29 Ιαν 2009

Βροχή και δάκρυα

H Marthe και ο Vincent στο “Le Chagrin dAmour” των Pierre et Gilles, 1984. Καραγκέη, όχι;·

----------------------------------------------------------------------------------------


Τον Δεκέμβριο, η Αθήνα έκλαιγε από τα δακρυγόνα. Γυρίζαμε τους δρόμους με τα λεμόνια και τις βαζελίνες και μετά κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο με ανοιχτά διάπλατα μάτια, σαν να μην το πιστεύαμε, πρησμένα, κόκκινα, γεμάτα δάκρυα. Φωτιά, τσούζει, χημικά.

· Κλαις. Ήσουνα στο κέντρο; - Όχι, μου πετάχτηκε πετραδάκι στο μάτι, πάνω στη μηχανή. –Να σου βάλω Γκαραμάτ; - Βάλε. Εσύ γιατί κλαις; - Καθάριζα κρεμμύδια. – Κάπου άκουσα, να κρατάς ένα σπίρτο στα δόντια όταν καθαρίζεις κρεμμύδια, για να μη κλαις. – Δεν με πειράζει.

· Πριν 3 χρόνια έβλεπα τους φίλους μου να κλαίνε στα μπαρ, όχι χάλια κλάμα, εκείνο το μπου-χου-χου αλλά το άλλο, εκείνο το σιωπηλό αλκοολούχο δάκρυ που πλημμυρίζει το μάτι και ξαφνικά, σαν να έλιωσε παγάκι αρχίζει και κυλάει προς τα κάτω. Άλλοι έκλαιγαν για το Brokeback Mountain και άλλοι γιατί οι δρόμοι της Αθήνας τους θύμιζαν ξαφνικά και από κάτι, στιγμές και θρύψαλλα από τη ζωή τους. Άλλοι έκλαιγαν γιατί άκουγαν το σωστό τραγούδι την λάθος στιγμή, άλλοι έκλαιγαν γιατί θυμήθηκαν την εποχή που ήταν φαντάροι (;) και άλλοι από διαφημίσεις – στην Αμερική ήταν παράδοση, στα 90ς, να γίνεσαι λιώμα στο κλάμα από τα τηλεοπτικά σποτ των τηλεφωνικών εταιριών. «Τηλεφώνησε στη γιαγιά σου που είναι μόνη της, τα Σαββατοκύριακα έχεις φθηνότερη χρέωση. Κάνε μια ηλικιωμένη γυναίκα ευτυχισμένη».

· Ο Ν. μου έλεγε «Εκεί που κάθομαι τα μπήγω, ξαφνικά» και του απαντούσα ότι μάλλον εκεί τον χτύπησε η κλιμακτήριος, στους δακρυγόνους, αν και δεν είμαστε σίγουροι για το πότε αρχίζει. Στα 40; Στα 42 μισό; Στα 39 για πάντα; Στα 55; Ο Κραουνάκης έλεγε το καλοκαίρι στις συναυλίες του: «Εγώ δεν την κατάλαβα την κλιμακτήριο. Μού’ πε ο ψυχίατρος, έχω υπερενέργεια λέει, και μου βγαίνει εκεί... Δεν’ ν’ κακό».

· Πιστεύαμε ότι όταν αρχίζεις να έχεις αναμνήσεις περισσότερες από ελπίδες, τότε αρχίζει.

· Διάβαζα, το Σαββατοκύριακο (αντί να παίρνω τηλέφωνο ηλικιωμένες γυναίκες), με ποιές ταινίες κλαίνε οι συντάκτες του περιοδικού Σινεμά, με αφορμή την προβολή της «Απίστευτης Ιστορίας του Μπέντζαμιν Μπάτον» που είναι το νέο δακρυγόνο της Αθήνας, λέει, γι’ αυτήν την εβδομάδα που άρχισε να προβάλλεται. Ήθελα να πάω να τους αγκαλιάσω όλους από συναδελφική συμπαράσταση αν και δεν συμφωνούσα με όλες τις σκηνές που τους έκαναν να κλάψουν. Ένας έγραφε ότι έκλαιγε στον Σπάρτακο, όταν σηκώνονται ένας – ένας οι σκλάβοι και φωνάζουν «Εγώ είμαι ο Σπάρτακος!». Πολύ ιντερνετικό. Ένας άλλος έγραφε ότι έκλαιγε με το Longtime Companion και μόλις το διάβασα έγινα ερείπιο, γιατί θυμήθηκα τη λίστα με τους φίλους που έχουνε φύγει.

· «Καλά, δε λέει τίποτα αυτό. Εγώ έχω κλάψει και με τη Μέρα Της Μαρμότας» είπε ο Β. και καταλάβαμε ότι ο καθένας κουβαλάει τη δική του άβυσσο, το δικό του πε-χα δακρύων.

· Σάββατο. Έβρεχε όλο το πρωί. Rain and tears. Αποφασίσαμε να πάμε στην Τεχνόπολη, στο Φεστιβάλ Κόμικς, σε αυτό που αλλιώς θα το λέγανε Φεστιβάλ της Βαβέλ, περισσότερο σαν tribute στην παρέα της Ζωοδόχου Πηγής που διαλύθηκε, παρά σαν εικαστικό άγχος εδώ που τα λέμε. Περιφερθήκαμε στη δροσιά και την υγρασία, ακούσαμε τους ψυχο-μπιλάδες Dustbowl να κροταλίζουν τις μουσικές τους ωραία πάνω στις παγωμένες πέτρες, μέσα στους Φούρνους, σαν απόηχος από ταινία του Lynch. Λατρέψαμε για άλλη μία φορά τη θυμωμένη, κατακόκκινη και εξαιρετική δουλειά του Λέανδρου, τα τρυφερά shadow boxes του Ζήκου, μας άρεσαν οι Ρώσσοι (και βαρεθήκαμε να βλέπουμε τα θολά τυπωμένα έργα του μεξικάνου Patricio Betteo πάνω σε μουσαμάδες – καλύτερα να πάρεις το άλμπουμ, είναι πιο καλοτυπωμένο). Είδαμε παλιούς και παλιότερους φίλους, μείναμε όρθιοι ώρα να μιλάμε, να αναρωτιόμαστε τι έγινε και ξέσπασε έτσι άγρια αυτό το φινάλε της Βαβέλ, πώς κρέμασε σαν πόρτα παλιού αυτοκινήτου η αγάπη. Ποιά αγάπη, και ποιά λεφτά, ποιές κουβέντες, ούτε κατάλαβα τι έγινε. Πάμε.

· Φύγαμε, το Γκάζι ένα σωρό φώτα γύρω, καφετέρια.

