28 Οκτ 2011

Σκυλίσιες Μέρες


● ● ● Έχω πολλά νεύρα τελευταία, θα είναι η εθνική μας κατάθλιψη αλλά και, ξέρεις κάτι; Βαριέμαι να τα ζω όλα σε εθνικό λέβελ, άσε μας κουκλίτσα μου, η κατάθλιψή μου δεν έχει καμία σχέση με τη δική σου. Το trash can μου είναι μεγαλύτερο και πολύ πιο φορτωμένο από το πιο ονειρεμένο, ταχτοποιημένο σου κωλο-inbox. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις (όχι).

● ● ● Η οργή μου στριφογυρίζει σαν φτηνό βαρελότο και φτύνει παντού νεύρα. Ένα περίεργο πράγμα. Θέλω, ας πούμε, να χαστουκίσω τον Κύριο Καμίνη, ενώ δεν μου έκανε τίποτα ο άνθρωπος. Και το εννοώ: α-πο-λύ-τως τίποτα. Μόνο που πήγε και ξεκόλλησε τις μπιγκ-μπάμπολ από τα πεζοδρόμια στο Σύνταγμα, αλλά κι εκεί τι να το κάνεις; Πετάς μια μολότοφ και ξεκολλάνε όχι μόνο οι τσίχλες, αλλά και οι μαρμαροταφόπλακες ολόκληρες. Τζάμπα κόπος.

● ● ● Έτσι μου ’ρχεται να ουρλιάξω και να γκρεμιστεί όλος ο Αμπελόκηπος, δεν με πειράζει, ας είναι και άλλη περιοχή. Όποια να ’ναι. Όλες τις περιοχές της πόλης ευχαρίστως θα τις γκρέμιζα, να μη μείνει ρουθούνι, να έρθει μία υπεργαλαξιακή Χούβερ να τα ρουφήξει όλα και να μείνει μετά Μία-Αθήνα-Φτου-Κι-Απ’-Την-Αρχή. Νέο ξεκίνημα: Εδώ θα βάλουμε ένα Τεράστιο Ολόφυτο Πάρκο. Εδώ θα βάλουμε την Αγάπη. Εδώ θα βάλουμε ένα Γυάλινο Αμφιθέατρο της Δημοκρατίας να φαίνεται απ’ όλους, να είναι όλα διάφανα και στιλπνά. Εδώ Καταρράκτες να τρέχουν από τον Λυκαβηττό, όλο το Κολωνάκι θα γίνει ποτάμια και δάση. Εδώ θα βάλουμε Μαρμάρινες Βεσπασιανές και διακριτικό φωτισμό. Εδώ θα τρέχουνε σκυλιά και σκέιτερς. Και πλατείες, πολλές πλατείες. Και εκατό εκατομμύρια μπίρες, κυρ-Στέφανε. Ναι. Θα το κάψουμε απόψε, κυρ-Στέφανε.

● ● ● «Μαλακίες λες» μου λένε στο σπίτι. «Η οργή σου στρέφεται ολόκληρη προς την πόλη, ενώ πρέπει να γίνουμε έξαλλοι και με άλλα». Ευχαρίστως να γίνουμε, λέω με λύσσα και συνείδηση. Καθόμαστε και κάνουμε hate list. Συμφωνούμε να μη βάλουμε πρόσωπα μέσα και γίνει εμπαθές το αίσθημα, αλλά να βάλουμε όλα τα γαμίδια της ελληνικής ζωής. Να βάλουμε τα πάρτι και τους προμόουτερς; Ευχαρίστως να βάλουμε, λέω. Άι στο γεροδιάολο με τα πάρτι, λοιπόν. Δεν με νοιάζει το event σας και η μουγκαμάρα σας, γελοίες. Να πετάξουμε και τις τηλεοράσεις από τα παράθυρα; Ευχαρίστως να πετάξουμε, λέω. (Όχι)

● ● ● Αν δεν σπάσουν τηλεοράσεις όμως, επανάσταση δεν γίνεται, αγαπούλες.
● ● ● Τη μέρα που λιντσάρανε τον Καντάφι και κλώτσαγα το σκατόκουτο να το κλείσουμε μη δει στις ειδήσεις η μικρή Μελίνα το βίντεο με το κεφάλι-ντοματοσαλάτα (κυρία Ε-Σου-Ρου μου), ανοίγει η πόρτα και μπαίνει αυτό το παλιόσκυλο, ο Νικήτας Κλιντ. Hey, dog. Ωραίες μέρες, ε; Έρχεται και αφήνει μπροστά μου χωρίς πολλά λόγια ένα cd χωρίς καθόλου λόγια. Ούτε ετικέτα, ούτε τρακλίστ, ούτε κόκκο αφορμής προμόσιον, και χάνεται, έτσι κάνει πάντα, γι’ αυτό γουστάρω, δεν μιλάει, ρε παιδί μου, δεν κάνει πάρτι. «Έχει κι ένα βιβλίο» λέει φεύγοντας.

● ● ● Έτσι θέλω, έτσι θα ’ναι πια, θα καταλαβαινόμαστε και θα μυρίζουμε τις λέξεις μας έξω εκεί, θα ξέρουμε εχθρούς και φίλους από την αλήθεια ή τη σιωπή τους, μια κουβέντα ή ένα γύρισμα της πλάτης τους. Τον Νικήτα τον φοβούνται πολλοί, δεν ξέρουν τι να κάνουνε μπροστά του, «δεν μιλάει», «δεν ξέρω», «συνέχεια βρίζει».

● ● ● Δεν βρίζει, κορίτσια, ο Κλιντ, κάνει το καλύτερο ελληνικό χιπ-χοπ, γελοίες μπουζουκόβιες, τσόκαρα της πίστας. Πατάς το play και δεν σε νοιάζουν οι τίτλοι, ξεχύνεται σαν βαρελότο προς όλες τις κατευθύνσεις το βαριά ελληνικό ragamuffin του, ένα μανιφέστο ακαριαία επίκαιρο, σαν να ηχογραφήθηκε στο Σύνταγμα και στο Μοσχάτο τη μέρα που κάνανε την πόλη σαν τα μούτρα του Καντάφι. Ο ρυθμός του είναι αλάθητος, η Babylon στις φλόγες: one step forward, 2 steps backwards. Ο Κλιντ ακούγεται σαν να χαμουρευόταν με τη Μ.Ι.Α. όλη τη νύχτα. Είναι ηλεκτρονικός σαν να βγήκε από μισοκαμένο εκουαλάιζερ, ακούγεται σαν ηχείο τρύπιο από κλωτσιά. Οι λούπες του είναι σαν τριμμένες με γυαλόχαρτο, τα σάμπλα του είναι θρύψαλα γδαρμένα από το αυθεντικό τους, μοιάζουν σκονισμένα, αρπαγμένα, γεμάτα αίμα σαν ημιτελείς πληγές.

● ● ● Πέφτουν απανωτά τα κομμάτια και έρχονται την πιο κατάλληλη στιγμή, σ’ αυτές τις σκυλίσιες μέρες, με θολωμένα μάτια από δάκρυα λύσσας, να βλέπω τούβλο-τούβλο να σπάει η χώρα μου και να διαλύεται. Έτσι. Αναρωτιόμουν τι σκατά πανικοβάλ να βάλω, και ήρθε ο Κλιντ, ένας φίλος που δεν τον βλέπω ποτέ των ποτών, και με ένα μικρό ήχο απασφάλισης χειροβομβίδας –κλιντ!– μου έδωσε τον ήχο της οργής μου: Το «Athens Zoo - Moriginal Champ System» – μαζί του κι άλλη μια Ρόδα από τα παλιά, ο Χρήστος Τσαμπουράς. Μάτωσαν τ’ αυτιά μου, ρε ντογκ.

● ● ● Το βράδυ δεν ήθελα να χαστουκίσω κανέναν. Ζωγραφίζαμε με τις μικρές, μετά φυτέψαμε σποράκια μαϊντανού. Τους είπα «αν δεν φυτρώσουν, θα είναι που θα έχει καεί το σύμπαν» και γελούσαν, τα βλαμένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: