4 Ιουν 2009

Το Λάθος Μιας Νύχτας (Ιστορικό δράμα)


Αυτός ο άνθρωπος *δεν* είναι ο Παζολίνι

● ● ● Πέρασα όλη την προηγούμενη εβδομάδα διορθώνοντας online Το Λάθος Του Προηγούμενου Τεύχους και ζητώντας συγνώμες –στα όρια του χαρακίρι– από όλη την Αθήνα (δεν την περίμενα τέτοια ανταπόκριση), ότι ναι, σκουζάτε μι, το ξέρω ότι στη φωτογραφία του προηγούμενου Πανικοβάλ μαζί με την Άννα Μανιάνι είναι ο Παζολίνι και όχι ο Ροσελίνι.


● ● ● Είναι ο Παζολίνι και όχι ο Ροσελίνι. Είναι ο Παζολίνι και όχι ο Ροσελίνι. Είναι ο Παζολίνι και όχι ο Ροσελίνι.

● ● ● Η αλήθεια είναι ότι η Μανιάνι έχει παίξει στη «Μάμα Ρόμα» του Παζολίνι (που ήταν μαζί της στη φωτογραφία, οk;) αλλά έχει παίξει και στη «Ρόμα, Ανοχύρωτη Πόλη» του Ροσελίνι, που ήταν ο τίτλος του κειμένου (οk;). Κάπου ανάμεσα στη φωτογραφία, στον τίτλο και στη βιασύνη μου, έγινε η αντιστροφή των ονομάτων. Αν θυμηθούμε και τη «Ρόμα» του Φελίνι, στην οποία η Μανιάνι είχε τη μικρή εξαιρετική σκηνή με τη νυχτερινή σιωπή του φινάλε της, τότε ευτυχώς που δεν κάηκε το μάδερμπορντ των διορθωτών φίλων μου.

● ● ● Εκείνη την ίδια μέρα, ζογκλέρ της επικαιρότητας σχολίαζαν με χειρουργική λεπτομέρεια τη σημειολογία του debate (;) των πολιτικών αρχηγών στο διακαναλικό φεστιβάλ talking heads που μεταδόθηκε το προηγούμενο βράδυ. Ήταν οξυδερκείς και είχαν πανεύκολη λεία: αυτούς τους ανθρώπους που έγιναν ένας συμφυρμός της δικής τους, κομματικής ξύλινης γλώσσας και του «ίματζ» με τη μουχλιασμένη διαφημισολαγνεία των 80s που τους έχτισαν οι ορκισμένοι μαθητές του διαφημισταρά του Σεγκελά (τα πάντα για το σλόγκαν στην αφίσα). Ήταν και οι ίδιοι έτοιμοι να πεθάνουν από πλήξη όταν αποδομούσαν το χρώμα στο σακάκι της Αλέκας, τις στανισλαβσκικές χειρονομίες του Καραμανλή ή το χρώμα της γραβάτας ή τα σαρδάμ ή τις λέξεις-κλειδιά των άλλων. Ήταν «ο δρόμος ο πιο χιλιοπατημένος», η επανάληψη του ίδιου τρόπου αντιμετώπισης μιας, απλώς προφανούς αλήθειας, της τέχνης της μουμιοποίησης.

● ● ● Την ίδια μέρα, απορούσαν με την ίδια βαρεμάρα για τους πενήντα χιλιάδες που πήγαν στο πάρτι των AC/DC το προηγούμενο βράδυ, τι φασαρία και τι αηδία και τι ξεπερασμένο και τι σκόνη ήταν αυτή, και το τίναζαν από πάνω τους με βδελυγμία, ξου-ξου, ακόμα και με τα κερατάκια-στέκες είχαν θέμα, προφανώς θεωρώντας τα αξεσουάρ όχι αντάξια των παραφερνάλια, σουβλάκια, κονκάρδες, κασκόλ, πλαστικές σημαίες, όλο το ψιλικατζίδικο που ξεπουλάει σε κάθε εκδήλωσή της, πάνω σε παζαρόταβλες, αυτή η ρημαδούπολη.

