8 Νοε 2007

Ρόδες που κυλάνε


  • Μου έστειλαν, ο Αρχάγγελος, μιαν όμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία με τις Ρόδες, στ’ αλήθεια να τσουλάνε, γι’ αυτό δεν χορταριάζουν, μέσα στο στούντιο. Ντέφια, τύμπανα, λάμπες και Ακάι στον αέρα, καλώδια, μικρόφωνα και τα τρυφερά μακό φορεμένα μάχιμα όπως παντού, στις παρέες του πλανήτη. Με κέφι, μπούγιο, ενδιαφέρον, απαλές σκιές του γκρι και μιαν ωραιότατη αχλύ γύρω τους. Είδατε, κυρίες μου των δισκογραφικών, που δεν χρειάζεται το φώτοσοπ όταν έχεις το diffuse glow έτοιμο εντός του καλλιτέχνου; Το κάνει έτσι μια και το ανάβει με το χέρι, κρατώντας το σαν λάμπα μέσα στην μπύχλα, το σκοτάδι.

  • Χαζεύαμε τη φωτογραφία με τις Ρόδες και λέγαμε, ναι ρε συ, να πάμε καμιά Πέμπτη στο Κύτταρο να τους δούμε, παίζουν τώρα στις 15, μετά 29 και μετά πάλι 13 Δεκεμβρίου. Είναι καλοί ζωντανά, τρέμει το μέσα σου από χαρά και αγριάδα όταν είναι επάνω – όχι τον θυμό και το πεισμωμένο γινάτι των drama queens της σκηνής, αλλά το κεφάτο, καταστροφικό όλων των ηλιθίων beat, που μετράει τη ζωή με ακρίβεια ξυραφιού, λέει λέξεις που χαράζουν χιαστί σαν τον Ζορό όλα όσα ξέρεις και κρύβουν μία τρελή αγάπη για τη ζωή. Κάθε καλοκαίρι, μαζί με τα στίλνοξ και τους φορτιστές, φορτώνονται και οι Ρόδες στο σακίδιο. Τυχαίνει και τους θέλουμε μαζί μας, μας ανοίγουν τον δρόμο, είναι οι πιο θετικοί έλληνες που ακούμε εδώ και χρόνια. Δεν έχουμε βρει κανέναν που να μη τους γουστάρει. Λες «Ρόδες» κι ακούς ένα «go» σαν να κάνει jump start άλλη μια μικρή επανάσταση στη μέρα σου.

  • Στο τελευταίο τους, το «Silent Disco», μέσα σε αυτό το μεταλλικό jive punk, το αρβυλάτο reggae dub, το επιτέλους-όχι-σχολικό riot rap και τη δυνατή τους σχέση με το rock εκείνο του μουσικόφιλου, μας άρεσαν τα λόγια που λέγονται σκληρά και λένε ονόματα της πιάτσας, δεν κάνουν δημόσιες σχέσεις, δεν φοβούνται τις καθημερινές συνήθειες και τις εφηβικές, τηλεοπτικές φαντασιώσεις τους, φτιάχνουν λέξεις με την άνεση και το χιούμορ του διαβασμένου – και όχι του λαθρακουστή στα πεζούλια των μπαρ στου Ψυρρή. Γουστάρουμε, λέγαμε, που οι Ρόδες ζωγραφίζουν, που αρπάχτηκαν και με την Ελευθερία. Συμβαίνει κάτι συναρπαστικά νορμάλ με αυτό το γκρουπ και καλό είναι να τους έχουμε, σαν ρεζέρβα, ρόδες, κάπου στο καπώ μας.

