21 Φεβ 2008

ΘΑΛΠΩΡΗ & ΕΥΓΕΝΕΙΑ


  • Την ημέρα που η Αθήνα ήταν υπέροχα λευκή και χιονισμένη, σαν όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου επιτέλους, εμείς ήμασταν μαύροι σαν τον Γουίλι τον Μαύρο Θερμαστή Από Το Τζιμπουτί γιατί είχαμε ξεχάσει να κάνουμε εξαέρωση στα καλοριφέρ και τρέχαμε, τρία διαμερίσματα, με λεκάνες και σφουγγαρόπανα.

  • Δεν πειράζει όμως γιατί μετά βάλαμε να ακούσουμε το Γαμήλιο Πάρτι, το soundtrack των Locomondo από την ομώνυμη ταινία, και γελάσαμε πολύ που μέσα ήμασταν σαν «η Κρήτη συνάντησε το Kingston συνάντησε το Γκάζι» και έξω ήταν σαν να είμαστε στο σαλέ της Γωγώς Μαστροκώστα στην Αράχωβα, όλα όμορφα, πάλλευκα και 4x4. Οι Locomondo είναι, κατά κάποιο τρόπο, η ελληνική ποπ-μετά-το-Cosmos και τους αγαπούν όλοι γιατί μπερδεύουν το καλοκαιρινό feeling με μπαγλαμαδάκια και κρητικές λύρες, Τζαμαϊκάνικη reggae, λίγο surf-punk και πολύ ρεμπετο-σκάνκ (είναι το σημείο που όλοι οι Έλληνες αγαπούν να κάνουν πλάκα, «που έκρυψες ρε μαλάκα το σταφ» και τέτοια). Επίσης οι Locomondo είναι ιδανικοί για να γράφουν μουσική για ελληνικές, καλοκαιρινές ταινίες επειδή μπορούν να συναρμολογούν, συλλογικά, εικόνες με γνώριμες αναφορές και έντονα, απλά χρώματα αγάπης σαν παιδική ιχνογραφία.

  • «Γιατί ακούμε αυτό το πράμα;» είπε κάποιος. «Γιατί πρέπει να γράψουμε και τη στήλη, είπαμε». Εκείνη την ώρα ξαναπήρε τηλέφωνο η μαμά κάποιου άλλου, δεν θυμάμαι ποιά απ’ όλες γιατί έπαιρναν συνέχεια, κάθε μία ώρα, ήταν ακαταπόνητες. Άκουγαν στον Σκάι ότι ο Λυκαβηττός αποκλείστηκε, ότι χρειάζεσαι αλυσίδες, ότι κατέβηκαν αρκούδες από τον Άη Γιώργη, γουατέβερ, και ήθελαν να δουν αν είμαστε καλά και μη τυχόν και βγούμε. Έμοιαζε σαν να ήταν όλες συνεννοημένες να τηλεφωνούν στο ίδιο νούμερο με redial, εκείνη τη λευκή μέρα της Αθήνας. Και κανένας να μην μπορεί να συνεννοηθεί με καμία γιατί όλοι, στο τηλέφωνο, ακουγόμασταν σαν τραυλά ρομπότ, σαν τον Max Headroom με βαρύ τσιγαρόβηχα να κεκεδίζει και να γυρίζει γύρω γύρω το δωμάτιο. Ανάλογα με το ποιά τηλεφωνία είχε ο καθένας, βέβαια. Άλλοι άκουγαν φωνές από το διάστημα, άλλοι απλώς τη χιονοθύελλα στο ακουστικό τους και άλλοι επικοινωνούσαν μόνο με μηνύματα:

  • «Στολίσατε;»
    Α, στο έστειλε κι εσένα;
  • Επίσης μου έστειλαν το Greatest Hits του Morrissey και όλοι ήθελαν να το ανοίξουμε για να δούμε στο εσώφυλλο του δεύτερου cd, με τα live, τον πισινό του Morrissey (φωτογραφημένο στα ‘90ς, από τον (τότε;) φίλο του Jake Walters). «Αν αυτός είναι ο κώλος του Morrissey εγώ να γίνω κασέρι» είπε ένας και όλοι συμφωνήσαμε. Ακούγοντας την ίδια, όπως πάντα, γκρινιάρικη, ναρκισσιστική μελαγχολία του, συμφωνήσαμε επίσης μεταξύ άλλων: 1) Ότι κάνει αποτρίχωση, πάω στοίχημα. 2) Ότι φέρνει κάπως στον Τσ., δεν νομίζεις; 3) Ότι είναι φασίστας. 4) Ότι κάνει ρατσιστικές δηλώσεις από βλακώδη αμηχανία. 5) Ό,τι και να λέτε εγώ θα τον αγαπώ, είπε ένας. 6) Ότι κι εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάνουμε έτσι. Και 7) ότι είπε να μην τρώμε κρέας.

  • Συμπτωματικά, εκείνη την ώρα ήταν έτοιμη η μαγειρίτσα με τόνο και η ελιόπιτα που φτιάχναμε, οπότε ξεχάσαμε για πάντα τον Morrissey.

  • «Se sas xionizei? Edo akoma tipota :-(»

  • «Φτιάχνω μπισκοτάκια και μετά θα χωθώ στο παπλωματάκι μου.»

  • Ξαφνικά όλη η Αθήνα γέμισε θαλπωρή και γλύκα. Έπεσε με τα μούτρα, η φουκαριάρα η βρωμόπολη, στο λευκό της, post-Christmas σκηνικό. Καλύφθηκαν τα πάντα με μονοχρωμία και καμπύλες επιφάνειες, σιώπησαν οι βροντόσαυροι στην εκρηκτική ησυχία του χιονιού και, για ένα τριήμερο bonus, όλοι άλλαξαν. Σκληρές executives έμειναν κουκουλωμένες με πυτζάμες με παπάκια, μασουλώντας cookies και ξηρούς καρπούς. Λεβεντομαλάκες πολιτικοί βγήκαν με τα σώβρακα στα μπαλκόνια, πήραν λίγο χιόνι με τα δάχτυλα και το έβαλαν στο στόμα τους, έκπληκτοι σαν μωρά. Μωρά δίχρονα δοκίμασαν για πρώτη φορά στη ζωή τους «αυτό το άσπρο πράγμα που πονάει». Φιγούρες Αθηναίων ίδιες όλες, δεν ξεχωρίζεις τι και ποιός κάτω από κουκούλες και σκουφιά, περπάτησαν βήμα βήμα μέσα στο φρέσκο χιόνι με μία αναγκαστική παιδικότητα που, αύριο, θα την ξεχάσουν με τον πρώτο ήλιο.

  • Επειδή έπρεπε να βγει και η στήλη, βάλαμε να ακούμε το καινούργιο cd του Neil Young, “Chrome Dreams II”, που «το αποθέωσαν οι κριτικοί και το περιοδικό Mojo» όπως μας λέει στο καπάκι του (δηλαδή μη τυχόν και διαφωνήσει κανείς), ενώ τα εξαερωμένα καλοριφέρ δούλευαν στο φουλ πλέον. Δεν ξέρω τι έφταιξε, λίγο το κρασί, λίγο η ζέστη, λίγο τα λόγια του παπά, λίγο που βαρέθηκα τόσα χρόνια να ακούω αυτή την ένρινη γκρινιάρικη φωνή σε ένα θολό, παρωχημένο σούρσιμο πάνω σε ηλεκτρική κιθάρα, είπα «Αμάν, βγάλτε τον αυτόν τον δυσοίωνο» οπότε αμέσως κατηγορήθηκα για λαϊφσταϊλίστας, διαβρωμένος, άσχετος, ενώ ένας που πήρε το μέρος μου είπε ότι «ως εδώ με αυτούς που είναι στο απυρόβλητο σαν τον Πάπα επιτέλους, έλεος!». Και ποιοι είναι στο απυρόβλητο δηλαδή; Για πες; -τον ρωτήσαμε όλοι, ακόμα κι εγώ, ανασηκώνοντας τα μανίκια μας. «Ας πούμε ο Dylan! Και ο Tim Burton» απάντησε... Και έτσι, γίναμε εκεί μέσα κώλος σαν το ένθετο του Morrissey. Πάει το χιονισμένο μας καρτ-ποστάλ τριήμερο, πάει το πνεύμα των Χριστουγέννων.

  • Την άλλη μέρα το πρωί όμως, αγαπημένοι και χαμογελαστοί (τέτοια αναισθησία), πίναμε ζεστά κακάο ντυμένοι με χοντρά πλεκτά πουλόβερ σαν διαφήμιση και μετά βγήκαμε στο μπαλκόνι και φτυαρίζαμε όπως θα κάναμε αν ζούσαμε στη Λιμνούπολη. Επίσης περιμέναμε τα γκρέηντερ, τσεκάραμε τον ουρανό, λέγαμε συμβουλές και tips με έμπειρο ύφος, λες και είχαμε ζήσει χρόνια στα βουνά με την Γιέτι τον Χιονάνθρωπο των Ιμαλαΐων. Μετά πήγαμε έναν περίπατο φορώντας τα άρβυλα με τα βεντουζάκια (;) και τραβούσαμε καλλιτεχνικές φωτογραφίες macro τις νιφάδες και λέγαμε ότι καλά κάναμε και βγήκαμε, «σκοτώνει τα μικρόβια».

  • Και την Τρίτη το πρωί τα χιόνια έλιωσαν, όλοι πήγαν στις δουλειές τους και έγινε «ασθενής σεισμική δόνηση», σε αυτή την πόλη που τη λένε Αθήνα.


    (AthensVoice τ.201, 21.02.08)

Δεν υπάρχουν σχόλια: