6 Δεκ 2007

Μαγειρεύοντας με τον Μόρισον.

Ένα βιβλίο, ένας δίσκος κι ένα κιλό κιμάς.

(Πικάντικο Κάρυ Μοσκάρι για 4 άτομα)

  • Προσπαθούσαμε να μαγειρέψουμε έναν μοσχαρίσιο κιμά με πολύ ντομάτα τσοπ τσοπ τσοπ κομμένη, κύμινο που πάντα έχω την τάση να βάζω περισσότερο απ’ όσο πρέπει, πλούσιο κάρυ, παφ! κουρνιαχτό μουσταρδί σύννεφο που πλανιέται μέρες μετά μέσα στο σπίτι και μυρίζουμε σαν φεστιβάλ ταντούρι, σκορδάκι συμπαγές ένα κρακ λιωμένο με τη χατζάρα της Ελίνας, και μαζί καρότα κομμένα σαν διάφανα πφένιχ, κάτι κοκκαλωμένους αρακάδες από την κατάψυξη με τις εκπλήξεις (ίσως κάποτε βρούμε και τον Ντίσνεϊ εκεί μέσα – ποτέ δεν ξέρεις). Ακούγαμε τα GreatestHits / StillOnTop του VanMorrison που ξανακυκλοφόρησαν για όσους δεν θυμούνται σε ποιό ράφι τον έχουν βάλει – για να μην ψάχνουν. Τα Greatest του Μόρισον επανέρχονται με μία συγκινητική συχνότητα, πράγμα που σημαίνει ότι πουλάνε – και όχι μόνο σε όσους δεν βρίσκουν που έβαλαν το προηγούμενο cd, αλλά και σε εκείνους που απλώνουν το χέρι και αγοράζουν κάτι τόσο σίγουρο, όσο μία νέα έκδοση αγαπημένων τους ποιημάτων. Ή ένα remake μιας παλιάς, αγαπημένης, γιαγιαδίσιας συνταγής.

  • Ο Van Morrison μου δίνει έναν ωραίο μαγειρικό ρυθμό. Το ρωμαλέο, αραχτό και λίγο αλήτικο beat που μετράει στις μεγαλόθυμες blues μπαλάντες του π.χ. στο “Whenever God shines his light”, είναι σαν να έχει γραφτεί επάνω στον καμβά του εμβαδού της κουζίνας μας. Την ώρα που ο Van λέει «aaannn….eaoua» και το επαναλαμβάνει η ταλαντούχα βοκαλατζού που σε 2-3 χρόνια κάνει δικό της cd, «aaany houuur» (α, ένι άουαρ, έλεγε; πέστο πουλάκι μου κι είχα σκάσει), είναι μόλις έχει δοθεί ένα ωραίο γύρισμα στα σωταρισμένα και αρχίζει με το τσιτσίρισμα, ένα σέξι, στακάτο beat με το πιάνο, ιδανικό για να ρίξω...., μήπως πάπρικα; «He heals the sick and heals the lame / Says you can do it too in jesus name». Το λέει βαθιά, είναι μία ιδέα, ένας ψίθυρος. Λέει να το κάνω, είναι ευλογημένο. Ε ναι λοιπόν, ΠΑΠΡΙΚΑ! Η κόκκινη σκόνη απλώνεται και πέφτει ακριβώς όσο πρέπει, με γλυκό ρυθμό σαν salsa beat, 10’’ όσο κρατάει ο στίχος. Μέχρι να ξανατραγουδήσει με «mmmmmmmm» ο Μόρισον όλη τη στροφή, εγώ έχω αποσύρει την πάπρικα με μία άλφα επιτάχυνση σαν φούρλα στο ντουλάπι με τις σκόνες και τραβώντας με τίναγμα την μισοβρεγμένη πετσέτα παντός καιρού από τον ώμο μου, καθαρίζω με μια, κάπως ιρλανδέζικη συνέπεια, τον μεταλλικό πάγκο. Το κιτρινωπό φως του απορροφητήρα δίνει στις κρύες, γκρίζες λάμψεις του μέταλλου μία πρασινωπή ιδέα. Δάσος μετά τη βροχή, φρέσκα, ζουμερά, μυρωδάτα χόρτα, συννεφιασμένη μέρα.

  • Με το που αρχίζει ένα κάπως σαν ragtime με φυσαρμόνικα του Μόρισον (το “Bright side of the road”), έχω αποφασίσει να ρίξουμε στην τεφάλ τηγανούμπα με τα σωταρισμένα και πράσσο! Το τέλειο, αγαπημένο πράσσο, τρυφερό, πλυμένο ώρα μέσα σε δροσερό νερό να ξεχλεμπουριάσει από της λάσπες του (ιρλανδέζικου, ας λέμε σήμερα, για να δένει με το soundtrack) δάσους, σχισμένο σε τέλειες μικρές λωρίδες που κόβονται με μικρά τρυφερά κρακ, με το μαχαίρι που πήραμε από Λευκάδα. Τα τραγούδια του Van Morrison είναι σχεδόν vegetarian-ικοί ύμνοι χαράς στη ζωή, τον έρωτα και τη μαγειρική – τέλος πάντων στη ζεστασιά ενός σπιτικού που τόσο του λείπει του περιπλανώμενου, βασανισμένου straydog ή μάλλον straybear, του περιπλανώμενου αρκούδου της μουσικής. Η θαλπωρή της μουσικής και οι ήχοι του ιερού σου χώρου, της κουζίνας πες για παράδειγμα, είναι ένα συναρπαστικό χαρμάνι που γαληνεύει τα πνεύματα που παρακολουθούν, ευχαριστιούνται οι ψυχές και ακούς τα πάντα στη ζωή, σαν μουσική.

  • Χορογραφώντας το Κάρυ Μοσκάρι Κιμάς Πικαντίκ, επάνω στον Van Morrison, σκεφτόμουνα τι θα έλεγε ο Πετρίδης αν με έβλεπε τώρα, για να μην πω ο Μηλάτος. (Πότε και πως ακριβώς πρέπει να ακούγεται ο Morrison;). Πόσο βαθυστόχαστα μπορούμε να μιλάμε γι’ αυτά, όταν τα αγαπημένα μας κομμάτια τσιτσιρίζονται στην ίδια κεραμική συχνότητα με την καθημερινή μας ζωή, τα κλικ, τα κρακ, τα ουφ και τα τσουρ-τσουρ μας; Δεν γίνεται αλλιώς. Η μουσική μετρατρέπεται σε έναν ήχο του σπιτιού σου μόλις μπει στη ζωή σου. Αν έχεις μαγειρέψει ένα τέλειο παστίτσιο με Άλκηστη Πρωτοψάλτη, τότε είναι άρρηκτα δεμένη με την μπεσαμέλ του. Αν έχει ευλογηθεί το σπίτι σου με τις μυρωδιές και τους ήχους του φαγητού, τότε τα πνεύματα αγαπούν και τη μουσική σου. Τη γεύονται στα τόσα βήματα πάπρικα όσα ο Van Morrison τραγουδάει «Brown eyed girl».

  • Διαβάζω αυτές τις μέρες το «Κουζίνα Εμπιστευτικό» (Περιπέτειες στο υπογάστριο των μαγειρίων) του αλητήριου, ασίγαστου, βετεράνου chef Άντονυ Μπουρνταίν που έχει κυκλοφορήσει εδώ και καιρό ο εκδοτικός οίκος Νάρκισσος, σε πανέξυπνη, απολαυστική μετάφραση της Άννας Παπασταύρου. Ο Μπουρνταίν είναι ένας «γαργαντούας» της επιθυμίας και των εντυπώσεων, θέλει να αρέσει και να αγαπάει. Δοκιμάζοντας τα πάντα στις γεύσεις της ζωής, από φίνες σως της γαλλικής κουζίνας μέχρι βουνά κοκαϊνης στα νεοϋορκέζικα μπαρ, γράφει σε ένα σημείο, πόσο εξαιρετικά συντονισμένος είναι με τους ήχους της κουζίνας του – λόγια, φωνές, γλώσσες, μαγειρικά σκεύη και ένταση, σαν ένα τέλειο τζαμάρισμα τζαζ.

  • « Γιατί εγώ, ένα καθωσπρέπει μορφωμένο γουρούνι, να νιώθω τόση ανάρμοστη ευχαρίστηση με τις λαρυγγικές επιδόσεις των ευρύτατα αμόρφωτων, βρομόστομων υφισταμένων μου; Γιατί με το πέρασμα του χρόνου το γλωσσικό μου ιδίωμα κατάντησε τόσο άθλιο και προσβλητικό, που τη μέρα των Χριστουγέννων με την οικογένειά μου να κάνω αγώνα για να μην ξεστομίσω: «Δώσ’μου τη γαμημένη τη γαλοπούλα, παλιοπούστη»;
    Δεν ξέρω.
    Έλα όμως που μ’ αρέσει αυτό.
    Κυλιέμαι μέσα σε αυτό. Όπως μ’ αρέσουν και όλοι οι άλλοι ήχοι στη ζωή μου: το σφύριγμα, το κροτάλισμα και το πιτσίλισμα του πλυντηρίου πιάτων, το τσιτσίρισμα του ψαριού που αγγίζει το καυτό τηγάνι, το δυνατό, θρηνητικό αλύχτισμα – ουρλιαχτό σχεδόν – ενός πυρακτωμένου δίσκου τσιγαρίσματος καθώς πέφτει στην ξέχειλη λάντζα, το κοπάνισμα του γουδιού πάνω στη βοδινή μπριζόλα, η στράκα που κάνει το έτοιμο πιάτο χτυπώντας στο πάσο. Οι προτροπές, οι βλαστήμιες, οι βρισιές και οι προσβολές του απίστευτα άξεστου προσωπικού μου ακούγονται σαν ποίηση στ’αυτιά μου, όμορφες ώρες ώρες, η καθεμιά σαν διασκευή κάποιου κλασικού θέματος από άλλες εποχές της τζαζ: σαν να εκτελεί ο Κολτρέιν το My Favorite Things ξανά και ξανά, κάνοντάς το όμως ν’ακούγεται διαφορετικό κάθε φορά. Όπως αποδεικνύεται, υπάρχουν ένα εκατομμύριο τρόποι να πει κανείς «πάρε μου μια πίπα». Στη δική μου κουζίνα οι περισσότεροι μπορούν να το πουν ισπανικά, γαλλικά, ιταλικά, αραβικά, βεγγαλέζικα και αγγλικά. Όπως όλες οι σπουδαίες εκτελέσεις, το όλο θέμα είναι ο συγχρονισμός, ο τόνος και η απόδοση – κάπως σαν το μαγείρεμα.»

  • Το αφράτο ρύζι, με δυό σταγόνες λεμόνι στο βράσιμο του για να μείνει σπυρωτό, ετοιμάστηκε με τα «δοξαστικά προς Κύριο» του Van Morrison. Το φάγαμε με το Κάρι Μοσκάρι ακούγοντας τους Δραμαμίνη στο Mad (που έκοψε τα πολλά σκυλάδικα εν όψει του επερχόμενου MTV Greece), ενώ τα ringtones χτυπούσαν σε παλιά αργεντίνικα τανγκό, Kraftwerk το άλλο, και μία απλή δόνηση το τρίτο. Σκάσαμε.

    (Athens Voice 193, 06.12.07)

1 σχόλιο:

Archimidis P. είπε...

Συγχαρητήρια για τη στήλη σας και το μπλογκ. Σας διαβάζουμε...