● ● ● Στριφογυρίζει σαν δερβίσης με τα χέρια ανοιχτά να τους πάρει όλους μαζί της, να σηκωθεί με τη φυγόκεντρο και να απογειωθεί, καθώς τα τραγούδια της κορυφώνονται σχεδόν όλα σε ένα ωραίο κρεσέντο που θυμίζει παλιές, καλές στιγμές του αληθινού ροκ. Η φωνή της κάνει εκείνους τους ελιγμούς, από θηλυκή σε ψίθυρο, από ανάσα και κοφτή αναπνοή σε λυγμό, και μετά πάλι βαθαίνει και πάει πιο πέρα, να αρχίσει νέο στρόβιλο σε άλλο κουπλέ. Τα μάτια της είναι σαν διάφανα μπλε, σαν κρύσταλλα, δεν ξέρω, έχουν νερό μέσα τους και μια «ζεν» νωχέλεια στο βλέμμα τους. Είναι ανοιχτά και θυμίζουν αέρα. Όταν τα κλείνει, και πάλι είναι σαν να βυθίζεται στην «αναχώρησή» της. Λες, «τώρα θα τα ανοίξει και θα είναι μόνο λευκό φως από μέσα, σαν φανάρια, σαν εξωγήινη».
● ● ● Είναι φανερό ότι έχω ένα κόλλημα με τη Θεοδοσία. Την αγαπώ και μου άρεσε παλιά να μεθάω με τα τραγούδια της, από την εποχή των Μπλε ακόμα. Η ίδια το ξέρει και με φωνάζει “fucking Daddy” ενώ εγώ, από εδώ και πέρα, θέλει να τη φωνάζω «Μπαμπαλού». Αυτή είναι η Νέα Τσάτσου, η ελεύθερη, χωρίς συμβόλαια και «περιοριστικούς όρους» ηρωίδα της. «Έτσι με λένε οι Αθηναίοι. Η Μπαμπαλού άρχισε να υπάρχει από την εποχή του “Ύποπτου Κόσμου”, το ’99. Είμαι αλλού, είμαι απ’ αλλού, με λένε Babalou». Υποψιάζομαι ότι, παρά την επιτυχία των μετέπειτα άλμπουμ, του «Κόκκινο» κυρίως, αλλά και της «Λεωφόρου της Εύας», η Θεοδοσία ήρθε αντιμέτωπη με τον εφιάλτη «live εμφανίσεις». Το «σχήμα» στα μαγαζιά. H (δια)τριβή της με το μουσικό κύκλωμα που την κατέταξε στο «έντεχνο» κι ακόμα εκεί την έχει. Όμως, η φωνή της Μπαμπαλού έρχεται από μία άλλη παράδοση. Έχει μία διαδρομή μέσα της – Μελβούρνη, Θεσσαλονίκη, θέατρο, διάστημα. Έχει λίγο Νάστα, αρκετό Μπλε και πολύ μαύρο, μεταλλικό, jet black, καμία σχέση με το ξανθό της κεφάλι.
● ● ● Οι Έλληνες έντεχνοι τραγουδούν την παράδοση του αμανέ τους ζεσταίνοντας την ακινησία του κισμέτ τους. Δεν θέλουν πολλά τραντάγματα και ξεβόλεμα, θέλουν το ραχάτι της δυστυχίας, ξάπλα, παρατημένοι, χωρίς αγάπη, κανά τσιγάρο, τίποτα ποιήματα και καμιά μαυροδάφνη πιάσε. Όσο γι’ αυτό το πολύπαθο «ροκ», το έχουν σαν μια δηθενιά στην ενορχήστρωση. Βγάλε την πανάρχαια ηλεκτρική κιθάρα από τα τραγούδια τους, βάλε ένα μπουζούκι κι αμέσως είναι έτοιμα για «ποιοτικό λαϊκό μαγαζί». Σόρι, για «μουσική σκηνή» εννοούσα. Η Τσάτσου τραγουδάει όμως σαν αερικό. Έχει το γκάζι της διεθνούς εσπεράντο του ροκ, ίσως γιατί άκουσε, απλούστατα, από μικρή και άλλους ήχους, πολλές διαφορετικές μουσικές και γλώσσες. Έτσι, όταν τη σκέφτομαι δίπλα στον Πλιάτσικα (θα συνεργαστούν άραγε φέτος;…) δεν μπορώ να βρω ακριβώς το κονέ – μια χαρά του ταίριαξε η Sinead O’Connor. «Μου είπανε να ανοίξω τη συναυλία των Deep Purple» πετάει μετά. «Τι λες;». Και ούτε εκεί τη βλέπω αλλά και πάλι, μόνη της, την παρερμηνεύουν. Τη βάζουν δίπλα σε ράπερς και DJs που παίζουν λούπες, τη συμπιέζουν.
● ● ● Η στιγμή που η Θεοδοσία ανοίγει διάπλατα τη φωνάρα και την ακούει το κοινό είναι πάντα απρόοπτη, δίπλα σε ποτάμια, σε συναυλίες κάπως πιο «παγανιστικές» ή με διάθεση punk cabaret όπως στο Αν, παλιά, όταν τραγουδούσε το “What’s up” ή άλλα θεατρικά κομμάτια «αλμοντοβαρικής» έμπνευσης. Φέτος, μου λέει, η Babalou θα είναι «αυτή και τα αγόρια της από το διάστημα». Αρχίζει να περιγράφει μία θηλυκή Ziggy Stardust σε σκηνή διαστημόπλοιο. Την ίδια ώρα ακούμε τα καινούργια της τραγούδια από το άλμπουμ «Α γαπήσου» που βγαίνει αυτές τις μέρες, ανεξάρτητο και περήφανο, με κατάμαυρο εξώφυλλο, στα μαγαζιά. Μου θυμίζει το «Μαύρο» άλμπουμ του Prince, το θυμό του με τις εταιρείες και την glam rock καρδιά του κλεισμένη στο μαύρο, jet black βινύλιο. Στην γωνία, ένα παραβάν με τυπωμένη επάνω του σε τεράστια μεταξοτυπία μία ασπρόμαυρη Μέριλιν Μονρό κι ένα θεατρικό ασπρόμαυρο μποά κρεμασμένο μοιραία επάνω του.
● ● ● Η Θεοδοσία θα μπορούσε να είναι ηθοποιός – αλλά και πάλι όχι. Θα μπορούσε να είναι μία Tiger Lilly, αλλά και πάλι είναι πολύ ψυχεδέλα για κάτι τόσο γκραν-γκινιόλ. Ασχολείται με την ψυχή, το ζεν, την κίνηση του σώματος, την επικοινωνία και την έκφραση. Δεν θα εκπλαγώ αν μου πει ότι διδάσκει και πιλάτες σε νευρωτικές executives ή κάθε βράδυ κάνει chat με τον Βούδα. Όταν μιλάει για την Αθήνα, απλώς «δεν είναι εκεί, είναι αλλού». Η Babalou επισκέπτεται το κέντρο όπως ένας εξωγήινος τα χωράφια με τις καλαμποκιές: νύχτα, ξαφνικά, στροβιλίζεται πάνω τους, αφήνει σχέδια και ωραία τατουάζ – και εξαφανίζεται.
● ● ● Τον Δεκέμβριο, τις νύχτες που καιγόταν η Αθήνα, μου έστειλε άλλα δύο τραγούδια της. «Aγαπήσου» και «Ζούμε ανάμεσά τους». Ήταν θυμωμένα, οι στίχοι έλεγαν μάδαφάκα, απόψε δεν θα κοιμηθώ… είχαν ένα επείγον ροκ, θυμωμένο ύφος. Ήταν σαν τηλεφώνημα απόγνωσης: είμαι μαζί σας, δεν ζω στον πλανήτη Χάππυ, ξαγρυπνώ και ακούω.
● ● ● Τώρα, μέσα στο μαύρο εξώφυλλο, τα τραγούδια της παίζουν με μία ιδέα σαν διάθεση να ανανεωθεί η ίδια αλλά και σαν δεύτερη «κλίση επικοινωνίας»: έριξε μέσα στα μπλουζ και funk rock κομμάτια της, λίγο μπουζούκι. Άκουσα μερικά, είναι όμορφα, γλυκά. Κυλάει με έναν «αθηναϊκό τρόπο» το μπουζούκι, λίγο σαν παλιός Πλέσσας, μία δόση Ζαμπέτας, μία ανάμνηση καλοκαιριού δεκαετίας ’60. Νιώθω σαν να θέλω να της πω «τι γλυκιά που το σκέφτηκες, είσαι πολύ ευγενική». Το μπουζούκι γλυκαίνει, δεν είναι σαν μεθυσμένη νύχτα στα σκυλάδικα. Το έχει σαν στολίδι – αλλά εκεί που πραγματικά αρχίζει πάλι να στροβιλίζεται σαν δερβίσης, είναι όταν αφήνει την μπάντα της να σολάρει και να σταλάζει τζαμάρισμα ενώ η ίδια «το κάνει να συμβαίνει», γίνεται η γνωστή Θεοδοσία.
● ● ● Λοιπόν, οk. Η Babalou πετάει πάνω από την Αθήνα αυτές τις μέρες. Θα δείτε και τα σημάδια της στους δρόμους, σαν ιερογλυφικά, τατουάζ – μαύρο πάνω σε μαύρο.
(Athens Voice, 01.07.09)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου