Cat Power. Το καλό θα νικήσει.
- Βλέπω πιο ήρεμα χαμόγελα. Έφυγε εκείνο το τικ-τακ που έπαιζε ανεπαίσθητα πάνω από το αριστερό σας φρύδι και αναβόσβηνε θυμός-λύπη-θυμός-λύπη, όσο κρατούσε η μπουζουξίδικη υπερ-ευτυχία των γιορτών. Καλμάρισε το μέτωπό σας. Οι ρεβεγιονιστές λούφαξαν και βλέπουν ειδήσεις στην τηλεόραση. Στους άλλους, απο-φρικαρισμένοι πια, παίζει μία συσπείρωση. Την προηγούμενη εβδομάδα που είπα ότι δεν μ’ ενδιαφέρει η μουσική, φίλοι γνωστοί και άγνωστοι ανησύχησαν, ποιός ξέρει, λάλησε αυτός θα σκέφτηκαν, μου έστειλαν blinks και σημειώσεις και Μίνες, δεκάδες Μίνες, an army of Minas να με σώσει – κι μια τρυφερή αγκωνιά «έλα οκ».
- Όχι οκ. Αλλά ευχαριστώ.
- Κάθε φορά έτσι γίνεται. Κάποιος ακούει τα σούπερ-σόνικ κύματα κι έρχεται να σε σώσει και, κοίτα πλάκα, κάθε, κάθε, κάθε φορά αυτό έχει να κάνει με μία μουσική. Ή μερικά τραγούδια. Είναι Παρασκευή βράδυ και ακούω τις διασκευές που έκανε η Cat Power, ή Chan Marshall - πιο ωραίο το αληθινό της όνομα, για το άλμπουμ «Jukebox» που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στην Matador. Λόγω παλιάς ραδιοφωνικής διαστροφής, οι διασκευές πάντα μου αρέσουν, αντιπαραβάλλω με τα αυθεντικά, βρίσκω ομοιότητες, υπερ-εγώ να ενορχηστρώνουν, διαφορές και προαιρέσεις. Τώρα η Chan, πιο καθαρή από τις αστικές της νευρώσεις, ακούγεται πολύ μπανάλ αλλά θα το πω, γυρίζει ακόμα πιο βαθιά στις ρίζες και στο μουσικό παρελθόν που γνώρισε. Χαλαρά, χωρίς κανένα άγχος, αλλά με αγάπη, λέει ξένα τραγούδια σαν νά’ τανε δικά της. Δεν είναι από μια άποψη;
- Παίρνει το New York, New York και βγάζει από πάνω του όλη τη τζογαδόρικη «σινατρίλα» του ευκαιριακού, τη λάμψη που διεκδικήθηκε από επαρχιωτισμό. Του δίνει έναν γλυκύτατο blues τυχοδιωκτισμό, το κατεβάζει έναν τόνο και το βαράει με ένα ξερό, σέξι ρυθμό, σαν να πρόκειται για σουλατσάρισμα πάνω κάτω στους 50-τόσους Δρόμους. Οι μουσικοί της είναι οι ίδιοι (The Dirty Delta Blues Band) που τη συνοδεύουν στις περιοδείες, έχουν ωραίο, χειροποίητο, αλήτικο ήχο. Την αγαπούν οι τύποι, την προσέχουν σα μωρό. Η Cat είναι γεμάτη πληγές γι’ αυτό και ξέρει να μουρμουρίζει καλά. Κάνει τα τραγούδια ένα γλυκό, πληγωμένο τρίκλισμα, χαμηλώνει, μένει λίγο μετέωρη και ξαναπαίρνει ανάσα, σηκώνεται μετρώντας και φορτώνει πάλι – γκραν γκραν την κιθάρα. Λέει και έναν Hank Williams (το Ramblin' [Wo]man) που πάντα μου έφερνε δάκρυα στα μάτια με το απόκοσμο echo που είχαν οι διαστημικές country μουσικές του. Η Cat το κράτησε αυτό, η κιθάρα της ακούγεται σαν να ουρλιάζει μακριά μέσα στα φεγγάρια. Έτσι μου έρχεται να ανέβω στην ταράτσα να δω πού πήγε, πού πέταξε το τραγούδι μέσα στη νύχτα.
Λέει κι άλλα. Βαθιά, εγκάρδια soul grooves, όλα λυπημένα και έμπειρα. Έναν George Jackson, έναν James Brown της πρώτης, προ-ψωνίσματος-περιόδου, έναν χριστιανικό Bob Dylan του ’79, ένα δικό της («Song to Bobby») συγκινητικό, τρυφερό, λίγο δηλητηριώδες, λίγο αστείο, αφιερωμένο στο είδωλό της, τον Dylan: «Ήθελα να σου πω...στις συναυλίες σου... στα 15 μου κουνούσα τα χέρια μου ψηλά με τα τραγούδια σου... και μια άλλη φορά στη Νότια Καρολίνα... (μιμείται τη φωνή του)... και μετά με το backstage pass στο χέρι μου... είχα σχέδιο να σου χαρίσω την καρδιά μου... Να σου πω επιτέλους να γίνεις ο άντρας μου.
- Χα χα χα.
- Ανεβάζω την ένταση και την αφήνω να τα πει. Τραγούδα, girl. Βγάλτο έξω. «Don't Explain» της Billie Holiday, αδέκαστο και μοιραίο. Μπλουζαριστό, μοναχικό και μπαρόβιο, το «Woman Left Lonely» της Janis Joplin με φωνή που αντί να ουρλιάξει, μαλακώνει, γίνεται άχνα και χώνεται σιγανά μέσα στο χαρτομάντηλο. Και το έτοιμο-να-διαλυθεί-σε-μπλε-φυσαλλίδες «Blue» της Joni Mitchell, υπνωτικό σαν ανάμνηση γραμμής ορίζοντα. Σε αυτά, τα γυναικεία τραγούδια λιώνει η Cat, από εκεί βγήκε το Pοwer που βάζει στ‘ όνομά της.
- Sisters are doing it for themselves. Γυναίκες που συνασπίζονται, να νικήσει το καλό. Είμαι, Κυριακή βράδυ, στο Polis της Π.Ράλλη, τελευταία νύχτα της Πασπαλά με την Ρεμπούτσικα και την βραζιλιάνα Badi Assad. Τραγουδούν και οι τρεις μαζί επί σκηνής μία, ξεχαρβαλωμένη κάπως, είναι η αλήθεια, όχι ένθερμη διασκευή του “Sisters…” των Eurythmics αλλά η επιλογή του κομματιού στο πρόγραμμα δίνει τόσο χαρακτηριστικά την ταυτότητα αυτού του σχήματος – και την συσπείρωση των δυνάμεων του καλού, έστω και σαν εικονογράφημα, σαν σύνθημα του νέου χρόνου. Έχω την αίσθηση ότι βρίσκομαι σε παράκληση – μία θρησκευτική επίκληση S.O.S.. Nα βρέξει, να χιονίσει, να καθαρίσει ο αέρας, να πάρουμε την Πόλη, οτιδήποτε. Όχι, εντάξει, το τελευταίο το είπα για πλάκα - αν και είναι αλήθεια ότι ακούσαμε όλη την Πολίτικη Κουζίνα σε όλο της το νοσταλγικό, πλούσιο σε θερμίδες και γλύκα, μενού. Και τα άλλα οριένταλ κινηματογραφικά της Ευανθίας. Κι αν δεν ήμασταν Κωνσταντινούπολη, τότε πρέπει να ήμασταν Βενετία γιατί κουνούσε πολύ η γόνδολα στα ασπρόμαυρα κλιπάκια του προτζέκτορα επάνω στα λευκά σεντόνια (οθόνες). Επρόκειτο για ένα χαριτωμένο βαλς που το διηύθυνε σαν μαέστρος όλη την ώρα ένας ηλικιωμένος κύριος από τους θαμώνες. Βαλσάκι που το χορεύουν κοροϊδεύοντας τους γονείς τους, μια παρέα 9χρονες μικρές στο δωμάτιο με τις πορσελάνινες κούκλες.
- Οι τρεις γυναίκες σαν Τρίο της Μπελβίλ –και, εκτάκτως, η στιχουργός τους Ελένη Ζιώγα – είχαν αναμεταξύ τους μια σωματική επικοινωνία όλο τρυφεράδα και αγγίγματα, ένα νεραϊδολαχτάρισμα, φούρλες, μαλλιά αγαπημένα, χαμόγελα και δάκρυα, γλυκές, τέλειες, αλλά όχι ντίβες. Καθόλου αγέρωχες ή θεατρικές ή μεγαλύτερες από το κοινό. Ήταν γυναίκες έξυπνες, απλές, τεχνίτρες, βιρτουόζες. Η Έλλα Πασπαλά μας ακινητοποίησε, είναι ακαταμάχητη, είναι το Τέλειο Μαύρο Ορθογώνιο Πράγμα Στο Διάστημα, του Κιούμπρικ. Η Assad τραγούδησε Bjork και μετά μας καθήλωσε (επίσης), παίζοντας έναν συγκινητικό μητρικό κώδικα με την κιθάρα της σαν να ήταν το νεογέννητο μωρό της – την είχε αγκαλιά και της μιλούσε, την άγγιζε τρυφερά και της έκανε φωνίτσες, λαρυγγισμούς, μιαούλια κάπως. Στο τέλος κλάψαμε όλοι, απ’ ό,τι είδα στο σκοτάδι. Απελευθερωμένοι από τον καιρό – τέλος Χριστουγεννιάτικης περιόδου, τέλος προγράμματος, επιτρέπονται παρεκκλίσεις, συναισθηματικές βουτιές, ακροβατικά. Ειδικά το κόντρα μπάσο που, κλέβοντας σχεδόν όλο το stage του Polis, έκανε ένα ρομαντικό δικό του σόου, όπως θα ήθελαν οι Γυναίκες, τον Άντρα στο Μπάσο να είναι: ένας Tiger Lilly, λίγο Jethro Tull, Χειμερινός Κολυμβητής, και Γιάννης Βόγλης να τις κυνηγάει από πίσω, φωνάζοντας: «Στάσου μύγδαλα!».
- Και την επόμενη μέρα το πρωί, έβρεξε, όπως είχαμε ζητήσει.
(Athens Voice 196, 17.01.08)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου