WILLY DeVILLE. BEEN THERE, DONE THAT, DON’T DO THAT NO MORE
.
ΑΘΗΝΑ – ΜΑΝΗ – ΝΕΑ ΟΡΛΕΑΝΗ
* Κάθε φορά που ακούω τον Willy DeVille έχω την εντύπωση ότι θα είναι η τελευταία. Είναι τόσο ετοιμόρροπη και αποχαιρετιστήρια η φωνή του, τόσο μάταιος και jazzy ο ήχος του, τόσο rock το γρύλισμά του, σαν ένα μαρσάρισμα και θα χαθώ στη σκόνη, που μου έρχεται να τα παρατήσω όλα αυτή τη στιγμή, να φύγω και να πάω με τα πόδια, δεν ξέρω, μακριά · στη Μάνη.
* Ο ήχος του Willy DeVille έχει αυτή την «μόνιμα βουλιάζει» στάση, κάτι που ταιριάζει ωραία με την «πόλη που του τρώει τα σωθικά», τη Νέα Ορλεάνη – εκεί τα πίνει, εκεί παίζει, εκεί σέρνεται ωραίος, σένιος, έτοιμος να εξαερωθεί, γεμάτος ουλές και τατουάζ. (Θα ταίριαζε βέβαια και με τη Βενετία, αλλά αυτή τη στιγμή δεν μας ενδιαφέρει).
* Η Νέα Ορλεάνη, έχεις την εντύπωση ότι θα είναι η τελευταία. Την καταπίνει σιγά σιγά η λάσπη, χώματα, ξύλα, χόρτο και χάντρες, κοκάλινα κολιέ και κιθάρες, λιωμένα μέσα στο ουίσκι με νερό του ποταμού. Πάει να τραβηχτεί η πόλη από την πούλπα, να αναπνεύσει, και ξαναπνίγεται σε νέο κύμα. Πλαστικού αυτή τη φορά, πολυουρεθάνης. Πάνε να την ξαναχτίσουν οι πολιτικοί κι οι μεταπράτες με τον ίδιο τρόπο που είναι χτισμένη όλη η Αμερική, σαν σκηνικό. Ένα λυόμενο– μια γυψοσανίδα, μουσαμάδες και μπογιές σε σπρέη. Ακούς στο “Pistola”, το νέο άλμπουμ του DeVille, το “The band played on” και ξαφνικά βρίσκεσαι μέσα σε λιτανεία, βραχνές τρομπέτες και τσιρκολάνικα πιατίνια, βήμα αργό, ξεθυμασμένα χάλκινα – σήμερα την θάβετε. Σέρνεσαι, ελαφρώς μεθυσμένος, με όλο τον πολύχρωμο θίασο της πόλης, ακολουθώντας την κηδεία της. Τζαζίστες, φρικιά, γαμιόληδες και κούκλες, voodoo children, μπλουζίστες, o Dr.John και όλοι όσοι κατέληξαν εκεί περπατώντας ή μαρσάροντας, Αθήνα – Μάνη - Νέα Ορλεάνη, την κηδεύετε. Να ζήσετε να τη θυμόσαστε. Μέρα του Mardi Gras.
* Μέρα του Mardi Gras, 5 Φεβρουαρίου, τη μέρα που η Νέα Ορλεάνη ξεκίνησε το φετινό της καρναβάλι, σηκώθηκε απ’την κάσα, τίναξε τις σκόνες, διόρθωσε το βρακί της, έβαλε ένα ουίσκι και είπε στη μπάντα να παίξει κάτι πιο χαρούμενο, ο DeVille κυκλοφόρησε εκεί το “Pistola”. Και στις 13 ήρθε στο Βέλγιο, ξεκινώντας την ευρωπαϊκή του περιοδεία. Η Αμερική, σαν να φοβόταν ανέκαθεν την λατινο-ινδιάνικη, εξαϋλωμένη του φιγούρα, ποτέ δεν τον αγάπησε ακριβώς όσο η Ευρώπη. Εκεί ήταν πάντα άλλος ένας εξόριστος της κεντρικής λεωφόρου, κι εδώ «ο μύθος του hobo», αιώνιος αλήτης κιμπάρης, καθαρός.
* Κάπως έτσι, επειδή είμαι θύμα κι εγώ των μύθων μου, το “Pistola” με συγκίνησε γιατί είναι μια μαύρη γιορτή, ένα άλμπουμ επιβίωσης. Απλό, straight, για να βγάλει την περιοδεία ο DeVille. Με μια βαρετή, γλυκιά πλευρά, μερικές διασκευές παλιότερων φολκ του Paul Seibel, 2-3 ερωτικά που περιλαμβάνονται αναγκαστικά – από τότε που αυτός ο αγαπημένος αλητήριος έμπλεξε με τα Όσκαρ και τα σάουντρακς (Princess Bride). Αλλά, χωρίς καν να το καταλάβει, είναι και ένα άλμπουμ σκοτεινό, με κρυμμένες ουλές και ειλικρινείς, εγκάρδιους στίχους. Με βραχνή φωνή σαν την μισότρελη, παλιά τρομπέτα της λιτανείας, σαν Dr.John χωρίς τα φτερά, τα δαχτυλίδια, το ταρατατζούμ και τους υποτακτικούς, πιο μοναχικός ο DeVille, κάνει ένα ενδιαφέρον, παλιομοδίτικο αλλά τόσο κλασικό blend με rock που θυμίζουν blues, με reggae που χωρίς να το καταλάβεις πυρώνουν και μετατρέπονται σε βαριά, ηλεκτρικά funk, ακόμα και το προζάτο, αφηγηματικό “Stars that speak” που το ακούς, με βήματα στο πλακόστρωτο, να περπατάει ανάμεσα στο Παρίσι (όπου και γράφτηκε πριν πολλά χρόνια), τη Βαρκελώνη και τη Νέα Υόρκη μιλώντας για τον καιρό «που τελειώνει». Δεν φταίω εγώ, μετά.
* Μετά, λίγο πριν το τέλος, τραγουδάει σε βαρύ ηλεκτρικό σύννεφο, με δηλητηριώδη απειλητική φωνή «Θα κάνω κάτι που ούτε ο διάολος ο ίδιος δεν το έκανε. Θα σε αφήσω και θα φύγω». Και με διαλύει γιατί είναι η ίδια αίσθηση που παίρνω όλα τα χρόνια, κάθε φορά, όταν ακούω αυτά τα τρελά ηλεκτρικά κομμάτια σαν του DeVille, του Alex Harvey, το οριστικό, βαρύ μπλουζ ένα βήμα πριν να τραβήξεις την πρίζα και γίνει το τσαφ.
* Η σκοτεινή χαρά του ότι σήμερα είναι η τελευταία μέρα.
* Σαν κλείσιμο παλιών λογαριασμών, μπορεί να στριφογυρίζεις με όλα τα κομμάτια στα στενά της Ορλεάνης και των πόλεων που έχεις πιεί κι ερωτευτεί, αλλά το “Pistola” κλείνει με τα «Βουνά του Μανχάταν». Μία τελετουργική δημόσια δήλωση της ινδιάνικης καταγωγής του DeVille. Με βαθιά παγανιστική διάθεση, με φωνή σαμάνου πάνω σε φλάουτα, τύμπανα και ιερατικά κύμβαλα, ακούγεται σαν να καλεί τα πνεύματα που κατοικούσαν στα βουνά του Μανχάταν, να ισοπεδώσουν τη γραμμή του ορίζοντα, να ξαναγυρίσει η Φύση όπως ήταν.
* Τελειώνει το cd, κάθεσαι μισό λεπτό και αφουγκράζεσαι, ησυχία, βήματα που φεύγουν κατεβαίνοντας τη σκάλα, ησυχία, ένας μακρύς υπόκωφος βρυχηθμός που έρχεται από δυτικά, γκρεμίδια, έρχεται μπόρα.
* Και στο τέλος, είσαι στη Μάνη.
(AthensVoice 204, 13.03.08)
3 σχόλια:
πάει, κύλησες κι εσύ στα σκληρά και μυρωδιά δεν πήρα
(έκτακτα !)
Επ! Πώς από τα μέρη μας κουμπάρε;
:)
άσε τα παρελκυστικά , εγώ σε διαβάζω από τότε που ήσουν νήπιο, στα αληθινά φρι πρες
Δημοσίευση σχολίου