3 Απρ 2009

Ώρα Μία


ODC, το σκοτεινό θηρίο της Hamilton, σχεδιασμένο για την «Οδύσσεια» του Κιούμπρικ. Προς το παρόν υπάρχει ακυκλοφόρητο σε αυτή, την προσωρινή φάση.

* Είμαι ένας συναισθηματικός συλλέκτης Swatch ρολογιών.
Όλα άρχισαν επειδή, κάποτε, το πλαστικό μου φαινόταν πιο ροκ από το μέταλλο και μάλιστα όσο πιο φθηνό, τόσο πιο καλά. Το έβλεπα σαν T-shirt: το χέρι μπορεί να είναι ένα ιδανικό πλατώ «δηλώσεων». Μου άρεσε να μισοφαίνεται κάτω από ένα straight μανίκι, ένα έξαλλο ρολόι. Να ξεπροβάλλουν από το καντράν φτερά, βίδες, καλώδια με φωτεινή απόληξη, δεν ξέρω, γκρέμλινς, τα πάντα. Από το über-trendy Jellyfish που ποτέ δεν φόρεσα αλλά μου άρεσε να βλέπω τα σπλάχνα του να κινούνται, μέχρι το alarm – φούρνο μικροκυμάτων με μελωδία αφύπνισης μία αποκλειστική σύνθεση του Peter Gabriel. Άσε που βρήκα το ακυκλοφόρητο single με το κομμάτι των Ultravox, ειδικά για την Swatch και μετά καπάκι κυκλοφόρησαν τα τρία συλλεκτικά για τα 100 Χρόνια του Κινηματογράφου, σε μεταλλικό κουτί κινηματογραφικής μπομπίνας, σχεδιασμένα από τον Altman, τον Kurosawa και τον Almodóvar με τρία ταινιάκια φτιαγμένα από τους ίδιους – τα έβλεπες βάζοντας το reel μέσα σε ένα ειδικό μονόφθαλμο βιού-μάστερ. Ήταν τόσο έξυπνο που σχεδόν έφευγε από τον καρπό σου.

* Ήταν η εποχή που ο γερο-Hayek, ο Κύριος Swatch, είχε απογειώσει τη μεγαλύτερη pop έκπληξη στον επιχειρηματικό κόσμο, βλέποντας τέχνη και τεχνική μέσα στην ίδια συσκευασία, χιούμορ μέσα στο «ιερό φετίχ» των αρχιμαστόρων ρολογάδων. To ρολόι, είτε φτηνιάρικο ψηφιακό γιαπωνέζικο gadget, είτε βαρύ μεταλλικό όπλο επιβολής στο χέρι γιάπηδων που σκότωναν την ώρα τους ανάμεσα σε πτήσεις ανταπόκρισης στα duty free των διεθνών αεροδρομίων, τώρα αποκτούσε τεράστια καινούργια αγορά και ξαναγυρνούσε θριαμβευτικά στην ιδιαίτερη πατρίδα του – την Ελβετία.

* Μετά η Swatch έγινε Όμιλος και επίσημος χρονομέτρης των Ολυμπιακών Αγώνων. Σαν μια χιονοστιβάδα στις ελβετικές Άλπεις, κύλησε στην κοιλάδα με τα μικρά χωριά και πήρε μαζί της, στην προστατευτική της πάλλευκη κοιλάρα, όλες τις μεγάλες και μικρότερες ελβετικές εταιρίες ρολογιών. Η συντεχνία ξαναζούσε, ενάντια στη γιαπωνέζικη ωρολογο-γιακούζα. Το μυστικό της τέχνης θα μεταδιδόταν και πάλι, σαν απειροελάχιστο βιδάκι από μπλε επεξεργασμένο μέταλλο, από χέρι σε χέρι, κληρονομιά προσεχτικά κρατημένη στην άκρη της τσιμπίδας του μαστρο-Hayek. Ο γιός Hayek ανέλαβε, μαζί με την ιταλική, ντηζαϊνάτη ομάδα τεχνοκρατόρων της εταιρίας το brand name και ο μπαμπάς αφοσιώθηκε στις μικρές του, πολυτελείς απολαύσεις – το καινούργιο του χαϊδεμένο μωρό, την ιστορική Breguet.

