9 Σεπ 2009

Άδωξοι Μπάσταρδη

Joss Stone, σ' αγαπώ

● ● ● Τέτοιες μέρες, αποκαλόκαιρο, πριν δέκα χρόνια, αρχίσαμε στα σοβαρά να σκεφτόμαστε το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρουμε. Ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για τα Rocky Mountains για να γλιτώσουμε από την καταστροφή, τον Ιό της Χιλιετίας, το Υ2Κ, το τέλος των κομπιούτερς από ένα απλό ημερολογιακό glitch που θα συνέβαινε στο πρώτο δευτερόλεπτο του νέου μιλένιουμ. Οραματιζόμασταν ότι θα ζήσουμε για έξι (βάλε τρεις καλύτερα) μήνες στα άγρια βουνά, σε μία κοινότητα ημιάγριων αρκούδων χάκερς με γεννήτριες και εμμονή με τα επιτραπέζια. Θα τρεφόμασταν με φρούτα, δημητριακά, βότανα και μπίρες.

● ● ● Και αυτό θα έφτανε. Θα επιστρέφαμε και θα βρίσκαμε ένα γενναίο, νέο κόσμο να μας περιμένει, απαλλαγμένο από το bug και τα ελαττωματικά λογισμικά, κι εμείς να μην έχουμε σπάσει ούτε νύχι. Μας βόλευε να έρθει έτσι η Νέα Εποχή, να μοιάζει μόνο με ένα θερμοσίφωνα που έσκασε την ώρα που λείπαμε από το σπίτι. Θα είχαμε σώσει βέβαια πριν τα αρχεία μας.

● ● ● Τελικά, εκείνο το βράδυ, απλώς ντυθήκαμε στα μαύρα και πήγαμε στην Πεντέλη.

● ● ● Όταν τα ρολόγια έδειξαν 00:00:01 και είδαμε ότι δεν κάηκε ούτε μία λάμπα κάτω στην πόλη, καταλάβαμε ότι οk, είμαστε ευλογημένο σπέρμα, παλιόρατσα, πολύ σκληροί για να πεθάνουμε, θα κατακτήσουμε το διάστημα, δεν θα εκραγεί ο πλανήτης, σιγά την Αποκάλυψη, μπορούμε να γίνουμε ακόμα κι άλλο τόσο όσο Άδωξοι Μπάσταρδη γουστάρουμε. Καλή χρονιά, μαλάκες, Kali Chroniààà. Ο Ιταλός ρωτούσε γιατί όλοι λέμε “Cali Fornia” ενώ από τα σωθικά της Αθήνας βλέπαμε να σκάνε οι φελλοί και οι σαμπάνιες.

● ● ● Φέτος, αποκαλόκαιρο, προχτές, βλέπαμε τη χλιαρή πανσέληνο να τραβιέται με το ζόρι, αγκομαχώντας μέχρι το αποκορύφωμά της, λες και έσερνε μαζί ένα τσουνάμι. Μόλις είχαμε αποκαθηλώσει τον Ταραντίνο με 4 ατάκες των 20 λέξεων και, παίζοντας με άχρηστα apps στα κινητά μας, μιλούσαμε για τις εκλογές, το ΛΑΟΣ, την Έφη Σαρρή, τον Ψινάκη και συμφωνούσαμε ότι η Σαρρή φαντάζει Γλύκατζη - Αρβελέρ μπροστά στην άλλη προοπτική. Η Αποκάλυψη είχε ήδη αρχίσει κι εμείς νομίσαμε ότι ήταν ένας απλός σεισμός στα Βίλλια, ένας φελλός ή ένας θερμοσίφωνας.

● ● ● Το βράδυ της Δευτέρας, από ένα μικρό ένστικτο επιβίωσης μπροστά στο Κακό, μίας μίνιμαλ αναζήτησης ευτυχίας, βρεθήκαμε στο Παλλάς να ακούσουμε την Joss Stone.

