· Ένα βράδυ με κρύο κατεβήκαμε όπως παλιά – αγέρωχα, επειδή ήταν άδεια – την Ιπποκράτους. Α, κοίτα, άνοιξε κλαμπ δίπλα στο Πασόκ, είπα. Δεν είναι κλαμπ, είναι ο Νάκας, με διορθώσανε. Μα, τόσα κόκκινα φώτα και μαρκίζες; Δεν το είχα προσέξει, γουάου, μπράβο. Γυαλίζει σαν φρεσκολουσμένο Studio 54. Αμέσως μετά συναντήσαμε τον σιωπηλό, σοφό Πύρινο Κόσμο με τη βιτρίνα γεμάτη ζεν και νιρβάνα και προσγειωθήκαμε. Είπαμε, τι είναι η ζωή; Όλα αυτά μια μέρα θα είναι θάλασσα.
· Μέχρι να σκεφτούμε την Ιπποκράτους θάλασσα, γωνία με Ακαδημίας είδαμε πολλές ηλικιωμένες κυρίες με φουσκωτά μαλλιά μαζεμένες γύρω από μία δυνατή κίτρινη λάμπα. Πάνω από τα κεφάλια τους, το πόστερ του Βασίλη Τσιβιλίκα, σαν όραμα, έλεγε «Η ζωή είναι ποδήλατο. Θέατρο Ακάδημος». Όσο υπάρχουν τα απογεύματα της Παρασκευής, τα θέατρα θα γεμίζουν από τις θείες μας, είπαμε. Είναι το δίκαιο του ηθοποιού. Είναι το prime time του αθηναϊκού κέντρου που επιμένει να πιστεύει στο φως της μαρκίζας, έστω και σ’ αυτόν τον έναν κιτρινισμένο προβολέα, σαν φάρο μέσα στο σκοτάδι της θάλασσας.
· Μετά διασχίσαμε το πορτοκαλί ποτάμι της Ακαδημίας ενώ ένας ποδηλάτης με ισοθερμικό κολάν περνούσε με κόκκινο (οκ, βαθύ πορτοκαλί), γυαλίζοντας ολόκληρος από τα φώτα και τα φανάρια πάνω του, ρόδες, σέλα, μπρος, πίσω, τιμόνια, χερούλια, πετάλια, ντισκοτέκ. Το είπε ο Τσιβιλίκας, σκέφτηκα από μέσα μου.
· Κάθε βόλτα στην Αθήνα γεμίζει το κεφάλι μου εικόνες ενός σεναρίου, πολλών σεναρίων, σαν να ανοίγω ένα κουτί με ιστορίες. Όποτε κατεβαίνω π.χ. την Ιπποκράτους, στην είσοδο της στοάς του Ακροπόλ νομίζω ότι θα δω τη Ρένα Ντορ να βγαίνει κουκουλωμένη το μαντό της μετά από παράσταση, και στο Διάνα απ’ έξω, ότι θα δω τη Ράντου να περιμένει στη στάση το εικοσιπέντε, για Προφήτη Δανιήλ.
· Χωθήκαμε απέναντι, στη Στοά Πεσμαζόγλου για να πάρουμε θαλπωρή από τα βιβλιοπωλεία και τα μαγαζιά με τις βαλίτσες. Δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να σταματάς σε μία βιτρίνα με σακ βουαγιάζ και πορτοφόλια, αλλά κάθε φορά σταματάμε και λέμε «Πάμε Μπράιτον» ας πούμε, «τον άλλο μήνα;» κοιτάζοντας την κλειδαριά καμιάς σαμσονάιτ. «Πάμε», είπαμε και τώρα και στρίψαμε σηκώνοντας τον γιακά.
· Τρέξαμε να μπούμε στα βιβλιοπωλεία της Στοάς. Αμέσως η ζέστη μάς γλύκανε τον σβέρκο. Υπήρχε μία υπόκωφη αγάπη σαν να κόχλαζαν από κάτω μας καζάνια, το θέατρο στα έγκατα, οι αρχαίες μηχανές του Κουν. Συγκινητικές, μικρόσωμες θείες ήταν βυθισμένες στους καναπέδες και διάβαζαν. Η ηρεμία στάλαζε ευγενικά από τα φώτα στις προθήκες, επάνω στα βιβλία. Τα θέλαμε όλα. Τα προσπερνούσαμε αργά, χαϊδεύοντας απλώς τα εξώφυλλά τους, ψηλαφούσαμε να βρούμε το χαρτί που θα μας συγκινούσε ακαριαία. Όταν βγήκαμε, κρατούσα το καινούργιο βιβλίο του φίλου μας, του Μανώλη Ζαχαριουδάκη, που έβγαλε στο Μεταίχμιο: «Ζωγραφική, Οδηγίες Χρήσεως ή Συμβουλές για τη διαδρομή του εικαστικού έργου από το εργαστήριο στον κόσμο».
· «Καφέ, τ.ώ.ρ.α.» είπαμε.
· «Η τέχνη είναι σαν δηλητήριο, όπως το οξυγόνο: αν έχεις λίγο πεθαίνεις, αν έχεις πολύ καίγεσαι ˙ πρέπει να βρίσκεται στη σωστή αναλογία με το άζωτο. Ακολούθως, η τέχνη πρέπει να βρίσκεται σε ισορροπία με το χρήμα: με τα πολλά λεφτά γίνεται ηλίθια και βαρετή, με τα λίγα λεφτά είναι γελοία, φτηνή, ανάξια. Αυτό ισχύει και όταν βλέπεις και όταν έχεις το έργο. Γι’ αυτό μην παίζεις με την τιμή του έργου σου. Ασφαλής διάρκεια ενατένισης ενός έργου άλλου καλλιτέχνη είναι τα 8-9 δευτερόλεπτα (αν είναι video πλησιάζει τα 20 δευτερόλεπτα). Μετά τα 12 δευτερόλεπτα έχεις υποστεί την επίδραση.»
· Ο Μανώλης έχει πιάσει από το χέρι και καθοδηγεί βήμα-βήμα τους νέους καλλιτέχνες που θέλουν να παρουσιάσουν το έργο τους και να ζήσουν από την τέχνη τους. Τους οργανώνει – από το βαλιτσάκι με τα σύνεργα άμεσης ανάγκης, μέχρι το πορτφόλιο και το εργαστήριό τους. Τους λέει να το έχουν ακατάστατο, σαν την ψυχή του καλλιτέχνη, αλλά ο επισκέπτης πρέπει να μπορεί να περπατήσει με ασφάλεια, χωρίς να λερωθεί, να μπορεί να δει τα έργα από τη σωστή απόσταση και με σωστό φωτισμό. Το δικό του, λέει, είναι απίστευτα βρόμικο και ακατάστατο, και αυτό δεν αντανακλά την ψυχή του, μάλλον προτιμά να μην τον επισκέπτεται κανείς. Έτσι˙ με νηφάλιο ύφος και ελαφρύ μειδίαμα δίνει στους μικρούς «το μικρό μαύρο βιβλιαράκι με τις οδηγίες» σαν κουτί γεμάτο με προσωπικές ιδιαιτερότητες και curiosities που το κάνουν μοναδικό: σχεδίασε τη δική του, χειρόγραφη γραμματοσειρά, παίζει με τα διάστιχα και τις κολώνες του κειμένου, βγαίνει από τα περιθώρια, ρίχνει απρόοπτα μικρά σκιτσάκια στις γωνίες και απολαυστικές, σημαδιακές χρονολογίες του παγκόσμιου χάρτη. «1882: Ηλεκτρικός ανεμιστήρας. 1916: Ο Monet συνεχίζει να ζωγραφίζει λουλούδια στο νερό. 1966: Ξεκινάει το Star Trek στην τηλεόραση.»
· Και όλο αυτό το εγχειρίδιο, το απογειώνει με μία μικρή, μικρότατη, τέλεια λεπτομέρεια: το γράφει σε δεύτερο ενικό πρόσωπο. Το απευθύνει σε γυναίκα. Μια νεαρή ζωγράφο. Άλλη μια ιστορία μπροστά μου.
· Το Σάββατο φύγαμε μέσα στο γκρίζο μεσημέρι και πήγαμε σε ένα ξεχασμένο μοτέλ, το «Μοτέλ Γαλήνη». Εγώ το φανταζόμουν σαν μικρό, παρακμιακό Ξενία ξεχασμένο μεταξύ Πόρτο Χέλι και ταινίας από τα ‘70ς. Σαν έργο σε θέατρο της Ιπποκράτους. Τελικά ήταν στο Project Space του 6 D.o.g.s, ένα φωτογραφημένο ταξίδι από την παλιά μας φίλη, την Δήμητρα Ιωάννου, καρέ ενός σφιχτού δράματος «δρόμου», με ήσυχες εικόνες και ηρωίδα αυτήν που υποδύεται η φωτογράφος. Ελαφρώς θρίλερ, αρκετά Μπέργκμαν, στις γωνίες του Μοτέλ νόμιζα ότι έβλεπα την Έλεν Μπέρστιν με ζακέτα. Κάπως τσαλακωμένα λευκά τραπεζομάντηλα με βαρειά ροζ τριαντάφυλλα επάνω τους, απογευματινός χειμωνιάτικος ήλιος επάνω σε ταπετσαρίες, παρκέ μωσαϊκά, breakfast room, κίτρινες φλοκάτες, ξαναδιαβασμένα βιβλία αφημένα στο ράφι της τραπεζαρίας. Επάνω στους κατάλευκους τοίχους αντηχούσαν οι σιγανές φωνές μας σαν σάουντρακ και οι φωτογραφίες άνοιγαν τρύπες στο ύψος των ματιών μας – όπως έλεγε ο Ζαχαριουδάκης ότι πρέπει να κρεμάμε τα έργα.
· «Αν σταθώ εδώ, δίπλα στα τριαντάφυλλα και κάνω τον σταυρό μου, θα είναι σαν βρίσκομαι σε νεκροταφείο.» Είχαμε σταθεί περισσότερα από 12 δευτερόλεπτα. Είχαμε υποστεί την επίδραση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου