Περάσαμε τις γιορτές με τον Κηθ. Ήρθε παραμονές, ξαφνικά, αργοπορημένος – τον περιμέναμε τριάντα χρόνια πριν και έσκασε τώρα που είμαι με τα μεσουλίντ, με μια βαλιτσάρα εξακοσίων σελίδων γεμάτη σταφ. «Θα μείνω λίγο καιρό» είπε, και άραξε στους καναπέδες με τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι. Σκουντιόμασταν. Ρε συ, φοράει winkle pickers ακόμα ο θεός, κοντά μαύρα, με κοφτό κουβανέζικο τακούνι και μύτη ξιφία.
Να του προσφέρουμε κάτι. «Κηθ, τι να φέρω;». Τι να φέρεις, βλάκα. Τα έχει όλα στη βαλίτσα, το γράφει απ’έξω, «Life». Μπέρμπον, ζαχαρωτά, καραμέλες γλυκόριζας και φραγκοστάφυλου, πεγιότ, κόκες, χάπια, συνταγές για μπάγκελς με πουρέ, χαϊμαλιά, πένες κιθάρας, σύριγγες, χειροπέδες, παλιές φωτογραφίες. Μαλάκα, κουβαλάει ακόμα βυνίλια, ξέρει τους κωδικούς απ’ έξω. Το δαχτυλίδι νεκροκεφαλή που ανοίγει μύτες. Τσιγάρα κούτες. Την κλασική στολή: Μαύρο τζην σωλήνα, τζάκετ τζην Wrangler, μωβ πουκάμισο. Ουλές, καψίματα, σπασμένα νύχια, ρίμελ μαύρο τσιγγάνικο, ρυτίδες, μια φωνή βραχνό ξενύχτι, ροκ εν ρολ σταρ στις 11 το πρωί και βαρύ νότιοανατολικό Λονδίνο με χαλασμένα δόντια (οι σχολικοί οδοντογιατροί στις αρχές της δεκαετίας του ’50, διηγείται ο Keith Richards στο βιβλίο για τη ζωή του, ήταν απόστρατοι, τύποι που γύρισαν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τους έστειλαν με τανάλιες και ποδοκίνητους τροχούς με ιμάντες να βγάλουν τα δόντια από όλα τα παιδάκια της Αγγλίας).
Το βιβλίο είναι βαρύ και ανάλαφρο όσο και η Ζωή ενός Αθώου Ρόκερ. Σε όποια σελίδα και να το ανοίξεις, διαβάζεις και μία ιστορία – τυχαία, σκόρπια, σύντομη ή σχεδόν. Διηγήσεις που έχουν την προβλεπόμενη διάρκεια ενός σωστού ροκ εν ρολ single, τριάμιση λεπτά και ένα-τζι. Ή, όσο κρατάει ένα shot ουίσκι. Τα βράδια του δίναμε να πιεί. Όσο του βάζαμε, αυτός μιλούσε. Ποτήρι και story. Προφανώς έτσι θα γράφτηκε το βιβλίο – από τον συγγραφέα και δημοσιογράφο James Fox – με διηγήσεις σε έναν βολικό, νυχτερινό, χαλαρό ειρμό. Χωρίς άγχος, χωρίς βαρύγδουπα νοήματα, με μικρές αναλαμπές πάθους και αυτή την τρυφερή αγάπη για τα αντικείμενα. Τέσσερα χρόνια τον κυνηγούσε ο Fox, για να του πει όλα όσα θυμόταν και να μαζευτεί το υλικό.
Οι βιογραφίες είναι χριστουγεννιάτικο είδος βιβλίου γιατί, -οι σωστές βιογραφίες- κρύβουν παραμύθια για παιχνίδια. Ιστορίες για πράγματα. Για τα φετίχ των ηρώων τους. «Πώς έχασα την πρώτη μου κιθάρα στον υπόγειο του Bakerloo». «Πώς γνώρισα τον Mick Jagger στον σταθμό του Dartford». Τον γνώρισε γιατί κρατούσε κάτω από τη μασχάλη του δύο σπάνια βινύλια, Chuck Berry και Muddy Waters, θα σκότωνε ο Κηθ για να τα έχει. Πήγε και του μίλησε. «Γειά, πού τα βρήκες αυτά; Κάπου σε ξέρω εσένα ρε. Ήμασταν συμμαθητές στο δημοτικό.»
Αυτές οι διηγήσεις μας έκαναν να ανοίγουμε και τις δικές μας παλιές φωτογραφίες. Να, εδώ είναι το πάρτι, τότε που είχες φέρει να παίξεις το «Some Girls». Θυμάσαι; Έγινες τούτσι, ήπιες ακόμα τις κολόνιες από το μπάνιο. Την ίδια ακριβώς στιγμή εκείνη τη νύχτα, στην άλλη άκρη του πλανήτη, ο Κηθ μπορεί να ήταν σε κανένα επαρχιακό αστυνομικό τμήμα στο Άρκανσω, τύφλα στις τουαλέτες, και να προσπαθούσε να ξεφορτωθεί τα χάπια και το χόρτο μέσα στη λεκάνη. «Χάλασε το γαμοκαζανάκι, δεν τραβάει».
Όλες τις γιορτές τις περάσαμε με το φανελάκι – η γιαγιά της πολυκατοικίας (δεν έχουμε αυτόνομη θέρμανση) άναβε τα καλοριφέρ τα βράδια στο φουλ, δούλευε το μηχανοστάσιο σαν να ήμαστε ο Τιτανικός, επάνω εμείς λιώναμε, 20 βαθμούς έξω, και μέσα με τους ανεμιστήρες οροφής και τα παγάκια – ε, κρυολογήσαμε. Ο Κηθ εντωμεταξύ έλεγε, έλεγε. «Σε όλη τη διάρκεια των ‘70ς έπαιρνα καθαρή, φαρμακευτική κοκαΐνη Μερκ».
Εμείς όλες τις γιορτές τις περάσαμε με τα Βιξ και τα Κολντ εντ Φλου. Ημιναρκωμένοι, να γλυστράμε λίγο λίγο από τους καναπέδες και να κουνάμε το χέρι με το τηλεκοντρόλ του γουίί για να στείλουμε τη μπάλα στις κορίνες. Μαλάκα έκανα στράικ ξαπλωμένος. Ο Κηθ μας έβαζε να ακούμε συνέχεια το νέο του cd, «Vintage Vinos», που κυκλοφόρησε τον Νοέμβρη παράλληλα με το βιβλίο. Συλλογή από παλιά κομμάτια από τρία, νομίζω, βινύλια που έχουν πια καταργηθεί που έκανε με την προσωπική του μπάντα, τους X-pensive Vinos το ’87, όταν οι Stones είχαν πάψει για λίγο να ρολάρουν. Γούσταρε ο παλιόγερος, είχε μαζέψει μουσικάρες, είχε ρίξει και την μία από τις Labelles στα φωνητικά, έσταζε η λιωμένη, καυτή, brown sugar της επάνω στη δικιά του, τραχειά, γρατζουνισμένη κραυγή. Και η πένα – το τραυματισμένο του δάχτυλο από μία πέτρα όταν μικρός που του έκοψε ένα μικρό κομμάτι και του χάρισε μία παντοτινή, μικρή τομή, ένα φλατ δάχτυλο με μία έξτρα εγκοπή για να παίζει τις χορδές σαν να τις τσιμπάει – έπαιζε κοφτά, με μια τζαμαϊκάνικη steady beat κίνηση, κάτι μπλουζ καταλήξεις και βογκητά, λίγο θυμωμένος, λίγο horny, πωπω σε ποια σελίδα είσαι;
Επιβιώσαμε όλοι. Ο Β., η Μ. κι εγώ από το κρύωμα. Ο Κηθ από την εξάρτηση, από πεσίματα από δέντρα, από φωτιές σε δωμάτια ξενοδοχείων, από αστυνομίες, χωρισμούς, από νταήδες στο σχολείο που τον έδερναν, από τη βαρεμάρα μιάς αδιάφορης, ανώδυνης ζωής μιας εργατικής οικογένειας στην επαρχία του Λονδίνου. Η ροκ εν ρολ ζωή δεν είναι απαραίτητο να κρύβει μόνο θυελλώδεις νύχτες με bitches και γκομενάκια, τηλεοράσεις πεταμένες από τα παράθυρα, μέταλλο και αίμα. Χρειάζεται να κρύβει μία αθώα, ενστικτώδικη αγάπη για τη μουσική, τρελή αγάπη όμως, πάθος, να κολλάς εκεί – με τις ώρες. Να είσαι με τους δικούς σου και να παίζεις. Γκραν γκραν γκραν. It’s only rock n roll but I like it, like it, yes I do. Ωπ, έκανα στράικ.
Info: Το βιβλίο «Life» του Keith Richards θα κυκλοφορήσει σύντομα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Intro Books.
Athens Voice, τ.329, 13.01.11
Panikoval Podcast: εδω + στο itunes
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου