29 Ιαν 2009

Βροχή και δάκρυα

H Marthe και ο Vincent στο “Le Chagrin dAmour” των Pierre et Gilles, 1984. Καραγκέη, όχι;·

----------------------------------------------------------------------------------------


Τον Δεκέμβριο, η Αθήνα έκλαιγε από τα δακρυγόνα. Γυρίζαμε τους δρόμους με τα λεμόνια και τις βαζελίνες και μετά κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο με ανοιχτά διάπλατα μάτια, σαν να μην το πιστεύαμε, πρησμένα, κόκκινα, γεμάτα δάκρυα. Φωτιά, τσούζει, χημικά.

· Κλαις. Ήσουνα στο κέντρο; - Όχι, μου πετάχτηκε πετραδάκι στο μάτι, πάνω στη μηχανή. –Να σου βάλω Γκαραμάτ; - Βάλε. Εσύ γιατί κλαις; - Καθάριζα κρεμμύδια. – Κάπου άκουσα, να κρατάς ένα σπίρτο στα δόντια όταν καθαρίζεις κρεμμύδια, για να μη κλαις. – Δεν με πειράζει.

· Πριν 3 χρόνια έβλεπα τους φίλους μου να κλαίνε στα μπαρ, όχι χάλια κλάμα, εκείνο το μπου-χου-χου αλλά το άλλο, εκείνο το σιωπηλό αλκοολούχο δάκρυ που πλημμυρίζει το μάτι και ξαφνικά, σαν να έλιωσε παγάκι αρχίζει και κυλάει προς τα κάτω. Άλλοι έκλαιγαν για το Brokeback Mountain και άλλοι γιατί οι δρόμοι της Αθήνας τους θύμιζαν ξαφνικά και από κάτι, στιγμές και θρύψαλλα από τη ζωή τους. Άλλοι έκλαιγαν γιατί άκουγαν το σωστό τραγούδι την λάθος στιγμή, άλλοι έκλαιγαν γιατί θυμήθηκαν την εποχή που ήταν φαντάροι (;) και άλλοι από διαφημίσεις – στην Αμερική ήταν παράδοση, στα 90ς, να γίνεσαι λιώμα στο κλάμα από τα τηλεοπτικά σποτ των τηλεφωνικών εταιριών. «Τηλεφώνησε στη γιαγιά σου που είναι μόνη της, τα Σαββατοκύριακα έχεις φθηνότερη χρέωση. Κάνε μια ηλικιωμένη γυναίκα ευτυχισμένη».

· Ο Ν. μου έλεγε «Εκεί που κάθομαι τα μπήγω, ξαφνικά» και του απαντούσα ότι μάλλον εκεί τον χτύπησε η κλιμακτήριος, στους δακρυγόνους, αν και δεν είμαστε σίγουροι για το πότε αρχίζει. Στα 40; Στα 42 μισό; Στα 39 για πάντα; Στα 55; Ο Κραουνάκης έλεγε το καλοκαίρι στις συναυλίες του: «Εγώ δεν την κατάλαβα την κλιμακτήριο. Μού’ πε ο ψυχίατρος, έχω υπερενέργεια λέει, και μου βγαίνει εκεί... Δεν’ ν’ κακό».

· Πιστεύαμε ότι όταν αρχίζεις να έχεις αναμνήσεις περισσότερες από ελπίδες, τότε αρχίζει.

· Διάβαζα, το Σαββατοκύριακο (αντί να παίρνω τηλέφωνο ηλικιωμένες γυναίκες), με ποιές ταινίες κλαίνε οι συντάκτες του περιοδικού Σινεμά, με αφορμή την προβολή της «Απίστευτης Ιστορίας του Μπέντζαμιν Μπάτον» που είναι το νέο δακρυγόνο της Αθήνας, λέει, γι’ αυτήν την εβδομάδα που άρχισε να προβάλλεται. Ήθελα να πάω να τους αγκαλιάσω όλους από συναδελφική συμπαράσταση αν και δεν συμφωνούσα με όλες τις σκηνές που τους έκαναν να κλάψουν. Ένας έγραφε ότι έκλαιγε στον Σπάρτακο, όταν σηκώνονται ένας – ένας οι σκλάβοι και φωνάζουν «Εγώ είμαι ο Σπάρτακος!». Πολύ ιντερνετικό. Ένας άλλος έγραφε ότι έκλαιγε με το Longtime Companion και μόλις το διάβασα έγινα ερείπιο, γιατί θυμήθηκα τη λίστα με τους φίλους που έχουνε φύγει.

· «Καλά, δε λέει τίποτα αυτό. Εγώ έχω κλάψει και με τη Μέρα Της Μαρμότας» είπε ο Β. και καταλάβαμε ότι ο καθένας κουβαλάει τη δική του άβυσσο, το δικό του πε-χα δακρύων.

· Σάββατο. Έβρεχε όλο το πρωί. Rain and tears. Αποφασίσαμε να πάμε στην Τεχνόπολη, στο Φεστιβάλ Κόμικς, σε αυτό που αλλιώς θα το λέγανε Φεστιβάλ της Βαβέλ, περισσότερο σαν tribute στην παρέα της Ζωοδόχου Πηγής που διαλύθηκε, παρά σαν εικαστικό άγχος εδώ που τα λέμε. Περιφερθήκαμε στη δροσιά και την υγρασία, ακούσαμε τους ψυχο-μπιλάδες Dustbowl να κροταλίζουν τις μουσικές τους ωραία πάνω στις παγωμένες πέτρες, μέσα στους Φούρνους, σαν απόηχος από ταινία του Lynch. Λατρέψαμε για άλλη μία φορά τη θυμωμένη, κατακόκκινη και εξαιρετική δουλειά του Λέανδρου, τα τρυφερά shadow boxes του Ζήκου, μας άρεσαν οι Ρώσσοι (και βαρεθήκαμε να βλέπουμε τα θολά τυπωμένα έργα του μεξικάνου Patricio Betteo πάνω σε μουσαμάδες – καλύτερα να πάρεις το άλμπουμ, είναι πιο καλοτυπωμένο). Είδαμε παλιούς και παλιότερους φίλους, μείναμε όρθιοι ώρα να μιλάμε, να αναρωτιόμαστε τι έγινε και ξέσπασε έτσι άγρια αυτό το φινάλε της Βαβέλ, πώς κρέμασε σαν πόρτα παλιού αυτοκινήτου η αγάπη. Ποιά αγάπη, και ποιά λεφτά, ποιές κουβέντες, ούτε κατάλαβα τι έγινε. Πάμε.

· Φύγαμε, το Γκάζι ένα σωρό φώτα γύρω, καφετέρια.

· Αργά τη νύχτα, ακούω το καινούργιο άλμπουμ του Antony Hegarty – μαζί και οι Johnsons που μόλις βγήκε στην Rough Trade, “The Crying Light”, όπως “the Crying Game” του Boy George, ενός από τους ανθρώπους που έχει κάνει τον Antony να κλάψει, αν και αυτό δεν είναι δα και τόσο δύσκολο. Τα κομμάτια είναι όλα υπέροχα θρηνητικά, εκείνο το χαρακτηριστικό φαλτσέτο του συνεχίζει να σου ξεριζώνει την καρδιά όταν το ακούς στο σκοτάδι (ακόμα περισσότερο όταν αντικρύζεις το εξώφυλλο, τον χορευτή του Butoh, Kazuo Ohno, 103 ετών, φιγούρα τέλεια παραδομένη στην τέχνη, τους εφιάλτες και το φως, να το αγγίζει λίγο πριν το τέλος του... όπως η Candy Darling ετοιμοθάνατη, στο εξώφυλλο του “I Am A Bird Now”). Στα δύο προηγούμενα άλμπουμς, ο Antony εξαγνιζόταν μέσα από την υποταγή του σκλάβου («Εγώ είμαι ο Σπάρτακος!») σε ένα παιχνίδι ρόλων και γκροτέσκου s/m. Αυτή τη φορά, αποφασίζει να κοιτάξει και γύρω του και εξαγνίζεται μέσα από την επαφή του με τον κόσμο, τα στοιχεία της φύσης. Το κλιπ του singleEpilepsy Is Dancing” είναι σκηνοθετημένο από τους αδερφούς Wachowski (βλέπε «Μάτριξ») και συγκεντρώνει όλη την καλλιτεχνική camp σέχτα του Σαν Φρανσίσκο σε ένα οργιαστικό, παγανιστικό πάρτι νύχτας καλοκαιριού με νύμφες και σάτιρους, έγχορδα που λιώνουν, μάσκες, χλωρίδα που κατακλύζει τα πάντα, ένα γκλίτερ παραλήρημα σαν τις εικόνες που φωτογράφιζαν οι Pierre et Gilles παλιά. Είναι εκστατικό και απολαυστικό – προσπαθώ να κλάψω αλλά τα μάτια μου είναι παγερά στεγνά.

· Το επόμενο απόγευμα πάμε να δούμε τον «Μπέντζαμιν Μπάτον» στον Απόλλωνα. Το κοινό είναι οι αγαπημένες μεγαλοκοπέλες, τρείς-τρείς, των σινεμάδων, τέτοια ταινία είναι, και ζευγάρια ηλικιωμένων ξένων, άγγλων, αμερικάνων, που ζούνε όλοι στην Αθήνα με μπεζ καμπαρντίνες και καρώ κανελί κασκόλ. Είναι οι συγκινητικές γιαγιάδες και παπούδες – να θυμηθώ να τους τηλεφωνήσω, τους γλυκούς μου. Πιο πέρα μερικές μεγαλοκοπέλες αρπάζονται με άλλες για τις θέσεις, πέφτουν και μερικά καντήλια μέσα στο γλυκό αθηναϊκό απόγευμα, λίγο πριν βυθιστούμε στην τρυφερή, σκοτεινή ταινία του Φίντσερ. Ο θάνατος, ο χρόνος, η αγάπη που δεν χάνεται αλλά αλλάζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ελάτε, περιμένω να δω τα ματόκλαδά σας να λάμπουν, περιμένω να δω την τρυφερότητά σας, άνθρωποι της Αθήνας.

· Κανένας μέσα στον Απόλλωνα δεν δάκρυσε την Κυριακή το απόγευμα, μπορεί επειδή σκάσαμε κιόλας, ζέστη. Πρέπει να ξαναδιαβάσω το Σινεμά.

· Το βράδυ τηλεφωνώ στη Σ., είναι κουλουριασμένη στον καναπέ και ο μπαμπάς της στην κουζίνα, της μαγειρεύει κοτόσουπα. Θυμόμαστε τη γιαγιά την Ασπασία στην καινούργια τηλεοπτική διαφήμιση (διαφημίζει κάποια τηλεφωνία, ναι;) και γελάμε και καθώς γελάμε τα μάτια μου πλημμυρίζουν, επιτέλους, δάκρυα που τρέχουν σαν κοτόσουπα στα μάγουλά μου.

(Athens Voice, τ.242, 29.01.09)

Δεν υπάρχουν σχόλια: