27 Απρ 2011

Bad romance στην Αθήνα


Εντάξει. Μερικές φορές γινόμαστε γραφικοί να ψάχνουμε τον ρομαντισμό στις λεπτομέρειες της ζωής όπως θα την θέλαμε, την ώρα που γύρω μας καταρρέει το σύμπαν, τα εντιτόριαλ βρυχώνται και οι σειρήνες ουρλιάζουν. Όμως ζούμε σε μία πόλη που στέγασε με τέτοια αγάπη τις θυελλώδεις αγάπες της, τις τύπωσε τόσο στοργικά σε βυνίλια, χαρτί κιτρινισμένο πια με κόκκο ράστερ, halftone μπουκωμένο στην τριχρωμία, τις άφησε σαν δακτυλικό αποτύπωμα και μυρωδιά «Κολγκέητ με γκαρντόλ» σε τηλέφωνα με το καντράν, βακελίτες, παν-βαριά, μαύρα που, κάποτε, αναγκαστικά τις συναντάμε στο δρόμο μας. Υπάρχουν, είναι κρυμμένες σε καταφύγια και συμβαίνουν εκεί με μία τελετουργική διαδικασία, τις περιφρουρούν σέχτες ραγισμένων καρδιών.


Είναι κάτι μικρά μέρη σαν καμπαρέ, μουσικές σκηνές τα λένε μερικοί, σαν μαύροι θάλαμοι φωτογράφου, βιομηχανικοί μονομπλόκ ναΐσκοι όπου παλαιοί ερωτιδείς και νέοι ερωτευμένοι συντηρούν με τα σωληνάκια, με βάλσαμο, μύρο και αλόη, με τσιγάρα και γουίσκια τα παλιά τραγούδια αγάπης αυτής της πόλης. Το αστικό τραγούδι του μεσοπολέμου, μιλούσε για τον πρώτο άνεμο απελευθέρωσης του έρωτα που φυσούσε σε φρεσκοξυρισμένα μάγουλα και στήθη που λίγο τα είχε χαλαρώσει η ελαστικότητα της κόπιτσας του λαστέξ. Το όνειρο ήταν στεγασμένο σε διαμερίσματα γεμάτα πολυέστερ και σαλονάτα έπιπλα τικ. Οι «μπεκιάρηδες» και οι «μαιτρέσσες» ήταν ήρωες φωτορομάντσων, κορίτσια που τα συντηρούσαν πλούσιοι δοσίλογοι ή γκόμενοι με φαλτσέτα και κασκορσέ μέσα από το λινό. Μεγαλοκυρίες σούρνονταν Πατριάρχου Ιωακείμ – Φωκίωνος Νέγρη με βερμούτ και μεγάλα μπιζού στα χέρια τους. Τα μοιραία χαστούκια ήταν οι σκηνές που αποτύπωναν με το πενάκι τους οι εικονογράφοι της αισθηματικής νουβέλας, όλα και όλοι με μία αμερικαίν αισθητική, λες και όλο το Μπέβερλι Χιλς είχε μετακομίσει στο Παγκράτι. Τα περιοδικά καλλιεργούσαν τον μύθο της αγάπης στις μεγάλες πόλεις, όπου το κυριότερο σενάριο – η Προδοσία – συνέβαινε μέσα σε ολάνθιστα τραγούδια γεμάτα δυστυχία, πόνο και ακριβή εσάνς.


