17 Ιουλ 2009

Another happy customer


Αξιότιμε κε Νένε, Επιτρέψτε μου με την παρούσα επιστολή να σας ευχαριστήσω για το άρθρο σας με τίτλο «Πανικοβάλ των 500». Θα συμφωνήσετε φαντάζομαι ότι ο μέσος ενήλικας αναπτύσσει, κατά τη διάρκεια της ζωής του, εμβριθείς γνώσεις σε περιορισμένο αριθμό αντικειμένων (επιστημονικών, επαγγελματικών, καλλιτεχνικών κτλ.) και αγγίζει, ακροθιγώς μόνο, έναν μεγαλύτερο αριθμό άλλων.
Ξέρετε, διαπιστώνω επανειλημμένα –δεδομένου ότι ένα δικό μου πεδίο εμβριθούς γνώσης είναι το heavy metal– ότι πολλοί δημοσιογράφοι / συντάκτες εντύπων δεν διστάζουν να εκθέσουν γνώμες και αφορισμούς για θέματα για τα οποία έχουν ελλιπέστατη πληροφόρηση, και για τον λόγο αυτό τείνω να αποδίδω χαμηλή τιμή αλήθειας σε ό,τι διαβάζω από την πένα τους για θέματα που εγώ δεν επίσταμαι. Επιθυμώ λοιπόν να σας ευχαριστήσω διότι ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζετε τις έννοιες “rock’n’roll” και “heavy metal” αναφερόμενος στην καταπληκτική συναυλία των AC/DC έρχεται προς επίρρωση της εν λόγω άποψής μου. Εξηγούμαι: το να θεωρείτε ότι τους heavy metal μουσικούς χαρακτηρίζει σοβαροφάνεια, η οποία εκπέμπεται από τα μαλλιά κομμωτηρίου τους, «φτιαγμένα από στυλίστες δισκογραφικών και image makers», πολλώ μάλλον δε το να τους συνκατηγοριοποιείτε με πολιτικούς και αναλυτές, και σε αντιπαραβολή με το «Πιο Αληθινά Αθώο Πράγμα», δηλαδή μία συναυλία ενός κορυφαίου hard rock / classic rock σχήματος, αποτελεί κραυγαλέα επίδειξη ημιμάθειας, για περισσότερους λόγους από όσους μπορώ καν να απαριθμήσω. Θα τολμούσατε άραγε ποτέ να γράψετε: «παραδέχομαι ότι γνωρίζω ελάχιστα πράγματα για το heavy metal. Δεν παρακολουθώ συστηματικά τις εξελίξεις εντός του, ούτε διαθέτω εκτενή metal δισκοθήκη. Παρόλα αυτά, σας διαβεβαιώ, αγαπητοί αναγνώστες, ότι πρόκειται για ένα σοβαροφανές είδος μουσικής του οποίου οι καλλιτέχνες άγονται και φέρονται από στελέχη δισκογραφικών και στυλίστες»; Η παραδοχή της επιφανειακής μονάχα γνώσης του αντικειμένου δεν θα ερχόταν σε πλήρη αντίφαση με την κατηγορηματικότητα της κρίσης σας; Όντας όμως «δημοσιογράφος» ή «συντάκτης» (δεν γνωρίζω πώς αυτοπροσδιορίζεστε, εξού τα εισαγωγικά), βλέπω ότι επιτρέπετε στον εαυτό σας να εκθέσει δημόσια μία δηκτική άποψη για ένα αντικείμενο ξένο προς εσάς. Θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι, στους κύκλους ημών των «χεβιμεταλλάδων», ο διαχωρισμός του heavy metal από το classic rock –ιδιαιτέρως της χρυσής δεκαετίας του ’70– αποτελεί αντικείμενο σχοινοτενούς συζήτησης. Πού κατατάσσονται οι Black Sabbath, οι οποίοι ανέκαθεν υποστήριζαν “we are a rock’n’roll band”, αλλά οι οποίοι αναγνωρίζονται, σχεδόν πανταχόθεν, ως οι πνευματικοί πατέρες και δημιουργοί του Heavy Metal; Οι Deep Purple; Οι Led Zeppelin; Οι Mountain, UFO, Rush, Thin Lizzy, Blue Oyster Cult, Rainbow, Scorpions, Budgie, Krokus, Riot, Dust, Bang, Sir Lord Baltimore και αμέτρητοι άλλοι; Ενώ εμείς μπορεί να θεωρούμε αναμφίβολη την ύπαρξη αυτής της γκρίζας ζώνης, με κριτήρια μουσικά, ιστορικά, στυλιστικά, ενίοτε και ιδεολογικά, εσείς με άνεση προβαίνετε στον διαχωρισμό σας. Προσέξατε άραγε πόσοι εκ των θεατών της συναυλίας των AC/DC φορούσαν μπλουζάκια metal σχημάτων; Αναρωτιέμαι επίσης αν η περιγραφή σας για τα «μαλλιά κομμωτηρίου» συνοψίζει πραγματικά την εντύπωσή σας για το heavy metal. Δεν θα μπω καν στον κόπο να επιχειρήσω την ανασκευή αυτού του τόσο εξώφθαλμα φαιδρού στερεοτύπου. Επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι οι διατυπώσεις σας μου υπενθύμισαν τον Διονύση Σαββόπουλο, ο οποίος στο εσώφυλλο του «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι», και αναφερόμενος στον αξιολογότατο Βασίλη Παπακωνσταντίνου, γράφει «Κατανοώντας την εμπλοκή σου με τα νεανικά ακροατήρια και τις συχνά έξαλλες μουσικές απαιτήσεις τους χάρηκα διπλά που όλα αυτά δεν μας απασχόλησαν καθόλου στον παρόντα δίσκο. Είναι ασφαλώς καλλίτερος αυτών των κλεφτοκοτάδων του χέβυ-μέταλ. Εγώ τουλάχιστον το ξέρω.» Απορώ με τη σειρά μου: γιατί νιώθει την ανάγκη ο κ. Σαββόπουλος να χλευάσει ένα είδος μουσικής, τα συγκροτήματα που το θεραπεύουν και τους μουσικόφιλους που τα θαυμάζουν; Θα ένιωθε αμήχανα αν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου του απαντούσε ότι σέβεται ορισμένα heavy metal συγκροτήματα; Με αφορμή αυτό, σας παραπέμπω στο ντοκυμαντέρ “Metal – Α Headbanger’s Journey” του Καναδού ανθρωπολόγου και κινηματογραφιστή Sam Dunn, ο οποίος καταπιάνεται με αυτό ακριβώς το ερώτημα: για ποιο λόγο το heavy metal έχει γίνει τόσο συχνά αντικείμενο αποδοκιμασίας, χλεύης, υποτίμησης και παρερμηνείας; Είτε σας ικανοποιήσει η απάντηση που δίνει ο αφηγητής είτε όχι, εγώ δεν θα μπορούσα παρά να συμφωνήσω με το καταληκτικό σχόλιο που παραθέτει, εν μέσω ενός heavy metal φεστιβάλ: “If metal doesn’t give you that overwhelming surge of power and make the hair stand up at the back of your neck, you might never get it. And you know what? That’s ok. Because judging by the 40.000 metalheads around me, we’re doing just fine without you.” Δεν είναι η πρώτη φορά που παρατηρώ αυτήν την συγκαταβατική αντιμετώπιση της μουσικής στην οποία έχω αφιερώσει αμέτρητες ώρες της ζωής μου από εκπροσώπους των Μέσων Μαζικής «Ενημέρωσης». Παρ’ όλα αυτά, έχω τους λόγους μου να μην θυμώνω διαπιστώνοντας ότι θεωρητικώς καλλιεργημένοι άνθρωποι μας χαρακτηρίζουν αβασάνιστα «κλεφτοκοτάδες», «φρικιά», «γραφικούς» ή «κάφρους». Η εν λόγω μουσική θα συνεχίσει να γράφεται και να αποδίδεται με πηγαίο, αιχμηρό, τεταμένο και ακραίο τρόπο, και να εκφράζει θαυμάσια όλη την γκάμα των συναισθημάτων, των προβληματισμών μας, και όλη την τραγική ή απάνθρωπη παραδοξότητα της ζωής, όσο δεν θα λαμβάνει υπόψη τις αισθητικές επιταγές και το μυωπικά ξενοφοβικό βλέμμα των υβριστών της. Σας ευχαριστώ και για τον χρόνο που τυχόν αφιερώσατε στην ανάγνωση της επιστολής μου. Με τιμή, Τάκης Πέττας

Μάλλον υπάρχει πρόβλημα στο συντακτικό μου. Αυτό που εννοούσα είναι ότι οι «μικροπολιτικοί» ραδιοφωνατζήδες φρικάρησαν με τη συναυλία των AC/DC (την οποία υπερασπιζόμουν στο κείμενο). Είναι οι ίδιοι που οτιδήποτε έχει ηλεκτρική κιθάρα το θεωρούν «χέβι μέταλ» και το κατατάσσουν στην κατηγορία «ετοιμοπαράδοτο – στιλιζαρισμένο από τις δισκογραφικές» κ.λπ. Το στερεότυπο του χεβιμεταλά όπως το έχει προβάλλει η βιομηχανία του είδους. Έτσι και αντιμετώπισαν την πιο feelgood συναυλία της χρονιάς. Κατά τα άλλα, κύριε Πέττα, ποτέ δεν υποδύθηκα τον επαΐοντα του είδους (αν και το πρώτο βινύλιο που αγόρασα ήταν το “Zepellin 1”, αλλά χου κέαρζ ένιγουέι). Δημοσιεύω το mail σας για λόγους ευχαρίστησης του σπορ (πινγκ πονγκ) και επειδή ήταν οι μέρες της Γιορτής της Μουσικής. Να ’στε καλά.

(AthensVoice, 24.06.09)

Δεν υπάρχουν σχόλια: