3 Ιουλ 2008

ΚΑΝ'ΤΟ ΟΠΩΣ Ο BECK

bECK IS bACK

Παλιά, όταν έλεγα ότι μου αρέσει ο Beck έπαιρνα συνήθως σαν απάντηση ένα βλέμμα παγωμένης απορίας που το γνώριζα πολύ καλά σε ότι αφορά τις προσωπικές μου προτιμήσεις. Πάντα ήμουν ντεμοντέ στα «αγαπημένα» μου. Είχα ένα παλαιορόκ κόλλημα σε μία εποχή happy house rave. Ευτυχώς που υπήρχαν και κάτι Happy Mondays, Soup Dragons, Inspiral Carpets και μπορούσα να πιω ένα ποτό σαν άνθρωπος, κουνώντας μπρος πίσω το κεφάλι μου στα ποπ στέκια. Αναρωτιόμουν όμως, γιατί ο Beck προκαλεί τόσο εχθρικές αντιδράσεις σε ανθρώπους που είναι φανς της μουσικής και έχουν τον ήχο αυτόν, του ηλεκτρικού στακάτου φολκ, αρκετά μέσα στις προτιμήσεις τους. Νομίζω έβρισκαν ανακόλουθο τον συνδυασμό: ο φάντης, το ρετσινόλαδο και ένα τροχόσπιτο με έναν σαϊεντολόγο χίπι (τον Beck) στο Λος Άντζελες. Διέκριναν ένα ψέμα, έναν ήχο ούτε πολύ grunge για να είναι αμερικάνικος (τότε), ούτε πολύ dance για να είναι ευρωπαϊκός. Και το κυριότερο, ο τύπος δεν ήταν ευτυχισμένος, δεν πετούσε σε σύννεφο έκστασης. Ήταν «just a Loser baby, so why don’t you kill him?» Τα πρώτα του άλμπουμς, το «Mellow Gold» και το «Odelay», τα είχα λιώσει στο ραδιόφωνο και, ακόμα χειρότερο, ήταν από τα cd που έπαιρνα μαζί μου και στις διακοπές. Δεν είχα μούτρα να κυκλοφορήσω στην κοινωνία.

Ο Beck, νομίζω, έχει μία «διαφάνεια» που δεν αρέσει σε πολλούς.
Είναι σαν ανύπαρκτος, δεν θυμάσαι το πρόσωπό του. Είναι ένας περίπου σκανδιναβο-αμέρικαν τυπάκος παντός καιρού, με σημειολογία άμυνας στις κινήσεις και στα αξεσουάρ του (άσε τα εξώφυλλα των δίσκων του). Πάντα έπαιζε σκυφτός, με σκιά στο πρόσωπό του, μαλλιά, καπέλα, όχι τόσα όμως ώστε να γίνει μυστηριώδης. Απλώς «αντικοινωνικός», πράγμα που εμένα μου άρεσε επειδή το συνδύαζε με φαζζαρισμένες κιθάρες, αυτοσαρκασμό και υποδόριο χιούμορ. Ο υπαινιγμός σε ένα ανέκφραστο πρόσωπο που κοιτάζει την καυτή του κιθάρα σαν να είναι ο αφαλός του, έχει στυλ. Δείχνει ρυθμό. Είναι σχεδόν ναρκισσιστική πόζα. Τέλος πάντων μάσησα.

Στην πορεία, συνέβησαν τα εξής: Η Σαϊεντολογία έγινε ένα διαδυκτιακό ανέκδοτο
που άφησε πολλούς άναυδους χάρη σε αυτόν τον τύπο-κωλοτούμπα που λέγεται Τομ Κρουζ. Εμένα με πήρε και με σήκωσε «η ευτυχισμένη δεκαετία του ‘90», με πέταξε στα βράχια της νέας χιλιετίας και βγήκα με καμένο τον σκληρό μου, ο Beck έγινε ένας τέλειος χαμαιλέων, ανακάλυψε το urban hip hop, τους πειραματισμούς, απέκτησε μία ελαφριά δόση θράσους, πήρε πάνω του λίγον αέρα Jack White και έγινε ένα όνομα που δεν θα σε εξέπληττε αν έπαιζε οτιδήποτε – το ίδιο καλά με μια παλιομοδίτικη χίπικη μπαλάντα από Καλοκαίρι της Αγάπης. Όσο για την «ένοχη» ροκ αγαπήθηκε ξανά, από καινούργια πιτσιρίκια που δεν είχαν ιδέα για το Καλοκαίρι της Αγάπης.

Ακριβώς αυτό, «ιδέα για το Καλοκαίρι της Αγάπης», είναι το νέο άλμπουμ «Modern Guilt» που κυκλοφορεί την Δευτέρα, 7/7 στην XL, ο Beck. Ένα εύκολα εκφρασμένο blend από ιδέες, αγάπη και μικρές, χαριτωμένες ιδιαιτερότητες χωρίς λόγο, βαθιά χωμένο στις «καλές δονήσεις» της βρετανικής σκηνής την εποχή που κατακτούσε την Αμερική: δεκαετία ’60. Ακόμα και το εξώφυλλο με τα ιδανικά του Helvetica, είναι ένα άρωμα διανοουμενίστικων sixties ανάμεσα στα εξώφυλλα της Blue Note και στις φωτογραφίες του Dylan από τον Barry Feinstein. Acid ευτυχία που, μετά τη «στασιμότητα» του «Sea Change», ακούγεται σαν καλός οιωνός για τον Beck. Στην παραγωγή ο Danger Mouse των Gnarles Barkely, ιερέας του mash up, που έγινε διάσημος σαμπλάροντας όλο το «White Album» των Beatles με το «Black Album» του Jay-Z, για να δώσει το «Γκρι Άλμπουμ», την μίξη δύο κόσμων τόσο απίθανων να συναντηθούν, όσο φοβόμασταν τον υπολογιστή μας με τον ιο Υ2Κ: Συνέβη.

Το άλμπουμ (με την συμμετοχή της Cat Power σε δύο κομμάτια) ισορροπεί ανάμεσα στην κομψή οικονομία, (10 τραγούδια – μισή ώρα), την κλασική pop και τους πειραματισμούς πάνω στο πιο ασφαλές είδος νοσταλγίας που μπορεί να υπάρξει: την ψυχεδέλεια, τις αρμονίες και τις μελωδίες της ωραιότερης δεκαετίας του κόσμου. Το «Orphans» έχει καλιφορνέζικα α λα Beach Boys φωνητικά. Το «Gamma Ray» hip hop μπάσα και επάνω τους έξυπνα «σκονισμένα» acid φωνητικά σαν να είναι στο μπαλκόνι σου οι Pink Floyd πασαλείβοντας μαρμελάδες ο ένας τον άλλο ενώ μετά μπαίνουν όμορφες surf κιθάρες και όλα καθαρίζουν. Το «Chemtrails», αρκετά συζητημένο ήδη, είναι ένα αιθέριο, «εναντίον και ανήσυχο» κομμάτι για τον (αστικό μύθο;) αεροψεκασμό με βάριο και δηλητηριώδη αέρια της ατμόσφαιρας από κυβερνητικά αεροπλάνα, με σκοπό την αντανάκλαση της θερμοκρασίας του ήλιου και τη μείωση του φαινομένου του θερμοκηπίου. Ίσως και κάποιους άλλους, σκοτεινότερους σκοπούς και σενάρια – ανάλογα σε ποια πλευρά του καναπέ της Oprah Winfrey κάθεσαι. Το timing του Beck όμως είναι καλό γιατί, φάρσα ή όχι, οι περίεργες ουρές αερίων που αφήνουν στους ουρανούς οι πτήσεις κάποιων αεροπλάνων, είναι θέμα που συζητιέται από σαλόνια δειπνοσοφιστών στην Κρήτη μέχρι επαγγελματικά lunch με σαλάτες στο Χόλιγουντ (βλέπε την νέα ταινία του Σιαμαλάν).

Στα επόμενα κομμάτια βλέπουμε μπροστά μας ολογράμματα των Beatles και τον Syd Barrett να μιλάει στις μπουρμπουλήθρες μιας μπανιέρας ενώ σέξι μπάσο χτυπάει δυνατά σαν funky disco και ηλεκτρικά πλήκτρα από σύνθι των 80ς πετάνε στον αέρα σαν γυαλιστερά βέλη. Εμφανίζονται κάποιοι που μοιάζουν με τους Stones, πλακώνουν οι Aerosmith καυτοί ακόμα από το «Walk This Way», βαράνε τα κεφάλια τους στον τοίχο και, προς το τέλος, στο «Profanity Players», ο ρυθμός επιταχύνεται, γίνεται ένα glam-pop αεράτο κομματάκι που ανεβάζει το πάρτι στον έβδομο όροφο...

...και από εκεί βλέπουμε όλοι μαζί το «Volcano» να τινάζει σε αργή κίνηση όλη την ποπ ιστορία που έκρυβε μέσα του το άλμπουμ, ενώ από πάνω μας πετάνε αεροπλάνα ψεκάζοντάς μας πατσουλί και μπεντζίνα.

(Athens Voice, τ.219, 03.07.08)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

θα το πάρω γαμώτο..θα το πάρω..
έστω κι αν δεν ταιριάζει με τίποτε στο σαλόνι μου

Ανώνυμος είπε...

Τον συμπάθησα για ένα μόνο. Για τους στίχους του Black Tambourine. Black hearts in effigy etc... Θα το πάρω κι εγώ, για να ξενερώσει την διακόσμη στο σαλόνι του κυρίου ΚΚ Μοίρη. Έχω τους λόγους μου. Ωραία τα λέτε.