● ● ● Η αλήθεια είναι ότι καθετί που έχει ηλεκτρική κιθάρα ακούγεται στ’ αυτιά τους σαν χέβι μέταλ. Οι AC/DC παίζουν το πιο ντεμοντέ, αθώο good times rock’n’roll, ένα σαματατζίδικο, ηλεκτρικό πάρτι boogie που μόνο σοβαροφάνεια, όση τα μαλλιά κομμωτηρίου φτιαγμένα από στιλίστες δισκογραφικών και image makers των χεβιμεταλάδων, δεν έχει. Οι πολιτικοί, οι αναλυτές και το χέβι μέταλ από τη μία, σε μια τόσο συμβολική αντιπαράθεση με το Πιο Αληθινά Αθώο Πράγμα που συνέβη στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια, από την άλλη. Καιρό είχα να δω τόσο ευτυχισμένες φάτσες να χώνονται στο μετρό, τόσο ξε-φορτωμένη την καρδιά Αθηναίων στο δρόμο, τόσο ανέμελο το περπάτημα «από το ΟΑΚΑ στα Πετράλωνα», τόσο απαλλαγμένο ηλεκτρικό φορτίο από πάνω τους, όσο εκείνο το βράδυ της τηλεοπτικής «αναμέτρησης» και των AC/DC…

● ● ● …το ίδιο βράδυ που εγώ είχα να γράψω εκατό φορές «είναι ο Παζολίνι και όχι ο Ροσελίνι».

● ● ● Μία αγγλόφωνη κυρία, διορθώνοντάς με, μου έγραψε με ευγένεια «μερικές φορές βοηθάει να ανήκεις στους παλαιότερους», αναγνωρίζοντάς μου το δικαίωμα (του νεότερου) στο λάθος. Πού να ’ξερε ότι εγώ είμαι στη φάση που αναρωτιέμαι για «το δικαίωμα του παλαιότερου στο λάθος», εκείνη τη μικρή παραδρομή που κάνει το ροκ να ρολάρει, τη μουσική να είναι συναισθηματική, τους έρωτες να τελειώνουν και να ξαναρχίζουν, τις ιστορίες να συμβαίνουν…

● ● ● …και τους Σαλονικιούς σαν τον Γιάννη Νάστα να φοράνε ακόμα κόκκινα γκλίτερ σακάκια και να φωτογραφίζονται πίνοντας κοκτέιλ στο φανταστικό Μόντε Κάρλο του μυαλού τους. Οι Χaxakes –ο Νάστας δηλαδή, με τη μικρή κοινότητα φίλων, κουμπάρων, κιμπάρηδων, χαϊχλίδογλου τύπου τύπων με ποτά και σαξόφωνα, μουσικών και «ανθρώπων session» που έχει γύρω του– έρχονται μετά από δέκα χρόνια με «Το Βαλς των Ελαφιών» να ζωντανέψουν –ποιος το περίμενε!– τη δεκαετία που ακόμα δεν έχουμε κατατάξει σε διαβάθμιση αμαρτίας: τα 90s!

● ● ● Όταν οι Xaxakes έκαναν στιλάτα και χαλαρά την επιτυχία «Στα ξαφνικά», το ’96, στις κονσόλες των κάμπριο μόλις είχαν πρωτομπεί τα mini disc players. Ο ψηφιακός ήχος έμοιαζε να κυλάει ωραία στην Εθνική, Θεσσαλονίκη-Αθήνα, και οι 30άρηδες ήταν οι άρχοντες του πλανήτη – χρηματιστές ή χάκερς. Τώρα είναι μπαμπάδες και αναζητούν το νόημα σε ένα ρομαντισμό μέσα σε έναν κόσμο παντός ζόφου. Άκουσα τα κομμάτια «Των Ελαφιών» και μου άρεσε που ο Νάστας, στην ειρωνική του, «ορχηστρική ροκ» δίνει απότομες επικίνδυνες στροφές με φαζαρισμένες ανατροπές, σκοτεινούς υπαινιγμούς, μια στιλάτη δυστοπία σαν έξτρα ελιά στο μαρτίνι του. Δείχνει ότι το έψαξε, τα δούλεψε τα κομμάτια του σαν πραγματικός μουσικός που ήθελε να εξελιχθεί: έκατσε στο στούντιο και έχτιζε, σκεφτόταν, συναρμολογούσε και μυριζόταν το νέο κόσμο.

● ● ● Αντίθετα, όταν του μίλησα, στο ραδιόφωνο στο «Μικρό City στο Λιβάδι», είδα ότι μου μιλούσε ένας άλλος Ξάξακας, όχι τόσο ο μουσικός όσο ο ρόλος του «τύπου με το κόκκινο κοστούμι». Βέρος Βόρειος, τύπος λαμέ με κρασιά, κοκτέιλ, ιστορίες να έχει να λέει, ελάφια που πήγαν στη Νέα Υόρκη, που χάθηκαν στο δρόμο, έπαιζε ανάμεσα στις ερωταπαντήσεις με λέξεις-κλειδιά σαν να υπήρχαν σε κάποιο «λεξικό του καλού δανδή» που θα είχε βγάλει ίσως ο Σεγκελά την εποχή που ο Νάστας ήταν 20 και ο Bowie, fashion victim βρυκόλακας στο “Hunger” του Τόνι Σκοτ (με την Κατρίν Ντενέβ και τη Σούζαν Σαράντον, οk;), και διψούσε για την αιώνια νεότητα.

● ● ● Προς το παρόν, οι Xaxakes έχουν εξασφαλίσει μία καλή «ανανέωση» διάρκειας, αφού το «Βαλς» έχει ήδη βγάλει την ακαριαία επιτυχία των ραδιοφώνων, το «Πονάν’ τα χείλη μου (γεια!)». Το κοινό είχε νοσταλγήσει αυτή την ελαφρώς ξεχασμένη, συγκινητική αλαζονεία των 90s που έχει το κομμάτι και του αρέσει που ο Νάστας έχει έναν «ανάδελφο» στην Ελλάδα μουσικό χαρακτήρα, για να χρησιμοποιήσουμε και μια λέξη που ανήκει στους «παλαιότερους».

● ● ● Προς το παρόν, έχω βρει μόνο ένα λάθος στο «Βαλς των Ελαφιών»: στη φωτογραφία δεν είναι ο Νάστας αλλά ο Ντόριαν Γκρέι.

(Athens Voice, τ.260, 04.06.09)

3 σχόλια:

Κ.Κ.Μοίρης είπε...

χαλάρωσε κουμπάρε

δεν μπορούμε να απολαύσουμε την ελιά στο μαρτίνι του Νάστα με τέτοιο παζολινικό άγχος

Τζων Μπόης είπε...

πιάσαμε μια κουβέντα σήμερα μεταξύ τύρου και αχλαδίου, ουζακίου και χταποδακίου, εκλογικών αποτελεσμάτων κι άλλων αμπελοφιλοσοφιών και αναρωτηθήκαμε στα ξαφνικά τι να απέγινε αυτός ο Νάστας, γούγλισα προ ολίγου και πέφτω πάνω σου ξανά!

"...και ήταν μέρα μεσημέρι και τώρα είναι βράδυ και ποιός ξέρει πια, τα χείλη σου έτοιμα να φιλήσουν και τα δικά μου έτοιμα να ρουφήξουν..."

...αναρωτιέμαι τελικά, τι μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση στα εγχώρια μουσικά πράγματα τα τελευταία 20 χρόνια, οι Xaxakes ή οι Κόρε Ύδρο (για την Μόνικα ούτε λόγος, πολύ mainstream)

the muppet show girls είπε...

Extravaganza.
Και easy living.
...γεια...μου πες έτσι απλά...
Κι αργήσαμε με τα 90s...