● ● ● Είχε περισσότερο κόσμο απ’ όσο φανταζόμασταν. Στα πορτοκαλί φώτα του πεζόδρομου δείχναμε όλοι φωσφοριζέ χαλκοπράσινοι από το καλοκαίρι που φθίνει ήδη επάνω μας. Σε άλλες συναυλίες υπάρχει ένας κρυφός κωδικός, μία «δεύτερη» ιστορία που τρέχει από πίσω, στο μυαλό των σκληροπυρηνικών. Εδώ απλώς υπήρχε η νύχτα μίας Δευτέρας σε μία πόλη που βαριέται να νοσταλγεί το καλοκαίρι, θέλει να βάλει στο βάθος να παίζει ένα καλό, kick back σόουλ, λίγο ροκ, λίγο φανκ, λίγο να δροσίσει το σκοτάδι της.

● ● ● Καθισμένοι στα καθίσματα της αίθουσας, έμοιαζε σαν να ήμασταν σε κυριακάτικη συναυλία των 60s (μη γελάσεις αλλά, μικρός, έχω δει μεσημέρι Κυριακής στο Παλλάς τη συναυλία «Τουρνάς - Τζελσομίνα - Μαριάννα Τόλη»). Σαπόρτ η Sugahspank με τους Swingin’ Shoes σε μία γλυκιά εικόνα, σκηνή με προβολέα, τόσο Λουιζιάνα, μία κρεολή με κόκκινο ρούχο και τον ιβίσκο στα μαλλιά, και το zydeco να σέρνεται μάγκικα στις κιθάρες και τα πιατίνια. Ίσως να θέλαμε τη Γεωργία/Sugahspank περισσότερο προσηλωμένη στον προβολέα της, να βλέπουμε τα blues να μας τα δίνει κατά πρόσωπο, να μη κρατάει ένα πλαστικό μπουκάλι νερό συνέχεια στο χέρι αλλά ένα ποτήρι, να είναι περισσότερο συγκινημένη παρά alert. Βάραγε περισσότερο – ενώ θέλαμε να την ακούσουμε να ελίσσεται και να γλυκαίνει, να παίρνει στροφές και μετά να καθηλώνεται μπροστά στο φως του κανονιού της, να ανοίγει τη φωνή της με δύναμη.

● ● ● Οk όμως, έφτιαξε την ατμόσφαιρα, μια χαρά.

● ● ● Η Joss Stone ήρθε τραγανή, σέξι, στα λευκά, ξυπόλυτη σαν Κάλι-Φόρνια αν και Αγγλίδα, πατούσε και χόρευε ανάλαφρα επάνω στα χαλιά στρωμένα στη σκηνή και πίσω της μια χορταστική μαύρη μπάντα, 10 μέλη σαν λευκοί άγγελοι να τη σηκώνουν ψηλά, κι ένα εξαιρετικό chorus που λατρέψαμε: δύο χοντρές big mamas κι ένας μικρός, λεπτός prince να κοπανιέται. Αποφασίσαμε ότι πρέπει να ακολουθούμε τη χορογραφία του chorus λοιπόν – και εκεί ήταν που άρχισε η ευτυχία να τρυπώνει στη νύχτα του Παλλάς.

