20 Απρ 2009

Πάσχα copy paste



  • Είμαστε στην Πάρο μαζί με τα υπόλοιπα 11+κάτι, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, εκατομμύρια ελλήνων και αλβανών και ψάχνουμε, Μεγάλη Τετάρτη μεσάνυχτα, να φάμε κάτι ενώ δεν-υ-πάρ-χει. Ούτε ένα Μιράντα. Εγώ εντωμεταξύ έχω σκοντάψει σε σκαλοπάτι που δεν το είδα, πρώτον γιατί ήταν θεοσκότεινα, δεύτερον γιατί έχω νυκταλωπία και τρίτον γιατί έχουμε πιει όλο τον Καρούλια, ντίρλα, πίναμε από το μεσημέρι που φτάσαμε, με συννεφιά, χάλια καιρός, μείναμε μέσα στα στούντιο/απάρτμεντς/όπως-και-να-τα-λένε-αυτά και ακούγαμε την Σ. που είναι η πιο διάσημη φίλη μας για φέτος, να σχολιάζει όλο το καλλιτεχνικό παρασκήνιο, δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο όρθιο. Μετά κουρέψαμε την Στ. για να της δώσουμε ένα νέο λουκ αλλά κυρίως επειδή δεν είχαμε τι να κάνουμε, πώς την πείσαμε ένα θεός ξέρει – το κάναμε τελετουργικά, την καθίσαμε μπροστά σε έναν καθρέφτη σκεπασμένο με ένα σεντόνι και αρχίσαμε να ψαλιδίζουμε μέχρι που την αφήσαμε σινέντ’ο’κόνορ, ούτε ένα τσουλουφάκι τεν-τεν καν μπροστά, να περνιέται για αγόρι τουλάχιστον. Ακούγαμε Bowie και μόλις είχε σκάσει μύτη το πρώτο φυλακόβιο σήριαλ, το Oz, με τους ξυρισμένους δολοφόνους, ε, είχαμε επηρεαστεί όσο να’ ναι. Επίσης, για να καταπολεμήσουμε την λιγούρα πίναμε, εξ’ ου αργότερα και το γδαρμένο γόνατο από τη νυκταλωπία, σκοτώθηκα στη σκάλα, και ως γνωστόν οι βότκες δεν βοηθούν στο κούρεμα, τραβήξαμε το σεντόνι, αποκαλυπτήρια, και η Στ. έμεινε κόκαλο, δεν μας ξαναμίλησε ποτέ στ’ αλήθεια κανονικά πια – ή τουλάχιστον όχι για τις επόμενες μέρες στην Πάρο που ήταν κάπως συνέχεια ξινισμένη, μαύρο Πάσχα έκανε, κρύωνε και το κρανίο της μετά από τόσο μαλλί σαν της Πρωτοψάλτη στα πρώτα της βήματα, να μείνει αποψιλωμένο. «Σιγά μωρέ πώς κάνεις έτσι» της λέμε κι αυτή απαντάει «Τι θα πω στη μάνα μου; Μου λέτε;». Αναγκαζόμαστε και την σκεπάζουμε με μπαντάνα και πάμε να φάμε στο μπαρ του ξενοδοχείου όπου έχει μόνο κρέπες και τα μαρασκίνο για τα κοκτέιλ, και πάλι καλά να λέμε. Έρχονται οι κρέπες που είναι σαν να τρως γλυκό βετέξ, δεν παλεύονται, αποφασίζω να μείνω με το κερασάκι και ό,τι έχει από θερμίδες η βότκα, ίσως βρω και τίποτα τρελαμέντος σκόρπια στο σακίδιο, στα δωμάτια μετά.

· Στα δωμάτια μετά, διαπιστώνουμε ότι το σκυλί της Σ. έχει πάθει αμόκ και έχει φάει τις μισές πόρτες και παραθυρόφυλλα, όλα παραδοσιακής νησιώτικης αρχιτεκτονικής, μεγάλη ζημιά, θα πάθει τίποτα το ζωντανό με τόσο ξύλο στο στομάχι του. «Τουλάχιστον αυτό έφαγε κάτι» λέω, βάζοντας το μισό μπουκάλι Σι-Κέι (που όντως καίει) πάνω στο γόνατο να το απολυμάνω, ενώ το σκυλί τρώει και κανονικό ξύλο από την μαμά του που είναι αμείλικτη σε θέματα καταστροφής της νησιώτικης κληρονομιάς μας, με σαγιονάρα κατερπίλαρ την διχάλα με το καουτσούκ. Μετά παίζουμε μπιρίμπα και καπνίζουμε γιατί δεν έχουμε ύπνο, ενώ έχουμε πιει τα πάντα από προμήθειες, μόνο η Σι-Κέι έμεινε κι αυτό επειδή την κρατάμε για φαρμακείο. Πρέπει να είμαστε σε τέτοια κατάσταση που η μπιρίμπα τελικά μετατρέπεται σε «τραπεζάκι», δεν εξηγείται αλλιώς, αφού ακούμε βήματα στον επάνω όροφο ενώ δεν υπάρχει επάνω όροφος. «Καλέσαμε πνεύμα κατά λάθος» λέει ο Λ. μυσταγωγικά, με το δέος να απλώνει μία Ολύμπια ηρεμία σε όλο του το πρόσωπο σαν μπότοξ. Θα ήρθε ο προπάππος του Πάριου να μας διώξει από το νησί του που του το μαγαρίζουμε. «Είναι στοιχειωμένα τα στούντιο-απάρτμεντς. Σας το έλεγα εγώ να πάμε στης Μπήλιως και δεν θέλατε. Καθίστε τώρα με το φάντασμα» λέει η Σ. ενώ το σκυλί της φτύνει ροκανίδια.

· Ο παππούς ήταν ήσυχος, δεν μας πείραξε. Μόνο πέρα δώθε όλο το βράδυ, λύσσιαξε. Αλλά κι εμείς κάποια στιγμή λιποθυμήσαμε - και το Φάντασμα της Όπερας αυτοπροσώπως να ερχόταν δεν θα του δίναμε καμία σημασία. Το επόμενο πρωί, συννεφιά, Μεγάλη Πέμπτη, τα μέντιουμ με μαύρα γυαλιά σερνόμαστε για μπρέκφαστ κάπου, οπουδήποτε, αν δεν βρούμε να φάμε κάτι επειγόντως θα σουβλίσουμε το σκυλί. Είμαστε σε ένα μέρος στην ερημιά και επίσης δεν είναι πια πρωί, είναι βαθύ μεσημέρι. Βρίσκουμε μία ταβέρνα πάνω στα βράχια και παραγγέλνουμε καφέδες, χυμούς, τοστ και καλαμαράκια με ούζα. Ο ταβερνιάρης ενθουσιάζεται με το σελέμπριτυ (την Σ.), έρχεται στο τραπέζι μας για πι-αρ και αρχίζει το μπίρι μπίρι. (Πού είναι ο παππούς του Πάριου όταν τον χρειάζεσαι;) Στο τέλος βγαίνει γνωστός της πρώην γυναίκας του αδερφού του πρώην εκδότη μας, βαθμός συγγένειας που επιβάλλει να φέρει και μπουκάλα με ζεσταμένο στη σόμπα ρακόμελο. Ποιος δεν θέλει ρακόμελο με το πρωινό του; Μόνο που έχει πάει 6 το απόγευμα και δεν πρέπει να ξεχαστούμε, έχουμε να πάμε στη Χώρα να δούμε τον Πάριο που περνάει τα απογεύματα με την καμπαρντίνα στους ώμους κι από πίσω τη Σοφία με τα παιδιά, είναι τύπικαλ Πάρος, μην το χάσουμε.

· Στις 11 το βράδυ είμαστε ακόμα εκεί. Η Στ. δείχνει το νέο της haircut σε μία άγνωστη παρέα οι οποίοι την φωτογραφίζουν. Ο ευγενικός ταβερνιάρης τραβάει βίντεο την Σ. να πίνει και να μην μπορεί να πει τα σύμφωνα (ούτε και τα φωνήεντα εδώ που τα λέμε), πράγμα που συνεχίζεται και όταν βγαίνουμε στον καθαρό αέρα και η Σ. αποφασίζει, μεσάνυχτα στην ερημιά, να μας απαγγείλει τον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα που το θυμόταν από τη σχολή ακόμα. Είναι πολύ συγκινητικό, πρέπει να μας άκουσαν μέχρι τη Μύκονο από τον κλαυσίγελο. Μετά κάνουμε όλοι μαζί τελετουργικά bonding που το θυμόμαστε από την Ίμπιζα ακόμα και στην ουσία είναι προσκοπικές κραυγές που τις φωνάζεις χορεύοντας σε κύκλο αγκαλιά με τους συντρόφους σου και μετά πέφτετε κάτω, όπως και έγινε.

· Οι υπόλοιπες μέρες του κλασικού αυτού, ελληνικού Πάσχα, πέρασαν λίγο πολύ όπως και όλων των ελλήνων που γιορτάζουν παραδοσιακά, στα νησιά. Τον Πάριο με την καμπαρντίνα δεν τον προλάβαμε ποτέ ούτε και τον περιβόητο παπά που πάει στα μπαρ μετά τη λειτουργία, αν και πήγαμε σε όλα. Καταλήξαμε στο Λιναρντό όπου είδαμε όλους όσους δεν χωρούσε η Μύκονος «η οποία βουλιάζει, παιδιά» μαθαίναμε συνέχεια. Κάποια στιγμή ένας ξένος μάλλον κάτι είπε για το κουρεμένο κρανίο της Στ. και ο Λ. ήθελε να κάνει τσαμπουκά. Μας ρωτούσε «Πείτε μου ρε, πώς λέμε στα αγγλικά ‘Είσαι σαν την Μαίρη Πόπινς’;» οπότε φοβηθήκαμε μη χυθεί αίμα και φύγαμε. Πρέπει να ήταν Μεγάλη Παρασκευή; Μεγάλο Σάββατο; Δεν θυμάται κανείς μας. Και τα υπόλοιπα αμυδρά τα θυμόμαστε – μόνο σκόρπιες λέξεις: ανάσκελα, τα κερνάει το μαγαζί, ποια Ανάσταση, ποια βαρελότα, ποια απάρτμεντς. Ευτυχώς υπάρχει το βίντεο του ταβερνιάρη (το έβγαλε με τρόπο η Σ. από την κάμερα και το πήρε) και έχουμε ένα κάποιο σημείο αναφοράς για την κατάστασή μας.

· Από μια άποψη ήταν ένα πραγματικό Πάσχα Αγάπης γιατί ήμασταν στ’ αλήθεια αγαπημένοι – φυσικά, με τόσο bonding, θα μου πεις. Στο λαθραίο βιντεάκι φαίνεται στα πρόσωπά μας το «Πάσχα», το λιώσιμο, η τρέλα και η Άνοιξη. Απλώς το ζήσαμε ανάποδα. Πρώτα η Ανάσταση και μετά τα Πάθη: στο καράβι της επιστροφής, αντικρύζοντας το γκρι εμετί σύννεφο της Αθήνας, ξέρουμε καλά ότι μόλις τώρα αρχίζει το Θείο Δράμα για εμάς.


(Athens Voice, t.253, 16.04.09)


1 σχόλιο:

Αλέξης Ν. είπε...

Προσπερνώντας τα γεγονότα (μια χαρά πέρασες, βρε!), ένα ακόμα υπέροχο κείμενο...

-το «Πάσχα», το λιώσιμο, η τρέλα και η Άνοιξη.
-το γκρι εμετί σύννεφο
Η απόλυτη αντίθεση...