9 Ιουλ 2008

Πάτα το "R"


* Στο Galaxy του Hilton υπάρχει μία χωροχρονική υποβολή που σε ηρεμεί. Έχει να κάνει με τις αναφορές του σημείου (Βασιλίσσης Σοφίας, Βασιλέως Κωνσταντίνου, Μιχαλακοπούλου) στην κουλτούρα της πόλης – ένα «άνοιγμα» επάνω στο σταυροδρόμι των τάξεων έτσι όπως είχαν διαμορφωθεί την εποχή που η Αθήνα ήταν ακόμα αθώα αλλά όχι πολύ αθώα. Ανάμεσα στις πρώτες ενοχές, στο Κολωνάκι, την Καισαριανή, την «μεγάλη γειτονιά» των Αμπελοκήπων, τον (εξοχικό ακόμα) Λυκαβηττό, τους κήπους και τις λεωφόρους που παρέπεμπαν στην εξουσία (Παλάτι, Μέγαρο, Βουλή, Μουσείο Πολέμου, Βυζαντινό Μουσείο) υψωνόταν το σημείο με την Μηδέν Βαρύτητα. Το Hilton με το Galaxy έπαιξε τον ρόλο μίας «διαφυγής προς τα σύννεφα», μιας αστικής νιρβάνα για τους νευρωτικούς του κέντρου (δεν βάζουμε τους ξένους επισκέπτες, σωστά;), αλλά σε ανθρώπινες, ρεαλιστικές διαστάσεις και με δικλείδες ασφαλείας: ψηλά αλλά όχι και Empire State Building, κομψά αλλά όχι και «Μεγάλη Βρετανία», φιλικά αλλά όχι και Φωκίωνος Νέγρη.


* Η Αθήνα σήμερα, Φωκίωνος Νέγρη ή Γκάζι, πια δεν φωνάζει. Μπούκωσε από την ασκήμια της, σοβάρεψε. Τότε, ακόμα έκανε τον σαματά της, είχε την αυθάδεια και τη χαρά νεόπλουτης κόρης εργολάβου, μαρσάριζε, φορούσε ξύλινα τσόκαρα, είχε κότερο, έπινε τσιντσάνο και ξεκαρδιζόταν σε ανέκδοτα με τον Μπόμπο.

Στο Galaxy όμως, όχι.

Η ηρεμία μίας πλοήγησης ψηλά, στη σιωπηλή στρατόσφαιρα της Αθήνας ήταν ένα ανεκτίμητο ατού του Galaxy που το διατηρεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ακόμα και σήμερα. Τότε, το μινιμαλιστικό μενού του καφέ-μπαρ με την αυστηρότητα του προσωπικού που έπρεπε, έστω και κινησιολογικά να μοιάζουν με μπάτλερ (φυσιογνωμικά όχι), η λακωνικότητα του σέρβις σε βαθμό αμηχανίας, οι χαμηλοί καναπέδες που βύθιζαν και «έκρυβαν» τους κατατρεγμένους της πόλης αυτής, το ξενοδοχειακό του «εφήμερο», το βουδιστικό chill-out που επέβαλλε το ύψος του, έκαναν αυτό το Αθηναϊκό top των 60ς – 70ς ένα εκ του προχείρου διαστημόπλοιο, με μία αλλόκοτη, όμορφη ησυχία α λα Κιούμπρικ (Οδύσσεια του Διαστήματος). Όσοι το έζησαν, άλλοι πέθαναν από πλήξη και άλλοι βρήκαν την μυστική τους κομβική πύλη, την πόρτα προς τ’ αστέρια.


* Τα τελευταία χρόνια της δόξας του Klik-FM ο κώδικας «Galaxy – διάστημα – τσίου» είχε μία ιδιαίτερη επίδραση στους παραγωγούς του σταθμού και στην «αγέλη Καρκάνη». Οι περισσότεροι είχαν μπει στο τριπάκι και, μαζί τους, είχαν αρχίσει να συντονίζονται αρκετοί φίλοι και ακροατές, χμ, ας τους πούμε μια ομάδα ονειροπόλων με στυλ. Κάτι τρελά όμορφα απογεύματα με τον Πατρελάκη, μερικά πάρτι, μια σούπερ-σόνικ φήμη και το Galaxy μάζεψε ένα φανατικό κοινό που κατάλαβε ότι το να απολαύσεις ένα ηλιοβασίλεμα στην Αθήνα είναι πολύτιμο, τουλάχιστον περισσότερο από μία στραβοχυμένη άσπρη πλαστική καρέκλα στα βράχια του Café del Mar στην Ίμπιζα.


* Κάπως έτσι, μέσω Klik-FM, η φιλική για τον χρήστη, space αισθητική του «περιβάλλοντος Galaxy» πέρασε στην μορφολογία της Klik Records, της μοναδικής ίσως, «αστικής» μουσικής ετικέτας στην Αθήνα. Αν η δυναστεία Τερζόπουλου του Κλικ συνέδεσε τόσο συνειρμικά το όνομά της με την μυθολογία του Hilton στις ίδιες περιόδους δόξας τους (περιοδικό Γυναίκα, επιδείξεις μόδας, business in style, οι κυρίες της οικογένειας – Λάουρα, Κατερίνα, Αϊνόλα κλπ.), τότε και ο «ήχος Klik Records» (μέσω Νίκου Μπάρλα και της καθοριστικής, συγκεκριμένης μουσικής ταυτότητας του Γιώργου Κυριάκου) βρήκαν το ιδανικό τους ελικοδρόμιο απογείωσης στην ταράτσα του ίδιου κτιρίου, στο Galaxy. Μαζί, και «ευήκοον ους» στις playlist του σταθμού Best όπου, νομοτελειακά σχεδόν, μετακόμισε η ομήγυρης του παλαιού Klik-FM.


* Η Klik Records, 5 χρόνια τώρα, έγραψε πιστά ένα σαφέστατο προφίλ που εξελίχθηκε σε «βιομηχανία πάρτι». Η ταυτότητά της (ηλεκτρικό, κομψό, βιομηχανικό, εστέτ) παραμένει το ατού της, κάτι σαν την αίσθηση «πύλης προς τα αστέρια» που εμπνέει το υψόμετρο και οι συντεταγμένες του Galaxy. Η τρίτη συλλογή – συνεργασία των δύο, ονομάζεται «Press R for Galaxy Bar» και περιλαμβάνει ένα όμορφα δομημένο σερί από, προσεκτικά πάντα, επιλεγμένα, ηλεκτρικά μουσικά τοπία: Dousk, The Οpiates (το νέο σχήμα της Billie Ray Martin), Marcus Guentner, Chymera, Miika kuisma, τις ελληνίδες Kid Moxie σε remix Σεραφείμ Τσοτσώνη, Alphawezen, Lindstrom, Tread (δηλαδή τον Hiroshi Watanabe), Dntel, Sascha Funke και ένα Ada's 1 dub remix στο «Grand Canyon» της Tracey Thorn (πάντα σίγουρο χαρτί). Εμπορικά, είναι μία ακριβής επισήμανση του στυλ, τόσο για τον ωραίο «Γαλαξία» όσο και για την επιμελέστατη ετικέτα. Ένα tag. Μουσικά, είναι μία συλλογή από αποτελεσματική, όσο και ένα αεράτο ηλιοβασίλεμα – οπουδήποτε στον κόσμο, εδώ που τα λέμε, αρκεί να είσαι ψηλά και να έχεις πατήσει το σωστό κουμπί.


