ΚΟΝΤΡΟΣΟΛ, ΤΕΥΧΟΣ 5. Ο ΕΡΩΤΑΣ ΠΡΙΝ ΤΟ «2».
Φέτος, φυσικά, το δώρο της χρονιάς ήταν το dvd της παράστασης του «2», on-off-και backstage. Το τελευταίο ιδιαίτερα χορταστικό, γιατί μας έδειχνε τι γινόταν στα παρασκήνια. Βλέπαμε τα συντονισμένα βλέμματα της καλοκουρδισμένης ομάδας με ακρίβεια τεντωμένης χορδής, τη λάμψη στο μάτι του ηθοποιού στις κουίντες ένα τσικ πριν βγει στο παλκοσένικο και νοιώθαμε να τους αγαπάμε περισσότερο, είναι αθώες φορτισμένες μηχανές οι ηθοποιοί στη σκιά πίσω από τη κουρτίνα, ένα φου να τους κάνεις θα χαθούν σε χίλια κομμάτια, χίλια και δύο. Το «2» λοιπόν, εύστοχα σε συσκευασία με 2 dvd, τα έχει όλα, μέχρι και τα τρέηλερ και τα projections και ένθετο βιβλιαράκι σχεδιασμένο από τον ίδιο τον Παπαϊωάννου που, μόλις άγγιξα το χαρτί του και είδα τα σκίτσα και το layout, θυμήθηκα το Κοντροσόλ Στο Χάος και κάπως σαν να ταράχτηκα, ένοιωσα έναν πόνο πίσω στους σιελογόνους και τσούξιμο στα μάτια, άει στο διάολο και τα προζάκ και άρχισα να ψάχνω που το έχω βάλει, το παλιό μου κοντροσόλ μέσα σε αυτό το χάος.
Μέσα σε αυτό το χάος, οι άλλοι, προσπαθούσαν να εξηγήσουν στον Ιταλό τι σημαίνει το «2» για την Ελλάδα του 2007, τι ρόλο αντίδοτου έπαιξε αυτή η τρυφερή αγορίστικη όπερα απέναντι... πως να του το εξηγήσεις τώρα... απέναντι στον Λιάτσο ας πούμε. Τυχαίο παράδειγμα. Γκουάρντα, Ούμπε. Κοίτα και κλάψε. Αυτές είναι οι ειδήσεις μας και αυτό είναι το «2» μας. Ουν πο Ντε Λα Γκουάρντα, ουν πο γκέη, νο; Νο και στα μούτρα σου. Πήγαινε στην Ιταλία να βλέπεις τα σκουπίδια βουνό, στη Νάπολη. Με το πάρλα-πάρλα, φτάσαμε στο «Ρεμπέτικο» του Φέρρη, λέγαμε μήπως να τον πάμε Κωνσταντινούπολη τον Ιταλό, να του δείξουμε το έργο που ανέβηκε σε παράσταση εκεί, συμβολική χειρονομία, θα τον εντυπωσιάζαμε - κι από την Κωνσταντινούπολη φτάσαμε στα Ιλίσια, στην «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» της Νένας Μεντή που έχει τιγκάρει το θεατράκι φέτος, έχει περάσει όλη η Αθήνα να την δει, ο χώρος εκεί έχει καλή παράδοση στους μονολόγους. Καταλήξαμε να λέμε μήπως να πάμε ένα βράδυ στη Ρεμπέτικη Ιστορία στην Ιπποκράτους – μαλάκα υπάρχει ακόμα, έχω να πάω από το ‘82, με την Ψυχούλη ντυμένη Ινδή, τελευταία φορά.
Εντωμεταξύ βάλαμε να δούμε ειδήσεις γιατί ο Β. που είχε πολύ δουλειά για 2-3 μέρες δεν είδε καθόλου, οπότε ρώτησε «τι γίνεται ρε παιδιά με Θέμο;» και δεν ξέραμε τι να του απαντήσουμε. Ούτε μετά που είδαμε, ξέραμε να του απαντήσουμε. Σε όποιο κανάλι κι αν το γυρίζαμε, είχε τον Ζαχόπουλο σε εκείνο το παν-καναλικό πλάνο που ιδρώνει στα καμένα της Ολυμπίας. Όλοι το ίδιο, όπως όταν ανοίγει η Έκθεση Θεσσαλονίκης και δείχνουν παντού το ίδιο talking head, τον οικονομικό λόγο του Πρωθυπουργού· κι εσύ το γυρίζεις στον Λιάτσο π.χ., που έχει την δημοσιογραφική ομάδα του δελτίου στα μπουζούκια.
Κι άλλο ένα κοντροσόλ, γαλλικό φιλί στα τελευταία δέκα χρόνια μου. Ένα dvd που κυκλοφόρησε στη SonicPlayground και με το σηματάκι της Athens Voice στο κούτελό του – το μουσικό ντοκιμαντέρ για την ελληνική ποπ-ροκ σκηνή που γύρισε η Γκρατσιέλα Κανέλλου «The Approaching Of The Hour» και είδαμε στις Νύχτες Πρεμιέρας. Είναι δύσκολο να το περιγράψω, μοιάζει σαν να ξεφυλλίζω το άλμπουμ με τις σχολικές φωτογραφίες, είναι μια ταινία γεμάτη φίλους. Τα προζάκ γρήγορα. Βάζουμε τυχαία σκηνές και πέφτουμε πάνω σε τραγούδια ή αγαπημένες φάτσες που μιλάνε «γι’ αυτό που λέμε ελληνικό ροκ» και ποτέ δεν υπήρξε στ’ αλήθεια σαν καθεστώς, παρά μόνο στις παρέες μας, σαν μυστική σύμπραξη μέσα στο χάος του επαγγέλματός μας. Ευτυχώς η ταινία της Γκρατσιέλα δεν έχει την γκρίνια που είχαμε οι παλιότεροι (οκ, την έχει λίγο, σε μερικά σημεία των συνεντεύξεων). Αλλά, επειδή βασικά περιστρέφεται γύρω από τους Raining Pleasure θεωρώντας την crossover επιτυχία τους μία νίκη της φυλής απέναντι στους Λιάτσους (τυχαίο παράδειγμα λέμε), γι’ αυτό και κυρίως χαρακτηρίζεται από ένα «νεο-ευρωπαϊκό» sunshine ροκ αίσθημα. Έχει λίγο τροχόσπιτο και γρασίδι στον απόηχό της – και βέβαια έχει πάτσγουερκ, ένα πάπλωμα αγάπης, τα γκρουπ των τελευταίων 7, ας πούμε, χρόνων. Film, My Wet Calvin, Bokomolech, τυχαία θυμάμαι τώρα, τους χθονιοτρέντυ Mary And The Boy, την (sic) βραχύβια Versace Widow, Zebra Tracks, Callas… πολλούς.
Είναι νομοτελειακό: στα μουσικά ντοκιμαντέρ σου αρέσουν όλα τα τραγούδια, το μοντάζ είναι μεγάλη μαγική δύναμη. Συντονίζει, κόβει, ράβει και φορμάρει το timing έτσι ώστε να συγκινείσαι – να λέει ας πούμε μια ατάκα ο Βαλλάτος και να πέφτει τέλειο καπάκι στη σωστή ανάσα το Approaching of the hour, να βλέπεις την Αγγέλα περικυκλωμένη από cd στο οχυρό της στην εταιρία, τους Μαρκο-Σπήλιους, Πετριδάκι, Παπασπυρό, τον γκουρού-Μάκη, όλους, και να λες “οκ, αλληλούια, δεν είμαι μόνος σε αυτή τη ζωή, υπάρχουν κι άλλοι δικοί μου, χαμένοι στο χάος». Και η παραμικρή κιθαριά μετά από αυτό, το πιο κοφτό, σύντομο γκραννν που ακολουθεί, σε κάνει να νοιώθεις ευτυχισμένος που υπάρχουν οι ελληνικές μπάντες – έστω κι αν εσύ δεν έκανες τίποτα γι’ αυτές. Άχρηστε.
Στη σκηνή δε που ο Βασιλικός φτιάχνει σπανακόπιτα νομίζαμε ότι θα βάλουμε τα κλάματα από τρυφερότητα, ήταν σαν να μαγείρευε ο Bambie το ελαφάκι (χάλια τα νεύρα μου τελευταία).
Μετά, σε ένα ράφι ψηλά, μέσα σε κούτα, βρήκα μαζί με ξεχασμένες ζωγραφιές και παλιά Αμφί, το Κοντροσόλ Στο Χάος. Είχε την ίδια γεύση όπως τότε, μόνο που μου φάνηκε ακόμα πιο γενναίο, μέσα στην προ-ιντερνετική του ποίηση. Τι ωραία που ζωγράφιζε τους αποχωρισμούς του ο Παπαϊωάννου! Πόσο καλύτερο μοιάζει το «2» τώρα, που έφυγε από πάνω του όλο το γουναρικό και η τηλεορασίλα!
Τα βάζω δίπλα-δίπλα, δίπλα μου, Δύο, Κοντροσόλ, και Ελληνικό Ροκ. Θέλω να τα έχω μαζί μου.
(Α.V. 197, 24.01.08)
Εντωμεταξύ βάλαμε να δούμε ειδήσεις γιατί ο Β. που είχε πολύ δουλειά για 2-3 μέρες δεν είδε καθόλου, οπότε ρώτησε «τι γίνεται ρε παιδιά με Θέμο;» και δεν ξέραμε τι να του απαντήσουμε. Ούτε μετά που είδαμε, ξέραμε να του απαντήσουμε. Σε όποιο κανάλι κι αν το γυρίζαμε, είχε τον Ζαχόπουλο σε εκείνο το παν-καναλικό πλάνο που ιδρώνει στα καμένα της Ολυμπίας. Όλοι το ίδιο, όπως όταν ανοίγει η Έκθεση Θεσσαλονίκης και δείχνουν παντού το ίδιο talking head, τον οικονομικό λόγο του Πρωθυπουργού· κι εσύ το γυρίζεις στον Λιάτσο π.χ., που έχει την δημοσιογραφική ομάδα του δελτίου στα μπουζούκια.
Κι άλλο ένα κοντροσόλ, γαλλικό φιλί στα τελευταία δέκα χρόνια μου. Ένα dvd που κυκλοφόρησε στη SonicPlayground και με το σηματάκι της Athens Voice στο κούτελό του – το μουσικό ντοκιμαντέρ για την ελληνική ποπ-ροκ σκηνή που γύρισε η Γκρατσιέλα Κανέλλου «The Approaching Of The Hour» και είδαμε στις Νύχτες Πρεμιέρας. Είναι δύσκολο να το περιγράψω, μοιάζει σαν να ξεφυλλίζω το άλμπουμ με τις σχολικές φωτογραφίες, είναι μια ταινία γεμάτη φίλους. Τα προζάκ γρήγορα. Βάζουμε τυχαία σκηνές και πέφτουμε πάνω σε τραγούδια ή αγαπημένες φάτσες που μιλάνε «γι’ αυτό που λέμε ελληνικό ροκ» και ποτέ δεν υπήρξε στ’ αλήθεια σαν καθεστώς, παρά μόνο στις παρέες μας, σαν μυστική σύμπραξη μέσα στο χάος του επαγγέλματός μας. Ευτυχώς η ταινία της Γκρατσιέλα δεν έχει την γκρίνια που είχαμε οι παλιότεροι (οκ, την έχει λίγο, σε μερικά σημεία των συνεντεύξεων). Αλλά, επειδή βασικά περιστρέφεται γύρω από τους Raining Pleasure θεωρώντας την crossover επιτυχία τους μία νίκη της φυλής απέναντι στους Λιάτσους (τυχαίο παράδειγμα λέμε), γι’ αυτό και κυρίως χαρακτηρίζεται από ένα «νεο-ευρωπαϊκό» sunshine ροκ αίσθημα. Έχει λίγο τροχόσπιτο και γρασίδι στον απόηχό της – και βέβαια έχει πάτσγουερκ, ένα πάπλωμα αγάπης, τα γκρουπ των τελευταίων 7, ας πούμε, χρόνων. Film, My Wet Calvin, Bokomolech, τυχαία θυμάμαι τώρα, τους χθονιοτρέντυ Mary And The Boy, την (sic) βραχύβια Versace Widow, Zebra Tracks, Callas… πολλούς.
Είναι νομοτελειακό: στα μουσικά ντοκιμαντέρ σου αρέσουν όλα τα τραγούδια, το μοντάζ είναι μεγάλη μαγική δύναμη. Συντονίζει, κόβει, ράβει και φορμάρει το timing έτσι ώστε να συγκινείσαι – να λέει ας πούμε μια ατάκα ο Βαλλάτος και να πέφτει τέλειο καπάκι στη σωστή ανάσα το Approaching of the hour, να βλέπεις την Αγγέλα περικυκλωμένη από cd στο οχυρό της στην εταιρία, τους Μαρκο-Σπήλιους, Πετριδάκι, Παπασπυρό, τον γκουρού-Μάκη, όλους, και να λες “οκ, αλληλούια, δεν είμαι μόνος σε αυτή τη ζωή, υπάρχουν κι άλλοι δικοί μου, χαμένοι στο χάος». Και η παραμικρή κιθαριά μετά από αυτό, το πιο κοφτό, σύντομο γκραννν που ακολουθεί, σε κάνει να νοιώθεις ευτυχισμένος που υπάρχουν οι ελληνικές μπάντες – έστω κι αν εσύ δεν έκανες τίποτα γι’ αυτές. Άχρηστε.
Στη σκηνή δε που ο Βασιλικός φτιάχνει σπανακόπιτα νομίζαμε ότι θα βάλουμε τα κλάματα από τρυφερότητα, ήταν σαν να μαγείρευε ο Bambie το ελαφάκι (χάλια τα νεύρα μου τελευταία).
Μετά, σε ένα ράφι ψηλά, μέσα σε κούτα, βρήκα μαζί με ξεχασμένες ζωγραφιές και παλιά Αμφί, το Κοντροσόλ Στο Χάος. Είχε την ίδια γεύση όπως τότε, μόνο που μου φάνηκε ακόμα πιο γενναίο, μέσα στην προ-ιντερνετική του ποίηση. Τι ωραία που ζωγράφιζε τους αποχωρισμούς του ο Παπαϊωάννου! Πόσο καλύτερο μοιάζει το «2» τώρα, που έφυγε από πάνω του όλο το γουναρικό και η τηλεορασίλα!
Τα βάζω δίπλα-δίπλα, δίπλα μου, Δύο, Κοντροσόλ, και Ελληνικό Ροκ. Θέλω να τα έχω μαζί μου.
(Α.V. 197, 24.01.08)
7 σχόλια:
Θεέ μου, πού το ανακάλυψες το Κοντροσόλ; Κανα δυο τεύχη που είχα καταφέρει να βρω πριν κάτι αιώνες χάθηκαν σε μια από τις τόσες μετακομίσεις μου...
Άραγε υπάρχουν κάπου παλιά τεύχη που να πουλιούνται;
Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι υπάρχουν τεύχη στην Οδό Πανός (της οδού Διδότου). Αν δεν βρίσκεις, στείλε μήνυμα μήπως μπορέσω να βρω κάπου εγώ. Καλό απόγευμα.
Ευχαριστώ!!!
Καλό απόγευμα και σε σένα.
Αει να χαθείς ρε.
Έλεος πια.
Δε με λυπάσαι;
Χίλια κομμάτια ρε Νένε.
To χαλάκι μου να προσκυνήσω.
Πιθανόν να υπάρχουν κάποια αντίτυπα του δεύτερου τεύχους - αν ενδιαφέρεεσαι, ρίξε μήνυμα. Όσο για το "2", Γ.Ν., τα γουναρικά δεν έφυγαν ποτέ από τον παπαϊωάννου - απλώς μάθαμε να τα αγνοούμε...
Lou Bago, μπορεί να έχεις δίκιο. Αλλά στη "συνθήκη" του dvd φαίνονται πιό εύκολα να τα ξεχάσεις. Και, τέλος πάντων, πάντα έχουμε και την επιλογή των σπρέη :-)
Lou Bago,
ένα αντίτυπο από το δεύτερο τεύχος θα μου ήταν αρκετό. Θα περάσω κι από την "Οδό Πανός" όταν κατέβω Αθήνα κι αν αποτύχω, θα μπορούσες ίσως να με βοηθήσεις τότε.
Μένω στο εξωτερικό όμως, και θα ήταν too much να σε τρέχω τώρα...
Σε ευχαριστώ, όπως και νά'χει!
Δημοσίευση σχολίου