Νομίζω αρχίζω να κουφαίνομαι.
Επιτέλους. Τέρμα πια το άγχος για τις νέες κυκλοφορίες.
Κατεβάζω προφυλακτικά ρολά σε κάθε είδους ενοχλητικό ήχο. Την ώρα που αρχίζει να σηκώνεται ένας πονοκέφαλος από σειρήνες και βουητό πόλης, εγώ ανεβάζω την πίεση του αέρα στ’ αυτιά μου, γίνεται ένα ακαριαίο φαπ! – και μπαίνει ο κόσμος σε mute.
Η υπνωτική ζάλη της λογοδιάρροιας των γύρω μου απομακρύνεται σαν σύννεφο και μένω μόνος στη σιωπή, στο κέντρο μιας ορχήστρας θεάτρου με τέλεια ακουστική. Ακούω την αναπνοή μου και την αναπνοή σου. Ακούω τέλεια το πείραμα που κάναμε με το σχολείο στην Επίδαυρο: ρίχνω ένα νόμισμα στο κέντρο του κόσμου και αυτό ραγίζει με το ακονισμένο του κουδούνισμα το παραπέτασμα της ατμόσφαιρας, γίνεται μία καθαρή, νόστιμη, ολοκληρωμένη μουσική.
Ακριβώς την ίδια περίοδο αρχίζει να μη μ’ ενδιαφέρει καθόλου τυπολατρικά η μουσική, παρά μόνο προσωπικά. Αν ένα κομμάτι έτυχε να ακούγεται σε βαρύ συναισθηματικό συμβάν, τότε μπαίνει στην playlist της τρελάρας μου. Αν ένα κομμάτι τυχαίνει να το ακούει ένας ηλίθιος, τότε μπαίνει στην γκρίζα ζώνη – ή αλλιώς «τα Λέηντι Γκάγκα».
Ακριβώς την ίδια περίοδο αρχίζω να πετάω βινύλια. Στην αρχή προσπάθησα να τα μεταγράψω σεmp3, αγόρασα τερατώδεις tera-δίσκους κι άρχισα να φορτώνω τα πάντα, ό,τι έπιανε το χέρι μου στα ράφια. Maxi singles που δεν είχα ανοίξει ποτέ από το σελοφάν τους. Χιλιοπαιγμένα ClockDVA, τα Β-52ς, συλλογές του Παπαστεφάνου με προπολεμικά κομμάτια επιθεωρήσεων, το Horses της Patti Smith – επ, αυτό δεν θα το αγγίξει κανείς, θα μείνει για πάντα στο τέμπλο με τα τάματα και τους μικρούς αγίους από τερακότα. Τις Bjork, τα σάουντρακς, τα picture discs, τα flexi που έδιναν παλιά τα περιοδικά, τα EP, όλα, τα πάντα, the works. Μετά κόλλησα, κοίταζα το μεταλλαγμένο πικάπ ανέκφραστος και αποφάσισα ότι όχι, δεν χρειάζεται να αποθηκεύσω τις μουσικές μου. Θα τις πετάξω και θα τις έχω πάντα στο κεφάλι μου.
Οκ, και σε κάποιο παγκόσμιο σύννεφο. Θα τις ανασύρω με κάποιο γκάτζετ που συνέχεια θα έχω κρεμασμένο επάνω μου – ένα, ή δύο, τρία, τηλέφωνο, πομπό, bluetooth, απλή μεταφορά επιθυμίας μέσω αλουμινόχαρτου, κάπως. Θα έχω όποια μουσική θελήσω on demand, ένα σέντσι την ώρα, θα πατάω ένα κουμπί και από το αόρατο ρεζερβουάρ, επάνω μας, θα βρέχει τραγούδια. Είναι το τέλος της πρώτης εποχής της ψηφιακής μουσικής.
Το Napster πέθανε. Στα δίκτυα P2P χάθηκα κυνηγώντας την ανολοκλήρωτη πλεονεξία του ραδιοφωνικού μου βίτσιου. Θέλησα να έχω τα πάντα, με μία σαχλή επίφαση «μουσικής επιμέλειας» σε εκπομπές, παραστάσεις ή ταινίες που ποτέ δεν έγιναν. Μόλις όμως άκουσα το ράφι να τρίζει έτοιμο να καταρρεύσει, μόλις η πληροφορία έφτασε ένα τικ πριν εκραγεί μαζί με το ακουστικό μου τύμπανο, άφησα τα ποτάμια να ξεχυθούν, τη μουσική να φύγει από τα χέρια μου.
Στο κάτω κάτω δεν είμαι και η Google.
H Google λυσσάει λένε, θέλει να χωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο μέσα στην online μουσική μπίζνα. Όπως όλοι δηλαδή. Το Δίκτυο είναι τα νέα ringtones - τώρα που μόνο κάτι Τζιπάτοι Προϊστάμενοι έχουν ακόμα τραγούδια (Ροζ Πάνθηρας, Χαβάη Πέντε Μηδέν, Χέρια Ψηλά, τέτοια) για να χτυπάει το κινητό τους. Δεν μπορώ άλλο. Μπήκα πριν λίγες μέρες στο MySpace, η σελίδα μου είχε αραχνιάσει, κάτι προκηρύξεις κολλημένες για συναυλίες της Κρίστης Στασινοπούλου, flyers πτερόεντα, κάτι γοτθικές καρτ-ποστάλ, η μπάντα που παίζει τα πάντα, ερημιά, παγωνιά, μια παγιδευμένη μπεκάτσα. Είμαι έτοιμος να πατήσω το delete της σελίδας από λεπτό σε λεπτό. Ακριβώς το ίδιο λεπτό, το MySpace ανακοινώνει υπηρεσία για να ακούς και να μοιράζεσαι μουσική μέσα από social networks. Εννοείται το ίδιο αναγγέλει και το Facebook. Η καταβόθρα.
Ακούω τον Έναν-Ντιούκ-Έλλινγκτον-τη-Μέρα που ανεβάζει σαν αντίδοτο ο Φωτάκης στο Twitter, ένα κόκκινο, γυαλιστερό, μυρωδάτο μήλο.
Βάζω μουσικές όταν μαγειρεύω. Δυνατά, να δίνουν ρυθμό στο τέλειο λάθος μίας πρέζας αλάτι παραπάνω. Ή κυνηγάω τις λίστες που ανεβάζουνε γνωστοί – ο Κουέντιν, ο dust_road, αυτά που ακούει ο Κρις στην Πίξαρ, καμιά ξέμπαρκη απελπισμένη περίπτωση μέσα στο ανεμοδαρμένο της blog. Παίζω με τις αναλογίες αναλογιζόμενος τι έχει ο καθένας στην κεφάλα του, συμμετέχοντας στον παγκόσμιο λευκό θόρυβο, τις μουσικές που δυναμώνουν μέχρι στο τέλος να γίνουν μία ευθεία, ολόισια flatline – να κουφαθώ εντελώς. Επίσης όταν έχω νεύρα. Μ’ αρέσει να θυμώνω με τις στοίβες των τραγουδιών, να βρίσκω ποιο με κοροϊδεύει, ποιος μου πουλάει φώτοσοπ και drama, ποιος είναι ο Bono και ποιος ο Κρυπτο-Μαζωνάκης εδώ μέσα.
Ακριβώς την ίδια στιγμή, ο Bono, κάπου ανάμεσα στην Αϊτή και τα Κόκκινα Charity Labels, είχε μία ιδέα: να φέρει κοντά τη Universal Music με το YouTube και να φτιάξουν ένα νέο, Μπόνικο δικτυακό κανάλι με μουσικά βίντεο, το Vevo (ακόμα η Ελλάδα δεν μπορεί να το δει). Και επειδή, ξέρουμε όλοι πόσο μεγάλη καρδιά είναι, ετοιμάζεται να βάλει μέσα στο υπερπαγκόσμιο Ντουλάπι-Με-Τα-Βίντεο και τις άλλες ημιλυπόθυμες κυρίες, την EMI και τη Sony.
Την ίδια ακριβώς στιγμή, εκείνες, ετοιμάζονται να καταργήσουν τα cd. Τα πετάνε από πάνω τους σαν ενοχλητικά μυγάκια, ψάχνουνε κι αυτές την ίδια χωματερή με μένα να ρίξουμε τόσους μεγατόνους λέηζερ μουσικής που μαζεύτηκαν στο μυαλό μας. Βέβαια, κι αυτές κι εγώ θέλουμε ακόμα λεφτά, λεφτά, λεφτά και ειρήνη και αγάπη για όλο τον κόσμο. Εγώ όποτε μου έρχεται αυτή η επιθυμία, απλώς ακούω άλλη μία φορά το Horses. Αυτές μεταλλάσσουν το εμπόρευμα. Κουτιά, συλλεκτικές εκδόσεις, χαμένα tapes, ξαναχαμένα ξαναtapes, μπλουζάκια, artwork, συναυλίες για μεγάλα παιδιά, events μίας τρελής βραδιάς με DJs από το ρεζερβουάρ των promoters.
Την ίδια ώρα, το Δημοτικό Συμβούλιο του δήμου της Αθήνας αποφασίζει να μειώσει τις ώρες κατά τις οποίες θα επιτρέπεται η μουσική στα νυχτερινά κέντρα της πόλης. Τις καθημερινές μέχρι τις 11. Παρασκευή – Σάββατο – αργίες μέχρι τη 1 το πρωί. Το καλοκαίρι, τις καθημερινές μέχρι τις 12 και τις υπόλοιπες μέρες «αύριο δεν δουλεύω», μέχρι τις 2 το ξημέρωμα. Η περικοπή των ωρών αποφασίστηκε μετά από αίτημα των κατοίκων του κέντρου.
Μετά θα επικρατεί κοινή ησυχία. Mute.
(AthensVoice, τ.293, 11.03.10)
2 σχόλια:
oou shit.
i know what that feels like
... και βινυλια μαζευουμε λεμεεε και cd κι απ'ολα...πάντα στο χώρο σας πάντα εχέμυθα ;-)
Δημοσίευση σχολίου