* Ο Breguet, επίσημος ρολογάς του παλατιού των Βερσαλλιών, είχε φτιάξει για την Μαρία-Αντουανέττα ένα μικρό αριστούργημα τεχνικής και μικρογλυπτικής, ένα ολόχρυσο ρολόι τσέπης που συγκέντρωνε επάνω του όλες τις, μέχρι τότε, καινοτομίες της εποχής στην ωρολογοποιία. Μετρούσε τον διαφυγόντα χρόνο με την απαλή μετρονομία ενός συνόλου μουσικής δωματίου. Ήταν ένα ημερολόγιο στο διηνεκές. Ήταν η ώρα δια της αφής, για να μπορεί κανείς να μην είναι αγενής σε μία ομήγυρη. Ήταν πυκνό, «περίπλοκο όσο το σύμπαν», ένα αληθινό κόσμημα που ούτε ο ίδιος ο δημιουργός του είδε ποτέ τελειωμένο, ούτε η ίδια η βασίλισσα – της έκοψαν το κεφάλι, ενώ το χρυσό ρολόι της συνέχισε την πορεία του κρυμμένο στα θησαυροφυλάκια της εταιρίας, ή αλλάζοντας χέρια. Μαρκήσιοι, άγγλοι λόρδοι, συλλέκτες, ρομαντικές αγγλίδες ερωτευμένες στην Ινδία, εβραϊκά πανεπιστήμια και τελικά στο μουσείο ισλαμικής τέχνης της Ιερουσαλήμ – απ’ όπου και εκλάπη πριν είκοσι-τόσα χρόνια. Η ιστορία μοιάζει με ταινία του Τομ Χανκς: ο μπαμπάς Hayek, έχοντας στα χέρια του όλα τα ντοκουμέντα της Breguet και όλη την τεχνογνωσία και τα μέσα του Ομίλου Swatch αποφάσισε να «ξαναχτίσει» το μικρό, χαμένο αριστούργημα και, μάλιστα, να το συσκευάσει μέσα σε εκθαμβωτική κασετίνα φτιαγμένη από τον κορμό της αγαπημένης βελανιδιάς της Αντουανέττας, που είχε πέσει πια, το γέρικο δεντράκι, στον μεγάλο καύσωνα του 2003. Σε αντάλλαγμα, ο γαλαντόμος Κύριος Hayek έδωσε 5 εκατομμύρια ευρώ για την αποκατάσταση του Μικρού Τριανόν, εκείνης της μίνιμαλ ροβεσπιερικής ντίσνεϋλαντ της βασίλισσας, στην καρδιά των κήπων των Βερσαλλιών.

* Ως δια μαγείας, πέρσι, λίγες μέρες πριν την παρουσίαση του ρολογιού στην Baselworld, τη μεγάλη Έκθεση Ωρολογοποιίας και Κοσμήματος στη Βασιλεία της Ελβετίας, το κλεμμένο ρολόι επεστράφη στο μουσείο της Ιερουσαλήμ ενώ ένα σκοτεινό, συναρπαστικό παρασκήνιο περιβάλλει ακόμα την ιστορία.

* Πριν λίγες μέρες βρέθηκα στην Baselworld μαζί με το γκρουπ της Swatch, χαμένος μέσα σε υπερ-ψηφιακά σκηνικά και διαστημικές κατασκευές των περιπτέρων της πιο ισχυρής, σοβαρής συντεχνίας του κόσμου. Οι ρολογάδες και οι χρυσοχόοι είναι σαν ιερείς μίας θρησκείας που λατρεύει τη φυσική και τα υλικά της γης – μέταλλα, ορυκτά, κρύσταλλα, πετρώματα και την κίνηση της μηχανής μέσα στο χρόνο. Είναι όλοι, πελάτες, πωλητές, dealers, διευθυντές, ντυμένοι στα μαύρα. Μας οδηγούν σε μίνι λαβύρινθους μέσα σε μικρά, κρυφά δωματιάκια και κάτω από ένα σποτ, κρατάνε απαλά στο αριστερό τους χέρι τα νέα design που θα κυκλοφορήσουν την επόμενη χρονιά. Το δεξί τους χέρι, φορώντας ένα βελούδινο, αέρινο γάντι, ακουμπάει απαλά τα υπέρ-σκληρα μέταλλα από ζαφείρι, τις ατσάλινες κάσες, στριφογυρίζουν τα στεφάνια με τα απειροελάχιστα νούμερα των ενδείξεων. Μιλάνε σιγά και με χιούμορ, μετράνε διαμάντια και καράτια σαν να μας πέφτουν ένα-ένα τα δόντια με κάθε σιδερογροθιά - ρολόι που μας ρίχνουν.

* Μπαίνω στον μαύρο λαβύρινθο, πλησιάζω μαγεμένος τη μοναδική ρέπλικα του ρολογιού της Αντουανέττας που θα βρίσκεται στην Έκθεση για μία μόνο ώρα και μετά θα επιστρέψει στο Παρίσι. Λαμποκοπάει και κινείται η καρδιά της, ακίνητη καθώς στέκεται, αιωρούμενη στο αεροστεγές κενό του γυάλινου κλωβού της. Θέλω να την φωτογραφίσω αλλά ένας σεκιούριτυ ροτβάιλερ θέλει να με φάει κι έτσι φωτογραφίζω πιο πέρα την μαρκετερί της κασετίνας – απομίμηση του ξύλινου παρκέ του Μικρού Τριανόν που μου θυμίζει αθηναϊκό διαμέρισμα, τέρμα Διδότου ή Σούτσου, Μαβίλη. Εκεί το τοποθετώ.

* H Baselworld δεν θέλει φωτογράφους. Κυρίως ασιάτες. Η βιομηχανική κατασκοπία κυλάει στις παχιές μοκέτες, εντοπίζεται ή όχι σε χαμηλούς τόνους σκληρού ανταγωνισμού ανατολής και δύσης. Φτηνά εργατικά με πανάκριβη παράδοση. Νέες τάσεις, τεράστιες γιγαντιαίες κάσες, νέοι μηχανισμοί (όπως της σινεφίλ Hamilton), το Ventura του Έλβις από την «Μπλε Χαβάη» δίπλα στα μίνιμαλ της CK και τα ολοκαίνουργια Tiffany’s (τα έχει αναλάβει η κόρη Hayek). Τετράγωνα σαν περικάρπια επιστημονικής φαντασίας – της Rado πάντα. Η γερμανο-τελειομανής Glashütte λέει ότι ο καλύτερος τρόπος για να τεστάρεις την ανθεκτικότητα στους κραδασμούς είναι το γκολφ, το σκληρότερο άθλημα στον κόσμο για τη ζωή ενός ρολογιού. Η Omega, ελαφρώς σνομπ και νέος χρονομέτρης των Ολυμπιακών προτιμάει το διάστημα όπου, άλλωστε, έχει πετάξει ενώ η Tissot, δια της αφής t-touch πάει στα βαθιά της αβύσσου ή στα πιτ του MotoGP όπου συνεχίζει να διαπρέπει με το μοντέλο «μέσα στη συσκευασία – κράνος». Διαμάντια, καράτια, ρουμπίνια.

* Σάββατο βράδυ, στην Ώρα της Γης, με τα σβηστά φώτα, βρίσκομαι στον αέρα. Στο μαύρο σιλικονάτο Scuba Swatch μου – αυτό φοράω μόνιμα πια – παίζω με την ώρα. Μία πίσω Ελβετίας, μία μπροστά Ελλάδας, ακόμα μία μπροστά η Θερινή. Μπερδεύομαι, κλείνω τα φώτα, κλείνω τα μάτια, κενό αέρος.


(Athens Voice, τ. 251, 02.04.09)

1 σχόλιο:

Α, μπα? είπε...

καταπληκτική ιστορία