της ζωής τους, σαν να στηρίζεται επάνω τους όλη η διάσωση του έθνους. Τους αγαπούν, τους κυνηγούν, τους εκδικούνται, τους καταπίνουν από αγάπη. Τους ντύνουν με τα δικά τους ρούχα. Τους θέλουν δίπλα τους, να μιλάνε αυτές κι εκείνοι να ακούν, προσηλωμένοι. Όταν μιλάει το «Τρίτο Στεφάνι», σωπαίνεις κι ακούς, τεσσεράμισι ώρες ακίνητος. Υπάρχει μια γνώριμη φωνή εκεί μέσα, ένας τέλειος λαϊκός λόγος, η μικροαστική γλώσσα – ο ήχος που κάνει η ζωή καθώς περπατάει στο καθημερινό της σούρσιμο. Σαν παντόφλα.


● ● ● Στην πλατεία, οι θείες μου, μερικές δακρύζουν. Ένα θέατρο γεμάτο, στην καρδιά της Αθήνας, είναι τόσο συγκινητικό όσο και η ίδια η φωνή της Μαρίκας Κοτοπούλη όταν, σε μία σκηνή, ξεχύνεται στεντόρεια, ιερή αγριοφωνάρα από τα ηχεία να ερμηνεύει, εκεί μέσα στο ίδιο θέατρο, πριν ένα εκατομμύριο χρόνια.


● ● ● Δεν υπάρχει πιο αθηναϊκό έργο από το «Τρίτο Στεφάνι» αυτή τη στιγμή. Στις παρέες, φέτος, συζητιέται το καστ, είναι ένα από τα αγαπημένα παιχνίδια των θεατρόφιλων να δοκιμάζουν διαφορετικές διανομές στα έργα, όπως γινόταν παλιά με τα «Κόκκινα Φανάρια» ή με τις «Οκτώ Γυναίκες» πριν τρία χρόνια. Ο Φασουλής είναι ο άνθρωπος που επηρεάζει τη χωροταξία του κέντρου και την κίνηση του πλήθους συγκεκριμένες μέρες (ας πούμε Σάββατο βράδυ, Τετάρτη λαϊκή απογευματινή κ.λπ.) πιο πολύ κι από το δακτύλιο. Στήνει τεράστιες, ιστορικές, πανοραμίκ τοιχογραφίες της ελληνικής ζωής με μία αγάπη τροχονόμου. Σαν να θέλει να βάλει σε τάξη αυτό το χάος της κυκλοφορίας στις ζωές μας, τα μπες-βγες από αγάπες, θανάτους, ήρωες και έρωτες.


● ● ● Το τέλος της παράστασης είναι ένα, αναγκαίο πιστεύω, σκαλοπάτι ανάμεσα στην Ελλάδα του «Στεφανιού» και στο ρόλο του συγγραφέα του. Μία εικονογραφημένη λεζάντα στο σκληρό μύθο ή την αιματοβαμμένη αλήθεια που συνοδεύει πια το έργο αυτό. Ο Φασουλής κάπως έπρεπε να «κάνει δικό του» αυτό το «Στεφάνι» και αυτό είναι ένας εξαιρετικός λόγος για να τσακωθείς με την παρέα σου, στα καφέ πεζοδρόμια της Πανεπιστημίου.


● ● ● Έτσι πρέπει πάντα να γίνεται μετά από το θέατρο. Καβγάς, διαφωνία, πατήματα ο ένας στα λόγια του άλλου, «προς τα πού πάμε τώρα», κυλάτε αργά προς τα Εξάρχεια, οι θείες έφυγαν με ταξί, ο παπάς χάθηκε στα σκοτάδια της Τετάρτης βαθιάς νυχτερινής.


1 σχόλιο:

Vam33 είπε...

Τι ωραία που είναι η Αθήνα μέσα απο τα μάτια σου