26 Μαρ 2008

DUFFY, ΟΠΩΣ DUSTY

Duffy. Waiting for Peter Sellers.
---------------------------------------

DUFFY, ΟΠΩΣ DUSTY

· Στα τέλη των ‘70ς πέρασα λίγο καιρό από τη ζωή μου στο Southport, μια μικρή πόλη στο Merseyside, στη δυτική ακτή της Αγγλίας. Ήμουν μικρός σε μία πόλη γερόντων. Πάνω από τον μισό πληθυσμό ήταν συνταξιούχοι στη νιρβάνα τους, ντυμένοι με parka σε παστέλ χρώματα παγωτών που έλιωναν στη συννεφιασμένη, υγρή ζέστη της τεράστιας ακτής όπου κείτεται η επαρχία. Ήταν το ιδανικό, βικτοριανό model village, με λευκά διώροφα σπίτια, πυκνούς, τέλεια σχεδιασμένους βοτανικούς κήπους φορτωμένους λουλούδια που κανένας δεν έχει κόψει ποτέ στη ζωή τους, αίθουσες για τσάι και απογευματινά ηλίθια βαριετέ σε σκηνές με υπερστολισμένη μπούκα, όπως τους άρεσε τότε να φτιάχνουν ένα παλκοσένικο, πίσω στα 1910 ας πούμε. Και πολλά bingo για τις γριές.

· O Marc Almond, ντόπιος, μικρό λυσσασμένο ελαφάκι ακόμα, έκανε πάνω κάτω και ξανά πάνω κάτω την κεντρική Lord Street. Και τα Σάββατα, όπως όλοι, την ώρα που οι χούλιγκανς σάρωναν τον τόπο και έσπαγαν τα πάντα, πήγαινε με το τραίνο στο Liverpool για μπύρες και κλάμπινγκ - ήταν η εποχή που μόλις ξεθύμαινε το punk. Όλο το Merseyside τρελαινόταν με την αναβίωση των mods και χόρευε ska.

· Η ατέλειωτη ακτή της Ιρλανδέζικης θάλασσας είναι γεμάτη αμμόλοφους. Τα απογεύματα, το νερό τραβιέται βαθιά μέσα στον ορίζοντα από την άμπωτη και η παραλία του Merseyside γίνεται ένα άδειο, επίπεδο ταψί από απάτητη ψιλή άμμο. Σιωπηλές οικογένειες παρκάρουν με το αυτοκίνητο στο χαοτικό μελιτζανί της υγρής λάσπης και χαζεύουν πέρα, το τίποτα του σημείου φυγής, με ανοιχτά τις πόρτες και το ράδιο (να παίζει Dusty Springfield). Πίνουν τσάι από θερμός, τρώνε λεπτές φέτες από λευκό μαλακό ψωμί με ζαμπόν χωρίς λιπαρά που θα έλεγε και η Ευσταθία, οι γυναίκες πλέκουν και οι σύζυγοι διαβάζουν την εφημερίδα τους. Στα βάθος, ελαφρότατες φιγούρες ζευγαριών ή μοναχικές Liverpudlians – φανερά τέως παχουλές - κορίτσια με σκούρο ρίμελ, ίσως λίγο ξεβαμμένο σαν να έχουν κλάψει και μαλλιά σαν άχυρο, περπατάνε αργά στα πρόθυρα της εξαέρωσης από πλήξη.

· Όλοι περιμένουν την παλίρροια, όπως περιμένουν το σκοτάδι – που ποτέ δεν έρχεται κανονικά, μαύρο και πηχτό όπως το αγαπάμε. Πάντα, εκεί δίπλα στο Γκρήνουιτς, η νύχτα μένει σε μία σκούρα γαλάζια εκκρεμότητα. Το παρασυμπαθητικό σου σύστημα δεν ξέρει πότε να μπει σε λειτουργία. Μένεις αμήχανος στο μούχρωμα, ανάμεσα στο μαύρο και το παστέλ, σαν χαρμολύπη που θα έλεγαν και οι έντεχνοι. Γι’ αυτό και, για να ξεμπερδεύεις, μπαίνεις σε μία pub, εκεί που πάντα είναι βράδυ με φώτα, και πίνεις μπύρες, lager, μαύρες, ale, οτιδήποτε μέχρι να πονάει το μυαλό σου από το κατούρημα. Τα juke boxes πάντα, σαν υπόσχεση, πάντα, πετάνε κάποια στιγμή τραγούδια της Dusty. Κάποιος έχει πατήσει τον συνδυασμό στα κουμπιά, δίπλα στους Jam και τους Who, Quadrophenia, Lulu και Slade, έρχεται και σκάει η ‘60ς χαρμολύπη του ιερού τοτέμ της βρετανικής pop, της Dusty.

· Η vintage soul του βορρά, όπως τη λένε, είναι ο ήχος που ξεπλένει την υπερηφάνεια των βρετανών. Είναι η μουσική που τους έχει δώσει τα καλύτερα κλαμπ και ένωσε σε ωραίο χαρμάνι, το αμερικάνικο groove με το δικό τους φλέγμα, ακριβώς την εποχή (Beatles) που η μουσική βιομηχανία ήταν το νούμερο ένα εξαγώγιμο προϊόν τους, καλύτερο ακόμα και από τις κούπες για τσάι με την φάτσα της Ελισάβετ. Η τηλεόραση μπορούσε να αναδεικνύει τις νέες γυναίκες ηρωίδες τους, αυτές με μία ωραία ιστορία καθημερινότητας από πίσω τους – από τα κουρέλια, στα στούντιο ηχογράφησης. Το μακιγιάζ-panda της Dusty Springfiled έγραφε τόσο έντονα όσο και τα σινερομάντσο-τραγούδια της (χωρισμός, χωρισμός, χωρισμός, ραγισμένες καρδιές).

· Η Amy Winehouse ήταν η καλύτερη ευκαιρία τους για να «εξωραΐσουν» αυτή την εικόνα της μουσικής τους αξιοπρέπειας. Ραγισμένες καρδιές ▪ όχι, στ’ αλήθεια ραγισμένες, μελανιές στα μπράτσα, γδαρμένα απ’ τα πατώματα και τα σκληρά, βρώμικα χαλιά, γόνατα. Βόρειο Λονδίνο.

· Τελευταία ακούω παντού την Duffy. Είναι τόσο καλοσχεδιασμένα «μια νέα Dusty» που, για όσους είναι πάνω από 33 (και έχουν ακούσει πιστά Μουρατίδη στα ‘90ς), μοιάζει με αστείο. Πουλιέται το ίδιο σοβαρά όσο και ο ήχος λέξεων: ανερχόμενο, αστέρι, ταλέντο, talent show, επαρχία, σπουδές φωνητικής, Βόρεια Ουαλία. Αν η Amy τρομάζει τις γριές στα bingo, τότε λοιπόν θα έρθει η νέα Dusty που είναι πιο ήπια πρόταση, σαν «σύγχρονο γυναικείο μυθιστόρημα». Ανεμοδαρμένη από θαλασσινό αέρα, αγγλίδα επαρχιώτισσα, τέως παχουλή(-ish), μια ιδανική Bridget Jones με εξαιρετική λευκή soul φωνή. Ωραίο καθημερινό παραμύθι σαν ασπρόμαυρο επεισόδιο του Coronation Street. Και για να ολοκληρωθεί η συνταγή με γνήσια βρετανικά υλικά, την Duffy μετά το talent show, ανακαλύπτει η εταιρία – θεσμός Rough Trade και αναθέτουν την «διαμόρφωσή της» και την παραγωγή του πρώτου της άλμπουμ «Rockferry στον (Suede) Bernard Butler που είναι ένας αφοπλιστικός παράγοντας (ειδικά στο "Syrup and honey" που την συνοδεύει με την κιθάρα του). Μειλίχια, νοσταλγικά κομμάτια. Τόσο ξεκούραστα όσο και ένα άδειο απόγευμα στην ακτή. Κιθάρες από το βάθος του χρόνου. Στίχοι που δεν θυμάμαι τίποτα. A star is born, love. Οι βρετανοί λένε ότι σηκώνονται οι τρίχες στο σβέρκο τους όταν την ακούνε.

· Το άλμπουμ, που μόλις κυκλοφόρησε, πουλάει με την ίδια ταχύτητα και ανάλογα νούμερα με αυτά των Arctic Monkeys. Και, προσέξτε, πουλάει σι-ντι. Κομμάτια. Το κοινό της είναι τα σούπερ cd players. Τα juke-box. Είναι ένα αληθινό αστέρι, όπως θα το λέγανε παλιά, στα ‘60ς, στα ‘70ς, στα ‘90ς ο Μουρατίδης ή, ας πούμε το 1910, στην τεράστια παραλία του Southport.

Στην προβλήτα του Southport, που έμπαινε μακριά μέσα στη θάλασσα, έβλεπα απέναντί μου το μεγάλο λούνα-παρκ με το rollercoaster-φονιά. Στις όχθες του ποταμού Mersey το Rock φέρυ μετέφερε απέναντι, όσους έκαναν την βόλτα τους για να αλλάξουν τον καπνισμένο αέρα του Λίβερπουλ από τα πνευμόνια τους. Περίμενα άσκοπα να νυχτώσει και άκουγα από τα υπαίθρια παγωτατζίδικα, την Dusty. Άκουσα τόσο πολύ Dusty εκείνη τη χρονιά που τελικά πήρα ένα τσάρτερ και γύρισα πίσω στην παλιο-Αθήνα και στο παλιο-σχολείο μου, στους Ζωγράφου.

(AthensVoice, τ.206, 27.03.08)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

και μετά ήρθα εγώ κι ακούγαμε παρέα Lou Reed και My Sharona μπερδεμένα και κάπου πήρε το αυτί μου και μισή δόση Foghat - αν είναι δυνατόν!- και μετά πέρασε ένα ασθενοφόρο που ετρεχε σαν τρελλό κι ανέβαινε από Φειδιππίδου στο Παίδων κάνοντας ένα γλυκό ουάουαουαου όπως ακριβώς η white soul της Dusty και μετά ξύπνησα

αλλά ήταν τόσο ζωντανά , σχεδόν σαν να τα έζησα...

Γ.Ν. είπε...

Foghat! R.e.s.p.e.c.t.!