  • Μετά, βράδυ Πέμπτης, κυλούσαμε με τις ρόδες μας αργά, πανικός στους δρόμους. Αναποφάσιστη βροχή, όλοι στο φουλ τρελαμένοι, καραεργάσιμη η μέρα, αρχή του μήνα. Μέσα στα σκοτεινά παρμπρίζ έβλεπα τα πρόσωπα να φωτίζονται από κάτω, από ένα λευκό φλασάκι, την οθόνη του κινητού τους που τους κράταγε ζεστούς σαν ηλεκτρικό τζάκι που τους περιμένει να γυρίσουν σπίτι. Έριχναν κλεφτές ματιές, χτύπαγαν τα δάχτυλα νευρικά στο τιμόνι, κάτι άκουγαν. Τι άκουγαν;

  • Τα περαστικά αυτοκίνητα, όταν τρέχουν στην Αθήνα, αφήνουν και ξεχύνεται από το ανοιχτό τους παράθυρο εκείνο το μπουκωμένο μπάφφ-τα-μπάφφ-τα, σαν εξομοιωτής ήχου μηχανής . Είναι ο μουσικός απόηχος της στραβοπατημένης μαγκιάς, της κονσόλας – bachelor pad. Ο «Γαμάω με beat».

  • Στο μικρό στενό που μένω, συχνά περνάνε μπατσικά μαρσάροντας, σαν χαιρετισμός στις γύρω βάρδιες. Τρέχουν γρήγορα αφήνοντας στο στενό να στροβιλίζεται η σκόνη τους με τα σκουπίδια των 12, κι ένα δολοφονικό διαπασών: ηπειρώτικα. Ουρλιάζοντας, η εκδίκηση του χωριού, μας πυροβολεί με ηλεκτρικά κλαρίνα. Πετάγονται οι γάτες κάτω από τα παρκαρισμένα κι αλαφιασμένες τρέχουν προς βουνό τους.

  • Στα φανάρια, χαλαρά όταν σταματάμε δίπλα σε ωραία αυτοκίνητα, με ωραίους ανθρώπους, που θα μπορούσαν να είναι και φίλοι μας που λέει ο λόγος, ακούμε από τα μισάνοιχτα παράθυρα τις μουσικές τους – λίγοι πια ραδιόφωνο, εκπομπές, οι περισσότεροι ένα ξεσκισμένο, ερωτικό, ποπ μπουζούκι – κάργα, τσίτα, τέρμα δυνατά, ειδικά όταν είναι συνεργασία της μόδας: ράπερς με μεγάλες πίστες. Πως είναι δυνατό τόσο ωραία αυτοκίνητα να βγάζουν τέτοιον ήχο; Πώς γίνεται αυτοί, με την ανυποψίαστη φάτσα, οι διπλανοί μας, να ακούνε τόσο βίαια μουσική;

  • Ανεβάζουμε το τζάμι και ακούμε το δικό μας: ένα jazz swing ethnic fusion από τον Λευτέρη Χριστοφή, στο Nous Icons που κυκλοφόρησε στην Blue Note και θα το παρουσιάζει από αύριο, για 4 νύχτες στο GazArte. Χωρίς τον ήχο, τα πρόσωπα στα γύρω αυτοκίνητα ξαναμοιάζουν νοσταλγικά, φωτισμένα από το λαμπάκι κάποιου γκάτζετ στην αγκαλιά τους.

  • Μου λένε ότι όλες αυτές τις νύχτες, έπεφταν στα πατώματα, έλιωναν στα πόδια του Γιάννη Χαρούλη τα θύματά του στη Βουτάδων. Τηλεφωνούσαν στο μαγαζί και ζητούσαν κράτηση, θέση μπροστά του, πιο μπροστά δεν γίνεται. Να τον ακουμπάνε, να στάζει επάνω τους καθώς θα παίζει. Ο Χαρούλης είναι ο πολυσυζητημένος αυτής της σεζόν, το «βοσκαρουδάκι αμούστακο» που ροκανίζει η Αθήνα, στις παμφάγες, ηλεκτρικές της νύχτες.

  • Παρασκευή πρωί, στο ταξί παίζει Abba, Knowing me knowing you. Φαίνεται ότι το Mamma Mia ξαναφέρνει τα τραγούδια, πάντα με μία σουηδική, εγγυημένη φρεσκάδα οικογένειας, σαν κεφτεδάκια του ΙΚΕΑ, στην επικαιρότητα. Τα μαθαίνουν οι νεότεροι σαν σχολικές ρίμες στο διάλειμμα. Abba δεν θα δουν ποτέ στην τηλεόραση, γι αυτό και τα μικρά καταλαβαίνουν την συμμετρική, μελαγχολική ελαφρότητά τους σαν ξεχασμένο παιχνίδι. Στο Badminton, ακούμε πάλι Abba και συζητάμε αν το Name of the game που σαμπλάρισαν οι Fugees έχει επιρροές από τον ήχο της Καλιφόρνια ή απλώς λέμε μαλακίες.

  • Δευτέρα βράδυ, βροχή, ανεβαίνουμε την Χαριλάου Τρικούπη, κολλάμε, κόρνες, κάμερες, προβολείς, πωλήτριες στα πεζοδρόμια να παρακολουθούνε δύο-δύο. Θα σκοτώθηκαν στο Πασόκ, σκεφτόμαστε. Χαμηλώνουμε τη μουσική και βλέπουμε ένα γύρισμα. Ένα παλιό, καλό γύρισμα, στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Με σκηνοθέτη, κλακέτα, οπερατέρ, με τον μπούμαν να κρατάει την μικροφωνούκλα, την μακιγιέζ να διορθώνει αόρατα τσουλούφια της πρωταγωνίστριας και ελαχιστότατες λεπτομέρειες στο μακιγιάζ. Η Ζέτα Μακρυπούλια, όμορφη ρε συ, κάπως απόμακρη, αδιόρατα βαριεστημένη, ένα τσικ εκνευρισμένη, κοιτάζοντας αγέρωχα το τίποτα, έτοιμη για το πλάνο. Νοιώσαμε σαν, πώς να το πω, σαν κάπως καλά. Οι δρόμοι της Αθήνας χρειάζονται που και που ένα μικρό, παραδοσιακό γύρισμα όπως παλιά, να λέει η μαρίδα «Κοίτα, κοίτα, η πώς-την-λένε», να πιστεύεις για λίγο ότι ξανά οι άνθρωποι μοιάζουν με όμορφες ασπρόμαυρες φωτογραφίες – με ελαφριά, φωτεινή ομίχλη γύρω τους.
    (Athens Voice, τ.189, 08.11.07)

10 σχόλια:

xasodikis είπε...

Γουέλκαμ, γουέλκαμ στη γειτονιά μας μίστερ, καλές δημοσιεύσεις και καλά κρασά :)

Ανώνυμος είπε...

Νενούκο μου
WELCOOOOOOOOOOOOOOOOOME!
Χαίρομαι πολύ γαμώτο πού είσαι δω!
:-)

stereonova είπε...

wraia photo...welcome..kai kali synexeia..!

Γ.Ν. είπε...

Νίκο,Μάρκο,Μιχάλη ευχαριστώ. Δεν ξέρω τι θα κάνω εδώ μέσα,αλλά το καλωσόρισμα το εκτιμώ.

schottkey είπε...

Οι Fugees είναι ξεχασμένη περίπτωση πλέον. Δεν ξέρω αν ποτέ άγγιξαν τον ήχο της Καλιφόρνια (δεν νομίζω), αλλά τότε στα ντουζένια τους, τα samples τους ήταν υποδείγματα καλού γούστου- ποιος άλλος θα σάμπλαρε στο ίδιο άλμπουμ Delfonics και Enya (στο ‘Ready Or Not’), Flamingos (στο ‘Zealots’), και Teena Marie/Allen McGreer (στο ‘Fu-Gee-La’);

Γ.Ν. είπε...

@schottkey: για το Νame of the game μιλούσα. Δεν είναι λίγο Kαλιφόρνια?

schottkey είπε...

Τώρα που το λες, το ‘Name of the Game’ έχει στοιχεία από Mamas and Papas (αν αυτό ορίζεις ως «ήχο της Καλιφόρνια»), θυμίζει ειδικά το ‘Monday, Monday’.
spooky..

Γ.Ν. είπε...

Ναι, αυτό εννοούσα. Ευχαριστώ για τα σχόλια, ε?

night blue είπε...

γράφετε πολύ όμορφα

gilles είπε...

ωραία αρχή. καλή συνέχεια