* Πιο ρομαντικός, γιατί ήταν πάντα μόνος του σε αυτό το τρελό κυνηγητό του τέλειου πάρτι που κάνει, εδώ και 500 χιλιάδες χρόνια, ο Χρήστος Καλοπίτας, έχει δικαίωμα και αναγνωρισμένη πείρα να κυκλοφορήσει και αυτός μία συλλογή και μάλιστα στην EMI, αφιερωμένη στην «Eivissa», την Ίμπιζα των ονείρων του. Ο Καλοπίτας είναι ο γκουρού των κινητών πάρτι στην Αθήνα, άνθρωπος που αγάπησε το κέντρο την εποχή που αυτό ήταν ακόμα ψόφιο και ντεμοντέ, όχι μόνο γιατί ξεκλείδωσε αποθήκες, ανακάλυψες τρύπες και γιαπιά με ετοιμόρροπες σκάλες για να κάνει τα ημιπαράνομα πάρτι, αλλά και γιατί το όργωσε, ακόμα συνεχίζει, περπατώντας το, μιλώντας, μιλώντας, μιλώντας, μοιράζοντας flyers, κολλώντας αφίσες, κυνηγώντας τους πάντες, stalker που σε τρομάζει, μηνύματα μέσα στη νύχτα («το άκουσες;», «θα έρθεις;», «το πήρες;»), έλεος, τρελά αφιερωμένος στον στόχο του – «αφήστε με να σας φτιάξω ένα γαμο-πάρτι!».


* Για τον Καλοπίτα και το ιστορικό του Jungle μία συλλογή αφιερωμένη στην Ίμπιζα «από την ώρα που χαράζει μέχρι τη δύση» είναι τόσο υπερευαίσθητη υπόθεση που θα προτιμούσες τελικά να είχες πάει στο Γιαμπανάκι. Ο συναισθηματικός οδοστρωτήρας του νησιού («όλα αγάπη»), το επόμενο πρωί είναι οκ, ναι, αγαπάς όλο τον κόσμο, αλλά πονάνε ακόμα και τα μαλλιά σου από αυτά που ήπιες, νοσταλγείς τη νιρβάνα της νύχτας, τη δροσιά, τα φαντάσματα, τα νερά. Έτσι και το «Eivissa», κομμάτια που έδωσαν φίλοι και djs του νησιού, είναι ένα τριπάτο καλλιτεχνικό ζουμ στο μυαλό ενός ανθρώπου που αγάπησε τη μουσική πιο πολύ από τα ίδια του τα πάρτι. Αλλά μέσα στην ποιοτική «ξάπλα» μιας τέτοιας συλλογής, διακρίνεις ξαφνικά δυό τρείς απρόοπτες, τρυφερές λεπτομέρειες: μία ασπρόμαυρη φωτογραφία της Nico χωρίς κανένα σχόλιο, το “Coney Island Baby” του Lou Reed, μία κατεστραμμένη γραμματοσειρά μαζεμένη από σκισμένες αφίσες του νησιού. Και του συγχωρείς τα πάντα.

"And we were never holding back or worried that time would come to an end".

(Athens Voice, τ.220, 10.07.08)

4 σχόλια:

midnite είπε...

Φίλτατε Γ.Ν το Galaxy είναι όπως πολύ σωστά λες, όλα αυτά και πολλά άλλα μαζί. Πύλη, αρκετά πριν αρχίσουν οι γραφικοί να μιλάνε για διαστάσεις και παράλληλα σύμπαντα, ένα κουμπί, μια πόλη στα πόδια μας, μια πόλη μαγική κι ένα soundtrack και πολλές εμπειρίες, σκέψεις, συναισθήματα που δεν κάθονταν κάτω, αλλά έβγαιναν από τις πόρτες και αιωρούνταν, ώστε να αλλάξει απόχρωση -πιο μπλε- ο αττικός θόλος.
Απο κάτω, τα νεὐρα χτύπαγαν tilt, αλλά πάνω το limbo μπόλιαζε τα μυαλά. Και σχεδόν πάντα στρίβοντας περίμενα να αντικρύσω αριστερά τον Bryan Ferry με άσπρη κάλτσα, να μουρμουρίζει canzoni.
και για να μην ξεχνιόμαστε, γουφ

Ανώνυμος είπε...

and we were never being boring..

Γ.Ν. είπε...

κ.κ.μοίρη, a toast to old times.
midnite, γουφ μπακ φίλε.

Ανώνυμος είπε...

a toast λοιπόν...

http://kkmoiris.yooblog.gr/2008/07/10/438/