Γαμώτο, είναι πολύ μπερδεμένες οι μέρες. Η σύγχυση παίρνει τις λέξεις και τις εκστομίζει ανάποδα, με την ετικέτα απ’ έξω, τις λαμβάνει ο απέναντι και προσπαθεί να δει τι’ν’τούτο, πού πάνε τα μανίκια, πού μπαίνει το κεφάλι. Δεν μπορείς ούτε καν να μαλώσεις, να ουρλιάξεις ένα γαμωτοφελέκιμουγαμώ, πες κάτι – ο άλλος σε κοιτάζει με μία ναρκωμένη απάθεια, δεν είναι ούτε καν άγνοια, ούτε ίχνη φόβου, ούτε έχει πεθάνει και τον ταριχεύσανε. Είναι απλώς ανήμπορος να αντιδράσει, στέκεται αποσβολωμένος στον καιρό – και απλώς λίγο κατακρατημένος τσιγαρόβηχας του πλανάται στο μυαλό, του μαυρίζει τα πλεμόνια, βγαίνει αργά από τα αυτιά του σαν να έχει αρπάξει ο εγκέφαλος. Καμένα σκουπίδια, γαμώτηναθηναμεσαγαμώ.
Ας πούμε ο Παγωνοκαμηλοπαρδαλεονταροζεβρόπαρδος ο Κοινός (του Μάριου Σπηλιόπουλου)
είναι μία αρκετά σαφής περιγραφή της ψυχολογικής και αισθητικής κατάστασης της Αθήνας αυτή τη στιγμή. Το έργο, σε φόντο κίτρινο του μίσους (και της τετραχρωμίας), με λυπηρή λεπτομέρεια και στον παραμικρό ομφάλιο λώρο του Τέρατος, κοσμεί το εξώφυλλο του νέου βυνίλιου/cd «Εκποίηση 1» που κυκλοφόρησε εκ των ενόντων, ο ρομαντικός υπερασπιστής της session κουλτούρας, Κώστας Γανωτής. Με δύο μελοποιημένα ποιήματα της Κικής Δημουλά, δύο του Καβάφη, εφτά δικά του κομμάτια, ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο και την δική του δωδεκάχορδη, απαλύνει τον θυμό και την πίκρα του με μία ελεγειακή αγάπη προς τις διδαχές του Σαββόπουλου και της δοξασμένης ελληνικής ροκαρίας, τότε που οι μπάντες και η δισκογραφία έλαμπαν σαν σαϊτιά της Πρωτοψάλτη στο στήθος του Θηρίου. Ή σαν κραυγή του Παπακωνσταντίνου που έκανε εκατό εκατομμύρια Εξάρχεια να ψαρώνουν στα σταράκια τους. Ο Γανωτής είναι πολύ τρυφερός για να αντέξει τους καμπουρογαμόσαυρους-πώς-το-είπε, τα Τέρατα του 2011. Τους πολεμάει με τα δικά του όπλα, τις ροκ μπαλάντες που ξέρει, την ποίηση, την ευαισθητοποίηση – όπως τα 3 ευρό από την πώληση του κάθε αντίτυπου που πηγαίνουν για την ενίσχυση του έργου των Γιατρών του Κόσμου ή τις μουσικές του συνοδείες στα τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ του Νίκου Σούλη που μετέδιδε πριν λίγο καιρό η ΕΡΤ, για τους μετανάστες της Αθήνας.
Ο Γανωτής ακολουθεί τη μέθοδο επιβίωσης που εφαρμόζουμε όλοι μας (;): Επιλέγει την λεπτομέρεια του προσωπικού του εκτοπίσματος και συγκεντρώνεται σε αυτήν, φιλοξενεί όσους χωράει η καρδιά του – το ηχείο της κιθάρας του μόνο. Μαζεύονται, οι νομάδες του ένα γύρω, θεραπεύουν τις πληγές τους, μιλάνε τη δική τους γλώσσα, καλλιεργούνε τη δική τους τροφή – λαχανικά, τσιγάρα, ποιήματα της Δημουλά. Η κάθε κοινότητα επιλέγει τις δικές της βιταμίνες, καλλιεργεί τον δικό της κήπο με βολβούς, φρούτα, δεν ξέρω, φούντα, βιβλία που φυτρώνουν σε θάμνους, βατόμουρα, ρίζες, βότανα στα μπαλκόνια της Αθήνας.
Τα μπαλκόνια θα γίνουν οι νέες μας micro-κοινότητες. Δείτε τα μόνο, με πόση αγωνία οι Αθηναίοι φροντίζουν να τα κάνουν να ζήσουν. Φυλλαράκια και πράσινες κορφές ξεπροβάλλουν από κάθε στηθαίο, κάθε κιγκαλερία και σιδερένιες μπάρες φυλακής. Είναι οι μικροί λαχανόκηποι του (άμεσου) μέλλοντός μας.
Έχουμε εδώ μία που όταν τρώει τη σαλάτα της και φτύνει τα σποράκια σε φρεσκοσκαμμένο χώμα, ντοματιές ξεφυτρώνουν μετά από τρεις ημέρες. Έχει το άγγιγμα του Μπαρμπα-Στάθη, κάτι τέτοιο. Ανάμεσα στους τοίχους από βιβλία που την περιβάλλουν, κρύβει μικρούς λαχανόκηπους. Και όλα αυτά στο κέντρο της Αθήνας.
Τα κέντρα των πόλεων, καταλαβαίνεις ότι ζούνε, από τον ήχο τους. Είναι ο ήχος των cafés, η ζεστή θολούρα του ηχητικού φόντου από ομιλίες και ελαφρά χάχανα, κουταλάκια του εσπρέσο που χτυπάνε ανακατεύοντας επάνω στην πορσελάνη, πνιχτά κινητά που βαράνε ρίνγκτόουνς «marimba», μία καρέκλα που τρίζει στα μωσαϊκά, αστεία, κουτσομπολιά και ερωτικά ψευδίσματα σαν θρύμματα μηλόπιτας στο πιατάκι της πόλης. Λίγο πιο κοντά στην ακοή σου, τρισδιάστατα, ήχοι από φύλλα εφημερίδας να τσαλακώνονται στο ξεφύλλισμά τους, η μυρωδιά του δικού σου καφέ και η παγωνιά της τζαμαρίας να σου δροσίζει τη μία πλευρά του προσώπου σου. Κάθεσαι στον πάγκο, κυλάει μπροστά σου το ποτάμι της πόλης με τους διαβάτες της και πίσω από την πλάτη σου θροΐζει ο ήχος των καφενείων, ο θόρυβος της μικρής κοινότητας που θέλει να ζήσει την ειρηνική της πλήξη με λεπτομέρειες καφεΐνης και υπερπληροφόρησης.
Ο Γιώργης Χριστοδούλου έχει πιάσει ακριβώς αυτή τη θαλπωρή των cafés, τα λιμάνια της επιβίωσης στην πόλη, και κυριολεκτικά την ηχογράφησε, την μιξάρισε με τον ήχο των τραγουδιών στο καινούργιο του άλμπουμ «flâneur*». Οι αδέσποτοι ευρωπαίοι είναι άνθρωποι που ταξιδεύουν για τον έρωτα και την τέχνη. Είναι οι μπον βιβέρ της εποχής που ξεμπέρδεψε με τα θλιβερά διαδικαστικά (bookings, επαφές, internet) και τώρα περιδιαβαίνει τις μουσικές και τις λεωφόρους απολαμβάνοντας της κρυφή γοητεία του περιστασιακού. Ίσως ο Γιώργης να παραείναι καλός (στο καλλιτεχνικό του βιογραφικό) για να εμπνέει την ανάλαφρη κατάρα ενός «περιπλανώμενου flâneur». Το παιδικό του πρόσωπο και το κουταβίσιο βλέμμα του να μην υπονοούν τη μοναξιά ενός θαμώνα σε ένα μπαρ της Βαρκελώνης – όλοι στριμώχνονται ποιος θα τον περιθάλψει πρώτος, φαντάζομαι – όμως είναι ένας τέλειος αρτίστας, ώστε να μπορεί να το βιώσει, για να επιβιώσει.
Σχεδόν απολαμβάνοντας την «γλυκιά εκδίκηση» προς την μπουζουκοξεσκισμένη πατρίδα, περιορίζεται σε ένα «πράσινο μπαλκόνι – όχι · μπουάτ καλύτερα, κουτί τρυφερής ασφαλείας στην Πλάκα» από τη μια και στην Βαρκελώνη από την άλλη που είναι η πόλη του πια. Ισπανόφωνα τραγούδια και ποιήματα, γαλλικά σανσόν με μία νοσταλγία δυσανάλογη της ηλικίας του – αλλά κατανοητή, λόγω της lounge, πολυτελούς φωνής, ήχοι από παιδικά παιχνίδια, ακορντεόν, μαζί του η Joanna Swan των πολυακουσμένων (και στα αθηναϊκά ραδιόφωνα) Illya, ένα πιάνο, παλιά βαλς, ισπανικές κιθάρες, ένα hammond, βήματα στην παλιά γειτονιά της Carrer Joaquin Costa της Barcelone και ήχοι της πόλης. Το ζαβαρακατρανέμια-πως-το-είπε-ο-Γανωτής της συγχυσμένης θολούρας ή, στην περίπτωση του Γιώργη, η χαοτική μικρο-επικοινωνία της μοναξιάς, η μυρωδιά του καφέ, η πίκρα ενός διπλού λικέρ σε ποτήρι ακουμπισμένο σε κρύο μάρμαρο και ζεστή καρδιά.
Η Αθήνα. Θα την αγαπήσουμε ξανά μόνο χάρη στα μπαλκόνια και στα cafés της.
(Athens Voice, τ.347, 19.05.11)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου