ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ & ALL THAT JAZZ
- Στο Pride, λιωμένοι από τη ζέστη κάτω από τον μουσαμά της τέντας, χαιρετάμε την περιφορά φίλων από τα παλιά. Μετράμε ρυτίδες και ουλές επάνω μας, χαραγμένες γραμμές σαν τα χρόνια των φυλακισμένων στον τοίχο του κελιού μέχρι να βγουν. Ή σαν τις μέρες με μπλε μπικ στο τζόκεϋ του παλιού φαντάρου ή τα καλά πηδήματα, χαρακωμένα μ’ ένα σουγιαδάκι στις κουπαστές των κρεβατιών. Όταν γεμίσεις τον χρόνο χαρακιές, είσαι πια έξω στο φως.
- Μαζί με τους φίλους, στρέητ ή γκέη, αριστερόχειρες ή δεξιοάρχιδες, πατατολάγνους ή αυστηρά χοντρούς, γκοθς και λολίτες, κομμουνιστές, εθελοντές, μια μονογαμική, έναν οδοντογιατρό, ποιός ξέρει τι άλλο κουβαλάει ο καθένας στην κεφάλα του, τα σκυλιά της πλατείας και τον Μπομπ Σφουγγαράκη, κούκλες όλους και κουκλάρες, φάτσες με την χαρά της ελεύθερης ανάσας στο πρόσωπό τους, βλέπουμε τα περασμένα να περνάνε σαν ταινία πάνω στο λευκό πανί - στις τέντες της πλατείας Κλαυθμώνος. Τις πορείες με τα μπλοκ του Ρήγα, την Πάολα ξανθιά και ροκ σαν μέλος των Def Leppard, τον Χορό της Ζαλόγγου 6Α, τις νύχτες με μπύρες έξω στα πεζούλια των μπαρ της οδού Θόλου. Η παρέλαση των φίλων, η περιφορά του δικαιώματος σαν παλιωμένο τατουάζ για πάντα καμένο στο δέρμα μας. Μετράς τις απουσίες και σκέφτεσαι το κλασικό εκείνο, το μεγάλο εφάπαξ πάρτι της ζωής σου, με όλους μαζεμένους σαν το φινάλε του All That Jazz. Όσους αγάπησες και όσους ίσως.
- Όλα τα βλέπεις μιούζικαλ, βλαμμένε, είσαι τόσο προβλέψιμος. Υπερπαραγωγή, περιπέτεια με χιλιάδες κομπάρσους. Κάνεις λίγο έτσι και κρυφοκοιτάς πίσω από την ταινία. Ανάμεσα από τις χαρακιές της οθόνης, τα ανοίγματα των λευκών μουσαμάδων. Οι drag queens ξεκουμπώνουν τα ψεύτικα βυζιά, οι άστεγοι της Κλαυθμώνος σιωπηλοί κοιτάζουν κάτω τις μύτες των παπουτσιών τους, τους έχει ξεκουφάνει η κολομουσική κι από τους δικούς σου, δεν ήθελες ποτέ να παντρευτείς κανέναν στο φινάλε της ταινίας. Οι μισοί έχουνε φύγει απ’ τη ζωή σου – τους έδιωξες ή κάποιος σου τους πήρε. Βλάκα. Και οι υπόλοιποι μισοί τρέχουν άιρα και κάιρα.
- Αποφασίζουμε ότι η ζωή είναι σινεμά και ότι οι ήρωές μας δεν θα μας απογοητεύσουν ποτέ. Μετά το Pride, πάμε να δούμε τον καινούργιο Indiana Jones.
- Ακόμα κι αυτός όμως, στο τέλος της ταινίας παντρεύεται. Ο Indy γαμπρός.
- Την άλλη μέρα είναι καλοκαίρι. Ακούμε τη συλλογή που έβγαλε το περιοδικό Σινεμά και ο Αντώνης Βιλλιώτης, «Greek Cinema Revisited» και περπατάμε ξυπόλυτοι στα μάρμαρα τρώγοντας άγευστο πεπόνι. Μερικοί από τους συμπαθέστερους electro–ψιλοrock έλληνες ανέλαβαν να δουν κάπως διαφορετικά, ο καθένας, από ένα μουσικό θέμα του «νεοκυματικού» ελληνικού κινηματογράφου. Των ταινιών που είχαν ένα Σοβαρό Καλοκαίρι να χτυπάει στην καρδιά τους. Είχαν την τέλεια ηρεμία από το μέτωπο της Έλενας Ναθαναήλ, τσιγάρα Μιστράλ και «Καλημέρα Θλίψη» της Φρανσουάζ Σαγκάν. Ήταν η άγονη γραμμή – ή το πολυτελές γιότ αλλά πάντως κάποιας θλιμμένης πλούσιας που απέφευγε την φασαρία των καλοκαιρινών δαλιανιδικών μιούζικαλ. Προτιμούσε ένα μοναχικό, (προάγγελο του μελαγχολικού «πανκ» του Anthony), βότσαλο στο ηλιοβασίλεμα, ένα στάσου ‘μύγδαλα. Ταινίες που δεν είχανε γάμο στο τέλος. Κανένας δεν παντρευόταν, Indy μου. Χωρίζανε, γι’ αυτό μας γοήτευαν. Χωρίζανε με τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου ή πεθαίνανε από κάποιο σύντομο και κομψό πρόβλημα. Ή έμπαιναν σε ένα αεροπλάνο και χάνονταν προς τη δύση ενώ από κάτω έλιωναν, στην κηροζίνη και στα δάκρυα, οι μουσικές τριών (κυρίως) ανθρώπων: του Γιάννη Σπανού, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιώργου Χατζηνάσιου.
- Οι νέοι έλληνες μουσικοί που ξαναπαίζουν εδώ τις νεοκυματικές μουσικές των ελαφρότατων καλοκαιρινών ταινιών της δεκαετίας του ’60, έχουν επίσης δει και λίγη γερμανική τσόντα της δεκαετίας του ’70. Είναι ένα αναπόφευκτο blend που συνέβη στα 80ς και στα 90ς, όταν πήραμε και τα δύο αυτά είδη σινεμά, μαζί με άλλα, και τα βάλαμε στη βιβλιοθήκη των αναφορών μας – ήταν, σε εικόνες, το σεξ των καλύτερών μας χρόνων και από τις δύο του πλευρές: ρομαντικό και καλοκαιρινό ή ρομαντικό και φτηνιάρικο. Σε λευκές σεζλόνγκ σε κυκλαδίτικα ενοικιαζόμενα ή σε παλιές ξύλινες καμπίνες, στα όρθια, μέσα σε καλαμιές. Τα κομμάτια της συλλογής ισορροπούν ευχάριστα επάνω σε αυτό το μιξ λοιπόν....
- ...εξωραΐζοντας όμως το τέλος της ταινίας: οι ήρωές μας μετά το σεξ, σόρυ, τον μεγάλο έρωτα, δεν πεθαίνουν, δεν χωρίζουν, δεν περνάνε σε διαφορετικές σχολές, ούτε όμως και παντρεύονται. Απλά πάνε σε ένα beach bar και πίνουνε Αλεξάντερ ενώ το μαϊστράλι φυσάει τα υπέροχα μαλλιά τους.
- Τα πιο δεμένα, συνθετικά, κομμάτια της συλλογής, αυτά του Γ. Σπανού από τις ταινίες Όμορφες Μέρες και Εκείνο Το Καλοκαίρι, δίνουν ένα καλό ρυθμό στους Varano και Vincent Van Go Go που διασκευάζουν το Love Theme με αέρα exotica lounge ενώ ο Μιχάλης Δέλτα, από τους πρώτους που ολοκλήρωσαν επιτυχημένα με την Τσανακλίδου αυτή την ιδέα πριν χρόνια, φτιάχνει ένα όμορφο, φινετσάτο dreamscape με πιάνα, έγχορδα και ήχο από Κύματα. Ο νεαρός τότε Χατζηνάσιος, πολύ πιο «μοντέρνος» στις συνθέσεις του, χρησιμοποιούσε αρκετά το αρμόνιο και τα γυναικεία φωνητικά και, ίσως λόγω τύπου παραγωγής και σεναρίων, οι μουσικές του ήταν πιο λαϊκές και διακριτικά «x-rated» για ταινίες όπως Ψυχή & Σάρκα και το Αγκίστρι. Έτσι, το Εσύ κι Εγώ γίνεται από τους b-Boy & Miranda ένα «ασφαλές» κοκτέηλ track για ταράτσα σε μπαρ τεσσάρων αστέρων ενώ το Αγκίστρι είναι τόσο γνωστό και υπερβολικά δραματικό που η διασκευή των Matisse του ταιριάζει απόλυτα – είναι και αυτή γκραντιόζα και ελαφρώς «αυθάδης». Στο τέλος έχει τόσα πολλά αγγελικά φωνητικά και ηλεκτρική κιθάρα που νομίζεις ότι θα προσγειωθεί ιπτάμενος δίσκος και θα βρεθούμε σε άλλη ταινία. Οι Matisse και στο Αν μ’ Αγαπάς του Σπανού φαίνεται να είναι λίγο αγχωμένοι να αποδείξουν παραπάνω δύναμη και ροκ απ’ όσο χρειάζεται. Βρίσκονται σε λάθος κομμάτι και σε λάθος συλλογή για κάτι τέτοιο. Και αυτή είναι η διαφορά με αυτό που λέμε «νοσταλγία», είτε είσαι σε συλλογή της Sony/BMG, είτε είσαι στην Κλαυθμώνος παρέα με χίλιες λεσβίες:
- Είσαι cool με το παρελθόν σου. Το αφήνεις να υπάρχει χαλαρά σαν καλοκαιρινό ταινιάκι που σου άρεσε. Δεν μπορείς να χωρέσεις ούτε όλες σου τις μουσικές αναφορές (οκ, και το ταλέντο) σε μία απλή διασκευή, ούτε όλη σου τη ζωή μέσα σε ένα πάρτι.
- (Athens Voice, τ.216, 12.06.08)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου