● ● ● Το πρώτο μαύρισμα, ελαφρώς αλατισμένοι. Οι περισσότεροι θα είστε πεντανόστιμοι. Με ένα Chianti.
● ● ● Λίγο πριν τη Σαρωνίδα, στο Μαύρο Λιθάρι, που ακούγεται σαν εξωτική ονομασία για λημέρι πειρατών, too good δηλαδή για παραλία της Αττικής, για να κατέβεις πρέπει να ξέρεις πού πατάς – είναι μία περίπου σκάλα, φτιαγμένη από πέτρες, τσαλιά και χώμα.
Φτάνεις τόσο κάτω μέχρι να βρεις ίσωμα και λίγη θάλασσα που, εντωμεταξύ, έχεις ξεχάσει την πόλη που άφησες παρκαρισμένη επάνω, μέσα στο κουρνιαχτό της ασφαλτόσκονης. Μια ώρα δρόμος από το κέντρο και μια ώρα κατέβασμα από την κορυφή, κι έχεις φύγει εντελώς, νομίζεις ότι είσαι ένα κρι-κρι, σε νησί.
● ● ● Πλάι στη θάλασσα, όσο χωράει μια πετσέτα, και σε απόσταση βολής κάποιος που τον έχεις ψυχαναλύσει αρκετά ώστε να μη χρειάζεται να μιλάτε συνέχεια. Ξαπλωμένος έτσι, ο μισός, κάπως στραβά «και μ’ ένα τουίστ», ενώ οι υδατικές λιώνουν σαν τα παγόβουνα επάνω στον Ανταρκτικό σου και τρέχουν ποταμάκια τα νερά να βρουν τις ρεματιές σου – τι ανθρωπογεωγραφία κι αυτή, διαβάζεις τα απομεινάρια που δεν πρόλαβες, τον τύπο της εβδομάδας δηλαδή. Προχτεσινές ειδήσεις: η τέλεια λεπτομέρεια για να νομίζεις ότι είσαι μακριά, «διακοπές».
● ● ● Αλλά δεν διαβάζεις στ’ αλήθεια. Μισοσκέφτεσαι. Ακούς τρισδιάστατο, τόσο κοντά σου τον ήχο της αναπνοής σου να κρούει επάνω στην εφημερίδα και πίσω στην κοιλιά σου και κάτω στην πετσέτα και πίσω-πάνω και να φεύγει στον αέρα που σου φαίνεται σαν virtual πινγκ πονγκ. Τακ-τακ-τακ-τακ-σετ. Στο βάθος ακούγονται πνιγμένα μέσα στην απορροφητικότητα της πετσέτας τους και του αλμυρού, ζεστού αέρα, γελάκια, μισές κουβέντες, σπασμένες λέξεις, Athens Voices, ασημαντότητες και τα κυματάκια στις εσοχές του βράχου, να σκάνε υπόκωφα και να ρουφάνε πλαταγιαστά τον αέρα, σαν σκιερά γλωσσόφιλα.
● ● ● Μόλις καταλαγιάζουν, ακούγονται στον αέρα μικρές μπουρμπουλήθρες.
● ● ● Στα φανάρια, βλέπω συνέχεια μπουρμπουλήθρες. Στην αρχή σκέφτηκα κάτι κακό φυσικά. Ότι κάποιο πλυντήριο πλημμύρισε, ότι σαπουνάδες και σαπουνόφουσκες χύνονται από τους ορόφους στα μπαλκόνια, στις μπετούγιες, στις διασταυρώσεις. Μετά ότι άφρισαν κάπου δηλητηριώδεις ουσίες, έγιναν ζυμώσεις κι άφησαν στην ατμόσφαιρα το βρoμερό τους blob. Μετά είδα κάτι τριαντάρηδες λεβεντοκακόμοιρους Mπαγκλαντεσιανούς να πουλάνε πλαστικά μπουκαλάκια με υγρό για να κάνεις μπουρμπουλήθρες. Αγέλαστοι αλλά όχι τόσο τρομαγμένοι όσο παλιά, με ένα μικρό παιχνίδισμα στο βλέμμα, βάζουν το στικάκι και φυσάνε τις σαπουνόφουσκες που βγαίνουν αβίαστα, σαν κινούμενα σχέδια, στο σκούρο ποντικί φόντο της Αθήνας. Κάνουν ένα φρρρρρρ… και πετάνε πάνω από τα σταματημένα, στα φανάρια, ψιλολάμπουν, ιριδίζουν τα κακόμοιρα τα φουσκάκια, μέχρι να κάνουν ένα πλοπ! – και να σκάσουν επάνω σε κράνη μηχανών και καλώδια τρόλεϊ .
● ● ● «Είναι παντού», μου λέει ο Β. «Στα περισσότερα φανάρια πια έχουν μπουρμπουλήθρες. Στη Χαμοστέρνας να δεις. Μούτσας μπουρμπουχίτας. Τα πιτσιρίκια τα έχουν πάει σε άλλα φανάρια, για να κάνουν τζάμια. Και τα λίγο μεγαλύτερα, τα πιο εκπαιδευμένα, περιφέρονται ανάμεσα στα αυτοκίνητα και παίζουν κορίνες, πετάνε κρίκους και μπάλες στον αέρα, κάνουν διάφορα ζογκλερικά και μέχρι να ανάψει πράσινο σου ζητάνε ένα ευρώ».
Όλα αυτά ενώ είμαστε σταματημένοι σε κόκκινο, Κηφισίας και Αλεξάνδρας, νύχτα Παρασκευής, όλοι έξω, της πουτάνας. Εισπνέουμε μαυρίλα ενώ στον ουρανό πετάνε σαπουνόφουσκες, φρούτα, μπαλόνια, κρίκοι και κορίνες. Νιώθω σαν να βρίσκομαι στο Μεγάλο Μποτιλιάρισμα του ’72, στη “Roma” του Φελίνι. Ή στην αρχή του «8 ½», να ανέβω επάνω στα καπό σαν τον Μαστρογιάννι/Φεντερίκο και να απογειωθώ στα σύννεφα με το καπέλο μου και το παλτό και από κάτω η Ρώμη.
● ● ● Είμαστε στην πλατεία του Σαν Τζιοβάνι, στον παλιό καθεδρικό, εκεί που έπρεπε να συναντιούνται, κατά το πολεοδομικό πρότυπο, τρεις μεγάλες, ευθείες λεωφόροι, σαν άξονες της πόλης που θα ένωναν τις μεγάλες πλατείες της εξουσίας «με τον Θεό», οδηγώντας εκεί, στις παρελάσεις, το βασιλιά, το λαό και δεν θυμάμαι ποιον άλλο. Εμείς απλώς προσπαθούμε να φτάσουμε στην τζελατερία με τις αρκούδες, Orsi di Orsi, να πάρουμε παγωτά – τα λατρεύουν οι Ιταλοί, τα τρώνε μέρα νύχτα, η πόλη είναι γεμάτη στέκια που ξενυχτάνε ξεπουλώντας κορνέτι, τσιγάρα, μικρούς καφέδες και παγωτά. Τίγκα. Λιώνουν στα σοκάκια οι κρέμες και τα σορμπέτι, η Μανιάνι, λέει, στα γυρίσματα του “Mama Roma”, μόλις φώναζε “cut” ο Ροσελίνι, ζητούσε παγωτό. Γελάμε, ήταν η ιδανική εικονογράφηση του μεταπολεμικού ταμπεραμέντου: Κάτω η φτώχια! Abbasso la miseria! «Και τα ρέστα, παγωτά» που θα έλεγε και ο Κράου.
● ● ● Η Τζοβάνα είναι τέως τραγουδίστρια και ιδιοκτήτρια ροκ κλαμπ, νυν επιμελήτρια σε εκθέσεις τέχνης. Τη λατρεύω, είναι ένα ομοίωμα της Άννα Μανιάνι, στην πιο καμπυλωτή και χαμογελαστή του μορφή, μια αυθεντική Ρομάνα, αριστερή, πρακτική, κόρη ηθοποιών, ποιητών, φουτουριστών ζωγράφων. Ζει με τον άντρα της, τον Πατρίτσιο, σε ένα μικρό ισόγειο διαμέρισμα με ελάχιστο, αλλά καταπράσινο κήπο με μηλιές, σε μια παλιά, 60s πολυκατοικία στην Cassia Parioli της Ρώμης. Είναι μια συνοικία γεμάτη δέντρα, σκύλους με περιλαίμιο που χέζουν και design νεοκυματικής αναδόμησης. Ο Πατρίτσιο έχει ροκ συγκρότημα – όπως άλλωστε και ο γιος τους και η κόρη τους. Καθόμαστε στην κουζίνα και μιλάμε, φωνές σαν μήλα πέφτουν στο τραπέζι. Ξύνουμε και μασουλάμε φύλλα αγκινάρας με κόκκινο κρασί, έρχονται ζεστές, κατακούτελα, μυρωδιές από τους πέμπτους-έκτους-έβδομους «μικρούς καφέδες» της ημέρας. Ρωτάω για την πολυκατοικία: ανήκει στην οικογένεια της Τζοβάνας. «Εδώ», μου λέει, «στο ρετιρέ αυτού του σπιτιού, έζησε τα τελευταία του χρόνια ο Ροσελίνι, άφραγκος, τον φιλοξενούσε η μάμα. Τον αγαπούσε πολύ, είχε παίξει σε ταινίες του». Αρχίζουν να ξεπηδούν ιστορίες της Ρώμης ενώ δίπλα, ο Πατρίτσιο, φορώντας ψυχεδελικό μπλουζάκι Τζίμι Χέντριξ με δεκάδες κεφάλια και χέρια σαν Ινδός θεός, κουρδίζει την καινούργια του κιθάρα, μία μικρή, σέξι, ολόλευκη Fender.
● ● ● Μέσα στο ποτήρι μου, κόκκινο κρασί, βλέπω με τα σόλα, να βγαίνουν μπουρμπουλήθρες.
Athens Voice, τ.259, 27.05.08
Τι ανόητος είμαι, στη δημοσίευση τού κειμένου στην Athens Voice, έκανα λάθος στη λεζάντα και έγραψα τον Παζολίνι ως Ρομπέρτο (Ροσελίνι). Λυπάμαι και διορθώνω.
● ● ● Πλάι στη θάλασσα, όσο χωράει μια πετσέτα, και σε απόσταση βολής κάποιος που τον έχεις ψυχαναλύσει αρκετά ώστε να μη χρειάζεται να μιλάτε συνέχεια. Ξαπλωμένος έτσι, ο μισός, κάπως στραβά «και μ’ ένα τουίστ», ενώ οι υδατικές λιώνουν σαν τα παγόβουνα επάνω στον Ανταρκτικό σου και τρέχουν ποταμάκια τα νερά να βρουν τις ρεματιές σου – τι ανθρωπογεωγραφία κι αυτή, διαβάζεις τα απομεινάρια που δεν πρόλαβες, τον τύπο της εβδομάδας δηλαδή. Προχτεσινές ειδήσεις: η τέλεια λεπτομέρεια για να νομίζεις ότι είσαι μακριά, «διακοπές».
● ● ● Αλλά δεν διαβάζεις στ’ αλήθεια. Μισοσκέφτεσαι. Ακούς τρισδιάστατο, τόσο κοντά σου τον ήχο της αναπνοής σου να κρούει επάνω στην εφημερίδα και πίσω στην κοιλιά σου και κάτω στην πετσέτα και πίσω-πάνω και να φεύγει στον αέρα που σου φαίνεται σαν virtual πινγκ πονγκ. Τακ-τακ-τακ-τακ-σετ. Στο βάθος ακούγονται πνιγμένα μέσα στην απορροφητικότητα της πετσέτας τους και του αλμυρού, ζεστού αέρα, γελάκια, μισές κουβέντες, σπασμένες λέξεις, Athens Voices, ασημαντότητες και τα κυματάκια στις εσοχές του βράχου, να σκάνε υπόκωφα και να ρουφάνε πλαταγιαστά τον αέρα, σαν σκιερά γλωσσόφιλα.
● ● ● Μόλις καταλαγιάζουν, ακούγονται στον αέρα μικρές μπουρμπουλήθρες.
● ● ● Στα φανάρια, βλέπω συνέχεια μπουρμπουλήθρες. Στην αρχή σκέφτηκα κάτι κακό φυσικά. Ότι κάποιο πλυντήριο πλημμύρισε, ότι σαπουνάδες και σαπουνόφουσκες χύνονται από τους ορόφους στα μπαλκόνια, στις μπετούγιες, στις διασταυρώσεις. Μετά ότι άφρισαν κάπου δηλητηριώδεις ουσίες, έγιναν ζυμώσεις κι άφησαν στην ατμόσφαιρα το βρoμερό τους blob. Μετά είδα κάτι τριαντάρηδες λεβεντοκακόμοιρους Mπαγκλαντεσιανούς να πουλάνε πλαστικά μπουκαλάκια με υγρό για να κάνεις μπουρμπουλήθρες. Αγέλαστοι αλλά όχι τόσο τρομαγμένοι όσο παλιά, με ένα μικρό παιχνίδισμα στο βλέμμα, βάζουν το στικάκι και φυσάνε τις σαπουνόφουσκες που βγαίνουν αβίαστα, σαν κινούμενα σχέδια, στο σκούρο ποντικί φόντο της Αθήνας. Κάνουν ένα φρρρρρρ… και πετάνε πάνω από τα σταματημένα, στα φανάρια, ψιλολάμπουν, ιριδίζουν τα κακόμοιρα τα φουσκάκια, μέχρι να κάνουν ένα πλοπ! – και να σκάσουν επάνω σε κράνη μηχανών και καλώδια τρόλεϊ .
● ● ● «Είναι παντού», μου λέει ο Β. «Στα περισσότερα φανάρια πια έχουν μπουρμπουλήθρες. Στη Χαμοστέρνας να δεις. Μούτσας μπουρμπουχίτας. Τα πιτσιρίκια τα έχουν πάει σε άλλα φανάρια, για να κάνουν τζάμια. Και τα λίγο μεγαλύτερα, τα πιο εκπαιδευμένα, περιφέρονται ανάμεσα στα αυτοκίνητα και παίζουν κορίνες, πετάνε κρίκους και μπάλες στον αέρα, κάνουν διάφορα ζογκλερικά και μέχρι να ανάψει πράσινο σου ζητάνε ένα ευρώ».
Όλα αυτά ενώ είμαστε σταματημένοι σε κόκκινο, Κηφισίας και Αλεξάνδρας, νύχτα Παρασκευής, όλοι έξω, της πουτάνας. Εισπνέουμε μαυρίλα ενώ στον ουρανό πετάνε σαπουνόφουσκες, φρούτα, μπαλόνια, κρίκοι και κορίνες. Νιώθω σαν να βρίσκομαι στο Μεγάλο Μποτιλιάρισμα του ’72, στη “Roma” του Φελίνι. Ή στην αρχή του «8 ½», να ανέβω επάνω στα καπό σαν τον Μαστρογιάννι/Φεντερίκο και να απογειωθώ στα σύννεφα με το καπέλο μου και το παλτό και από κάτω η Ρώμη.
● ● ● Είμαστε στην πλατεία του Σαν Τζιοβάνι, στον παλιό καθεδρικό, εκεί που έπρεπε να συναντιούνται, κατά το πολεοδομικό πρότυπο, τρεις μεγάλες, ευθείες λεωφόροι, σαν άξονες της πόλης που θα ένωναν τις μεγάλες πλατείες της εξουσίας «με τον Θεό», οδηγώντας εκεί, στις παρελάσεις, το βασιλιά, το λαό και δεν θυμάμαι ποιον άλλο. Εμείς απλώς προσπαθούμε να φτάσουμε στην τζελατερία με τις αρκούδες, Orsi di Orsi, να πάρουμε παγωτά – τα λατρεύουν οι Ιταλοί, τα τρώνε μέρα νύχτα, η πόλη είναι γεμάτη στέκια που ξενυχτάνε ξεπουλώντας κορνέτι, τσιγάρα, μικρούς καφέδες και παγωτά. Τίγκα. Λιώνουν στα σοκάκια οι κρέμες και τα σορμπέτι, η Μανιάνι, λέει, στα γυρίσματα του “Mama Roma”, μόλις φώναζε “cut” ο Ροσελίνι, ζητούσε παγωτό. Γελάμε, ήταν η ιδανική εικονογράφηση του μεταπολεμικού ταμπεραμέντου: Κάτω η φτώχια! Abbasso la miseria! «Και τα ρέστα, παγωτά» που θα έλεγε και ο Κράου.
● ● ● Ναι, αλλά είμαστε στο μέσον ενός εκατομμυρίου πλήθους, που έχει κατέβει για την πρωτομαγιάτικη συναυλία στην πλατεία του Αγίου Ιωάννη. «Το ξέχασα, σταυρώστε με, τι να κάνουμε τώρα;». Στον άπλετο ουρανό της Ρώμης αντιλαλούνε τα χιτς των ινδαλμάτων τους, εκεί τις εννοούνε πραγματικά τις ανοιχτές, ελεύθερες συναυλίες. Βογκάνε τα μάρμαρα. Παντού συναντάμε μικρά με σακίδια στην πλάτη, πάνε σε γκρουπ και γελάνε, παρλάρουν ασταμάτητα και ουρλιάζουν όπως στη Μύκονο. «Ή πάτα τα, ή πάμε στης Τζοβάνας». Κάνει μια έτσι απότομα η Τσ. και στρίβει u-turn, στ’ αλήθεια θα τα πατούσε, βαφανκούλο και στα μούτρα σας. Να φύγουμε από δω μέσα.
● ● ● Η Τζοβάνα είναι τέως τραγουδίστρια και ιδιοκτήτρια ροκ κλαμπ, νυν επιμελήτρια σε εκθέσεις τέχνης. Τη λατρεύω, είναι ένα ομοίωμα της Άννα Μανιάνι, στην πιο καμπυλωτή και χαμογελαστή του μορφή, μια αυθεντική Ρομάνα, αριστερή, πρακτική, κόρη ηθοποιών, ποιητών, φουτουριστών ζωγράφων. Ζει με τον άντρα της, τον Πατρίτσιο, σε ένα μικρό ισόγειο διαμέρισμα με ελάχιστο, αλλά καταπράσινο κήπο με μηλιές, σε μια παλιά, 60s πολυκατοικία στην Cassia Parioli της Ρώμης. Είναι μια συνοικία γεμάτη δέντρα, σκύλους με περιλαίμιο που χέζουν και design νεοκυματικής αναδόμησης. Ο Πατρίτσιο έχει ροκ συγκρότημα – όπως άλλωστε και ο γιος τους και η κόρη τους. Καθόμαστε στην κουζίνα και μιλάμε, φωνές σαν μήλα πέφτουν στο τραπέζι. Ξύνουμε και μασουλάμε φύλλα αγκινάρας με κόκκινο κρασί, έρχονται ζεστές, κατακούτελα, μυρωδιές από τους πέμπτους-έκτους-έβδομους «μικρούς καφέδες» της ημέρας. Ρωτάω για την πολυκατοικία: ανήκει στην οικογένεια της Τζοβάνας. «Εδώ», μου λέει, «στο ρετιρέ αυτού του σπιτιού, έζησε τα τελευταία του χρόνια ο Ροσελίνι, άφραγκος, τον φιλοξενούσε η μάμα. Τον αγαπούσε πολύ, είχε παίξει σε ταινίες του». Αρχίζουν να ξεπηδούν ιστορίες της Ρώμης ενώ δίπλα, ο Πατρίτσιο, φορώντας ψυχεδελικό μπλουζάκι Τζίμι Χέντριξ με δεκάδες κεφάλια και χέρια σαν Ινδός θεός, κουρδίζει την καινούργια του κιθάρα, μία μικρή, σέξι, ολόλευκη Fender.
● ● ● Μέσα στο ποτήρι μου, κόκκινο κρασί, βλέπω με τα σόλα, να βγαίνουν μπουρμπουλήθρες.
Athens Voice, τ.259, 27.05.08
Τι ανόητος είμαι, στη δημοσίευση τού κειμένου στην Athens Voice, έκανα λάθος στη λεζάντα και έγραψα τον Παζολίνι ως Ρομπέρτο (Ροσελίνι). Λυπάμαι και διορθώνω.
3 σχόλια:
Γράφετε:''η Μανιάνι, λέει, στα γυρίσματα του “Mama Roma”, μόλις φώναζε “cut” ο Ροσελίνι, ζητούσε παγωτό''. Mε συγχωρείτε που επεμβαίνω αλλά μάλλον εννοείτε ότι φώναζε ''cut'' ο Παζολίνι ο σκηνοθέτης της ''Mamma Roma''. Ή η υπέροχη Μανιάνι ζητούσε παγωτό στα γυρίσματα του ''Roma citt'a aperta'' οπότε ο σκηνοθέτης που φώναζε ''cut'' ήταν όντως ο Ροσελίνι. Οπότε...ελπίζω να μην σας μπέρδεψα!
what the hec !
όλα μπουρμπουλήθρες...
Για να μη θυμηθώ και ότι η Μανιάνι έκανε μία σκηνή και στη "Ρόμα" του Φελίνι...
Δημοσίευση σχολίου