· Την Παρασκευή το μεσημέρι έσκασε σαν σακούλα με σκουπίδια από τον τρίτο, στα κεφάλια μας, το Αθηναϊκό καλοκαίρι. Κάποιος το πέταξε στα τυφλά κι έτρεξε να κρυφτεί. Άκουσα το πνιχτό του γέλιο και την παντόφλα του, που φλόπαρε στα μωσαϊκά.
· Δεν είναι αστείο, ηλίθιε. Καλοκαίρι – Αθήνα – fail.
· Μπήκα στα δροσερά, ανακουφιστικά σκοτάδια του Δαναού σαν βρικόλακας που αναζητάει την μεταμεσονύχτια ταινία του. Στα σινεμά που αγαπάμε, πάντα έχουμε την αίσθηση ότι υπάρχουν τρεις κύριοι, σαν μακρινοί μας θείοι, που τα τρέχουν. Ένας πόρτα, ένας μπαρ και ένας επάνω, στο μοτέρ. Ο θείος Δαναός ήταν πάντα ένας ευγενής κινηματογράφος, εύκρατο καταφύγιο επειδή υπάρχει επάνω σε κόμβο διαδρομών. Από την εποχή των εφηβικών μου Αμπελοκήπων μέχρι τα πάνω–κάτω στα Μαρούσια και στους Παράδεισους, περιοδικό–ραδιόφωνο–και-μετά σινεμά, κι από τα προσημειωμένα ραντεβού για σπέσιαλ ταινίες μέχρι τις νύχτες πρεμιέρας, τις οφ-μπητ εκπλήξεις μέχρι τις δημοσιογραφικές μεσημεριανές προβολές όπως τώρα: πάντα στον Δαναό άνοιγα, έμπαινα και ένοιωθα ότι σωζόμουν από το τέρας με τη σακούλα.
· Μέσα στη σιωπηλή, μεγάλη σάλα του, σε υπέροχη απόσταση ασφαλείας (μακριά) απ΄όλους, βυθίζεσαι στο μπλε αεροπορικό αφρολέξ της πολυθρόνας. Η σκέψη σου έχει ακόμα γεύση οδοντόκρεμας, καφέ και λίγη νύστα. Τα φώτα χαμηλώνουν σαν βλέφαρα που κλείνουν σε αγαπημένη αγκαλιά κι ένα σφιχτό, ψύχραιμο (επειδή είναι τόσο τέλεια μετρημένο), Cachao Creador del Mambo αρχίζει να απλώνεται μαζί με την ταινία. Η big band που συνοδεύει τον Bebo Valdez γυαλίζει τις γωνίες και τις αεροτομές του φιλμ, δίνει λάμψεις και καθρεφτίσματα σε αυτό το συναρπαστικό συναίσθημα που πάντα, πάντα, πάντα θα σου δίνει η κινηματογραφική μουσική. Μεγάλο, dolby, αλλού.
· Το «Chico & Rita» είναι ένα κινηματογραφημένο κόμικ με φόντο την τζαζ σκηνή της Κούβας της μεταπολεμικής περιόδου. Στο προσκήνιο της πλοκής του συμβαίνει ένα love story, ιδανικό για να τονίσει τις μικρές λεπτομέρειες της μουσικής, του σκίτσου και της ατμόσφαιρας της εποχής. Ο σκηνοθέτης Φερνάντο Τρουέμπα, ένα όνομα με μεγάλη και πολυσχιδή δραστηριότητα σε όλα τα είδης της εικόνας και των ιδεών, σινεμά, τηλεόραση, θέατρο, κινηματογραφική κριτική (στην El Pais), αγαπάει ακόμα τους μύθους, σαν μικρό παιδί. Ζεστός και φλογισμένος ακόμα από τις εξαίρετες συνεργασίες του των τελευταίων χρόνων με τον σχεδιαστή Χαβιέ Μαρισκάλ (στο latin jazz ντοκιμαντέρ «Calle 54») και τον Κουβανό τζαζίστα Μπέμπο Βαλντές (στο φιλμ «Blanco Y Negro» που έδωσε μία νέα καριέρα στον τελευταίο), ο Τρουέμπα αποφάσισε να στήσει την σαγηνευτική Αβάνα της τζαζ εποχής, με τις μουσικές του Βαλντές και το σχέδιο του Μαρισκάλ.
· Η γραμμή στο σχέδιο του Μαρισκάλ είναι τέλεια λατινοαμερικάνικη. Έχει την ελαφρότητα ενός ημίγυμνου γοφού, την ευκολία και την κομψότητα τριών βημάτων σε ένα μπολερό, τη διαφάνεια μίας καλοκαιρινής κουρτίνας που σαλεύει σε ανοιχτή μπαλκονόπορτα της Αβάνα. Έχει την καθαρότητα της γαλλικής σχολής, την αραμπέσκ μοντερνιτέ των Ισπανών κομικογράφων. Από τα παράθυρα, στα σκίτσα του, πάντα φαίνονται κοκοφοίνικες και αυτοκίνητα, πότες καθισμένοι σε ημιυπαίθρια μπαρ να έχουν τους λόγους τους που πίνουν μεσημεριάτικα. Οι γυναίκες στα σχέδιά του έχουν πλακάτο, χρώμα μόκα δέρμα, ρέουν οι καμπύλες τους επάνω σε φλύαρα κεραμικά πλακάκια. Ήταν ο ιδανικός για να ενώσει την κινηματογραφική, υπέροχη τζαζ της δεκαετίας του ’50, με την ευρωπαϊκή ποπ αίσθηση του κόμικ.
· Ας πούμε, είναι ένας πιο γραφίστικος Loustal.
· Στο κεφάλι σου μπαίνει τρυφερά το αλήτικο πιάνο που ξεκινάει το Besame Mucho. Ο Τσίκο, πιανίστας, ερωτεύεται φλογερή Κουβάνα τραγουδίστρια, την Ρίτα. Της γράφει τραγούδια, κάνουν έρωτα σε λευκά σεντόνια, ζηλεύουν, καυγαδίζουν, συναντιούνται νύχτες, φεύγουν για την Αμερική, Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες, Λας Βέγκας. Δολάρια, Τίτο Πουέντε, χαστούκια, διαμάντια, τσιγάρα, επανάσταση, Παρίσι. Οι υπέροχες πόλεις σχεδιάστηκαν με βάση αυθεντικές φωτογραφίες από γειτονιές των τελευταίων πενήντα χρόνων που υπήρχαν στο αρχείο του Δήμου της Αβάνα, με λεπτομερέστατες πινελιές σαν σχόλια εποχής. Η Νέα Υόρκη απεικονίζεται γκρίζα και λευκή, σμόκυ, κομψή, σκληρή σαν λεπίδα, κάθετη, κατακόρυφη. Αντίθετα, το στούντιο του Μαρισκάλ είδε την Αβάνα σαν «το καμπαρέ της Νέας Υόρκης», οριζόντια, και ζεστή, ηλιόλουστη, με μπορντώ και ώχρες, χρώματα ινδιάνικου καλοκαιριού και απίθανου, φωτεινού λουλακί.
· Οι πόλεις όμως χωρίς τους ανθρώπους είναι απλώς ωραίες εικόνες σε ένα άλμπουμ, για την ώρα του καφέ. Είναι μία ονείρωξη αρχιτέκτονα που έχει καιρό να πηδήξει. Με το που μπαίνουν τα τριζάτα μάμπο στην μουσική «κολώνα» της ταινίας, (οι original μουσικές που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Βαλντές – σαν να ξαναγράφει ο ίδιος την ιστορία του), το κόμικ αρχίζει να αποκτάει έρωτα και οι γραμμές του Μαρισκάλ κίνηση. Η ερωτική ιστορία επιβάλλεται να υπάρχει γιατί η ζωή είναι σινεμά μωρό μου.
· Τα χρόνια εκείνα, οι ντίβες που λάτρευε όλη η λατινόφωνη αγορά του πλανήτη, έβγαιναν μέσα από κινηματογραφικά μελό και λαϊκά φωτορομάντζα. Ισπανία, Κούβα, Μεξικό, Εβίτα, Ρίτα, Σαρίτα. Η καταμελάχροινη Σαρίτα Μοντιέλ όριζε το happy end σαν την μοναδική κατάληξη ενός σπαρακτικού δράματος καρέ-καρέ, μέθοδο που ακολούθησε άλλωστε πιστά και ο Αλμοδόβαρ. Με προέλευση κόμικ και αυτός.
· Τα κόμικς είναι ωραία όταν είναι ακίνητα – χειροπιαστά μπροστά στα μάτια σου, να απολαμβάνεις όση ώρα θέλεις τις γραμμές και τα χρώματα, το lettering και τα κάδρα, τα σπασίματα της σελίδας και τα πηδήματα του χρόνου. Την ακαριαία έκφραση των προσώπων, ακινητοποιημένη στην κορύφωση της ατάκας τους.
· Όμως η τζαζ είναι σινεμά. Κινείται. Εισβάλλει μέσα σου με τα πνευστά και τα βιολιά, λιγώνεται στα ψηλά και χαμηλώνει, κάνει γύρω την αίθουσα σαν σαράουντ που τρελάθηκε από έρωτα, μπαίνει και κατακλύζει το στήθος σου σαν πελώρια ιστορία. Στο υπέροχο σάουντρακ του «Τσίκο & Ρίτα», ο Μαρισκάλ συντονίστηκε δίνοντας φωτισμούς και σκιές στα κορμιά των ηρώων του, σαν-από-προβολέα. Τους κρατάει σκούρους και νυχτερινούς, «μπλε», αλλά τους φωτίζει με ένα φωτεινό κίτρινο περίγραμμα, κι έτσι αποκτούν την λίγο μεγαλύτερη από τη ζωή φωτεινότητα. Αυτό ήταν έξυπνο.
· Το χάντικαπ της ταινίας, είναι το ίδιο με όλων των «ρεαλιστικών» animation: τα μάτια. Όση συναισθηματική ευλυγισία κι αν έχει η τρίχα του πινέλου, η μύτη από το πενάκι ή το πίξελ-ρήαλ του Μακ, τα μάτια θα παραμένουν πάντα άψυχα, ξεπατικωμένες γραμμές που τους λείπει η σκιά και οι παραμικρές σκέψεις που καθρεφτίζονται στη λάμψη τους. Όμως γι’ αυτό υπάρχει ο ήχος.
· Το «Τσίκο & Ρίτα» είναι πλημμυρισμένο από έξυπνο, γοητευτικό ήχο. Όχι μόνο από την τζαζ και τη «μουσική των πόλεων» αλλά και από τις καίριες λεπτομέρειες που γράφουν μία ιστορία αυθεντικής τζαζ, μια ιστορία νυχτερινού έρωτα: το φλιπ-τσανγκ του αναπτήρα… Τις μεταξωτές κάλτσες που τρίζουν ελαφρά καθώς βγαίνουν. Μικρά σέξι τακουνάκια σε πλακόστρωτο. Η αντήχηση του πιάνου σε μια στιγμή σιωπής. Τα χαστούκια από γυναίκα σε άντρα. Το αλκοόλ που ρέει από το μπουκάλι στο ποτήρι. Το θρόισμα της ζέστης.
Στο σκληρό φως της Κηφισίας, η ζέστη έχει εισβάλλει. Μαύρα γυαλιά, πονεμένα μάτια, απόηχος από το αλήτικο πιάνο, φασαρία, σπασμένα πεζοδρόμια, βαλκάνιες και πόντιοι, ταρίφες και μπάτσοι, χίψτερς, and all that jazz. Σόρι, κανένα happy end για σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου