7 Ιουλ 2010

Πάγωσε το χρόνο

Διασχίζοντας την Αθήνα με τον Μάριο Φραγκούλη και τον Μάνο Χατζηδάκι

· Προχτές κατεβαίναμε τη Συγγρού την ώρα που έπεφτε ο ήλιος και κάτι μας έπιασε, ότι αρχίζουμε εκείνη τη στιγμή τις διακοπές και ότι γενικά, εκείνη τη στιγμή, όλα αρχίζουν ξανά. Αφήναμε πίσω μας ένα – ένα τα στρηπτιτζάδικα και τις αντιπροσωπίες αυτοκινήτων «κλειστόν λόγω φαλιμέντου» και ήταν σαν να αφήναμε πίσω μας κομμάτια την Αθήνα, τα χρόνια, τις δεκαετίες, 2000ς, ‘90ς, ‘80ς. Μέχρι να φτάσουμε στο Δέλτα είχαν μαυρίσει τα μούσια μας και στα αυτιά μας έπαιζε η «Πορνογραφία» του Χατζηδάκι.

· Η αλήθεια είναι ότι ακούγαμε τον Μάριο Φραγκούλη στη δεύτερη συνέχεια «υπενθύμισης αγαπημένων τραγουδιών» του Μάνου Χατζηδάκι, «Η Εποχή της Αγάπης 2». Τα τραγούδια είχαν αρχίσει να ξεδιπλώνονται από τον Λυκαβηττό, track ένα, «Μια πόλη μαγική», track δύο, Κολωνάκι, «Άσπρο Περιστέρι», ήταν σαν αστείο – Μάριε, τα περιστέρια πια είναι μόνο γκρι και μαύρα και αυτοκτονούνε ζαλισμένα πέφτοντας στις ρόδες των Ζμαρτ. Κάτι έμοιαζε να μη κολλάει, να μη βρίσκει πουθενά τοίχο να ακουμπήσει σε όλο το έρημο Κολωνάκι που «ενοικιάζεται», αυτή η χατζηδακική ευαισθησία που, κάποτε, παλιά, την ταυτίζαμε με γειτονιές της Αθήνας, με σπίτια, γωνίες δρόμων και νύχτες, ανθρώπους, σημεία στα οποία είχε περπατήσει και η ίδια. Τώρα ο χρόνος έπαθε ένα friction με τη ζωή της πόλης, κάπου έγινε ένα μέγιστο λάθος και η Λυκόβρυση έχει χριστουγεννιάτικα φωτάκια και οθόνες με μουντιάλ.

· «Τι ζητάς Αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά;». Track τρία. Μόνο οι γριές κυρίες του Κολωνακίου έχουν μείνει ίδιες – πηγαίνουν μαζί δύο δύο, με φουσκωτά παστέλ μαλλιά, χαμηλά κρεμ παπούτσια και ψύχραιμο βλέμμα περιφρόνησης. Δεν θα καθίσουν ποτέ εδώ. «Προχώρα, φτάνουμε» λένε η μία στην άλλη, κοντοστέκοντας, Πατριάρχου Ιωακείμ, στο σπασμένο γείσο του γκρεμού.

· «Να ακούσουμε κάτι άλλο;». Όχι, άστο, μ’ αρέσει, είναι από τα πράγματα που έπρεπε να συμβούν. Ο Φραγκούλης έχει όλες τις ευλογίες του «ιδρύματος» Χατζηδάκι για να ερμηνεύσει αυτά τα κομμάτια, γι’ αυτό γεννήθηκε. Ο Μάνος από ψηλά θα τον ακούει και θα κατεβάζει τους εσπρέσσο ευχαριστημένος, πάφα-πούφα τα τσιγάρα και θα ταΐζει ψιχουλάκια τα Άσπρα Περιστέρια της Αθανασίας. Είναι προσωπική υπόθεση των δύο.

· Ηρώδου Αττικού, στη μεγάλη πρασινάδα του Εθνικού Κήπου μας έρχεται μια ανάμνηση δροσιάς, καθώς νοιώθουμε πως κατεβαίνουμε προς το ποτάμι της Καλλιρρόης. «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο», track τέσσερα. Πάντα ανατρίχιαζες με αυτό το τραγούδι, όπως στη σκηνή με το ταξίδι της Carole Laure σφηνωμένης μέσα στο μπαούλο, στο Sweet Movie του Μακαβέγιεφ, που το πρωτοάκουσες. Θυμάσαι; Καλλιμάρμαρο. Η Αθήνα εδώ μοιάζει με εκείνη που θυμόμαστε. «Τα παιδιά δεν έχουν μνήμη, τους προγόνους τους πουλούν, κι ότι αρπάξουν δεν θα μείνει, γιατί ευθύς μελαγχολούν».

· Στο Κολυμβητήριο παρκαρισμένα. Στην ποτισμένη Αγία Φωτεινή γίνεται γάμος, σιέλ κοστούμια και μουσελίνες στη σειρά, επάνω στην αρχαία πέτρα. «Τσάμικος», track έξη. «…πάνω στην πέτρα την αγιασμένη, χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι».

· Καλπάζοντας στη Συγγρού, track οκτώ, «Το φεγγάρι είναι κόκκινο» και τα billboards των σκυλάδικων περνάνε πιο γρήγορα από δίπλα μας, ο αέρας γίνεται πιο νυχτερινός και ο Φραγκούλης αποκτάει μία βελούδινη βραχνάδα, μία «κάπνα» στη φωνή ίδια με το χρώμα εκείνης της στιγμής του ορίζοντα που –επιτέλους- κάπως διακρίνουμε. Στο Ωνάσειο, μεγάλο, έρμαιο της μοίρας του πανώ, κρέμεται διαφημίζοντας «Η Ελλάδα από 1η Ιουλίου 2009 κόβει το κάπνισμα». Με ψύχραιμο βλέμμα περιφρόνησης και παστέλ χαμόγελο, καπνιστές στο τιμόνι το προσπερνούν σαν σίφουνες, ανακινώντας το ελαφρά, ξεψυχισμένο.

· Στρίβουμε δεξιά προς την μεγάλη Ποσειδώνος. Τα παλιά τραγούδια λειτουργούν απόλυτα, όπως συμβαίνει πάντα, καταπραϋντικά. Η φωνή του Φραγκούλη ανήκει σε εκείνες του «πάνθεον» των ηρώων – ερμηνευτών του συνθέτη, όπως τις ήθελε, πιστή στο δίδαγμα και στον λόγο. Είναι ένα φλας-μπακ στο χρόνο, τινάζεις από πάνω σου όλη τη σκόνη του και βρίσκεσαι στη χατζηδακική σου εφηβεία. 1982. Παρακολουθείς σιωπηλά μέσα στο σκοτάδι, στα πίσω καθίσματα, τις πρόβες της «Πορνογραφίας», στο Σούπερσταρ της Αγίου Μελετίου. Η φωνή του Χατζηδάκι δίνει οδηγίες, σκεπάζεται από τη στεντόρεια γκρίνια της Σαπφούς με την πορτοκαλί νάιλον ρόμπα που ούρλιαζε φοβισμένη σε όποιον την πλησίαζε με τσιγάρο στο χέρι, «Φύγε διάολε! Θα με κάνεις παρανάλωμα του πυρός!», μην αρπάξει η ρόμπα.

· «Πού τα θυμήθηκες τώρα όλα αυτά;» Τσιγάρα, φεγγάρια, σκηνικά, πόλη τη νύχτα.

· Εδώ και 2 μήνες, από τη μέρα που αρχίσαμε να στήνουμε με την Σταυρούλα το πρότζεκτ Back 2 the Future που ξεκίνησε στο LOOKmag και αρχίζει να ξεδιπλώνεται στις σελίδες της ATHENS VOICE, όλοι, άθελά μας, υπακούοντας στη συγκίνηση αυτών των βλεμμάτων στις φωτογραφίες της παιδικής ηλικίας , κάναμε μία βουτιά στο παρελθόν. Αυτή η καταπληκτική αναπαράσταση των παιδικών ενσταντανέ φίλων μας, γνωστών Αθηναίων, που κατόρθωσε ο Γιώργος Καλφαμανώλης με τους συνεργάτες του, μας έβαλε σε ένα τριπάκι αναμόχλευσης των αναμνήσεων σε συρτάρια και κουτιά, στιγμών που δεν έχουν αποθηκευτεί σε κανένα σκληρό δίσκο αλλά είναι χάρτινες, όμορφες πολαρόιντ, λίγο ξεβαμμένες βέβαια, έχουν και αυτές την κάπνα τους, αλλά όταν τις χαϊδέψεις απαλά με το δάχτυλο αποκτούν και πάλι την γυαλάδα της γλυκιάς ζωής τους.

· Όλοι, τελευταία, έχουμε βρει μια εικόνα, μια λέξη χαμένη, από το παρελθόν – και την ξαναστήνουμε τρυφερά στο τραπεζάκι. Track εννέα, «Πες μου μια λέξη».

· «Τζούλια». Αυτό βρήκες να μου πεις; «Όχι, η Τζούλια διαφημίζει online casino».

· Η Ποσειδώνος είναι γεμάτη γιγαντοαφίσες που διαφημίζουν με υστερία τη δημοφιλέστερη εμμονή των Ελλήνων, τον διαδικτυακό τζόγο. Παίξε όπως είσαι. Με τα μπιγκουτί, με τη σωβρακοφανέλα και την τριχάρα, με τη λεοπάρ κιλότα, κόλλα όλη νύχτα στην οθόνη και πόνταρε, πόνταρε, παίζε κι άλλο, βάζε, ρίχνε, όπα μαλάκα, όπα! Το βλέμμα της Τζούλιας μας κοιτάζει άδειο, με ελαφριά απόκλιση. Είναι ακριβώς το αυτό, το σωστό βλέμμα της Ελλάδας: κενό και ανίδεο, ψύχραιμο και «μπλοφάρω».

· «Μη κοιτάζεις, θα τρακάρουμε».

· Στον Πειραιά, μικρές παρέες των τριών, με λευκές πλάτες, μαλακά, δροσερά μπλουζάκια, το νυχτερινό λευκό του καλοκαιριού που φθορίζει από τα φανάρια της παραλίας, κάθονται στις πεζούλες της προκυμαίας και κοιτάζουν τα σκοτεινά νερά. Κάνουν πολύ μικρές, απαλές κινήσεις, καταλαβαίνεις ότι σιωπούν ή μιλούν πολύ ήσυχα, λένε γλυκές ασημαντότητες. Οι διακοπές τους, οι φίλοι τους, ο έρωτάς τους, ένα αστείο, ένα αξέχαστο καλοκαίρι, δεκατρία αξέχαστα τραγούδια. Οι σταθερές της ζωής μας, αυτές θα μας σώσουν.

· Σε μια ταράτσα στην Ακτή Θεμιστοκλέους, με τους ανθρώπους που αγαπώ, συζητάμε γελώντας και βλέπουμε παλιές φωτογραφίες. Στο βάθος αστράφτει. Έρχεται μπόρα.

(AthensVoice, τ.309, 08.07.10)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

φίφτυ κουμπάρε, φάκιν φίφτυ...

Κ.Κ.Μ.

Unknown είπε...

Αγαπημένε μου Γιάννη,πόσο χαίρομαι που σε ανακάλυψα μέσα απο την πλοήγηση συο διαδίκτυο!!!Η Μαρίνα είμαι[αδερφή Νίκου κ μαμά Φαίδρας πλέον...]Σε πεθύμησα,σου στέλνω φιλιά κ εύχομαι να είσαι καλά1