30 Ιαν 2008

Τσιάο, Τίκι-Τίκι πίπολ, ε?


Ciao TikiTiki people, eh?


* Πέμπτη βράδυ. Είμαι στο Tiki στο Κουκάκι και σκέφτομαι ότι μ’ αρέσει η λέξη Koukaki, την λέω από μέσα μου και νοιώθω τσίκι-κούκι-τσάκι-κίκι, να με γαργαλάνε χαλίκια, θροΐσματα, κοχύλια και πολυέστερ. Φοράμε σκουφιά, άρβυλα, γάντια και δερμάτινα γιατί το έχουμε δαγκώσει από το κρύο απόψε, αλλά τώρα τα έχουμε πετάξει και είμαστε ξαφνικά exotica, ας υποθέσουμε με λεοπάρ παντοφλέ παπουτσάκι, στενό τσιγάρο παντελονάκι τρεβίρα χωρίς ζώνη, πουκάμισο μαύρο με διακριτικό φραμπαλαδάκι με κόκκινη τρέσα στο κούμπωμα, σωστή φαβορίτα φαρδουλή τριάρα τριμαρισμένη και κατεβασμένη μέχρι το ύψος της μύτης και τα γυαλιά Buddy Holly. Όλος ο αντρικός πληθυσμός στο Tiki, απόψε, φοράει τα ίδια γυαλιά, μοιάζουν σαν να τους άδειασε το πούλμαν από το Sundance ή να έστειλε τις ρέπλικές του ο Μπιτζένης να καταλάβουνε τον κόσμο – η αρχή ας γίνει από το Koukaki. Όλος ο αντρικός πληθυσμός και η Σάντρα-Οντέτ Κυπριωτάκη.

* Όπως λέει η ίδια, τα αγόρασε από τον Μίμη της Κάνιγγος, φυσικά.

* Όχι εντάξει ναι. Το μαύρο κοκκάλινο γυαλί είναι η επιτομή, ας πούμε, ενός στυλ που θέλει να ειρωνευτεί το παρόν (γραμμικό σχέδιο, design υλικά), χρησιμοποιώντας το σαν μέσον για να επιστρέψει στις βασικές φόρμες του παρελθόντος (lounge μουσικές, σαξόφωνα, ο ήχος του farfisa σαν παιδικό παιχνίδι) και, ακόμα καλύτερα, σε αυτά που, με νοσταλγία, δεν γνωρίσαμε αλλά φανταζόμαστε αθώα και διασκεδαστικά: π.χ. τη μαμά μας να χορεύει ρουμπίτσες, σε υπαίθριο dancing club, αστραφτερή, με αυτόν που αργότερα θα γινόταν ο νονός μας, τον μπαμπά μας να μαρσάρει με μια Triumph του ’65 στον θαλασσινό αέρα κάτω από τ’ άστρα και, πάνω στη σκηνή, με μοβ σακάκια, η ορχήστρα του sassofonista Germano Montefiori να παίζουνε τριζάτα, εξωτικά, ανάλαφρα τζαζ για το υπέροχο τίποτα αυτής της θαυμάσιας νύχτας.

* O Germano πέθανε τον περασμένο Δεκέμβριο. Μέχρι πρόσφατα, έπαιζε με τους δύο δίδυμους γιούς του, τον Chicco και τον Checco ή Montefiori Cocktail σε τρελά κλαμπάκια – από το ξενοδοχείο Μοντεπουλτσιάνο μέχρι τα Καζίνο στη ναπολιτάνικη Ριβιέρα, σε σφιχτά χαμηλοτάβανα go-go clubs στο Μιλάνο μέχρι στην ταράτσα των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη, σε πριβέ πάρτι στη Ρωσία μέχρι σε κρουαζιερόπλοια της Κυανής Ακτής και στο Madame JoJos του Λονδίνου (το sex bar όπου γύρισε ο Κιούμπρικ τις «σκληρές» σκηνές του Μάτια Ερμητικά Κλειστά). Τους είχα δει το 2002 σε ένα μπαρ στο Μπολόνια, οι δύο Montefiori δίπλα σε ένα εξαιρετικό αμπαζούρ, να παίζουν ένα κοροϊδευτικό shake (Gne gne gne gne) και τον κόσμο να χορεύει μέσα σε λάμψεις από λευκό γυαλιστερό βυνίλ. Το μουσικό θέμα του Star Trek σε bongo lounge, παλιά τραγουδάκια από τηλεοπτικά διαφημιστικά για σαμπουάν, κάτι λέγανε για την «divina Εντβίζ Φενέκ» (την λαϊκότερη εκδοχή του ιταλικού sex symbol), ήταν ένα είδος ανεβασμένου elettronica με ελαφρά διάθεση πειραματισμού. Κάτι ανάμεσα σε ορχήστρα χορού και DJing στα εξυπνότερα έρμαια της μόδας στον κόσμο.

* Το ιταλιάνικο lounge είναι ένα τεχνολογικό shaker μέσα στο οποίο βαράει η bossa με την spaghetti jazz, ολίγος τούρκικος λυγμός, παλιές πόλκες, γιαπωνέζικα μηχανολογικά bleeps, ηδονικά sax solos για στριπ-τηζ, οι καλοκαιρινές πίπες που έπαιζαν τα τζουκ μποξ στα καλαμένια μπαρ όλης της Αδριατικής ακτής στα 60ς, μουσικές ιλουστρέ για παλιές σουηδικές τσόντες, σάουντρακ φτηνών b-movies με ναπολιτάνους μπαγαπόντηδες και ντεντέκτιβς με μουστάκι και ζιβάγκο. Ένα τσίρκο γλυκιάς γελοιότητας που αναδόμησαν με ειρωνικό περφεξιονισμό οι παραγωγοί των στούντιο του βορρά π.χ. της Irma Records (με έδρα την Μπολόνια και στην οποία, μέχρι πρόσφατα, ανήκαν οι Montefiori Cocktail). Από τις κινηματογραφικές υποτονικές «ευχάριστες μουσικές» της Τσινετσιτά, το lounge της Ιταλίας ξεπέρασε την «εμφάνιση»(μαλακοί καναπέδες, πονηροί καθρέφτες, χαζά μοντέλα) και έγινε ένα «βίαιο», χορευτικό beat μέσα σε αρτίστικα πάρτι. Η διασκεδαστική τέχνη της συνάθροισης και των συγκινήσεων.

* Ήρθαμε στο Tiki (το παλιό, Deluxe) για να δούμε τους δύο δίδυμους Montefiori. Οι οποίοι φοράνε τα γυαλιά της Σάντρας – Οντέτ - Κυπριωτάκη – Μπιτζένη – Buddy - Holly και διαπιστώνουμε ότι εκεί μέσα, εκτός από τους σωσίες Montefiori, κυκλοφορούν ακόμα: ένα ζευγάρι και μία γκόμενα από τα κόμικς του Robert Crumb, η Bernadette Peters, ο Λούρας (αποκλείεται γιατί είναι στην Κίνα), o Κορκολής, ο Martin Gore, μία κοντούλα Suzanne Vega, δύο αρκούδες και τουλάχιστον δύο Anthony and the Johnsons. Και όλα αυτά ίσως επειδή πίνουμε καμπάρι με τζιν και λίγο βερμούτ (το λένε negrone και σε κάνει τούτσι). Απ’ έξω, μέσα από την κουρτίνα με τα εξωτικά κρόσσια της τζαμαρίας, η οδός Φαλήρου φαίνεται λίγο σαν Τραστέβερε, έτσι πορτοκαλί φωτισμένη με αυτή την κεραμιδί απόχρωση της Ρώμης. Στις γωνίες χαβανέζες σε γαλάζιο φόντο, κάτω από πράσινους κοκοφοίνικες με κόκκινα σποτ πίνουν ξυνούς χυμούς τζοτζόμπα (;) μέσα σε ξύλινα ποτήρια τοτέμ. Ο Chicco στο «πληκτρολόγιό» του άνοιγε τα κομμάτια με το Cubase σαν μαϊμουδάκι στο διάστημα ενώ, ένα βήμα μπροστά ο Checco, φλυαρούσε σαν τέλειος ιταλός μπαγάσας Ciao, ciao, αμόρε, τσιάο Ατένε, Τίκι-τίκι πίπολ, ciao, amore, eh?

* Φύσαγε μέσα στην κάπνα «γουάν σονγκ-ε ντ’ αμόρε, τίκιτίκι πίπολ, canzone d'amore, però ballabile, eh; Λα καντσόνε ντελ φουόκο». Και έπαιζε το «Light my fire» του Μόρισον και μετά περνούσε στα πειραγμένα του, Riviera Beat! Crazy Crazy Beat, eh? , μέχρι το «I feel love» της Donna Summer έπαιξε σαν να ήταν το Crazy crazy girl, αλλά χωρίς τη Λάσκαρη (σκέτο, μόνο με Βουτσά).

* Συμφωνήσαμε όλοι πως οι Έλληνες Montefiori είναι η κολλεκτίβα των dr.Vodkatini και ότι πρέπει να τρέξουμε να τους δούμε (παίζουν απρόοπτα, κάτι μεσημέρια, σε κάτι Σκουφάκια, σε κάτι Fnac κ.λπ.) αν και είναι κάπως περισσότερο «προσηλωμένοι» στο τζαζ ιδίωμα παρά στην «εξαιρετική τέχνη των συναθροίσεων». Το καινούργιο τους άλμπουμ «Indulge in a big swig» λικνίζεται περισσότερο παρά σουινγκάρει, μυρίζει αρώματα καφέ – όμως θα ήθελα να άκουγα και ένα σπλας παραπάνω από βότκα μέσα στο vodkatini μου, γιατρέ.

* Στο τέλος, παίρνω το song list των αδερφών Montefiori με τρελή μουτζούρα και αφιέρωση και λεκέδες καμπάρι επάνω του, πετάμε τα λεοπάρ μοκασίνια, φοράμε τους σκούφους και τα κράνη, ανεβαίνουμε στη βέσπα και φεύγουμε από το εξωτικό Koukaki χαιρετώντας τους κατοίκους του, δε τίκι-τίκι πίπολ.

* Τσάο, αμόρε, άι’μ γκόνα μπρας μάι τιτ, ε;

3 σχόλια:

elafini είπε...

έχω μια ψυχωτική μανία να κολλάω στις λεπτομέρειες...ομολογώ απροκάλυπτα πως διάβασα στα πεταχτά (διαγωνίως) το κείμενο και μετά έτρεξα στην ετικέτα...μαλλον είχα δίκιο...η βόλτα πάνω στο σκούτερ με βοήθησε να απολαύσω περισσότερο το κείμενο...σχεδόν ζαλίστηκα από τις φιδωτές στροφές εκεί στις λίμνες Κόμο...

Γ.Ν. είπε...

Γειά σου elafini.
Σου-μι-λά-ω-με- φω-νή- δι-α-κε-κο-μέ-νη- πά-νω-στο- σκού-τερ- κα-θώς- τρα-ντα-ζό-μα-στε- α-πό-το- καλ-ντε-ρί-μι- στα- στε-νά- κά-τώ- α-πό- την- πι-ά-τσα-ντι-σπά-νι-α- θα-μου- βγει -η- μο-τσα-ρέλ-λα- α-πό -τη- μύ-τη- γκρά-τσι-ε- ε;

elafini είπε...

:)