· Τις Κυριακές, η Γεωργία Π. στη Θεσσαλονίκη, φτιάχνει σάλτσες. Με ανοιχτή τη μπαλκονόπορτα της κουζίνας, να μπαίνει το ασταμάτητα καλοκαιρινό φως και το αεράκι με την αδιόρατα σιχαμένη allure του Θερμαϊκού. Στα τραπέζια της, τα τελευταία καλοκαιρινά λαχανικά, πομοντόρι και τουρσάκια, κάπαρη, βερίκοκα ξερά, σουλτανίνες, κρεμμυδάκια, τσοπ-τσοπ-τσοπ ψιλοκομμένα όλα, σαν λεπτομέρειες που πρέπει οπωσδήποτε να θιχτούν μέσα σε αυτόν τον άφθονο, υπέροχο χρόνο του Κυριακάτικου πρωινού.
· Για κάποιο λόγο, τα πρωινά της Κυριακής φαίνονται αιώνια και ακίνητα. Είναι η υπόσχεση της παντοτινής ζωής, έστω κι αν πιάσεις ροκφόρ από την ακινησία. Είναι ο όρκος του θρυλικού τετράωρου καφέ στις πλατείες. Το βάρος των κυριακάτικων εφημερίδων. Το πλεκτόν εγκώμιον της ζωής που, στα γυρίσματα και στις ανάποδες βελονιές της, κρύβει μυστικά και ελαφρότατα κουτσομπολιά.
· Η Γεωργία Π. σιγοβράζει μυρωδιές και χρώματα. Ακούει τις μουσικές της, ρίχνει ένα σκουίρτ ξύδι ακόμα. Ακούει μιάν άγνωστη φωνή στα ακουστικά της, τα podcasts του πανικοβάλ, και αφαιρείται επάνω από τη μαρμίτα της. Στο μυαλό της σκιαγραφεί αυτές τις λεπτομέρειες που πρέπει οπωσδήποτε να θιχτούν και πάντα η φαντασία αφήνει ασύδοτες, αυθαίρετες στα ραδιοκύματα, φτιάχνοντας το πρόσωπο της φωνής, όπως εσύ γουστάρεις – με όποια υλικά, όποια σάλτσα σου αρέσει. Μία παχουλή, χλωμή φρατζόλα να της προσθέτεις πικάντικο τσάτνι, μία κοντή, λιανή, ξεροψημένη πατατίτσα να τη βουτάς σε πλούσια, ζουμερή, μαρμελαδένια, γλυκόξινη σως.
· Μετά από μερικές Κυριακές, η Γεωργία Π. έστειλε ένα mail στο Πανικοβάλ. Μέσα είχε, σαν σε στιλπνό, αποστειρωμένο, γυάλινο βαζάκι, 19 τραγούδια σε mp3 και μερικά σχόλια για το καθένα, ταχτοποιημένα και σαφή, εύγεστα και συναισθηματικά. «Οι Κυριακές έχουν ένα μούδιασμα» έγραφε, «κι εγώ βρίσκω τον εαυτό μου να έχει μία τρελή διάθεση με αυτά που ακούω. Κάπως έτσι είπα να μοιραστώ κι εγώ μαζί σου τα τελευταία μου ακούσματα.»
· Από τότε που ο Θεός της Μαγνητοταινίας εφηύρε την κασέτα και το μολύβι για να γυρίζεις τα δοντάκια της, η διαδικασία του «Σου γράφω μία κασέτα» ήταν σημαντική όσο και τα υλικά και οι χρόνοι μίας συνταγής για αγαπημένο τραπέζι. Τα τραγούδια είχαν λεπτομέρειες που μπορούσαν να φτιάξουν μία σχέση ή να τινάξουν στον αέρα μια ολόκληρη κατσαρόλα. Η σειρά των τραγουδιών είχε τόση σημασία, όση και το αν έπρεπε να πάρεις τηλέφωνο μετά το πρώτο ή το δεύτερο ραντεβού, στην πρώτη ή στη δεύτερη βράση. Οι τίτλοι; Χα! Ένας λάθος τίτλος σε λάθος σημείο ήταν σαν γκαζάκι που έσκαγε μέσα στην κουζίνα και κατέστρεφε το Κυριακάτικο γεύμα. Τα συναισθήματα έπρεπε να είναι τόσο-όσο. Τα αλατοπίπερα ένα τσικ παραπάνω από μία συλλογή-compilation του εμπορίου. Οι διακυμάνσεις της διάθεσης να είναι παχύρρευστες σαν σιροπάκι. Δεν έπρεπε να περνάς αμέσως από τον βαρύ έρωτα στην τρελή χαρά της disco, ούτε να έχεις γαβγίσματα και κοινωνική οργή με μήνυμα μετά από μία ηλιόλουστη φολκ τριπλέτα με ρομαντικούς shoegazers.
· Τίποτα δεν άλλαξε. Μία άγνωστη Σαλονικιά φίλη, ένα ήρεμο πρωινό, ένοιωσε αγάπες και νοστιμιές εκεί, μέσα στη θαλπωρή της κουζίνας της, τις έκανε πακετάκι και τις έστειλε στο Πανικοβάλ podcast που ανεβαίνει κάθε Παρασκευή πρωί στο athensvoice.gr. Μέσα στο καλοκαίρι, αλατισμένη και ξεροψημένη, έστειλε την κασέτα της και η Νεφέλη (Walking Undercover) και μοσχοβόλησε η ιστοσελίδα ρίγανες, θυμάρια και μεσημεριάτικα καρπούζια στην αυλή. Μερικές εβδομάδες αργότερα, τις μέρες της βροχής, έστειλε την κασέτα του και ο DJ Quentin, γυαλιστερή και γκλαμαρισμένη σαν περιχυμένο γλάσο σε παχουλά, διαγαλαξιακά ντόνατς.
· Φρεσκοψημένη έφτασε προχτές - Κυριακή, που βρήκε το χρόνο του κι αυτός, και μία κασέτα από τον PanPan. Θα περίμενα τα γαλάζια του ευάερα καρέ, εικόνες από μεγάλες παραλίες και αεροφλότ ταράτσες της Αθήνας, τυλιγμένες με τα ηλεκτρικά του μουσικά περιβάλλοντα, αλλά ήταν ένα ορίτζιναλ ραδιοφωνικό, πειρατικό πρόγραμμα, «σας μιλάει ο PanPan από τα Άνω Πετράλωνα» και όλα αυτά. Με αγαπημένα του κομμάτια χτισμένα ένα – ένα σαν όροφοι πίτας με γεύσεις και υφές που ανατρέπουν η μία την άλλη. Μυρωδάτα, τραγανιστά Cypress Hill με λείες, απαλές, Χατζηδακικές μελωδίες, γενναίες χορταστικές στρώσεις από Pulp και Kid Loco, μικρές υπέργλυκες λεπτομέρειες γαλλικής patisserie (έβαλε το «Goodbye je reviendrai» του Christophe, από τα ‘70ς ο θεός, ο αρχιμάγιστρος!) Κι ακόμα διακριτικές σταγόνες bitter σοκολάτας, την κλασική «Κάβλα» των Spy F & the Zakulas, λίγο δηλητήριο (The Boy) ένα σφηνάκι κουαντρώ (Κορε.Ύδρο).
· Θα ανέβει κι αυτή η κασέτα στη σελίδα με τα podcasts του Πανικοβάλ. Μαζί, βλέπω και ακούω την αγάπη και την κινητικότητα με τα τραγούδια που στέλνουν και συναρμολογούν concept συλλογές οι φίλοι στα podcasts του Γιώργου Δημητρακόπουλου και των άλλων αγαπημένων παλιόσκυλων της αγέλης μας, εδώ. Άρχισε ξαφνικά να διαλλάσσεται η Αγάπη της Κασέτας. Ανοίξαμε την κάμαρα και τους καναπέδες Κυριακάτικα, ήρθαν φίλοι, σάλτσες και ντιπ, αφήσαμε τις μουσικές να ξεχειλίζουν από τα ταψιά, γείραμε στο τέλος λίγο από την ντάγκλα και τις ρακές.
· Οι Κυριακές είναι η μαρινάδα της ζωής μας. Ακίνητες στα ξύλινα ραφάκια και γεμάτες σοφία, διαποτίζουν με ήλιο και γεύση τους φόβους και τις ιδέες μας.
· Προχτές, κι ενώ μαινόταν ο πόλεμος της πρωθυπουργίας, το παζάρεμα, ανοιχτοί λογαριασμοί απ’ όπου ξεχύνονταν ξεθυμασμένες μυρωδιές από τα χρόνια του ’70, τηλεοπτικοί κόρακες και κότες, γουρούνια και μαργαριτάρια, εφιάλτες και ουρλιαχτά, η κουρελαρία της Ψωροκώσταινας – μιάς δουλάρας, ξιπασμένης γριάς όπως τη ζωγράφιζε ο Μποστ, ένα προαναγγελθέν τέλος που πλησιάζει έρποντας…
· …προχτές την Κυριακή έσκαγε από πάνω μας ένας λαμπερός, εξαναγκαστικός ήλιος. Χαίρονταν οι χλωροφύλλες πίνοντας το φως με καλαμάκι όπως τους φραπέδες στις πλατείες οι αρκουδοέλληνες , οι πονεμένοι Αθηναίοι, οι δύστυχοι, αγαπημένοι, αμήχανοι, ανάδελφοι, τεμπελχανεία, σαν μωρά στον ήλιο, άνθρωποι αυτής της πόλης.
Δέκα τετράγωνα πιο κάτω συνέβαινε το τέλος της Ελλάδας όπως την ξέραμε, κι εμένα στο μπαλκόνι μου στεκόταν ακίνητη, να πάρει το χρόνο της, να ακούσει την ησυχία και να λιαστεί, η ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου