5 Σεπ 2010

Έκθεση 1η. Θέμα: "Πώς πέρασα στις διακοπές"

Εμείς το καλοκαίρι περάσαμε τέλεια. Μείναμε στην Αθήνα.

● Παλιά, όταν έφευγαν «οι αδειούχοι του Αυγούστου», οι εφημερίδες το θεωρούσαν συνταρακτικό γεγονός. Έβαζαν το πρωτοσέλιδο με το γνωστό κλισέ: τίτλος «Καμίνι η Αθήνα» και φωτογραφία δύο συνταξιούχους παππούδες να παίζουν τάβλι στη μέση μιας άδειας Πανεπιστημίου. Όλοι εμείς οι Αθηναίοι, ξαπλωμένοι στα νησιά, βλέπαμε τη φωτογραφία με μια μέρα καθυστέρηση και γελούσαμε, ενώ πασαλειβόμασταν με κόκονατ όιλ με δείκτη προστασίας μηδέν γιατί τότε ήμασταν νέοι, δεν δίναμε a flying fuck για τον ήλιο και τις επιπτώσεις του.

● Φέτος, αν έπαιζες τάβλι στην Πανεπιστημίου μέρα μεσημέρι, σε μία ώρα ο ήλιος θα σε έκανε να φθορίζεις και στο σπίτι θα σε έβαζαν, τον παππού, στη γωνία να κάνεις τη λάμπα δαπέδου. Οι δρόμοι ήταν άδειοι, λοιπόν, ναι. Ένας έλεγε μάλιστα ότι περιμένει να δει θίνες, χόρτα ξερά, να τα παρασέρνει ο αέρας στην έρημη Αμαλίας, πόλη φάντασμα, Μιζούρι, Τέξας. Αν βγαίναμε να πάμε σούπερ μάρκετ, πηγαίναμε τοίχο-τοίχο, σαν τις καλόγριες, όχι μόνο για να έχουμε σκιά αλλά και για να μη μας βιάσουν, σαν καλόγριες. Η αδειούχος αδερφή μου μού έστελνε εσ-εμ-ές από την ξαπλώστρα της: «Μη κυκλοφορείς μόνος στους άδειους δρόμους». Ευτυχώς που είμαι αρκούδα, της απαντούσα, δεν με πλησιάζουν ούτε για καμάκι, που λέει ο λόγος.

● Καλού κακού, πάντως, μια μέρα στο Πράκτικερ, πέρασα και από το ράφι με τσεκούρια. Τζαστ τσέκιν.

● Βλακείες. Κανείς δεν είχε φύγει. Τα chat room ήταν γεμάτα 24 ώρες το 24ωρο. Όλοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους και έκαναν σοσιαλάιζινγκ ενώ το φως του μόνιτορ τους έκανε να φθορίζουν σαν λάμπες δαπέδου. Μπλε φθορί, το χρώμα που κανένα κόκονατ δεν θα σου δώσει ποτέ. Οι ντελιβεράδες ήταν οι πιο σκληρά εργαζόμενοι Αθηναίοι του Αυγούστου. Τους έβλεπες συνέχεια πάνω σε ένα χρέπι, ντούρου ντούρου όλη μέρα σαν την ομάδα ΔΙΑΣ (αν και αυτοί δεν πήγαιναν αντίθετα στους μονόδρομους). Με κάθε κουτί πίτσα που έβλεπες να περνάει από μπροστά σου, η ελπίδα φτερούγιζε στο στήθος σου: υπάρχει λοιπόν ζωή, ναι, δεν χάθηκαν όλα. Τσιζ λάβερς, έξτρα μπέικον.

● Οι Αθηναίοι δεν έφυγαν. Απλώς κινήθηκαν σε ομάδες. Μια μέρα περάσαμε από την Καρύτση και είδαμε εκεί τόσο πλήθος που, αρχικά, νομίσαμε ότι ξεκίνησαν οι Νύχτες Πρεμιέρας και δεν μας το ’πε κανείς. Ήταν εκεί οι πιο τρέντι φατσούλες της πόλης, σε ένα μοντέρνο χώρο από ξύλο και πέτρα, ενώ το κέφι χτυπούσε κόκκινο. Και όλοι φορούσαν χαβαγιάνας. Ήταν η χαρά του χαβαγιάνα, με τη διχάλα και τη δαχτυλούμπα έξω, μαύρη σύσκατη από τη φιμέ πάχνη της αθηναϊκής ασφάλτου.

● Είδαμε και πολλούς γνωστούς: τουλάχιστον τρεις που θα έφευγαν φαντάροι τον Δεκαπενταύγουστο. Τουλάχιστον τρεις που, στο τουίτερ, έγραφαν «Είμαι Αμοργό. Το απέραντο γαλάζιο σου πονάει τα μάτια και το γλυκόπιοτο ρακόμελο σου πονάει την καρδιά». Θα είχαν πάει αυθημερόν, σκεφτήκαμε. Είδαμε τη φίλη μας που θα συμμετείχε στο πρότζεκτ Γκίνες-Μπουκ, στην ανθρώπινη αλυσίδα που θα εκτεινόταν από το ένα άκρο της Κρήτης στο άλλο, χορεύοντας πεντοζάλη. «Δεν με πήραν» μας είπε. «Τα χέρια μου σε έκταση δεν φτάνουν ούτε το ένα μέτρο. Δεν είχα τα προσόντα, είμαι κοντή». Είπε κοντή και σκεφτήκαμε ανατρεπτικά – τον Κωνσταντίνο Τζούμα που περιμέναμε να τον δούμε κι αυτόν εκεί. Ως γνωστόν, ο Κ.Τ. σιχαίνεται τις διακοπές και δεν φεύγει ποτέ από την Αθήνα. «Δεν τον είδα όμως» μας είπε η Κρητικιά. Κάτι θα του έτυχε, σκεφτήκαμε. Μπορεί να ήταν στη Νέα Υόρκη, όπως η Anna Vissi που έγραφε στο τουίτερ της «Είμαι στη N.Y. Άι εμ εντζόινγκ δε σίτι βάιμπ γουίδ μάι ντότερ».

● Η Νέα Υόρκη βράζει το καλοκαίρι, 85% υγρασία, θα πλαντάξει η φάμπιουλους. Επίσης διαβάσαμε ότι ο αστικός μύθος τελικά, χα! δεν είναι μύθος: στους υπόνομους της πόλης ζουν κροκόδειλοι – βρήκαν ένα μικρό, κάτω από ένα αυτοκίνητο στην Αστόρια.

● Εδώ στην Αθήνα, πάλι, πολλά μυρμήγκια φέτος. Στην αρχή ήταν με φτερά, σαν τον Μπάτμαν, αλλά μετά έκατσαν στους νεροχύτες και πήγαιναν πάνω-κάτω σαν την ομάδα ΔΙΑΣ. Επειδή ήμασταν σε διακοπές και είχαμε άφθονο χρόνο στα χέρια μας, κάναμε πειράματα και διαπιστώσαμε ότι τα διώχνει η ρίγανη και το Τρίλετ.

● Τον υπόλοιπο χρόνο τον σκοτώναμε βλέποντας φετινές, αμερικάνικες τηλεοπτικές σειρές σε μονοκόμματα πακέτα, 1ος κύκλος, 2ος κύκλος, 3ος κύκλος, Κύκλωπες, με ένα μάτι. Και δοξάζαμε την ΗΒΟ για τα σίριαλ που φτιάχνει, λέγαμε «είμαι η σκύλα σου ΗΒΟ, δώσε κι άλλο». Είδαμε όλο το “Treme” για τη ζωή των κατοίκων της ομώνυμης περιοχής στη Νέα Ορλεάνη, αμέσως μετά το καταστροφικό πέρασμα του τυφώνα Κατρίνα. Μάζευαν τα κουρέλια από τα κατεστραμμένα σπίτια τους, έψαχναν τους χαμένους τους ή ανακάλυπταν τη νέα τους ζωή, ξαναζωντάνευαν την παράδοση της πόλης που αγαπάνε και μιλούσαν για μουσική, ήταν αυτό που δεν χάθηκε, το mojo τους. Γέμιζαν τα μπαρ, έπαιζαν τζαζ, και κανείς τους δεν εγκατέλειψε την πόλη-ερείπιο. Όπως κάναμε κι εμείς στην Αθήνα.

● Ακόμα, είδαμε το “Glee”, που είναι ένα μονοκόμματο σχολικό μιούζικαλ για gays που λατρεύουν τη Celine Dion, και βαρεθήκαμε. Είδαμε το “Bored to death”, με χιούμορ α-λα Τάνεμπάουμς και αποφασίσαμε ότι ο Γαλυφιανάκης, εκτός από θεϊκό γαλακτομπούρεκο στο Πόρτο Ράφτη, είναι οριστικά πια ο αγαπημένος μας ήρωας – μαζί με τον «Σέλντον Κούπερ», τον άνθρωπο ρομπότ του “Big Bang Theory”. Του αξίζει να πάρει το Emmy, λέγαμε – και επειδή μάλλον από το φθορισμό αποκτήσαμε ιδιαίτερες τηλεπαθητικές ικανότητες, σήμερα μάθαμε ότι ο «Σέλντον Κούπερ» το πήρε το βραβείο κι έτσι μπορούμε να αρχίσουμε τις προφητείες.

● Τα μεσημέρια πηγαίναμε στην πλατεία Μαβίλη, γιατί έχει μουριές που κάνουν την καλύτερη σκιά. Παίρναμε πομοντόρι από τον κύριο Ραπανάκη και μετά καθόμασταν στο Φλάουερ για μπίρες, γινόμασταν ντίρλα, μιλώντας για τις προφητείες του «χαριτόβρυτου και θεοφόρου» πατέρα Πατάπιου σύμφωνα με τις οποίες, λογικά σε 2-3 χρόνια, θα έχουμε πάρει την Κωνσταντινούπολη και θα έχει γίνει ο Τρίτος Παγκόσμιος. Αυτά με αφορμή το ότι είπε κάποιος: «Μαύρο χειμώνα θα περάσουμε, φέρε άλλη μια μπίρα».

● Τον Δεκαπενταύγουστο με έπιασε μία ανησυχία και άρχισα να ετοιμάζω βαλίτσα (θα φεύγαμε στις 19). Αλλά έτσι είμαι εγώ, τον παίρνω το χρόνο μου, επειδή η βαλίτσα μού προκαλεί πανικό – γι’ αυτό άλλωστε και το είπανε «πανικοβάλ». Και τώρα που γράφω τη στήλη σε μία γαλάζια ταράτσα στο Ιόνιο και το γλυκόπιοτο ρακόμελο μου πονάει την καρδιά, ούτε την Κωνσταντινούπολη σκέφτομαι, ούτε τη Νέα Ορλεάνη. Την Αθήνα σκέφτομαι και τις παντοτινές της αξίες – π.χ. το «Κωνσταντίνου και Ελένης».

(Athens Voice, τ.313, 02.09.10)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Παρασκευή μετά τις μία περάσαμε απο τη Μαβίλη και οι τέσσερις, δεν σε είδαμε, ομοίως και το Σάββατο, λίγο νωρίτερα, άλλη φορά να είσαι πιό σαφής ως προ το 'σε ποια γωνιά της Μαβίλη :-) , καλό φθινόπωρο

K.K.M.

Γ.Ν. είπε...

Ήμανε νησιά ρε σεις, τι νομίσατε έμεινα όλο το μήνα Αθήνα? Όχι. Καλό φθινόπωρο κ άλλη φορά να μιλάτε όταν περνάτε από τη γειτονιά μου.

Ανώνυμος είπε...

θα μιλάμε αλλά είναι και αχανής η Μαβίλη ρε γαμώτη μου...

Κ.Κ.Μ.