8 Οκτ 2009

Everything’s electric now (Έτσι πήραμε το Woodstock)

Δεν είναι εύκολοι καιροί για χίπηδες. Όλοι οι σημερινοί πενηντάρηδες διεκδικούν μία θέση στην ιστορία αυτού του mega-pop κινήματος, είτε πρόκειται για πολιτικούς που θέλουν να τονίσουν πως κάποτε είχανε μαλλιά, είτε για καμένους εγκεφάλους που απλώς τριπάρισαν την ίδια εκείνη περίοδο – στο τέλος της δεκαετίας του ’60, της πιο δραματικής, εκστασιασμένης και δυναμικής δεκαετίας του αιώνα. Ακόμα κι ο Τσιβιλίκας μπορεί να λέει ότι υπήρξε χίπης, τουλάχιστον αυτός έχει και ένα ντοκουμέντο να το αποδεικνύει – την ταινία με τη Βλαχοπούλου. Οι άλλοι απλώς χρησιμοποιούν το κλασικό «δεν θυμάμαι τίποτα, περάσαμε υπέροχα». Οι ιστοριογράφοι της ροκ και τα θύματά της ζούνε και αυτοί την ίδια αυταπάτη, αφού ο απόηχος του Woodstock άλλαξε τόσο τελεσίδικα τη μουσική των ημερών αλλά και την αθωότητά της μέχρι σήμερα, που πραγματικά είναι σαν να «ήταν κι αυτοί εκεί» – με τον ίδιο τρόπο που ήταν όλοι παρόντες σε όλα τα συνταρακτικά γεγονότα των μυθολογιών τους:

Από το Πολυτεχνείο μέχρι τα Χριστούγεννα, από τα Οινόφυτα μέχρι τα Εξάρχεια.

Οι άλλοι, απλώς τρομάζουν. Ο Κρ. μου έλεγε «σιχαίνομαι τους χίπηδες και τις λάσπες, αλλά το “Taking Woodstock” είναι μια γλυκιά ταινία». Η αλήθεια είναι ότι το Flower Power εκείνης της γενιάς είχε κάθε λόγο να πιστεύει στην Ουτοπία: Μόλις είχε συμβεί το Καλοκαίρι της Αγάπης (’67), μόλις είχε ξεκινήσει το Gay κίνημα με την εξέγερση του Stonewall (’68), το χάσμα των γενεών είχε αποκτήσει διαμέτρημα μεγαλύτερο και από το βήμα του Armstrong στη Σελήνη (’69) και υπήρχε ακόμα άφθονος ελεύθερος χώρος στη φύση για να μπορείς να επιστρέψεις σε αυτήν. Ωραία, αλλά κι αυτοί, πράγματι, θα μπορούσαν να πλένονται λίγο πιο συχνά.
Στα δικά μου χρόνια, οι χίπηδες μόλις είχαν γίνει γραφικοί. Το Woodstock είχε έρθει να το επισκιάσει το Altamont, το Factory, οι νεο-μπίτνικς της Νέας Υόρκης, οι poly-sexuals και οι punks του Λονδίνου. Κανένας ρομαντισμός, μόνο Τέχνη, διάστημα και τα drugs που άλλαζαν χημικό τύπο κάθε χρόνο, πρετ-α-πορτέ. Αλλά η μουσική ήταν πάντα σαν παραλυτικό υγρό, μόλις στάλαζε ένας μακρινός της απόηχος, ένα κιθαριστικό ριφ του ’69 με την αντήχηση που κάνει ο live ήχος σε ένα τεράστιο, ανοιχτό λιβάδι, ήταν σαν να παγώναμε στη θέση μας, όλα άλλαζαν, κάτι περίεργο πλησίαζε ολοταχώς στον αέρα – σαν καταιγίδα επάνω από ηχητικές εγκαταστάσεις μεγατόνων, σε δυόμισι χιλιάδες στρέμματα. Ανοιχτά, τέντα, τηγάνι κάτω από τον ουρανό, να ψηθούμε όλοι με ένα fuzz.

“Everything’s electric now», λέει μία μικρή χίππισα στο νέο φιλμ «Έτσι πήραμε το Woodstock” του Ang Lee, όταν τη δεύτερη μέρα του Γνωστότερου Παγκόσμιου Ειρηνικού Μουσικού Με Πολύ Acid & Sex Γεγονότος του Πλανήτη, έρχεται μια βροχή να φριζάρει τη συναυλία ένα κλικ πριν τη μαζική ηλεκτροπληξία. Και πραγματικά, απολαμβάνοντας αυτό το αστείο, «μικρό γλυκό» και καθόλου μουσικό φιλμ (δεν βλέπεις τη σκηνή ούτε σε μία σκηνή, χε – παρά μόνο ακούς το συναρπαστικό βρυχηθμό της συναυλίας να παίζει γύρω σου στο ντόλμπι-σαράουντ), φορτίζεσαι κι εσύ με ηλεκτρισμό νιώθοντας εκείνο που συμβαίνει, μουσική, σεξ, τριπάρισμα, τον ήχο που κάνει η αγάπη επάνω στο δέρμα σου όταν βρίσκεσαι μέσα στην αγέλη σου. Είναι μία μικρή, αστεία, groovy ταινία «δωματίου» που μπορεί να σε κάνει να δακρύσεις.

Story: Νεαρός λίγο πριν τη σεξουαλική απελευθέρωσή του, βοηθάει να γίνει το Woodstock στη διπλανή φάρμα από το πατρικό του σπίτι. Όλοι γίνονται πλούσιοι. Όλοι κάνουν σεξ. Όλοι παίρνουν ναρκωτικά. Αληθινή ιστορία. Εντάξει, και με μερικές επινοημένες σκηνές.

Ο Ang Lee, μετά από τόσα (έξι;) δράματα το ένα καπάκι στο άλλο, αναζήτησε μία ανάλαφρη ιστορία αισιοδοξίας και βρήκε την ιδανική σύμπτωση των 40 χρόνων από το Woodstock, συν τη φορολογική διευκόλυνση που παρείχε η πολιτεία της Νέας Υόρκης για να γυριστούν ταινίες στην περιοχή. Η αστραπιαία «οικιακή» παραγωγή της ταινίας δημιουργεί μία ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το Μεγαθήριο του θέματος, δείχνοντας πώς αυτή η τεράστια Αγάπη βγήκε από τους Τοίχους των Ηχείων και τρύπωσε, σαν τριπ, μέσα στο ρουθούνι του καθένα. Τόσο εύκολα όσο ένα χαρτάκι LSD, κόλλησε στη γλώσσα, διαλύθηκε σαν φως, χώθηκε στο αίμα, μπήκε μέσα σε σκηνές και τροχόσπιτα στολισμένα με ξεβαμμένα μεταξωτά μπατίκ λαχούρια.

Στην καλύτερη σκηνή του φιλμ, ο Lee εικονογραφεί με ένα έντεχνο, μικρό αλλά αποτελεσματικό animation, με σιτάρ και saturation στο χρώμα, την πιο αληθοφανή δεκάλεπτη απεικόνιση ενός τριπαρίσματος που νομίζω ότι μπορώ να ξέρω, αν και με αυτά δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος. Ενώ η μουσική βοά έξω, η αγάπη (ανάμεσα σε τρεις, αλλά δεν θα κολλήσουμε εκεί τώρα) έρχεται σαν γλυκός πανικός και μουδιάζει τον ήρωα, μέσα σε ένα βαν. Και βλέπει αυτό που έλεγαν οι χίπηδες trails: όταν κάτι κινείται σε πολλαπλές τροχιές μέσα σε ένα αντικείμενο που είναι ακίνητο μπροστά σου. Σαν να ζωντανεύει ένας πολύχρωμος στρόβιλος σκέψεων μέσα στο κεφάλι σου.

Στο highest high του trip, 8 μίλια ψηλά, ο ήρωας αναδύεται απελευθερωμένος μέσα από το βαν στην κορυφή του λόφου, βγαίνει έξω για πρώτη φορά χωρίς τα πολυέστερ ρούχα του αλλά τυλιγμένος με μία μαλακή βαμβακερή έκσταση. Η νύχτα έχει πέσει επάνω από το Woodstock που τρέμει από έρωτα. Στο βάθος, στο κέντρο του κόσμου, η σκηνή φαίνεται σαν να εκπέμπει μουσική και φωτεινά ηλεκτρόνια, πεντακόσιες χιλιάδες μικρά φώτα γύρω της πλέουν στο νυχτερινό μαύρο σαν Βic ψυχές.
Λυπάμαι αλλά σε αυτή τη σκηνή θα κλάψετε.

Στο “Taking Woodstock” ακούγεται το κομμάτι που άνοιξε την ιστορική τριήμερη συναυλία, το “Freedom” του Richie Havens, και σε μία, τιμητική, σημερινή εκτέλεση με ωραία τάμπλας και φυσικά τα κιθαριστικά κεντίδια, τον ήχο που καθόριζε τη μουσική των ημερών. Μαζί με τις υπόλοιπες μουσικές του φιλμ, που λειτουργούν σαν ταπετσαρία αυθεντικότητας, υπάρχει και το score του αγαπημένου μας Danny Elfman (που αρχίζει και τινάζει από πάνω του την πολύ TimBurton-ίλα), ένα γλυκό ταξίδι σε ηλεκτρικά σόλα, ακουστικές στάλες κιθάρας, βουκολικά κλαρινέτα αλλά και soul grooves της δεκαετίας του ’60.
Δείτε το φιλμάκι, θα κάνει καλό στην ψυχή σας. Δεν χρειάζεται να υπογράψετε ούτε συμφωνία με το διάβολο για να ξαναγεννηθείτε χίπηδες, ούτε να αγαπήσετε τη δισκοθήκη με τα βινύλια του μισότρελου θείου σας στο δώμα στην ταράτσα. Όπως και το ίδιο το Woodstock, δεν χρειάζεται καν να αλλάξετε τον κόσμο – απλώς να αφήσετε για λίγο, τρεις ημέρες ή μιάμιση ώρα, κάτω τα μαλλιά σας.

Στο τέλος της ταινίας ακούγεται σαν βροχή που πλησιάζει ο ήχος του Altamont. Τίποτα δεν θα ήταν ξανά το ίδιο. Gimme shelter.

4 σχόλια:

Michael Sc είπε...

Θυμάμαι ένα live δίσκο των Quicksilver Messenger Service με τίτλο "Happy Trails" και ένα τίτλο από ένα 9λεπτο midtempo του Gallagher... το "A Million Miles Away".
Από την εποχή εκείνη που εμείς στην Ελλάδα τη ζήσαμε με 10+ χρόνια καθυστέρηση στην Crazy Horse και την Ombre στο Χαλάνδρι κι εγώ "δεν θυμάμαι τίποτα, περάσαμε υπέρχοα".
Ή όπως είχε γράψει και ο Neil Young "περνούσαμε ωραία the good old days, αλλά κανείς δεν μας είχε πει ότι δεν έπρεπε".

Έξοχο κείμενο κύριε Νένε.
:)

Ανώνυμος είπε...

"κύριε Νένε" !

με άλλα λόγια σε κατέταξε κι εσένα στους συνταξιούχους του Γούντστοκ κουμπάρε

K.K.M.

Michael Sc είπε...

Όχι δα, Κ.Κ.Μ.

Ανώνυμος είπε...

καλά τότε, του Άλταμοντ..

K.K.M.