Η Αθήνα του ’50 λάτρευε αυτό το μελόδραμα, λες και την καταξίωνε στην παγκόσμια ευαισθησία. Οι νεόπλουτοι δεν είχαν εμφανισθεί ακόμα. Τα μπουζούκια ήταν οικογενειακά αναψυκτήρια όπου παιζόταν ένα αξιοπρεπές ινδομπαρόκ. Και στα κοσμικά ζαχαροπλαστεία της Πανεπιστημίου, στα μικρά καφέ της Δεξαμενής και της Νεάπολης, ακούγονταν ραδιοφωνικές μουσικές που τις υπέγραφαν μετανάστες τρίτης γενιάς αρκετοί, ελληνοποιημένοι πια, δανδήδες μουσικοί συνθέτες - Ρώσοι, Ρουμάνοι, Πολωνοί, άνθρωποι που έφεραν την αόριστη κλασσική μουσική τους παιδεία και το τσιγγάνικο βιολί στην αδρή, στεγνή ερωτική έκφραση του Έλληνα. (Λίγο) Παρίσι, (λίγο) Βουδαπέστη και (λίγο) Βιέννη, μπροστά στην Αθήνα καμιά μα καμιά σας δεν βγαίνει.


Σήμερα, αυτό που λέμε νοσταλγία, όταν περνάει από την κιμαδομηχανή του digital αποκτάει μία παγωμένη κούλνες, γίνεται τόσο κομψό και «κοσμηματοποιείται» τόσο, που είναι ωραίο ακόμα και να το έχεις επάνω στο σεκρετέρ σαν μισοσπασμένο κρυστάλλινο μελανοδοχείο του παππού σου. Σ’ εμάς τους ραδιοφωνατζήδες μας αρέσει να χτυπάμε μικρές ενέσεις παρελθόντος μέσα στις λίστες των τραγουδιών μας, κυρίως γιατί είναι τραγούδια που έρχονται από μία εποχή που λάτρευε το ραδιόφωνο.


Αυτό λοιπόν: Ραδιόφωνο και περιοδικά. Τραγούδια και αισθηματικά διηγήματα. Μπολερό και νουβέλες. Το «Μπουκέτο», ο «Ζέφυρος». Πόθοι, Tokalon και σατέν ζυπ-κυλότ. Ζιπαρισμένα και σταλμένα με mail στο 2011.


Αυτό ακριβώς συνδυάζει και το project Retropolis που διοργανώνουν οι «Μητροπολιτικές Ιστορίες» και το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης – και θα παρουσιαστεί την επόμενη Τρίτη στο θέατρο του Ιδρύματος: νέες εκδοχές γνωστών τραγουδιών της εποχής του Μεσοπολέμου, διασκευασμένων από ένα φρέσκο star parade ελλήνων μουσικών και με τη συνοδεία διηγημάτων νέων ελλήνων συγγραφέων που εμπνέονται από τις διασκευές των τραγουδιών και θα υπάρχουν σε έντυπη έκδοση, μαζί με το cd. (Οι μουσικοί: Κώστας Δαλακούρας, Θανάσης, Αλευράς, Γιώργης Χριστοδούλου, Στάθης Δρογώσης, Χάρης Αττώνης, Belleville, Cyanna, Δάρνακες, Empty Frame, Full Tattoo, Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης / Μαρία Παπαγεωργίου, Ελεάννα Ζεγκίνογλου, Σόφη Κωνσταντινίδου, Matisse με την Αγγελική Ζήκα, Τία Μενούτη, Προκόπης Πολίτης/Βαγγέλης Ασημάκης, Χρήστος Μουστάκας / Δίδυμο, Μαριέττα Φαφούτη, Ηρώ Σάϊα & Tareq. Και οι συγγραφείς: Δημήτρης Σωτάκης, Βάσια Τζανακάρη, Γεράσιμος Ευαγγελάτος, Ηλίας Κολοκούρης, Ειρήνη Σουργιαδάκη, Χρύσα Μπαχά, Γιάννης Πλιώτας, Στέργια Κάββαλου, Ειρήνη Μαργαρίτη, Κωνσταντίνα Τασσοπούλου, Γιώργος Ρομπόλας & Αθως Δημουλάς.)


Τα τραγούδια ακούγονται και διαβάζονται με δροσερή τεντούρα σε μικρό ποτήρι, σε πολυθρόνα, κάτω από το αμπαζούρ το θαλασσί. Στο «Σαν όνειρο μαγευτικό» ο Tareq δίνει μία βυζαντινή αντήχηση που το κάνει σίγουρο χιτ στα μελωδικά ελληνόφωνα ράδια. Οι Δάρνακες για τη διασκευή του «Άσε τον παλιόκοσμο να λέει» του Σουγιούλ ακολουθούν την ελαφριά ειρωνεία της σχολής Palast Orchester αλλά με ευγένεια, σέβας, και διάθεση μπαντίνας. Το αντίστοιχο διήγημα του Γιώργου Ρόμπολα μιλάει για έναν γκουρμέ που κρύβει ένα σκοτεινό μυστικό. Το διήγημα της Στέργιας Κάβαλλου είναι μία σκληρή, σαδομαζοφετιχιστική ροζ ιστορία αγάπης που αντισταθμίζει την μάλλον συντηρητική διασκευή του Νεοκλή Νεοφυτίδη και της Ηρούς Σάια στο «Πρωί με ξυπνάς με φιλιά». Η εξαιρετική Ελεάννα Ζεγκίνογλου δίνει έναν ιστορικά τέλειο λυγμό a la vaudeville στο «Δεν σου πάει το πάχος Δημητράκη» του Αττίκ, με την συνοδεία ενός απολαυστικού διηγήματος της Κωνσταντίνας Τασσοπούλου γύρω από το φαΐ, την ζωή, τον θάνατο και την ταφή σαν υπερθέαμα. Ελαφριά, κρατημένη ρούμπα το «Σε λυπάμαι» της Σοφίας Κωνσταντινίδου με το διήγημα – επιστολή του Δημήτρη Σωτάκη να ξεκινάει με ένα τέλειο μελόδραμα: «Αγαπημένη μου, αυτή τη στιγμή που σου γράφω, κάθομαι εδώ, στο ωραίο μπαλκόνι του ξενοδοχείου και αναλογίζομαι το θάνατό σου.» Οι Cyanna σχεδόν ευτυχισμένοι που τους έτυχε αυτό, βυθίζονται στον ζόφο του «Διαβάτη της ζωής» του Αττίκ, με ύφος Nick Cave, κάπως Doors και θεατράλε ύφος, όπως και οι Jam Difusion που μετατρέπουν το «Τι μάτια» σε ένα ενδιαφέρον, αλήτικο μπλουζ με αγγλικούς στίχους. Το «Κάτι με τραβάει κοντά σου» της Βέμπο είναι νομίζεις εικονογραφημένο βήμα-βήμα από τους Belleville με χιούμορ και γνώση, όχι όμως με ανατροπή. Το αντίστοιχο διήγημα του Άθω Δημουλά είναι μία ιστορία βαρύτητας, στο ύψος του 16ου ορόφου. Και ο Στάθης Δρογώσης, σε εντελώς δικό του κλίμα, παίζει πανέμορφα στο πιάνο του το «Από μέσα πεθαμένος» του Αττίκ, απόλυτα πιστός στο Καρυωτακικό σύμπαν. Οι Empty Frame παίζουν το «Πόσο λυπάμαι» σαν να είναι στα παπούτσια των New York Rockn Roll Ensemble το 1970, στο έλεος του δέους «Χατζηδάκις». Έτσι ρέει το Retropolis, με τα ίδια τα παλιά εκείνα κομμάτια να ξεπερνούν τους ερμηνευτές, και τα διηγήματα κάπως ερήμην του παρελθόντος της Αθήνας, και των drama kings & queens που φιλοξένησε στα νεόδμητα διαμερίσματά της.


Info: RΕTROPOLIS - Τρίτη 3 Μαΐου 2011 – Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης, Παρουσίαση: Δημήτρης Πασσάς - Θέατρο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης (Πειραιώς 206, Ταύρος - Τηλ.: 210-3418550 - Ώρα έναρξης: 9 μ.μ.- Είσοδος: 15 €, μειωμένο εισιτήριο 10 €

AthensVoice, τ.344, 28.04.11

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

κι εμείς οι επαρχιώτες τι θα κάνουμε για να βρουμε το cd ; δώσε κανένα τιπ μαέστρο


ΚΚΜ