● ● ● Η Stone, μόλις βγήκε στη σκηνή, είπε να αφήσουμε τις αηδίες, δεν είναι δυνατό να δώσει συναυλία σε καθιστούς ανθρώπους – ελάτε εδώ, μπροστά μου, να σας βλέπω. Πύκνωσαν οι χαλκοπράσινοι μπροστά της, μισοκαλόκαιροι ακόμα, απεγνωσμένοι για λίγη γλύκα και καλή, groovy soul. Η μικρή Joss έπαιζε, στροβιλιζόταν, μοίραζε λευκές μαργαρίτες, κατέβηκε κι αγκάλιαζε – Αμερικάνους κι Αθηναίους, πρέπει να ήταν εκεί και οι δεκαοχτώ Αμερικάνοι που ζούνε στην Αθήνα. Το κοινό βέβαια, εκτός από τους γνωστούς Τριαντα-κάτηδες Διαπλεκόμενους με τα Μουσικά, τους Αμετανόητα Σαραντάρια, τις Α-λα Γκαρσόν Γκαλερίστες και τους Έξυπνα Μπλουζάκια, είχε και απρόοπτες παρουσίες. Έναν ιερωμένο (με το ράσο), τον Γρηγόρη Αρναούτογλου και, όπως είπε κάποιος, τους συγγενείς της Sugahspank. Ένας τύπος του σταφ μόλις μας έβλεπε με φωτογραφική μηχανή μάς έριχνε λέιζερ στα μάτια, ενώ η υγρασία έκανε τα πνευστά να γυαλίζουν, τον ντράμερ να γδύνεται, τις big mama να λιώνουν και την Joss να ανοίγει καλύτερα, ένα-ένα τα κομμάτια, σαν ώριμα φρούτα έτοιμα για δάγκωμα.

● ● ● Τα τραβούσε, τα έκανε προκλητικά θελκτικά, έκανε τεράστιες εισαγωγές (ειδικά στα γνωστά, όπως Super Duper Love από το Soul Sessions), έριχνε λίγα περάσματα από παλιά grooves, συναξάριζε επάνω τους, μιλούσε, ρωτούσε, ζητούσε να σε ακούσει να απαντάς, σε φούντωνε, σε τέντωνε, εκλιπαρούσες να σκάσει επιτέλους το αυτό το γαμο-beat και να ξεκινήσουν. Έκανε edging η μικρή – και το έκανε τέλεια. Στις χαμηλές στιγμές έπαιζε με τους στίχους σαν να είναι ατάκες που τις αφήνεις στον αυτόματο τηλεφωνητή σε ένα χωρισμό. Σαν μαζεμένα SMS το ένα πάνω στο άλλο, θυμωμένα, εκδικητικά και ερωτευμένα. Λίκνιζε την ανοιχτή πλάτη και τις πτυχές του λευκού της φορέματος με το ρυθμό της ζέστης και μετά από ένα δυνατό χορό έπινε μικρές γουλιές τσάι από ένα λευκό, μικρό φλιτζάνι…

● ● ● Κοίταζα μέσα στο σκοτάδι τα πρόσωπα των αγαπημένων μου γύρω να γυαλίζουν χαρούμενα και άκουσα για λίγο ένα μικρό ευτυχισμένο κουδούνι να ηχεί κάτω από τα βρεγματικά μου οστά. Φοβάμαι ότι μεταμορφώνομαι σε ένα γεροχίπι. Και μ’ αρέσει.

● ● ● Ο Ντίτμαρ Ντατ γράφει στον «Ντιράκ» (εκδ. Μελάνι) ότι υπάρχουν δύο πιθανότητες: ή θα κυριαρχήσει η συνείδηση και θα δημιουργήσουμε εμείς, οι άνθρωποι, ένα φυσικό δρυμό ελευθερίας και αυτοδιάθεσης για όλους, το μοναδικό περιβάλλον που μπορούμε άλλωστε να διατηρήσουμε ζωντανή τη συνείδηση…
● ● ● …ή αυτή θα χαθεί, ούτε εμείς ούτε οι απόγονοί μας θα είμαστε ποτέ ευτυχισμένοι, και μαζί θα έχουμε χάσει τη δυνατότητα αντίληψης αυτής της ελευθερίας. Δεν θα καταλαβαίνουμε τίποτα, θα αλλάξει ο κόσμος κι εμείς θα παίζουμε με τα κινητά μας.
(Athens Voice, τ.270, 10.09.09)

1 σχόλιο:

the muppet show girls είπε...

Είναι ό,τι πιο όμορφο έχω δει και ακούσει τελευταία.
Μοναδική κι ανεπιτήδευτη.
Τη λατρεύω πλέον.


Γεροχίπι; Are you serious??