· Αργά τη νύχτα, ακούω το καινούργιο άλμπουμ του Antony Hegarty – μαζί και οι Johnsons που μόλις βγήκε στην Rough Trade, “The Crying Light”, όπως “the Crying Game” του Boy George, ενός από τους ανθρώπους που έχει κάνει τον Antony να κλάψει, αν και αυτό δεν είναι δα και τόσο δύσκολο. Τα κομμάτια είναι όλα υπέροχα θρηνητικά, εκείνο το χαρακτηριστικό φαλτσέτο του συνεχίζει να σου ξεριζώνει την καρδιά όταν το ακούς στο σκοτάδι (ακόμα περισσότερο όταν αντικρύζεις το εξώφυλλο, τον χορευτή του Butoh, Kazuo Ohno, 103 ετών, φιγούρα τέλεια παραδομένη στην τέχνη, τους εφιάλτες και το φως, να το αγγίζει λίγο πριν το τέλος του... όπως η Candy Darling ετοιμοθάνατη, στο εξώφυλλο του “I Am A Bird Now”). Στα δύο προηγούμενα άλμπουμς, ο Antony εξαγνιζόταν μέσα από την υποταγή του σκλάβου («Εγώ είμαι ο Σπάρτακος!») σε ένα παιχνίδι ρόλων και γκροτέσκου s/m. Αυτή τη φορά, αποφασίζει να κοιτάξει και γύρω του και εξαγνίζεται μέσα από την επαφή του με τον κόσμο, τα στοιχεία της φύσης. Το κλιπ του singleEpilepsy Is Dancing” είναι σκηνοθετημένο από τους αδερφούς Wachowski (βλέπε «Μάτριξ») και συγκεντρώνει όλη την καλλιτεχνική camp σέχτα του Σαν Φρανσίσκο σε ένα οργιαστικό, παγανιστικό πάρτι νύχτας καλοκαιριού με νύμφες και σάτιρους, έγχορδα που λιώνουν, μάσκες, χλωρίδα που κατακλύζει τα πάντα, ένα γκλίτερ παραλήρημα σαν τις εικόνες που φωτογράφιζαν οι Pierre et Gilles παλιά. Είναι εκστατικό και απολαυστικό – προσπαθώ να κλάψω αλλά τα μάτια μου είναι παγερά στεγνά.

· Το επόμενο απόγευμα πάμε να δούμε τον «Μπέντζαμιν Μπάτον» στον Απόλλωνα. Το κοινό είναι οι αγαπημένες μεγαλοκοπέλες, τρείς-τρείς, των σινεμάδων, τέτοια ταινία είναι, και ζευγάρια ηλικιωμένων ξένων, άγγλων, αμερικάνων, που ζούνε όλοι στην Αθήνα με μπεζ καμπαρντίνες και καρώ κανελί κασκόλ. Είναι οι συγκινητικές γιαγιάδες και παπούδες – να θυμηθώ να τους τηλεφωνήσω, τους γλυκούς μου. Πιο πέρα μερικές μεγαλοκοπέλες αρπάζονται με άλλες για τις θέσεις, πέφτουν και μερικά καντήλια μέσα στο γλυκό αθηναϊκό απόγευμα, λίγο πριν βυθιστούμε στην τρυφερή, σκοτεινή ταινία του Φίντσερ. Ο θάνατος, ο χρόνος, η αγάπη που δεν χάνεται αλλά αλλάζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ελάτε, περιμένω να δω τα ματόκλαδά σας να λάμπουν, περιμένω να δω την τρυφερότητά σας, άνθρωποι της Αθήνας.

· Κανένας μέσα στον Απόλλωνα δεν δάκρυσε την Κυριακή το απόγευμα, μπορεί επειδή σκάσαμε κιόλας, ζέστη. Πρέπει να ξαναδιαβάσω το Σινεμά.

· Το βράδυ τηλεφωνώ στη Σ., είναι κουλουριασμένη στον καναπέ και ο μπαμπάς της στην κουζίνα, της μαγειρεύει κοτόσουπα. Θυμόμαστε τη γιαγιά την Ασπασία στην καινούργια τηλεοπτική διαφήμιση (διαφημίζει κάποια τηλεφωνία, ναι;) και γελάμε και καθώς γελάμε τα μάτια μου πλημμυρίζουν, επιτέλους, δάκρυα που τρέχουν σαν κοτόσουπα στα μάγουλά μου.

(Athens Voice, τ.242, 29.01.09)

23 Ιαν 2009

Ελπίδα γλυκιά σαν σοκολάτα

Stevie Wonder, τα χρυσά χρόνια, τέλη 60ς.

* Στις 12 Ιανουαρίου 1959 ο Berry Gordy, ένας νεαρός Αφρο-αμερικάνος συνθέτης που είναι πλασμένος με το υλικό των ονείρων της εποχής – αυτοκίνητα, 45άρια δισκάκια, μερσεριζέ (το νέο cool), δολάρια και γλυκό, γλυκύτατο beat γκρουβαρισμένο μέσα σε τηλεοπτικά στούντιο με ζωντανό κοινό, ανοίγει τις πόρτες της νέας του επιχείρησης Tamla Records, στο κτίριο της 2648 West Grand Boulevard, της πόλης που γυαλίζει από τα καινούργια νίκελ και τα κόκκινα λουστρινένια δέρματα, και γρυλίζει κάθε μέρα από τη σειρά παραγωγής των τεράστιων dreamcars που παράγει, πρεσάρει, μοντάρει, ρολάρει – των αυτοκινήτων της αυτοκινητούπολης, του Detroit. Ή αλλιώς και Motor Town. Ή, μάλλον, Motown.

* Λίγα χρόνια πιο πριν, ο Gordy δουλεύει στις εγκαταστάσεις της αυτοκινητοβιομηχανίας Lincoln-Mercury. Κάθε μέρα από μπροστά του με σουινγκάτο ρυθμό περνούν κομμάτια μέταλλο πάνω σε λαστιχένιους ιμάντες, ακούγονται οι ρυθμικοί ήχοι – τα φσστ, τα μπόινγκ και τα woops, τα doo-woop yeah και τα mmmm, τα κλινγκ, τα κλανγκς και τα wow, σούκι-σούκι baby… μέχρι που, από την άλλη άκρη του ιμάντα, βγαίνουν έτοιμα, φτιαγμένα, όμορφα, σέξι αριστουργηματάκια. Ο Berry φτιάχνει αυτοκίνητα σαν να φτιάχνει τραγούδια. Αποφασίζει να κάνει ακριβώς το αντίθετο.


* Εφτά χρόνια μετά, 1966. Ξαφνικά είναι καλοκαίρι και η μαμά του πανικοβάλ στέκεται όρθια μπροστά σε ένα τζουκ-μποξ, δίπλα σε μια τσιμεντένια πίστα, σε κάποια πλαζ με καλαμωτή. Πορτοκαλάδες, πορτοκαλί πλαστικά σκουλαρίκια, πορτοκαλί ήλιος που δύει, ηλεκτροάσπρο-κίτρινο φως που βγάζει τρεμάμενο το τεράστιο μηχάνημα μπροστά στο μικρό πανικοβάλ που απλώνει τα δάχτυλά του να αγγίξει τα πλήκτρα ενώ τα καίει το ηλεκτρικό φορτίο από τα μέταλλα. Η πορτοκαλί μαμά πατάει με τα κόκκινα ρουμπινί νύχια της τα κόκκινα ρουμπινί κουμπιά με το μαγικό συνδυασμό και τότε συμβαίνει η τέλεια ηλεκτροπληξία: ξεχύνεται από την κοιλιά του τέρατος το τραγούδι που κολλάει το μπεμπέ-πανικοβάλ στον τοίχο: “La la la la la” των LaSalles, το πιο κολλητικό κομμάτι που έβγαλε ποτέ μηχάνημα με κουμπιά. Η μαμά του πανικοβάλ χάνεται χορεύοντας μέσα στο πορτοκαλί που δύει και ξαφνικά είναι σαράντα χρόνια μετά:

* «1966. Η καλύτερη χρονιά στην ιστορία της Motown. Οι Four Tops κυκλοφορούν το “Reach Out I’ll Be There”, οι Temptations το “Get Ready” και το “Ain’t Too Proud To Beg”, οι Jr. Walker & the AllStars το “Shoot Your Shot”, ο Stevie Wonder το “Nothing’s Too Good For My Baby”, οι Supremes το “You Keep Me Hangin’ On”. Και βέβαια, αυτό το μικρό τραγουδάκι με τον παιδικό τίτλο που θα ακούσουμε τώρα, “La la la la” από τους LaSalles, με τη βραχνή, έξαλλη φωνή της Kathleen Keppen, σ’ ένα τεμπέλικο, σέξι σέικ, σαν να είναι καλοκαίρι σαββατόβραδο περασμένος αιώνας και να ετοιμάζεσαι να βγεις».


* Βγαίνοντας από το στούντιο, καθώς πάω να αγγίξω το μεταλλικό χερούλι της βαριάς πόρτας-θησαυροφυλάκιο, με ηλεκτρίζει ρεύμα, τα δάχτυλα τρέμουν ελαφρά σαν να άγγιξα παλιό τζουκ-μποξ καλοκαιριάτικα. Έξω είναι Οκτώβριος.


* Πέρσι τον Οκτώβριο, ο Kosmos έβαζε τους ακροατές του να ψηφίσουν τα αγαπημένα τους κομμάτια από την ιστορία της Motown, για να συσταθεί η λίστα της ελληνικής κυκλοφορίας με τα Best Of… της δισκογραφικής εταιρείας που έβαλε το «Μαύρο» στη λέξη «Ζάχαρη» και το γλυκό ήχο της δεκαετίας του ’60 στη μουσική της περασμένης χρονιάς, στέλνοντας (ευτυχώς) το διεφθαρμένο r’n’b στα μπουζούκια. Η Motown, γιορτάζοντας 50 χρόνια ιστορίας, αφιερώνει όλη τη χρονιά σε επετειακές ρετροσπεκτίβες, επανακυκλοφορίες σπάνιου υλικού, νέες συσκευασίες, κουτιά, ένθετα, φωτογραφίες, αφίσες, ένας groovy ήχος μαύρης μουσικής που ησυχάζει την καρδιά και στεντάρει τα πόδια στο ρυθμό των τραγουδιών της. Κάθε χώρα ψήφισε μέσω ενός ραδιοφώνου τα αγαπημένα της, για να βγουν τα αντίστοιχα “Best”.


* Πριν 20 χρόνια, μερικά βράδια βγαίναμε αυτοκίνητα κονβόι βόλτα, πηγαίναμε σε ανοιχτούς δρόμους, ακούγοντας ραδιόφωνο – είχαμε λύσσα με τους νέους τότε σταθμούς, τους νέους παραγωγούς, τις φωνές και το «άλλο» που έφερναν. Μας άρεσε πόσο απολαυστικός ήταν ο Πολυχρονίου Μαύρος-Βελούδος που, χωρίς να λέει απολύτως τίποτα, ακολουθούσε τον Motown ρυθμό και έβαζε τη φωνή του μέσα στη Μαύρη Ζάχαρη, κάνοντάς την εξαιρετική γέφυρα για μια και μόνη απλή πληροφορία: τίτλο και καλλιτέχνη. Έριχνε τα “baby” τόσο καλά δεμένα, σοκολάτα στη μηχανή μας, γλιστρούσε ωραία το αυτοκίνητο με τον Stevie Wonder να παίζει “Signed Sealed Delivered I’m Yours”.

* H soul είναι από τα πιο ιδανικά Μαζικά Μέσα Μεταφοράς επικοινωνίας και αγάπης. Το είδαμε και προχτές, την Κυριακή.

* Στις 18 Ιανουαρίου 2009, 50 χρόνια και 6 μέρες μετά την ημέρα που ο Berry Gordy άνοιγε τα γραφεία της εταιρείας που θα έφτιαχνε τραγούδια όμορφα και γυαλιστερά σαν να είναι αυτοκίνητα, προχτές –την Κυριακή δηλαδή– βλέπουμε, ξαπλωμένοι στο χαλί, την παναμερικάνικη mega-συναυλία για τη νίκη του Μπαράκ Χουσεΐν Ομπάμα στην πλατεία Washington με τα συνθήματα και την αγάπη, τυλιγμένα σε χοντρά, μαύρα, μαλακά παλτό, κάτω από το παγωμένο γκρι μαρμαρί βλέμμα του Λίνκολν. Εκτός από τους λεβέντες λευκούς σταρ που παρελαύνουν “tipping their hat”, τιμητικά τραγουδώντας τα greatest hits τους για το νέο πρόεδρο –ο Springsteen, o Garth Brooks, η Sheryl Crow, o Κάποτε-Θα-Καθίσω-Εγώ-Εκεί Bono–, υπάρχει ένα μεγάλο, μαύρο, εντυπωσιακό cast που ερμηνεύει άψογα, ξεσηκωτικά, ένθερμα, τέλεια κλασικά κομμάτια αμερικάνικης ομοψυχίας, αυτά που τους κάνουν να δακρύζουν και να γλυκαίνουν. «Μα τι βλέπουμε; Το Dreamgirls;» αναρωτιόμαστε. Η κάμερα κάνει αεροπλανικά και πετάμε πάνω από ευτυχισμένες φάτσες, τους ζηλεύουμε που είναι τόσο χαρούμενοι για τον ίδιο όλοι λόγο. «Μπορεί να βλέπουμε και το Forrest Gump;». Αλλά όχι, παρασυρόμαστε κι εμείς, στην αρχή` νομίζουμε ότι είναι το μουντό ψοφόκρυο της ζωντανής εικόνας που μας κάνει να νιώθουμε ζεστή σοκολάτα και μαξιλάρια για βούλιαγμα γύρω μας και μετά, σιγοτραγουδώντας “Lean On Me”, καταλαβαίνουμε ότι είναι αυτή η γλυκιά μαύρη soul μουσική της καρδιάς που ζεσταίνει και ηλεκτρίζει σαν τζουκ-μποξ της παιδικής μας ηλικίας.

(
Athens Voice, τ.241, 22.01.09)


15 Ιαν 2009

Πόσο tiger, είσαι Lilly?


* Τα καλύτερα Χριστούγεννά μου ήταν το καλοκαίρι του 2007, λιωμένος στον ιδρώτα αλλά με εκείνη τη χαοτική παγωνιά της τεράστιας αίθουσας να μου απλώνει σαν πετσετάκι πάνω στο κεφάλι την ημικρανία, βυθισμένος στο γκροτέσκο storyboard που είχαν στήσει οι Tiger Lillies, στη σκηνή του Badminton, διηγούμενοι το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα» του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.


* Ήταν μία βαριά χειμωνιάτικη παράσταση με κρυστάλλινο δολοφονικό φεγγαρόφωτο που δρόσιζε τα κόκκινα, μαύρα και χρυσά ημιτόνια του παραμυθιού, μέχρι που το Κοριτσάκι κατεψύχθη εντελώς και πήγε να βρει την πεθαμένη γιαγιά του κάπου ψηλά, πίσω, στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού…


* .…ενώ αλλού, σε άλλο παραμύθι, εντελώς απέναντι, ανέτειλε το άστρο της Βηθλεέμ.

* Στα μικρά κουτάκια του σκηνικού, σαν γκραν γκινιόλ κουκλοθέατρο, κάμαρα μέσα στην κάμαρα, σαν θάλαμος φωτογραφικής μηχανής ή μάλλον σαν φέρετρο, προσπαθούσε να χωρέσει το Κοριτσάκι με τα πεθαμένα κίτρινα μαλλιά και τα λευκά βλέφαρα, ενώ τα τραγούδια των Tiger Lillies έσταζαν τη βορειοευρωπαϊκή τους κατάθλιψη με το bandoneόn, τις υπέροχες, τρομαχτικές τους παύσεις και τη συγκινητική υστερία στην καστράτο φωνή του Martyn Jacques. Ούρλιαζε σαν να θρηνεί και θρηνούσε σαν να γελάει. Εγώ πάλι έκλαιγα χωρίς καμία έκφραση στο πρόσωπο, βουβό δράμα, σαν να είχαν σπάσει οι κρουνοί και οι σωλήνες στο νευρικό μου, πονοκέφαλος, δάκρυα, ιδρώτας και, χωρίς να ξέρει αν πρέπει να μου δώσει μία αγκωνιά ή ένα πανικοβάλ, σιωπηλή σαν δεύτερη μέρα Χριστουγέννων, η Στ. δίπλα μου.


* Πίσω μου, ένας που ήξερε όλους τους στίχους. Όλ-ους. Τους τραγουδούσε με ευφράδεια υπερενταντικών, με την άνεση του σούπερ-σκάνερ, πρέπει να ήξερε όλη τη δισκογραφία των Lillies απ’ έξω, ακολουθούσε σταθερά κάθε σκοτεινή στροφή τους, κάθε ζοφερή λέξη, κάθε ερεβώδη βωμολοχία των στίχων χωρίς να κάνει ούτε ένα κόμπιασμα η φωνή του, ούτε μια βραχνάδα. Δεν μπορεί, και καραόκε να τους είχε μάθει, κάτι θα του είχε μείνει. Και τότε γιατί δεν ήταν συγκινημένος με τους Lillies αν και, μαζί με όλο το πλήθος της πλατείας του Badminton, τόσο φανατικά δικός τους; Πού ήταν τα δάκρυα των Χριστουγέννων μέσα σε αυτά τα στεγνά μάτια των Ελλήνων φανς;


* Τα φετινά Χριστούγεννα άκουγα τα τραγούδια του “Freakshow”, της συνέχειας, ας την πούμε, του Tiger Lillies Circus που είχαν ανεβάσει με εκείνη την επιτυχία-έκπληξη στην Αθήνα πριν μερικά χρόνια και, από προχτές, Τρίτη και 13, παρουσιάζουν στο Badminton (το οποίο συμμετέχει στην παραγωγή, εξού και η επίσημη «πρώτη» της παράστασης που έγινε εδώ) και θα παίζεται μέχρι τις 23 Ιανουαρίου. Είναι τραγούδια-πορτρέτα ανθρώπινων πλασμάτων που γεννήθηκαν με ιδιαιτερότητες, παραξενιές και glitch της φύσης, πιξέλιασμα του ανθρώπινου DNA τους – σαν τις «ατέλειες» που διορθώνουν τώρα πια στα Extreme Makeover τηλεοπτικά realities. Παλιά, αντί για τα κανάλια, «οι freaks» έτρεχαν με άλλους παραμορφωμένους σε περιοδείες, με κάρα σε τέντες από τσίρκο, πανηγύρια στα χωριά, σε βάλτους και ερήμους. Περνούσαν οι βλάχοι, αποσβολωμένοι, μεθυσμένοι, αθώοι κανίβαλοι, και χάζευαν ταχυδακτυλουργούς, ελέφαντες, κλόουν, τη Γυναίκα με τα Μούσια, τον Νάνο με τα Δυο Κεφάλια, τον Γίγαντα, το Τρίτο Πόδι, τον Απέθαντο, τις Σιαμαίες Μογγόλες Λοβοτομημένες Πόρνες. «Μπορείτε να τις χαστουκίσετε» βρυχάται σαν τηλεοπτικός κομπέρ στην πύλη της κόλασης ο Jacques. «Εδώ μπορείτε να αγοράσετε κρακ, να παραμορφωθείτε κι εσείς όπως αυτοί, καθώς θα γελάτε μαζί τους θα απλώνεται μέσα σας το δηλητήριό τους, θα βγείτε κλονισμένοι, η νέα τρέλα της πόλης είναι οι διεστραμμένοι».


* Νομίζω θα σκίσει, στην Αθήνα, το “Freakshow”.

* Ο «επιστήμονας» του τσιρκολάνικου γκροτέσκ, ο σκηνοθέτης Sebastiano Toma, έχοντας παίξει εδώ και 20 σχεδόν χρόνια ρόλο-μοχλό στη διαμόρφωση της θεατρικής εκδοχής των τραγουδιών των Tiger Lillies, στήνει για το “Freakshow” ένα wasteland από στοιβαγμένα τροχόσπιτα σαν εκτροχιασμένο τρένο με διαμελισμένα θύματα, ίδιο με τα διάσημα, ζωγραφισμένα εξπρεσιονιστικά «λοξά» σκηνικά που είχαν σχεδιαστεί για το βουβό γερμανικό φιλμ του 1920, το «Εργαστήρι του Δόκτορος Καλιγκάρι» – και εκεί υπήρχε το τσίρκο με τις παραδοξότητες και τους freaks, άλλο ένα τριπάκι που ξαναείδα φέτος τα Χριστούγεννα, ξορκίζοντας εφιάλτες.


* Οι Έλληνες, νομίζω, λατρεύουν τους Lillies με την ίδια αγάπη που έχουν τα πιτσιρίκια, αθώα αποσβολωμένα μπροστά στον κομπέρ του τσίρκου, τον κλόουν και τον ταχυδακτυλουργό. Είναι ασφαλείς γιατί ο Jacques και οι άλλοι δύο Lillies τούς τρομάζουν «αλλά είναι τόσο αστείες αυτές οι γκριμάτσες του», αυτό το μακιγιάζ του γερμανικού καμπαρέ, αυτή η «ανοησία» που δείχνουν μπροστά στη σκοτεινή πλευρά των ιστοριών τους.


* Αγαπάω πολύ τους Tiger Lillies. Θα δάκρυζα μαζί τους ακόμα κι αν τους άκουγα σε ringtone να παίζουν τα κάλαντα των Φώτων. Τους λατρεύω όταν είναι άγριοι και βλάσφημοι. Όταν βρυχάται ανελέητα ο Martyn χυδαιότητες στα ρώσικα, ουρλιάζοντας ελεύθερος που δεν καταλαβαίνει τη γλίτσα της βωμολοχίας. Όταν περιγράφουν πόσες αποχρώσεις του μελανού πήρε το παγωμένο κουφάρι του Κοριτσακίου Με Τα Σπίρτα. Μ’ αρέσει να ακούω, με αυτήν την καρουζέλ ζαλάδα, να μιλούν για πυρομανείς και συφιλιδικούς, για τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα, για μισότρελους ορεσίβιους κτηνοβάτες, σφαγμένες κότες στους βάλτους της Ορλεάνης, για αποκεφαλισμένους ήρωες παιδικών παραμυθιών, για την τρέλα και τη σεξουαλική μανία – και πάντα από πίσω να κρύβεται η νοσταλγία της φωτιάς που τα καθαρίζει όλα. Θάνατος, φεγγαρόφωτο, τέλος παραμυθιού. Όλα τα τέρατα, στο τέλος, γίνονται άγγελοι.


* Φέτος τα Χριστούγεννα, οι Tiger Lillies παρουσίασαν στο Λονδίνο μία οργιαστική εκδοχή μιας άλλης μισότρελης, ηρωινομανούς Σταχτοπούτας, τη Sinderella, ένα punk gay καμπαρέ γι’ αυτά που μας κάνουν, αυτά που κάνουμε, αυτά που περιμένουμε και αυτά που παίρνουμε περιμένοντας. Αναρωτιέμαι πάντα ποια θα είναι η επόμενη άγρια ιστορία στην οποία θα καταδυθούν, ο εγκληματικός καστράτο και οι δύο μπρεχτικοί του σύντροφοι. Πάντα, μέσα μου λέω ότι τώρα θα τους βαρεθώ και πάντα βρίσκουν μια άλλη θεοσκότεινη γωνιά του μυαλού για να στήσουν την τέντα τους.


* Ελπίζω να μη χρειάζεται να περιμένουμε μέχρι το καλοκαίρι για να απολαύσουμε τον επόμενο χριστουγεννιάτικο εφιάλτη μας, τη Sinderella. Προς το παρόν, δείτε τους στο “Freakshow” στο Badminton (και αν γνωρίζετε τους στίχους, παρακαλούμε, μην τους τραγουδάτε πιο δυνατά από τον ίδιο τον Jacques).


(Athens Voice, τ.240, 15.01.09)

11 Δεκ 2008

Στάχτη και μπέρμπερις


Institut Français d’Athènes, 2005, τέρμα Σίνα

--------------------------------------------

* Τη Δευτέρα, μόλις έχει νυχτώσει. Είμαι στη Σκουφά - θα ήθελα να είμαι στην πορεία αλλά μου έχει τελειώσει ο χρόνος, η αναπνοή και ο ενθουσιασμός. Μυρίζει καμένα χριστούγεννα, μπουρλότο, φωτισμένη Αθήνα όντως. Στην εφημερίδα παίρναμε mails, «αναβάλλεται το πάρτι εγκαινίων, το κατάστημά μας συμπαραστέκεται κλπ.» Στάχτη και burberys όλα. Ανεβαίνω τα στενά για το σπίτι, κάποιοι που ξέρουν τις καβάτζες τρέχουν προς Δαφνομήλη. Στο σάκο μου κουβαλάω τις μουσικές για την εκπομπή που δεν έκανα απόψε και σημειώσεις πανικοβάλ τόσο άχρηστες που θέλω να σταματήσω εκεί στη μέση του χάους και να τους βάλω φωτιά από τον διπλανό κάδο.


* Ανάμεσα στη μουσική και στις πυρκαγιές, στην οργή και στον έρωτα, στο παλιό που καταρρέει και στο νέο που έρχεται σαν τσουνάμι, μιάμιση σελίδα από ένα βιβλίο που διαβάζω, συμπτωματικά, αυτές τις μέρες – «In Europa – Ταξίδια στον 20ό αιώνα» του Geert Mak (εκδ. Μεταίχμιο) :


Η ευρωπαϊκή και αμερικανική νεολαία που –με την εξαίρεση των Γερμανών- κατά το καλοκαίρι του έρωτα του 1967 κήρυττε ακόμη τον ολοκληρωτικό έρωτα, εννιά μήνες αργότερα στεκόταν παντού με πέτρες στο χέρι μπροστά στα οδοφράγματα.


(…) Ένας παρισινός φίλος μού είπε κάποτε, αμέσως πριν από τη χιλιοστή έφοδο, περνούσε δίπλα από τις δυνάμεις της αστυνομίας και προς έκπληξή του δεν είδε πίσω από τις μάσκες πρόσωπα ρομπότ αλλά κουρασμένους άντρες κάποιας ηλικίας, πιθανόν με παιδιά στην εφηβεία στο σπίτι. Καθόμασταν στον βραδινό ήλιο μπροστά στο καφέ Φλορ, ένα από τα επαναστατικά στέκια εκείνα τα χρόνια. «Αχ» είπε «στην ουσία οι άνθρωποι εδώ δεν έχουν αλλάξει. Μόνο που τώρα παίζουν σε διαφορετικό έργο».


Τρέξε, σύντροφε, ο παλιός κόσμος σε κυνηγάει.

Απαγορεύεται η απαγόρευση.

Η φαντασία στην εξουσία.

Μέτρησε όλες τις μνησικακίες σου και νιώσε ντροπή.

Να είσαι ρεαλιστής, ζήτα το αδύνατο.

Κάτω από το οδόστρωμα υπάρχει η παραλία.


Μπορεί η ανάμνηση του Μάη του ’68 να έχει καταγραφεί σε τόσο ωραία μονόστιχα, η καθημερινή, όμως, πρακτική της περίφημης παρισινής επανάστασης ήταν αρκετά χαοτική. Ένας από τους φοιτητές είπε αργότερα ότι εκείνες τις μαγιάτικες νύχτες στο Καρτιέ Λατέν αισθανόταν περίπου όπως ο ήρωας του Σταντάλ Φαμπρίς ντελ Ντογκό κατά τη διάρκεια της μάχης του Βατερλό: συνέβαιναν πολλά και διάφορα, αλλά την ίδια στιγμή δεν καταλάβαινε σχεδόν τίποτα απ’ όσα γίνονταν. Αρχικά η εξέγερση δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια παρατεταμένη μαζική αλληλουχία από οδομαχίες οι οποίες στο μεγαλύτερο μέρος τους συνδαυλίζονταν από τη βία που ασκούσε η αστυνομία. Αυτό άρχισε ήδη στις 22 Μαρτίου στη Ναντέρ, όταν έσπασαν στο ξύλο τους συμμετέχοντες σε μια διαδήλωση, και στις 3 Μαΐου, όταν οι τότε ακόμη μη-βίαιοι φοιτητές απωθήθηκαν από τη Σορβόννη στη διάρκεια μιας αιματηρής συμπλοκής.


Στη συνέχεια οι οδομαχίες στο Παρίσι κλιμακώνονταν μέρα με τη μέρα, και στο τέλος εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές γέμιζαν τις λεωφόρους. Και ταυτόχρονα υπήρχε η φαντασία, το όνειρο που για λίγο κυριάρχησε στους δρόμους. Ο ολλανδός συγγραφέας Σέις Νόοτεμποομ περιέγραψε μια πορεία που περνούσε από μπροστά του, καθισμένος στα πόδια μιας κυρίας που κάθε δέκα λεπτά τραγουδούσε τη Διεθνή: «Μια πομπή που δεν λέει να τελειώσει, γεμίζει και τις δύο πλευρές της λεωφόρου, φοιτητές, ισπανοί εργάτες, λευκοντυμένο νοσοκομειακό προσωπικό, στοιχειοθέτες, τυπογράφοι, οδηγοί, ξενοδοχειακό προσωπικό, καθηγητές, κάθε ομάδα με το δικό της τραγούδι, όλες οι ηλικίες, συχνά αλαμπρατσέτα, απίστευτα πολλές γυναίκες και κοπέλες ανάμεσά τους, όλοι όσοι κανονικά περπατούν σ’ όλα τα πεζοδρόμια του Παρισιού, ένα ευτυχισμένο πλήθος που τελικά χάνεται σαν ποτάμι μέσα στον ίδιο του τον εαυτό.» Αργότερα πηγαίνει στο Οντεόν, όπου μια κατάμεστη αίθουσα κάνει διάλογο με τον εαυτό της. «Ένας νεαρός στον κεντρικό διάδρομο του θεάτρου συντονίζει τη συζήτηση. Παραμένει υπέροχο: κάποιος μιλάει από ένα από τα χρυσά θεωρεία, τα όμορφα και σοβαρά, επιτέλους όχι πια βαριεστημένα πρόσωπα έχουν στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση, τα επιχειρήματα πηγαινοέρχονται ασταμάτητα στον πιο μακροσκελή διάλογο του κόσμου που συνεχίζει εδώ και μέρες καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο».


Ο ίδιος κάλυπτα, μαζί με ένα συνάδελφο, την επανάσταση στο Παρίσι ως νεαρός συντάκτης ενός φοιτητικού περιοδικού του Άμστερνταμ. Θυμάμαι ένα φορτηγό γεμάτο φοιτητές που έτρεχε στα Ηλύσια Πεδία με μια κόκκινη σημαία να ανεμίζει, μια αίθουσα στη Σορβόννη όπου κοπέλες μοίραζαν σάντουιτς με λουκάνικα – ένα δωράκι των αλληλέγγυων πολιτών-, το βελούδο και τα χρυσά του κατάμεστου θεάτρου Οντεόν, και μια οικογένεια ισπανών τσιγγάνων που έδινε παραστάσεις μπροστά στο θέατρο με μια μαϊμουδίτσα που χόρευε και μια κατσίκα με ζιπ κιλότ. Κόκκινες σημαίες, φορτηγά, τζάμπα φαγητό, αν αυτό δεν ήταν επανάσταση, τότε ούτε εμείς δεν ξέραμε πια τι ήταν. Βρήκα μερικές σημειώσεις από το Σαββατοκύριακο της 18ης Μαΐου.


Για την ατμόσφαιρα στην κατειλημμένη Σορβόννη: «Η έλλειψη ύπνου αρχίζει να παίρνει τεράστιες διαστάσεις. ‘Ενόψει του αυξανόμενου αριθμού νευρικών κρίσεων και περιπτώσεων κατάθλιψης, η υπηρεσία πρώτων βοηθειών σάς παρακαλεί να κοιμάστε τουλάχιστον πέντε ώρες κάθε νύχτα. Σύντροφοι, μόνο όποιος τρώει και κοιμάται τακτικά μπορεί να συνεισφέρει κάτι στην επανάσταση’. Στο χολ παίζουν Μπετόβεν, Σοπέν και τζαζ αλά Έρολ Γκάρνερ. Ένα αγόρι με κλαρινέτο παίζει τον δικό του σκοπό, όλοι χειροκροτούν, ένας μεθυσμένος κλοσάρ χορεύει έναν γύρο».


Για τις δύσκολες επαφές μεταξύ των φοιτητών και των εργατών: «Έπειτα από έναν περίπατο δεκαπέντε χιλιομέτρων η υποδοχή στη Ρενό-Μπιγιανκούρ αποδείχτηκε μία ψυχρολουσία: δεν επέτρεψαν στους φοιτητές να μπουν μέσα. Μεγάλη χαρά όταν ήρθαν τελικά εργάτες στη Σορβόννη. Αρκετές αίθουσες τέθηκαν στη διάθεση της commission ouvriers-étudiants [Επιτροπής εργατών και φοιτητών], εθελοντές επιστρατεύτηκαν για να κάνουν διάλογο με τους εργάτες, οργανώθηκαν εκστρατείες για να συγκεντρωθούν χρήματα για τους απεργούς, παρά ταύτα οι σχέσεις παρέμειναν δύσκολες. Μέρα μεσημέρι η προαναφερθείσα επιτροπή μετρούσε ακριβώς πέντε άτομα. Εδώ που τα λέμε, αυτές οι διαφορές μπορούν εύκολα να εξηγηθούν: οι διεκδικήσεις των εργατών είναι, σύμφωνα με τις εφημερίδες τοίχου, ως επί το πλείστον υλικές, αυτές των φοιτητών όλο και πιο πολύ άυλες ή ακόμα και αντιυλικές».


Για τη νύχτα: «Στον παιδικό σταθμό ένα αγόρι με φυσαρμόνικα προσπαθεί να κοιμίσει τα παιδιά με το παίξιμό του. Στο γραφείο Τύπου γίνεται πατείς με πατώ σε. Ψόφιες από την κούραση κοπέλες γράφουν ολοένα καινούργια στένσιλ και μανιφέστα. Σε ένα μπουκάλι, μέσα στο αχούρι, στέκεται ένα κόκκινο τριαντάφυλλο».


Φτάνοντας ψηλά, σαν επιτάφιοι οι φωτιές στην πόλη, ψάχνω να δω πού καίει ο έρωτας ή η μουσική σε αυτή την επανάσταση.


(Athens Voice, τ.238, 11.12.08)


(Ο ιδιοκτήτης του http://stahtikaiburberry.blogspot.com/ διακριτικά με ενημέρωσε για την ύπαρξη του blog. Πρέπει να αναφέρω λοιπόν ότι όταν γράφτηκε το παραπάνω κείμενο δεν γνώριζα την ύπαρξη του συγκεκριμένου blog και απλώς οι τίτλοι των δυό μας συνέπεσαν να είναι ίδιοι. Εάν το γνώριζα δεν θα είχα χρησιμοποιήσει αυτόν τον τίτλο ή θα είχα ανφέρει την πηγή. Αυτά.)

27 Νοε 2008

To element "φοίβοσδεληβοριάς"


Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΜΑΣΑΕΙ ΤΑ 80ς.
---------------------------------------

Τελευταία, όλο και περισσότεροι μου απευθύνονται στον πληθυντικό. Είμαι λίγο πριν το στάδιο όπου, μόλις με βλέπουν, θα σηκώνονται για να μου προσφέρουν και τη θέση τους. Fuck, fuck, fuck. Νοιώθω ένα ιδιαίτερο βάρος να περιβάλλει το ήδη βεβαρημένο μου ειδικό, μία απόσταση 20 εκατοστών μεγαλοπρέπειας ασφαλείας να αναπτύσσεται ανάμεσα σε μένα και τους Μικρούς. Αν πλησιάσει κανείς στα 199 χιλιοστά, πετάγομαι σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Ξουτ!

• Δεν μπορώ να πω ότι δεν μου αρέσει βέβαια. Επιτέλους, θα με αφήνουν ήσυχο. Επιτέλους, δεν θα με ρωτάνε αν πήγα σε όλες τις συναυλίες. Επιτέλους, θα μου χαμογελάνε με κατανόηση σε ό,τι κι αν τους απαντώ. Επιτέλους, δεν θα πρέπει να φλερτάρουμε κανένας με κανέναν - εκτός αν είμαστε στους ειδικά προβλεπόμενους χώρους εξομοίωσης, μπαρ με ειδικό θέμα, ερημονήσι, γενικό blackout, τέτοια.

• Από την άλλη, νοιώθω σαν να χάθηκε κάτι. Εκείνη η μικρή, εύκολη, αναπαυτική αίσθηση συνωμοσίας που έχεις με κάποιους ανθρώπους όταν συναντιέστε και νοιώθετε ότι ανήκετε στην ίδια συμμορία. Ότι έχετε κυλιστεί στα ίδια πατώματα. Χάθηκε η τρυφερή, έξυπνη «αυθάδεια τσέπης» που έκανε τα 60 εκατοστά απόστασης ευγενείας μίας τυπικής συναναστροφής ή πλάτους μίας μπάρας, να γίνονται είκοσι, δεκαεννέα, μερικές φορές και κανένα αν δεν με απατά η μνήμη μου. Νοιώθω σαν να χάθηκε το element «φοίβοσδεληβοριάς» από τη ζωή μου. Ο ενικός αριθμός.

• Μέχρι τώρα, ένοιωθα πολύ κολακευμένος που, όποτε έκανε ένα οποιοδήποτε βήμα στην καριέρα του ο Φοίβοσδεληβοριάς (έβγαζε νέο σιντί, ξεκινούσε εμφανίσεις, ξεκινούσε περιοδεία, ξεκινούσε διακοπές) υπήρχαν άνθρωποι που το θεωρούσαν άμεση ευθύνη ενδιαφέροντός μου. Άναβαν τα alarm. Το άκουσες; Διάβασες τους στίχους; Λέγε, πότε θέλεις να πάμε. Χσιάαακ! Η Κοντοβά με το μαστίγιο έκανε μπούκινγκ. Το να θεωρούν όλοι ότι με αφορά ο καλλιτέχνης, ήταν για μένα σαν ελιξίριο νεότητας και, μάλιστα, σκεπτόμενης. Ένοιωθα πολύ φρεσκαδούρα και cute, πολύ σαλοπέτ, σαν τσικό στα 80ς. Άλλωστε η Κοντοβά με θυμάται όποτε ξυπνάει μέσα της η εϊτίλα ή, για να είμαι πιο ακριβής, η κιτσερέλα.

Η δεκαετία του ’80 είναι μία κατάσταση μυαλού μερικών από τους πιο αγαπημένους μου φίλους που εξιδανικεύει, σαν να είναι αίρεση, «το κιτς της αθωότητας». Αυτό, άλλοτε σημαίνει την πρώτη στραβοχυμένη ερωτική περίπτυξη που έτυχε να συμβεί εκείνα τα χρόνια… άλλοτε το μέγα δράμα για την αίσθηση απόρριψης μέχρι να λυθεί το γκομενικό (που, εκείνα τα χρόνια τύχαινε να εκφράζεται με industrial αυτοκτονικό new wave, μαύρη μοναξιά και μαύρο καζάλ αριστοτεχνικά ζωγραφισμένο γύρω από το μάτι)… και άλλοτε με ό,τι είχε η τηλεόραση τα βράδυα επειδή δεν άφηνε ο μπαμπάς να βγεις. Και τι να έχει; Λεπτές πέτσινες γραβάτες. Τα βίντεο των Duran Duran με τον Γκούτη. Βιντεοταινίες με τον Ψάλτη. Τα «νεανικά» του Δαλιανίδη («μη μου τη σπας ρε θεία»). Και μετά, ύπνο.

«Τα 80ς επιστρέφουν» ανάλογα όπως τον βολεύει τον καθένα. Μερικοί, απλώς δεν ξεπέρασαν ποτέ τους Depeche Mode. Άλλοι, ανακάλυψαν τους Joy Division στα 40 τους και το πήραν κατάκαρδα (κατά κάποιο τρόπο, δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, χεχε…). Στυλίστες, καρεκλάδες, μπουζούκια, καφεμπαρόβιες, λένε 80ς και εννοούνε ντίσκο με σύνθι, καμένο μαλλί σε τεράστιες τούφες, χρυσά κουρέλια. Η μισή Ελλάδα, αυτό το έχει πάρει στα σοβαρά. Το πίστεψε το αστείο, τους άρεσε η κιτσερέλα και την επισημοποίησαν. Της δίνουν ονόματα, βραβεία, γιουροβίζιον, ψαρώνουν, μπράβο βρε, άντε και υπουργός.

• Ευτυχώς για μένα, όταν μερικοί φίλοι μου, η Κοντοβά, ο Φοίβοσδεληβοριάς, μιλούν για τα καταραμένα τα έιτις, εννοούν πόσο ανυπεράσπιστοι, έτσι μικροί, βρέθηκαν τότε μέσα σε εκείνη τη λαίλαπα νεοπλουτίστικου πολιτιστικού και επικοινωνιακού αμόκ, με φτηνά τεχνολογικά μέσα. Και να ερωτεύονται σαν πρωτάκια, πρώτη μέρα στο σχολείο.

• Από αυτή την άποψη, η παιδικότητα, το τρυφερό δηλητήριο, η συναισθηματική επιβίωση και ενηλικίωση μέσα στην κολασμένη εκείνη δεκαετία έχουν γίνει, κατά κάποιο τρόπο, το χαρακτηριστικό του «καλλιτέχνη Δεληβοριά». Και, μάλιστα, όταν βρίσκεται στη σκηνή, γιατί είναι ένας εξαιρετικός performer. Εκεί, αφού έχει τυλίξει το κοινό στα πλοκάμια της «αφηγηματικής» του τεχνοτροπίας που τον παρακολουθεί γοητευμένο πρέπει να παραδεχτούμε, ο ίδιος δεν είναι πια ένα «στοιχείο νεανικού οίστρου» στη ζωή, αλλά fulltime καλλιτέχνης με λέγειν, ευαισθησία και αυτο-ψυχαναλυτικές διαθέσεις (κάτι που παραλύει το γυναικείο κοινό, πρέπει να παραδεχθείτε). Στις συναυλίες του, που τις ονόμασε «Οι Απίθανες Περιπέτειές» του, διηγείται στο κοινό ιστορίες χρησιμοποιώντας το εφέ της αφοπλιστικής παιδικής αθωότητας (μια μικρή παραδοξότητα στη σύνταξη, μία παιδική λέξη εδώ κι εκεί – μπαμπάς αντί για πατέρας, το στρίμωγμα στο μέτρο των στίχων μίας συλλαβής που περισσεύει). Κυνικός, ταχύτατος και απλός σαν wizkid, ζογκλάρει τις λέξεις – αξεσουάρ (mp3, λογισμικό, τις χριστοπαναγίες του στρατού), τις χειρίζεται σαν τουβλάκια lego μέσα σε τεράστιο φλούο πορτοκαλί κουβά. Παίρνει από το σωρό και χτίζει, έχει πολλά. Κι άμα λάχει, κάνει αγορίστικες ξεπερασούρες («Η γυναίκα του Πατώκου»), έχει κιόλας καπνίσει, έχει τζογάρει, έχει πει κακές λέξεις.

• Ο ώριμος Δεληβοριάς διακρίνεται από μερικές εξαιρετικές επιλογές τραγουδιών άλλων που διαλέγει να πει: Α.Πάνου, Α.Μπακιρτζή, Κηλαηδόνη (αν και προβλεπόμενο), το πολύ καλό «Γυφτάκι» του Πανούση, Μάνο Χατζηδάκι. Εκεί φαίνεται η ειλικρίνειά του, το πόσο ωραία ανοίγει ελεύθερο και βγαίνει το «άλφα» του στον αέρα, ευήλιο, καθαρό και χαμογελαστό, καμία εγγαστρίμυθη καταπίεση και κοκαλωμένο στόμα σοβαροφάνειας. Και ακόμα, εκεί που γίνεται στ’ αλήθεια τρυφερός: όταν καταπιάνεται με το παρελθόν, τον πατέρα «Φώτη» του, αυτά που του παραδόθηκαν σαν SOS στο μάθημα της πατριδογνωσίας .Αρπάζει λαϊκές σοφίες, μαντινάδες, μικρές καθημερινές γλωσσικές συνήθειες και κανιβαλισμούς και τα στολίζει στο πρόγραμμα και μετά, ευτυχώς με χαιρεκακία, ρίχνει ένα medley με τα σουξέ του Γαρδέλη από τα εφιαλτικά 80ς -«Come with me για να τη βρεις», «Άντε σπάσε ρε μαλάκα» «Εγώ δε θέλω μεροκάματο»- και μας δείχνει ότι ακόμα και η τρυφερότητα έχει τα όριά της.

• Είναι ωραία που για όλους μας, μετά από αυτές τις απίθανες περιπέτειές μας, ήρθε η ώρα του πληθυντικού. Καλησπέρα σας κυρία Κοντοβά, καθίστε κύριε Δεληβοριά.

(Athens Voice, τ.236, 27.11.08)