31 Μαΐ 2012

Ζω σαν λαθρακουστής. Κρατάω την αναπνοή μου και ακούω το πάτημα της ζωής που περνάει κι αυτό μετά μου δίνει τον ρυθμό μου. 

Ζω σε έναν ήσυχο δρόμο, χαμένο ανάμεσα σε σκαλάκια, αδιέξοδα και στενά περάσματα. Πόσο συμβολικό. Στον ωττικό μου λαβύρινθο συνωστίζονται και ρέουν επιλεγμένες πληροφορίες, αφού τις απομονώσω από τη βουή του περιβάλλοντος. Ζω σε περάσματα όπου η Αθήνα καταλαγιάζει, ο θολός της θόρυβος μένει πίσω και ρυάκια ήχου σταλάζουν τις λεπτομέρειες που μου αρέσουν.

Νωρίς το πρωί ακούω ανάλαφρες μαμάδες που πηγαίνουν τα πιτσιρίκια στο σχολείο. Τους μιλάνε κάπως ψιθυριστά και λαχανιασμένα, γιατί ο δρόμος τους εμπνέει την ησυχία του κι αυτά, σαν ζωάκια, κάνουν ερωτήσεις. Μικρές φωνούλες που μένουν μετέωρες στην εκκρεμότητα της απορίας. Πόσο τέλειος ήχος το ερωτηματικό;

Από τα γύρω μπαλκόνια ακούω ένα γαργαριστό σιγανό ποταμάκι, τσιρ τσιρ, αυτόματα ποτιστήρια – κι αν είμαι σε τρανς από την προηγούμενη νύχτα, μπορώ να ξεχωρίσω το ανεπαίσθητο κρακ των ανθέων και των φύλλων όταν αυτά ξεκουμπώνουν κι ανορθώνονται στο λυκαυγές.

Κάτω, βλέπω τους μπάτσους που φυλάνε τον Απέναντι. Κάθονται στα σκαλάκια και μιλάνε με ένα μουρμουρητό που θυμίζει τον τονισμό που είχαν κάποτε οι κουβέντες στο στρατό, μπουκωμένοι φθόγγοι που εννοούν μεταθέσεις, υπηρεσίες, τον καγχασμό σε καλαμπούρια, την αθωότητα του πρωινού φραπέ τους. Όταν βγαίνει κάποιος από τις διπλανές εξώπορτες, τον καλημερίζουν με μία διάθεση συμφιλίωσης, σαν να λένε «σόρι για όλα», σαν να τους έχει μεταλλάξει η γειτονιά, σαν να έχουν το μίνι-μάρκετ εδώ πιο κάτω. 

Σήμερα, στις εφτάμιση το πρωί, ένα αλυσοπρίονο έκοβε από τη ρίζα (παραλίγο να πω σύριζα) ένα παμπάλαιο δέντρο στο πεζοδρόμιο του μικρού δρόμου. Η υστερία της μηχανής τα έκανε όλα να τραντάζονται, να γίνονται έξαλλο πορτοκαλί καθώς ροκανίζονταν οι φλοιοί και τα χρόνια, οι ρίζες αντιστέκονταν, η κυρία αρχιτεκτόνισσα που διηύθυνε και επικροτούσε δεν έβλεπε τις πλάκες στο πεζοδρόμιο έτοιμες να σκάσουν, να κρακελάρει η άσφαλτος και να βγουν ολοζώντανες οι φλέβες της φύσης, να την τυλίξουν και να την καταπιούν τη γκαργιόλα, να την κάνουν και αυτή χλωρίδα.

Πάει το δέντρο.

Γύρω στις 12, η ησυχία είναι απόλυτη. Ανατινάζει τα αυτιά σου. 

Προς το μεσημέρι αρχίζουν και μπαίνουν διστακτικά στο μικρό δρόμο, ταξί. Οδηγήθηκαν μέχρι εδώ πάνω από κάποια ραδιοκλήση, κανένας δεν μπορεί να βρει έτσι, τυχαία, στο δρόμο του αυτό το μέρος, είναι κρυμμένο στα τρίσβαθα του χάρτη. Πόσο συμβολικό. Δεν θα σε βρει ποτέ κανείς. Πρέπει να τους καλέσεις για να έρθουν. Εκτός αν τους φτάσει ως εδώ κανένα στιγμιαίο glitch στο τζι-πι-ές τους. Σκαμπανεβάζοντας αργά στο ξεκοιλιασμένο κράσπεδο, τρύπες, φωταέρια, ψηφιακές γραμμές, τοξικές βροχές, όλα ανοιχτές πληγές, ψάχνουν να βρουν το νούμερο του πελάτη. Από τα ανοιχτά τους παράθυρα ακούγεται η μεταλλική φωνή της κυρίας στο κοντρόλ: «Άνευ ή αποβιβάζων Κολωνάκιιι; Μπλιπ, γκλιτζ, μπιπ». 

Όλο και πιο σπάνια πια, οι ταρίφες ακούνε ράδιο. Μέχρι πρότινος ακουγόταν από τα ανοιχτά παράθυρά τους να στονάρει κανένας ωρυόμενος Πορτοσάλτε ή, πιο πρόσφατα κανένας Πάριος, ξερωγώ, Σκόρπιονς, αυτά που παίζει ο Real. Τώρα μοιάζει να έχουν σωπάσει τα ράδια, οι ταρίφες οδηγούνε και ακούν τις σκέψεις τους, τη ζωντανή πάλλουσα ηχογραμμή της καρδιάς τους, αφουγκράζοντας για πελάτη, για καμιά ελπίδα, για καμιά λακκούβα. 

Αργά, τα μεσημέρια, εμφανίζονται τα ντελίβερι. Τα καταλαβαίνεις γιατί ακούς τα μηχανάκια να έχουν μπεί ανάποδα στο μονόδρομο. Είναι μία συμβολική πράξη ανδραγαθίας, μπαίνω κόντρα, είμαι καμικάζι, δεν σας έβρισκα στο Γκουγκλ Έρθ. Το γρύλισμα ενός επαγγέλματος που κουβαλάει αστικούς μύθους μέσα στα κουτιά της πίτσας του, τώρα τελευταία μάλιστα κυνηγώντας και τον χρόνο – «σε είκοσι λεπτά στην πόρτα σας». 

Στο σούρουπο ακούμε και τους δύο μουσικούς που περνάνε με ανησυχητική συχνότητα (κάθε μέρα) παίζοντας στο ακορντεόν «σαγαπώ γιατισωραία» ή «μπέσαμε μούτσο» με τόσο υποχρεωτικό λυρισμό που τους έχει σιχαθεί η ψυχή μας. 

Αυτό λίγο πριν αρχίσει η πομπή των αυτοκινήτων των κατοίκων που κάνουν τον κύκλο – τον κύκλο – τον κύκλο μέχρι να αδειάσει κάποια θέση για να παρκάρουν. Είναι η πιο ανήσυχη ώρα της ημέρας, ακούς όχι τη μηχανή τους αλλά την αγωνία τους να το χώσουν κάπου το ρημάδι. Ένα βράδυ μία κοπέλα έκλαιγε, είχε σταματήσει στη μέση του δρόμου κι έκλαιγε κρατώντας το τιμόνι: Κάνω κύκλους επί μία ώρα και δέκα λεπτά. 

Δίπλα της περνούσε ένας ποδηλάτης, έκανε ένα ελαφρύ ντριν για να του κάνει χώρο – ή μάλλον όχι, για να της σπάσει τα νεύρα το έκανε, κι έφυγε στα πετάλια του εναλλακτικός και καλλίπυγος ανάποδα, σαν διανομέας, μέσα στη νύχτα. Δεν πειράζει γιατί πιο πάνω, τον περίμεναν τα σκυλιά για τσίσα. Τα ακούσαμε, όπως κάθε βράδυ. Όχι μόνο εμείς. Όλη η Αθήνα τα ακούει.

Τα οικόσιτα σκυλιά της Αθήνας που βγαίνουν για τσίσα, είναι βαθύτατα διαταραγμένες πριμαντόνες με ρυθμό μεταπτώσεων διάθεσης που θυμίζει ανεμιστήρα και σοβαρό πρόβλημα διαχείρισης θυμού, ειδικά όταν βλέπουν άλλα να κατουράνε. Στο μικρό δρόμο γίνονται μάχες, σαματάς, τα τέρατα της Μέσης Γης βρυχώνται κι αλυχτούν, ενώ οι μικρές κυρίες τους κοντοστέκονται κι αναστενάζουν πολιτισμένα, «Ήσυχα, Ντίξι». 

Και ξαφνικά έρχεται μία στιγμή που η τρυφερότητα επιστρέφει. Όλοι έχουν βρει θέση να παρκάρουν, όλα χάθηκαν – σκυλιά, ακορντεόν, μηχανάκια. Τελευταία δεν ακούγονται καν ανοιχτές τηλεοράσεις. Ακούω πάλι το τσιρ-τσιρ από τα ποτιστήρια, μικρά θραύσματα από κουβέντες από τα μπαλκόνια, κανένα γελάκι αγάπης, ακούω τα φώτα όταν ανάβουν, τους μικρούς κεραμικούς ήχους από τα καθαρά σας πιάτα στρώνοντας το τραπέζι σας.

Στέκομαι ακίνητος στην κατατονία του δρόμου μου. Θα μείνω έτσι, σαν στήλη άλατος στη δροσιά που κατεβαίνει από το βουνό και συναντιέται με τις μουσικές που μπουμπουνίζουν από τα καλοκαιρινά μπαρ κάτω, στα Εξάρχεια. Εδώ έχουμε ειρήνη. Αυτό ακούω.