10 Ιαν 2008

Αρχίσαμε...

  • Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου η μουσική. (Καλή χρονιά κιόλας, σας εύχομαι τα καλύτερα, πάνω απ’ όλα η υγεία).

  • Ξεχειλίζει από παντού εκκωφαντική, διακοπτόμενη, φευγαλέα. Είναι τσίπικη, φθίνει, περπατάς στο δρόμο και την κλωτσάς. Ανοίγεις κουτιά για να πάρεις κάτι κι αυτά ξερνάνε μουσική, σε κάνουν χάλια. Οι άνθρωποι όλο ρωτάνε ποιο τραγούδι παίζει στην τάδε διαφήμιση. Τους νοιάζουν μόνο τα 30 δευτερόλεπτα που άκουσαν, cut με cut. Ή, αλλιώς, κατεβάζουν αβέρτα ολόκληρες δισκογραφίες οποιουδήποτε χωρίς να ξέρουν, τιγκάρουν, αχόρταγοι, να σκάσουν τις μνήμες τους χωρίς κανένα λόγο, καμία αφορμή. Κανείς δεν θυμάται τίποτα.

  • Περνούσα, μέσα στις γιορτές, τη Σταδίου. Η βιτρίνα μεγάλου δισκοπωλείου ήταν ολόκληρη ραγισμένη από δύο δυνατά χτυπήματα, σαν από πέτρες, τρύπες στο κέντρο της, έτοιμη να καταρρεύσει. Πρόχειρα στερεωμένη με κολλητικές ταινίες και γραμμένα σε λευκές Α4, με κολλυβογράμματα, με μαρκαδόρο, κεφαλαία και θαυμαστικά, «ΜΗΝ ΑΓΓΙΖΕΤΕ». Μη ακουμπάτε ρε, μη πιάνετε, μη κατεβάζετε, μη πλησιάζετε, μην αγοράζετε μαύρα. Δεν έδινε κανένας καμία σημασία. Πίσω από το απλωμένο σπάσιμο, σαν πιασμένα σε ιστό αράχνης, κοίταζαν στεναχωρημένα τα εξώφυλλα σουξέ της χρονιάς - ο Χαρούλης, η Τάμτα, οι Ιμάμ Μπαϊλντί, η Ευσταθία που αφηρημένα έπαιζε με μία τούφα από τα τέλεια μαλλιά της. Τους κοίταξα με απάθεια. Δεν μ’ ενδιέφεραν καθόλου. Έβγαλα το κινητό, τους φωτογράφισα σαν χοντρο-γιαπωνέζος, κι έφυγα. Μας χώριζε μια άβυσσος, είχε ραγίσει το γυαλί, δεν είχαμε να πούμε τίποτα πια εμείς όλοι.

  • Και ν’ αλλάξω δουλειά, δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Μόνο να ψάχνω ιστορίες μέσα στις μουσικές, ρε γμτ.

  • Οκ, θα προσπαθήσω να απο-σκρουτζοποιηθώ. Θα βρίσκω νόημα σε όλα, σκέφτηκα. Ο ήλιος λάμπει, οι Αθηναίοι κάνουν χαρούμενοι τα ψώνια της τελευταίας στιγμής, υποδέχονται στην πλατεία Κοτζιά τον νέο χρόνο με Πλιάτσικα, το κέφι χτυπάει κόκκινο. Τρα-λα-λα.

  • Καλή χρονιά, καλό mina.

    Βάζω ν’ ακούσω το καινούργιο της
    Mina. H Mina βγάζει κάθε χρόνο έναν με δύο δίσκους, ενίοτε δε και διπλούς. Δεν την προλαβαίνεις. Έχει κυκλοφορήσει περισσότερα από 80 άλμπουμς, σαράντα χρόνια φούρναρης βλέπεις. Κάθε φορά που η Mina βγάζει καινούργιο άλμπουμ, εγώ νοιώθω σαν να ετοιμάζω το ντοκτορά μου. Αρχίζω τα τηλέφωνα, τα τσίτσιο και τα στρόντζο, κατεβάζω τα λεξικά, ψάχνω τα κείμενά της στην La Stampa, πέφτω σε έκσταση με το artwork του κάθε άλμπουμ, ακούω τα τραγούδια και κλωτσάω τα έπιπλα, ο κόσμος με ρωτάει γιατί τόσο πολύ πια; Αρχίζω να λέω για το ιταλικό μελόδραμα που εκφράζεται απόλυτα μέσα από το ρεπερτόριο και την προσωπική ζωή της, περνάω στην ευρωπαϊκή παράδοση του αστικού τραγουδιού που εκπροσωπεί, συνεχίζω με το λαϊκό προφίλ της οπερετικής ντίβας που συγκινεί κυρίως τους ιταλούς και ισπανούς και κορυφώνω ταυτίζοντάς την με την τηλεόραση της δεκαετίας του ’60-’70, χαρακτηρίζοντάς την «εικόνα καταναλωτικά ισχυρή όσο και τα Χριστούγεννα».

  • Εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω. Όλοι έχουν φύγει διακριτικά, ο τελευταίος έκλεισε απαλά και την πόρτα. Ακόμα και η Mina την έκανε, έχει να εμφανιστεί δημοσίως εδώ και 20 χρόνια - κάτι τέτοιους σαν εμένα τους έχει μασήσει από τότε. Τα άλμπουμ της βγαίνουν πια με φωτοτυπική ταχύτητα. Ορχήστρα, μαέστρο, πάμε. Απλώνεται η φωνάρα και κυριεύει τα πάντα, κάνει ελιγμούς και γρυλίσματα, κορώνες, ξέρει τις στροφές. Το «Todavía» είναι το τουριστικό της, «διεθνές» άλμπουμ λόγω εορταστικής σεζόν, με «μαύρη» νέα ερμηνεία, μία κιθαριστική φλαμένκο αποδόμηση γνωστών κλασικών κομματιών της στα ισπανικά (Grande Amor, Un Ano de Amor, Parole Parole κ.λπ.) και μερικά βαρετά ντουέτα με αντρικές φωνές (M.Bose, T.Fero, Diego Torres, τέτοιους). Ακόμα κι εγώ, την ακούω και νοιώθω ότι δεν την ενδιαφέρει πια, ότι τραγουδάει και το μυαλό της είναι αλλού. Σκέφτεται τη μέση της, την κουβέρτα της, ένα φλιτζάνι τσάι, χίλιες μπουρμπουλήθρες μπλε. Θέλει να κάθεται σε μία άδεια φθινοπωρινή παραλία και να πλέκει, όπως θα έκανε η Piaf. Αφήνω το cd να παίζει και διακριτικά φεύγω, κλείνοντας πίσω μου την πόρτα.

  • Σκρουτζ. Μεγάλωσα πολύ, δεν μου αρέσει ούτε η Μίνα πια, ούτε ξέρω τι θέλω. Θέλω να ακούω τα τραγούδια έχοντάς τα περιμένει καιρό, αδημονώντας. Θέλω να ακούω άλμπουμς και να νομίζω ότι αλλάζουν τη ζωή μου. Ο Μ. μου έλεγε να πάμε σε ένα μπαρ να μιλήσουμε με τον κόσμο για μουσική, έτσι σαν happening. Δεν έχω να πω τίποτα για τη μουσική. Και κανένας δε νοιάζεται ν’ ακούσει. Το μόνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε για τη μουσική, θα ήταν να γίνουμε ντίρλα ακούγοντάς την – πράγμα που θα το κάνουμε έτσι κι αλλιώς, Μ. μου – και τότε ναι, μπορεί να έχουμε και καμιά ιστορία να πούμε.

  • Απο-σκρουτζοποίηση επειγόντως. Υποσχέσεις για τη νέα χρονιά: 1) Δεν θα γίνομαι δραματικός.

  • Οκ. Γεμάτος ψυχραιμία και λογική, πιάνω το ένα από τα 100 σούπερ περιορισμένα αντίτυπα του ep cd «Teddy» που μοίρασαν τον Νοέμβριο στο Vinyl Microstore οι My Wet Calvin. To πιάνω με ελαφρά ανατριχίλα, είναι μία (γιακ) γούνινη θήκη με μία αρκουδίσια φάτσα, σαν να την έχει πατήσει φορτηγό, σαν πεθαμένο παιχνίδι, πλακί στο φούρνο. Ανοίγω την παραμάνα καρφωμένη στο γουνάκι, βγάζω το cd. Το ενθετάκι είναι τυπωμένο ανάποδα, διαβάζεται σε καθρέφτη και σε αντεστραμμένη διαφάνεια. Τρα λα λα. Νομίζω ότι δίνουν την εντύπωση πως προσπαθούν ε τάϊνυ μπιτ του ματς με τις συσκευασίες των cd τους – τούφες μαλλιών, αποξηραμένα πορτοκάλια, τέτοια. Οκ, έχει πλάκα, σκάω. Τέσσερα tracks παιδικής αθωότητας που υποδύεται τη σκληρή, ότι μεγάλωσε και βαράει, όπως όταν προσπαθούμε να κρύψουμε τη συγκίνησή μας μπροστά σε άλλους. Ντροπαλή, απάτητη ακόμα από κανένα φορτηγό. Στο ένα, το γνωστό Good Boy Bad Boy θυμίζουν Röyksopp με μία απλωμένη, χιονάτη ηρεμία που ξαφνικά μουτζουρώνεται από ηλεκτρικά fuzz και μετά μοιάζει με ήχο απογείωσης αεροπλάνου – αυτό θέλω να πιστεύω, μ’ αρέσει να τελειώνουν με ένα αεροπλάνο που φεύγει οι ιστορίες. Στο δεύτερο 2 Star Hotel, ευγενής παραχώρηση του πρώτου ρόλου στη Monika και το πιάνο της, μελαγχολία ξενοδοχείου 2 αστέρων. Το τρίτο μοιάζει με το πρώτο, και το τέταρτο είναι μία 14λεπτη μοναχική, ψυχοκινητική προσήλωση σε ένα πιάνο και στις σιωπές του, υπνωτικό, κοκαλώνεις να μην ακούς ούτε την ανάσα σου και στο ενδέκατο λεπτό ανθίζει και γίνεται σαν παιδικό γλυκό με ελαφρά κλινκ-κλονκς και φτερωτά τρρρρρρ σαν από χαλασμένα παιχνίδια που, θα έλεγα, είναι το low-fi «σλογκανάτο» εφέ των τελευταίων τεσσάρων χρόνων (όχι, Μάρκο;).


1 σχόλιο:

elafini είπε...

δεν υπάρχει χειρότερο από το ράγισμα...ενδιάμεση κατάσταση...χίλιες φορές ενα μπαμ να τα σπάσει όλα και να σε συνταράξει

(όμορφες ιστορίες, ακόμα και οι μαγειρικές)

καλημέρα