3 Φεβ 2011

"Έλα, ρε παιδιά μη μαλώνετε"


Βλέπαμε τις εικόνες από την Τυνησία και νοιώθαμε την αφρικάνικη σκόνη να μαζεύεται αργά, έτοιμη να ταξιδέψει προς βορά. Ένα μεγάλο σύννεφο από ζωή που βράζει. Η Αίγυπτος, από την πρώτη μέρα άρχισε να στέλνει εικόνες – στοπ καρέ συγκλονιστικού στυλιζαρισμένου συμβολισμού. Μέσα στο χάος της πραγματικότητας, κοκαλωμένες στιγμές αυτής της ευφορικής, μανιασμένης θύελλας. Σώματα ανεβασμένα στην κορυφή των τανκς να καρφώνουν σημαίες στον άνεμο, φωτογραφίες από αυτές που θα κυνηγούσε το Life για εξώφυλλα και, τώρα, χιλιάδες τέτοια «πόστερ» ιδεολογικού οίστρου σε εκατομμύρια πίξελς, να ταξιδεύουν σαν υπερηχητικές σφαίρες προς όλες τις κατευθύνσεις του δικτύου.

Σαν Δροσουλίτες, μαχητές της Βόρειας Αφρικής πάνω στη σκόνη, να φαίνονται στον ορίζοντα του Νότου καλπάζοντας πάνω στη Μεσόγειο. Έρχονται. Αλλάζει ο αέρας, μύρισε μπαχάρι, πυρίτιδα, κηροζίνη και καμένο.

Βλέπαμε τις προβληματισμένες μούρες, ένα μπούγιο στη Νομική, πηγαδάκια και μπεγλέρια, τσιγαρίλα, η καταθλιπτική σπαρίλα του μεταπράτη να σέρνεται στα σπασμένα πεζοδρόμια. Απεργοί πείνας, άνθρωποι με τρομαγμένα μάτια, κοίταζαν σιωπηλά αυτό το περίεργο, απαίσιο μέρος γύρω τους, τυλιγμένοι σε κουβέρτες για λίγη αληθινή ζεστασιά. Μοναδικό τους σύνθημα επικοινωνίας, υψωμένο σαν τρεμάμενη λευκή σημαία παράδοσης, ένα κυρτωμένο χεράκι να κάνει το σήμα της νίκης, αδύναμα δάχτυλα έτοιμα να γείρουν πίσω στην παλάμη τους, νίκη που δεν την πιστεύουν – τους την έδειξαν. «Κάνε έτσι, δεν θα σε πειράξουν». Το διαβατήριο της παγκόσμιας απόγνωσης: Venceremos. Απ’ έξω, ανέκφραστοι μπάτσοι, ακόμα και η αγωνία τους κρυμμένη πίσω από τα κράνη, σε παράταξη μάχης που δεν την πιστεύουν. Μπροστά τους περίεργοι και παραγοντίσκοι, έρμαια ενός ψυχολογικού, εθνικού αποπροσανατολισμού, το βλέμμα τους μια τρελαμένη πυξίδα να κοιτάζει όπου στοχεύουν οι κάμερες – κι απλώς άλλαζαν πεζοδρόμια: απέναντι και πάλι απέναντι, και λίγο πιο κάτω και απέναντι. Με τα χέρια στις τσέπες – ή ένα κινητό, ένα γαμωκινητό συνέχεια, παντού, να τραβάει κουνημένα πλάνα μιάς ακούνητης απραξίας. Διαβουλεύσεις, καφενίλα, κύκλοι γύρω από κύκλους. Κανείς δεν ήξερε γιατί είναι εκεί. Δεν υπήρχε καμία πίστη σε τίποτα, καμία φλόγα, καμιά ζωή.

Πίσω στην Αίγυπτο, εκστασιασμένοι από την ομοθυμία και τον πανικό του χάους, άνθρωποι κάθε ηλικίας φώναζαν ένθερμα αυτό που πίστευαν. Το έκαναν στεντόρεια κραυγή στις μεγάλες τους, ανοιχτές ευάερες πλατείες. Και όχι μουγκρητό χουλιγκάνικου συνθήματος, γρύλισμα τσιγαρόβηχα, όχι κραυγή σκυλοκαυγά ούτε αμανές τυφλωμένης θρησκοληψίας, ούτε θρηνητική φωνή του μουεζίνη - αλλά ηρωική, μεγάλη, δυνατή αραβική φωνή.

«Ζηλεύω λίγο», είπα.
«Γειά σου ρε Γιάννη που τηρείς ευλαβικά την πίστη στη χαμένη μας αθωότητα», μου απαντήσανε.
Ήταν σαν να μου δίναν έπαινο που πέρασα την Πρώτη Δημοτικού, σαν να ήμουν ο Bambi το Γαϊδουρο-Ελαφάκι, ένα ρομαντικό ερωτικό δράμα στη δίνη του πολέμου, ένα happy end την ώρα που όλα αρχίζουν. Η αλήθεια είναι ότι δεν θα πήγαινα, τώρα, αύριο, στο Κάϊρο αν και με συναρπάζει η ιδέα – με πολύ κινηματογραφικό τρόπο φοβάμαι. Ούτε και στη Νομική θα πήγαινα, γιατί με ξενερώνει η ιδέα, δεν κατάλαβα το σενάριο, δεν ξέρω τι να λέω αν με ρωτήσουν την υπόθεση ή το δίδαγμα του έργου.

Η μικρή μου ανιψιά, η Μελίνα, τεσσάρων και κάτι, πλησίασε τη μεγάλη της αδερφή. «Φέλω να κάνω μία εφημερίδα για τον φείο Γιάννη. Φα σου πω και φα μου γράψεις κάτι». Της υπαγόρευσε ένα κείμενο και μετά η ίδια, κάθισε και ζωγράφισε τα γράμματα που έβλεπε, σχεδίασε τους τίτλους σφίγγοντας το μολυβάκι της, έβγαζε ένα τιπ τη γλωσσίτσα της έξω κι έφτιαξε το «εξώφυλλο» της χαμένης μας αθωότητας: Επάνω αριστερά, ένα κουτί με ένα πρόσωπο με τεράστια, γουρλωμένα μάτια. «Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε η μεγάλη της αδερφή. «Ο Παπαντρέος» είπε η μικρή. Η μεγάλη, πιο επιμελήτρια, το σημείωσε. Ένα οποιοδήποτε τηλεοπτικό talking head δηλαδή, που εκσφενδονίζει σκόρπιες λέξεις που τις πήρε η μικρή και τις συναρμολόγησε με το δικό της συντακτικό, στη δική της αλήθεια. «Φείε Γιάννη, αυτό είναι για σένα. Μια εφημερίδα.»

«Η Ελλάδα έχει καταστραφεί, γιατί μαλώνανε και έρχονται οι άλλοι και τους είπαν ότι: “Έλα, ρε παιδιά μη μαλώνετε”».

Ένα χαρτί διπλωμένο στα δύο, τετρασέλιδο φύλλο, έκτακτη έκδοση. Στο οπισθόφυλλο μία τεράστια καρδιά με το όνομά της γραμμένο έντονα, σαν δυνατή ηρωική φωνή, Venceremos. Και κάτω αριστερά ένα τετραγωνάκι με μπερδεμένες γραμμές, το barcode. Η σφραγίδα της Εποχής της Χαμένης Αθωότητας.


Τα PanikovalPodcasts κατεβαίνουν: εδώ


Δεν υπάρχουν σχόλια: