29 Απρ 2009

Ο Μάιος είναι:

Ο ΜΑΪΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Το τέρμα της Τσακάλωφ στα σκαλιά, εκεί που συναντιέται με την Λυκαβηττού. Το ημιυπόγειο παράθυρο. Με φυτά, τεχνικολόρ ανεμόμυλους, σημαιάκια και γλάστρες. Όποτε και να περάσω είναι πάντα ανοιχτό. Από μέσα βγαίνει μουσική που πάει σκαρφαλώνοντας επάνω.


Μάιος είναι: όλη η Αθήνα, ένας τρίτος όροφος. Μόνιμα τρίτος. Από τα ανοιχτά του παράθυρα, τις νύχτες, βγαίνουν στεντόρεια τα χάχανα στο Αλ Τσαντίρι, κατρακυλάνε προς τα κάτω σαν σαπουνάδες, αφρισμένα.


Μάιος είναι: Τις νύχτες να ακούς να ρίχνουν τρίποντο στον κάδο, τα σκουπίδια από τον τρίτο. Ποτέ δεν μπαίνει.



Η κινούμενη οροφή του Τριανόν (ανοιχτή).



Να ρουφάς την κοιλιά σου (δίαιτα).



Να ρουφάς την μύτη σου (αλλεργία).



Να ρουφάς καθαρό αέρα (αποκλείεται).



Ξαφνικά μωβ. Οι πασχαλιές στη Σούτσου και Αλεξάνδρας.



Η νεραντζιά στην είσοδο της Καπνικαρέας (ελπίζω να είναι ακόμα εκεί).



Ένα κίτρινο Σκαθάρι, σαν Υποβρύχιο, με τσαλακωμένο προφυλακτήρα. Κάθεται και περιμένει χαμογελαστό να πάει βόλτα.



Κίτρινη σκόνη. Κόκκινη σκόνη. Γκρι κουρνιαχτό. Αφρική, θειάφι, αποκαΐδια, πρέζα, γύρη από τα δέντρα.



Μάιος είναι: Επειδή είναι 5 το απόγευμα και ήδη βρίσκεσαι στο Terra Vibe.



Επειδή ο τύπος με τις καντάδες κατηφόρισε προς το Θησείο.



Η Λένα Πλάτωνος, ο Γιάννης Παλαμίδας και ο Κωνσταντίνος Βήτα μαζί.



Ο «Μαραμένος & Πατέρας» στην Μητροπόλεως.



Μάιος είναι: Καινούργιο σκούτερ.



Ξεκολλημένα σελοτέηπ.



Καινούργια γυαλιά. (Χάλια.) Ξαναγυρνάς στα παλιά.



Μεγάλα γυαλιά – μεγάλα ρολόγια – μικρά αυτοκίνητα. Ένα κορίτσι προσπαθεί να στραβοπαρκάρει, βγάζοντας ελαφρά την γλωσσίτσα, η άκρη προς τα πάνω.



Μάιος είναι: νυχτερινό drive-out στο αστεροσκοπείο της Πεντέλης. (Κάνε ησυχία ν’ ακούσουμε…).



Η φωνή του Νικήτα Κλιντ κολλημένη στη λούπα του «Cheap Science»: Εσένα θέλω, εσένα θέλω, εσένα θέλω…



Τηγανιτές πατάτες χοντρουλές, κομμένες στο χέρι, ξεροψή- και μπύρα μπούζι.



Δυόσμος, φασκόμηλο και δεντρολίβανο, εφτάμιση ευρώ στην Ευριπίδου, μοσχομύρισε το αυτοκίνητο.



Βροχή από λεμονίσια μυρωδιά, μελισσόχορτα και verbena στα L’Occitane της Σόλωνος.



Μάιος είναι: αντί για τη Σόλωνος να κατηφορίζεις την Ακαδημίας.



Οχτώ το πρωί, ο πρώτος καφές και τσιγάρο στο μπαλκόνι.



Δέκα το πρωί, τσιγάρο στο μπαλκόνι, με τα μπαμπάκια ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών, πρώτος όροφος, Σκουφά.



Δώδεκα το πρωί, 2 λεπτά στα γρήγορα, τσιγάρο στο μπαλκόνι του γραφείου.



Μάιος είναι: 2 μήνες πριν το κόψεις.



Μάιος είναι: τα πορτοκαλί σου πόδια.



Μάιος είναι: τα κολοπερίστερα.




Πράσινα φλούο μαμούνια με διάφανα φτερά. Κουνούπια τίγρεις.



Αουτάν και Αέριους.



Αλλεργία τις νύχτες από το περδικάκι, φύεται στο Λυκαβηττό.



Μάιος είναι: να λες την πασχαλίτσα «μασχαλίτσα».



Οχτώμιση το πρωί στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου με τζην μπουφάν. Στην τσέπη βρίσκεις ξεχασμένο ένα εικοσάρικο, από την περσινή Έκθεση Βιβλίου.



Απόγευμα, μ’ ένα μαχαιράκι, κόβεις ραδίκια στις αλάνες, στο Κοντόπευκο.



Μεσάνυχτα στο Σύνταγμα, για χύμα χωνάκι φράουλα στον Χατζή.



Μάιος είναι: να έχεις γαλατόπιτα στο ψυγείο.



Η Πανσέληνος του Μαίου: Λευκή Σαν Γάλα.



Ρυζόγαλο σούσι του Βενιέρη, στην ταράτσα του Electra με την Ακρόπολη σαν χτένι καρφωμένη από πάνω.



Οι κούκλες στις βιτρίνες να μοιάζουν σκασμένες στα γέλια.



Μάιος είναι όταν: Ο Παπασπυρόπουλος κάνει reunion πάρτυ.



Με τον Quentin πασατέμπο σ’ ένα παγκάκι, χωρίς λόγια.



Μια limo να περιμένει έξω από τη Μεγάλη Βρετανία.



Ο σταθμός του ηλεκτρικού στο Θησείο. Σαν θέα από τις όχθες στο ποτάμι, πρασινάδες και προτομές λεόντων, ένας φορητός dj παίζει μουσική πάνω στη γέφυρα.



Μια χλιαρή, μυρωδάτη, κοκονάτη σούπα Λέκσα Λεμάκ με κοτόπουλο και κομματάκια ανανάκια.



Οι μίνι αμυγδάλου ΙΟΝ. Δύο-τρείς.



Μικρές μπουγάδες. Σύντομα σούπερ-μάρκετ. Ιστορίες με 20 λέξεις.



Το δεύτερο Pecha Kucha της Αθήνας (στις 8/5).



Ένα τάπερ με κεφτεδάκια, ντοματίνια και στρόγγυλες πατατούλες φουρνούκου.



Το «AbFab» ξαφνικά και απροειδοποίητα, ένα βράδυ στο Πρίσμα+. Πώς να τους ειδοποιήσεις όλους; Θα προλάβεις;



Ο Μάιος είναι: Ολυμπιακός.



Η Αμάλθεια στην Πλάκα με ορθάνοιχτη τη τζαμαρία.



Όλα απλωμένα στα πεζοδρόμια, τσάντες, μαϊμούδες, ψιλί-κοκό πέτρες και κρύσταλλα που αστράφτουνε στον ήλιο.



Ο Λαζόπουλος με τρείς ανεμιστήρες στο Αλ Τσαντίρι.
Χωρίς κουκούλα.





Τα ντελίβερι χωρίς κράνος.



Καινούργια ακουστικά.



Καινούργια μπουζουξίδικα στα billboards στον Κόμβο Σακέτα, ίδιες φάτσες, ίδιος αερογράφος.


Ο Τσε να ανεμίζει με τα παρεό στην Πλάκα.



Τα πρωινάδικα μετακομίζουν στη Ρόδο.



Athens International Gay & Lesbian Film Festival. Τα φιλιά σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.


Street parade με σφυρίχτρες, Κλαυθμώνος – Θησείο, ένα τσιγάρο δρόμος.



Τον Μάιο είναι: Το κέντρο κλειστό.



Ο Μάιος είναι: να ξέρεις πώς να πεις «Φούρνοι Ικαρίας» στη νοηματική.



Ο Φασουλής να βλέπει κόσμο, στο Εθνικό, για το «Τρίτο Στεφάνι».



Το 70% των «Σε Είδα», να συμβαίνουν στην πλατεία Μαβίλη.



Το σπίτι του Tom στην Πλάκα (με νέα installations).



Ο πορτοκαλεώνας του Γ. στο Ναύπλιο.



Η ταράτσα του Παυριανού στο Άλσος.



Η πίσω πλευρά του Αγίου Διονυσίου.



Το Ελληνίς στην Κηφισίας να έχει μόλις πλύνει την τζαμαρία του.



Δίαιτα Μαίου: Μακαρόνια σκέτα και βότκες σκέτες όσο θέλεις.



Στοιχήματα Μαΐου: Ποιος θα βγει πρώτος Μεγάλος Έλληνας στον Σκάι;



Το «Il Monstro» του Μπενίνι.



Το σήμα του Μούγερ.



Άλλο ένα ΟΚ! μπροστά σου. Πότε ανοίγουν; Μέσα σε μια νύχτα;



Μάιος είναι: φωτογραφίες με το κινητό.



Μηνύματα στο Twitter από το κινητό – δεν είσαι στο pc.



Να ξεχνάς το κινητό σου σε διάφορα σπίτια.



Μάιος είναι: Ποιος σκοτίστηκε για το Twitter.



Μία και μόνο χειραποσκευή. Εύκολος , φευγάτος.



Να στέλνεις κάτι δικό σου στις Κάννες.



Το πρώτο μπάνιο: Κυριακή μεσημέρι, στα Δικαστικά.



Τον Μάιο: ο περίπατός σου μια γραμμή μέσα στα χόρτα στο νεκροταφείο του Κεραμικού.



Τα απογεύματα στο Παγκράτι.



Τα μπλουζάκια του Sox, πορτοκαλί – μαύρο.



Τα t-shirts των Pink Floyd.



Οι εκδρομές με το λεωφορείο του Vinyl Microstore σε εξωτικές λουτροπόλεις.



Οι groupies των Berlin Brides.



Και το Velvet Bus on Tour, σύντομα κοντά σας.



Μαβίλη – Τζιά – Μηλιές – Αίγινα – Ρώμη.



Φεύγοντας από Αθήνα, δυτικά, το πρώτο Σ.Ε.Α. που συναντάς μετά το Χαϊδάρι, ο πρώτος εφοδιασμός, νερά, καφές, σνακς. Είσαι πια εκτός.



Το καινούργιο βιβλίο του Sedaris, την Τετάρτη 20 Μαΐου, μετά τις 11, θα είναι αφημένο στο πρώτο παγκάκι δεξιά, στον Άγιο Νικόλαο στα Πευκάκια.


Η Καριοφυλιά, προσεκτικά, με γόβες, κατεβαίνοντας την επικίνδυνη Δημοκρίτου, τοίχο – τοίχο.



Ο Κωνσταντίνος Τζούμας με μπορσαλίνο, ρέοντας εν λευκώ την 1920 φιγούρα του.


Οι στήλες των θεάτρων στις εφημερίδες, με πέντε μόνο παραστάσεις.



Το πουλόβερ στους ώμους (Κακλαμάνης).



Το πορτοκαλί πουκάμισο του Τσίπρα.



Μάιος είναι: πάρτι γενεθλίων στον Κίτσουλα.



Ένα κιλό κεράσια.



Η πρώτη σύγχρονη ελληνική τσόντα «Ελληνίδες Φοιτήτριες σε Κρίση» με 100% Ελληνίδες πρωταγωνίστριες.



Οι Κόρε.Ύδρο έτσι όπως τραγουδούν τον στίχο «Είναι στιγμές που τρελαίνομαι, γιαγιά. Είναι στιγμές που τρέμω γι’ αυτόν τον κόσμο όταν θα λείπεις».



Οι τρυφερές φωνές σας που φτάνουνε σε μένα χωρίς να το θέλω, οι Athens Voices και οι ιστορίες που κρύβουν.








Υ.Γ. Μάιος είναι να ξεχνάς την Eurovision.






22 Απρ 2009

Τέσσερις νυχτερινές μουσικές ιστορίες



I can remember planning for leisure
Living in peace and freedom from fear
(“This Used To Be Our Future” – PSB, 2009)

• Ψάχναμε κάτι «εκκλησιαστικό» για τη Μεγάλη Εβδομάδα, να ανοίγει το «Μικρό Σίτυ στο Λιβάδι». Είχαμε το σίγουρο από παλιά, το Blessed Easter, πασχαλινή λειτουργία του Πάπα στο Βατικανό πάνω στις βαριές, ηλεκτρικές ραδιοσυχνότητες του «αρχιερέα» των Can, Holger Czukay , αλλά πέφτει κάπως βαρύ. Θυμήθηκα ένα κρυμμένο track, θαμμένο 10 λεπτά μετά το τέλος του cd, μιας συλλογής που είχε κυκλοφορήσει το παρισινό ναΐδριο του design, η μπουτίκ Collette πριν 2-3 χρόνια: το Fashionista, κάποιων θολών Ελβετών, των Waldorf που είχε παίξει στα κεντροευρωπαϊκά κλαμπ. Η κρυμμένη version της Collette στη συλλογή της ήταν μία μυσταγωγική υμνωδία γρηγοριανού ύφους, ένα συναξάρισμα ονομάτων – κυριολεκτικά: brand names – της μόδας, Dolce Gabbana, Fiorucci, Trussardi, τους έψελνε όλους. Απολαυστικό. Βρήκαμε και για χαλί έναν τέλειο Κραουνάκη, τον Ευαγγελισμό από την «Alumina» του, αργό, νταλκαδιασμένο, εκκλησιαστικό instrumental με θυμιατά, κουδουνάκια, κλαρίνα, μπότες στα τύμπανα, κανονική λιτανεία. Το πήρε ο Στρίγκλος και το ρεμιξάρισε, και όποτε ακούγεται στην εκπομπή ανάβουν τα τηλέφωνα, το ψάχνουν όλοι. Να δούμε, μπορεί να το ανεβάσουμε πουθενά αν δεν βαρεθούμε. Τρέχει κιόλας ο καιρός, αλλάζουν οι ήχοι, σε λίγο η Αθήνα θα νταλκαδιάζει στα τσιμέντα με τους 45 βαθμούς. Πριν πέντε χρόνια το ρεμιξάκι νομίζω θα έσκιζε, είναι κανονικά «Πάσχα στη Μύκονο». Σήμερα ακούγεται σαν πένθιμη λειτουργία Αποκαθήλωσης της Μητέρας Όλων των Πιστωτικών.

• Ακόμα και να κάνουν blink τα βλέφαρά τους οι Pet Shop Boys, είναι κάποιοι φίλοι που γυρίζουν και με κοιτάζουν με αναμονή – πες κάτι – σαν να έχω χρεωθεί όλα τα 90ς. Ξέρω, είναι η νοσταλγία και το λίγο δηλητήριο σε αυτή την ιστορική τους, πλέον, pop που τους έχει συνδέσει με κάποια αθηναϊκά «πράγματα», όπως οι νύχτες με τον Klik-FM, η gay επανάσταση που όσο δεν έβγαινε στο δρόμο, σερνόταν στις ταράτσες μελοδραματικά και με εξαιρετικές ατάκες να ανταλλάσσονται, η αισιοδοξία του design. Τώρα πια όλα αυτά ακούγονται σαν ένα τέλειο παρελθόν. Οι μόνοι που μπορούν να το κάνουν χωρίς να γίνονται γραφικοί είναι οι PSB απλώς και μόνο επειδή είναι τόσο αυθεντίες και ψύχραιμοι γι’ αυτό. Το «Yes», μόλις κυκλοφόρησε στα sites, μας έκανε να χαμογελάσουμε – ήταν η επιστροφή των Paninari, έστω και με κρυμμένες κάποιες ρυτίδες πίσω από graphics τοποθετημένα στα σωστά σημεία. Περισσότερο όμως περιμέναμε το άλλο «κρυμμένο» του μήνα, το This used to be the future, που υπάρχει στην δεύτερη έκδοση του «Yes», με το bonus disc. Οι διαβολικές πενηντάρες πάτησαν στα σημεία που κλειδώνει ο ηλεκτρισμός με τη νοσταλγία, σαν να έκαναν βελονισμό στην κούρασή μας - και πήραν τον Phil Oakey, τη φωνή και προφίλ των Human League, με ξυρισμένο κεφάλι, prince albert και χαμηλότονα Αρμάνι πλέον, να δώσει φωνή σε «αυτό που κάποτε ήταν το μέλλον μας». Ακούγεται και στα ξαφνικά, σαν να είσαι 18 χρονών και να μην καταλαβαίνεις τίποτα από τα παραπάνω.

• Πριν λίγο καιρό, χαζεύαμε ένα σαββατόβραδο την τελευταία νύχτα τού, εβδομαδιαίας διάρκειας (!), θλιβερού πια φεστιβάλ του Σαν Ρέμο στην RAI, με τις τηλεορασάδικες αρλούμπες των παρουσιαστών, τα ενδιάμεσα σκετς, τα δώρα στο κοινό με SMS, ένα δράμα. Θέλαμε να δούμε τα χρυσά guest, ποιους πλήρωσαν φέτος αδρά για να βγουν για 5 λεπτά στη σκηνή για συνέντευξη με παρουσιαστές που μιλούν σαν τον Μπενίνι: “Siginore e signori, πλήζε γουέλκαμ, Μίστερρρ Άννι Λένοξ!”. «MISS Annie Lennox» τον διόρθωσε εκείνη και, αφού μίλησε στον τοίχο του σκηνικού από άποψη ανταπόκρισης για την καμπάνια της εναντίον του AIDS στις γυναίκες και στα παιδιά, μας θύμισε στο πιάνο, όμορφη, γερασμένη και ακαταπόνητη, τις δυνατές της στιγμές και τις εικόνες που έχει αλλάξει (με το τελευταίο της “Greatest Hits”, με κομμάτια και ιστορικά, εικονοκλαστικά βίντεο κλιπ, λύνει και το μακροχρόνιο συμβόλαιό της με την Sony/BMG). Το προηγούμενο βράδυ, guest ήταν ο Χιού Χέφνερ (δεν θες να ξέρεις). San Remo, μεγάλο μπουζουξίδικο, ανάμεσα στα λαϊκο-ποπ κομμάτια (την πρώτη ή δεύτερη θέση κέρδισε ένα ομοφοβικό τραγούδι, χαχα, πόσο μπερλουσκονικό μπορεί να είναι αυτό, μπράβο) βγήκε και η Mina, με τη γνωστή της πανοπλία, γυαλιά ντεγκραντέ, χοντρή κοτσίδα, κελεμπία και εσάρπα – περιλαίμιο, απρόσιτη και απαράλλαχτη, σε ζωντανή σύνδεση, ούτε καν αυτό δηλαδή, σαν βίντεο έμοιαζε, να τραγουδήσει περιτριγυρισμένη από ένα σύμπαν τηλεοπτικών εφέ κονσόλας, αστέρια, λάμψεις, γαλαξίες, κανονική διαφήμιση τηλεμάρκετινγκ, το «Nessun dorma» από την Turandot. Αμέσως καταλάβαμε: «Έρχεται Πάσχα, ετοιμάζει cd με άριες» είπαμε με μια φωνή – και όντως, έσκασε μετά από λίγες μέρες το «Sulla tua Bocca lo Dirò». Οι ρομάντζες και το μελόδραμα που διάλεξε να πει η βαλσαμωμένη ντίβα για την φετινή εποχιακή της κυκλοφορία, τυπική πια σαν τα πανετόνε και την Μπεφάνα των Χριστουγέννων για κάθε ιταλικό νοικοκυριό. Η Mina μας τρόμαξε εκείνο το βράδυ. Ένα από τα πιο συγκινητικά κομμάτια του Puccini, το τραγούδησε με βάσανο, σαν να μην το ήθελε, καμία συγκίνηση, μόνο στεντόρειες φωνάρες σαν να θέλει να μας φάει, κολλημένη στη φήμη της «Τίγρης» τόσα χρόνια. Βράχνιασε, της έμεινε το συναίσθημα αλλά όχι οι λεπτομέρειες. Στο άλμπουμ, είδαμε ότι έχει μία εμμονή στην «La bohème» και στον Puccini αλλά τραγουδάει και έναν Piazzolla (της πάει), και λίγο Gershwin (ένα medley από το «Porgy & Bess») και έναν Bernstein (από το «West Side Story»). Είπαμε ότι, καλύτερα να περιμένουμε τη φθινοπωρινή της κυκλοφορία και για τώρα, ας βάλουμε τα Καλύτερα της Annie. To “Love Song for a Vampire” συμφωνήσαμε, νύχτα Μεγάλης Τετάρτης, με ελαφριά ανατριχίλα από ένα κρύο που έτρεξε στην πλάτη μας.

• Έλεγε ο Ν. πόσο συμπαθεί τον Χρήστο Ραφαηλίδη για τη δουλειά του στην τζαζ και πόσο, επίσης, τη φωνή της Εύης Σιαμαντά – αν και live μερικές φορές «μαρινελλίζει φριχτά», έτσι το είπε. Όσε φορές ακούγαμε τα κομμάτια από το άλμπουμ «Ηχώ», κάποιος σταματούσε ελαφρώς μετέωρος και μας ρωτούσε τι είναι αυτό. Άλλοι, πιο κονσολιέρηδες, έλεγαν «Ώπα, τι ωραία λουπίτσα ήταν αυτή». Και ναι, είναι παράξενα γοητευτικά αυτά τα τόσο γνωστά τραγούδια – για σκέψου: παλιές επιτυχίες του Μίμη Πλέσσα, γραμμένες για την Τζένη Βάνου και τη Μαρινέλλα. Ο Ραφαηλίδης, τολμηρά και ευγενικά παραμέρισε τον δάκτυλο Πλέσσα (που «με όλη τη σεμνότητα που τον διακρίνει» θα είχε θέσει), παρεκτός σε ένα κομμάτι με εμφανέστερο το μπουζούκι, αλλά στα υπόλοιπα, αεράτος τζάζμαν με την πείρα της σκηνής της Νέας Υόρκης, με τον ρυθμό και το χιούμορ ενός μουσικού που έβαλε τα βιμπράφωνα και τις μαρίμπες στο τελευταίο single της Chaka Khan, έπαιξε με το μελόδραμα (που δεν είχε η Mina πιο πριν) των γυναικείων ερμηνειών των ‘60ς στην Ελλάδα και τα έκανε νυχτερινά, ανοιξιάτικα sessions. Το στυλ υπερίσχυσε τους δράματος – και αυτό, μερικές φορές, είναι τόσο ανακουφιστικό. Όχι;

(Athens Voice, τ.254, 23.04.09)

20 Απρ 2009

Πάσχα copy paste



  • Είμαστε στην Πάρο μαζί με τα υπόλοιπα 11+κάτι, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, εκατομμύρια ελλήνων και αλβανών και ψάχνουμε, Μεγάλη Τετάρτη μεσάνυχτα, να φάμε κάτι ενώ δεν-υ-πάρ-χει. Ούτε ένα Μιράντα. Εγώ εντωμεταξύ έχω σκοντάψει σε σκαλοπάτι που δεν το είδα, πρώτον γιατί ήταν θεοσκότεινα, δεύτερον γιατί έχω νυκταλωπία και τρίτον γιατί έχουμε πιει όλο τον Καρούλια, ντίρλα, πίναμε από το μεσημέρι που φτάσαμε, με συννεφιά, χάλια καιρός, μείναμε μέσα στα στούντιο/απάρτμεντς/όπως-και-να-τα-λένε-αυτά και ακούγαμε την Σ. που είναι η πιο διάσημη φίλη μας για φέτος, να σχολιάζει όλο το καλλιτεχνικό παρασκήνιο, δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο όρθιο. Μετά κουρέψαμε την Στ. για να της δώσουμε ένα νέο λουκ αλλά κυρίως επειδή δεν είχαμε τι να κάνουμε, πώς την πείσαμε ένα θεός ξέρει – το κάναμε τελετουργικά, την καθίσαμε μπροστά σε έναν καθρέφτη σκεπασμένο με ένα σεντόνι και αρχίσαμε να ψαλιδίζουμε μέχρι που την αφήσαμε σινέντ’ο’κόνορ, ούτε ένα τσουλουφάκι τεν-τεν καν μπροστά, να περνιέται για αγόρι τουλάχιστον. Ακούγαμε Bowie και μόλις είχε σκάσει μύτη το πρώτο φυλακόβιο σήριαλ, το Oz, με τους ξυρισμένους δολοφόνους, ε, είχαμε επηρεαστεί όσο να’ ναι. Επίσης, για να καταπολεμήσουμε την λιγούρα πίναμε, εξ’ ου αργότερα και το γδαρμένο γόνατο από τη νυκταλωπία, σκοτώθηκα στη σκάλα, και ως γνωστόν οι βότκες δεν βοηθούν στο κούρεμα, τραβήξαμε το σεντόνι, αποκαλυπτήρια, και η Στ. έμεινε κόκαλο, δεν μας ξαναμίλησε ποτέ στ’ αλήθεια κανονικά πια – ή τουλάχιστον όχι για τις επόμενες μέρες στην Πάρο που ήταν κάπως συνέχεια ξινισμένη, μαύρο Πάσχα έκανε, κρύωνε και το κρανίο της μετά από τόσο μαλλί σαν της Πρωτοψάλτη στα πρώτα της βήματα, να μείνει αποψιλωμένο. «Σιγά μωρέ πώς κάνεις έτσι» της λέμε κι αυτή απαντάει «Τι θα πω στη μάνα μου; Μου λέτε;». Αναγκαζόμαστε και την σκεπάζουμε με μπαντάνα και πάμε να φάμε στο μπαρ του ξενοδοχείου όπου έχει μόνο κρέπες και τα μαρασκίνο για τα κοκτέιλ, και πάλι καλά να λέμε. Έρχονται οι κρέπες που είναι σαν να τρως γλυκό βετέξ, δεν παλεύονται, αποφασίζω να μείνω με το κερασάκι και ό,τι έχει από θερμίδες η βότκα, ίσως βρω και τίποτα τρελαμέντος σκόρπια στο σακίδιο, στα δωμάτια μετά.

· Στα δωμάτια μετά, διαπιστώνουμε ότι το σκυλί της Σ. έχει πάθει αμόκ και έχει φάει τις μισές πόρτες και παραθυρόφυλλα, όλα παραδοσιακής νησιώτικης αρχιτεκτονικής, μεγάλη ζημιά, θα πάθει τίποτα το ζωντανό με τόσο ξύλο στο στομάχι του. «Τουλάχιστον αυτό έφαγε κάτι» λέω, βάζοντας το μισό μπουκάλι Σι-Κέι (που όντως καίει) πάνω στο γόνατο να το απολυμάνω, ενώ το σκυλί τρώει και κανονικό ξύλο από την μαμά του που είναι αμείλικτη σε θέματα καταστροφής της νησιώτικης κληρονομιάς μας, με σαγιονάρα κατερπίλαρ την διχάλα με το καουτσούκ. Μετά παίζουμε μπιρίμπα και καπνίζουμε γιατί δεν έχουμε ύπνο, ενώ έχουμε πιει τα πάντα από προμήθειες, μόνο η Σι-Κέι έμεινε κι αυτό επειδή την κρατάμε για φαρμακείο. Πρέπει να είμαστε σε τέτοια κατάσταση που η μπιρίμπα τελικά μετατρέπεται σε «τραπεζάκι», δεν εξηγείται αλλιώς, αφού ακούμε βήματα στον επάνω όροφο ενώ δεν υπάρχει επάνω όροφος. «Καλέσαμε πνεύμα κατά λάθος» λέει ο Λ. μυσταγωγικά, με το δέος να απλώνει μία Ολύμπια ηρεμία σε όλο του το πρόσωπο σαν μπότοξ. Θα ήρθε ο προπάππος του Πάριου να μας διώξει από το νησί του που του το μαγαρίζουμε. «Είναι στοιχειωμένα τα στούντιο-απάρτμεντς. Σας το έλεγα εγώ να πάμε στης Μπήλιως και δεν θέλατε. Καθίστε τώρα με το φάντασμα» λέει η Σ. ενώ το σκυλί της φτύνει ροκανίδια.

· Ο παππούς ήταν ήσυχος, δεν μας πείραξε. Μόνο πέρα δώθε όλο το βράδυ, λύσσιαξε. Αλλά κι εμείς κάποια στιγμή λιποθυμήσαμε - και το Φάντασμα της Όπερας αυτοπροσώπως να ερχόταν δεν θα του δίναμε καμία σημασία. Το επόμενο πρωί, συννεφιά, Μεγάλη Πέμπτη, τα μέντιουμ με μαύρα γυαλιά σερνόμαστε για μπρέκφαστ κάπου, οπουδήποτε, αν δεν βρούμε να φάμε κάτι επειγόντως θα σουβλίσουμε το σκυλί. Είμαστε σε ένα μέρος στην ερημιά και επίσης δεν είναι πια πρωί, είναι βαθύ μεσημέρι. Βρίσκουμε μία ταβέρνα πάνω στα βράχια και παραγγέλνουμε καφέδες, χυμούς, τοστ και καλαμαράκια με ούζα. Ο ταβερνιάρης ενθουσιάζεται με το σελέμπριτυ (την Σ.), έρχεται στο τραπέζι μας για πι-αρ και αρχίζει το μπίρι μπίρι. (Πού είναι ο παππούς του Πάριου όταν τον χρειάζεσαι;) Στο τέλος βγαίνει γνωστός της πρώην γυναίκας του αδερφού του πρώην εκδότη μας, βαθμός συγγένειας που επιβάλλει να φέρει και μπουκάλα με ζεσταμένο στη σόμπα ρακόμελο. Ποιος δεν θέλει ρακόμελο με το πρωινό του; Μόνο που έχει πάει 6 το απόγευμα και δεν πρέπει να ξεχαστούμε, έχουμε να πάμε στη Χώρα να δούμε τον Πάριο που περνάει τα απογεύματα με την καμπαρντίνα στους ώμους κι από πίσω τη Σοφία με τα παιδιά, είναι τύπικαλ Πάρος, μην το χάσουμε.

· Στις 11 το βράδυ είμαστε ακόμα εκεί. Η Στ. δείχνει το νέο της haircut σε μία άγνωστη παρέα οι οποίοι την φωτογραφίζουν. Ο ευγενικός ταβερνιάρης τραβάει βίντεο την Σ. να πίνει και να μην μπορεί να πει τα σύμφωνα (ούτε και τα φωνήεντα εδώ που τα λέμε), πράγμα που συνεχίζεται και όταν βγαίνουμε στον καθαρό αέρα και η Σ. αποφασίζει, μεσάνυχτα στην ερημιά, να μας απαγγείλει τον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα που το θυμόταν από τη σχολή ακόμα. Είναι πολύ συγκινητικό, πρέπει να μας άκουσαν μέχρι τη Μύκονο από τον κλαυσίγελο. Μετά κάνουμε όλοι μαζί τελετουργικά bonding που το θυμόμαστε από την Ίμπιζα ακόμα και στην ουσία είναι προσκοπικές κραυγές που τις φωνάζεις χορεύοντας σε κύκλο αγκαλιά με τους συντρόφους σου και μετά πέφτετε κάτω, όπως και έγινε.

· Οι υπόλοιπες μέρες του κλασικού αυτού, ελληνικού Πάσχα, πέρασαν λίγο πολύ όπως και όλων των ελλήνων που γιορτάζουν παραδοσιακά, στα νησιά. Τον Πάριο με την καμπαρντίνα δεν τον προλάβαμε ποτέ ούτε και τον περιβόητο παπά που πάει στα μπαρ μετά τη λειτουργία, αν και πήγαμε σε όλα. Καταλήξαμε στο Λιναρντό όπου είδαμε όλους όσους δεν χωρούσε η Μύκονος «η οποία βουλιάζει, παιδιά» μαθαίναμε συνέχεια. Κάποια στιγμή ένας ξένος μάλλον κάτι είπε για το κουρεμένο κρανίο της Στ. και ο Λ. ήθελε να κάνει τσαμπουκά. Μας ρωτούσε «Πείτε μου ρε, πώς λέμε στα αγγλικά ‘Είσαι σαν την Μαίρη Πόπινς’;» οπότε φοβηθήκαμε μη χυθεί αίμα και φύγαμε. Πρέπει να ήταν Μεγάλη Παρασκευή; Μεγάλο Σάββατο; Δεν θυμάται κανείς μας. Και τα υπόλοιπα αμυδρά τα θυμόμαστε – μόνο σκόρπιες λέξεις: ανάσκελα, τα κερνάει το μαγαζί, ποια Ανάσταση, ποια βαρελότα, ποια απάρτμεντς. Ευτυχώς υπάρχει το βίντεο του ταβερνιάρη (το έβγαλε με τρόπο η Σ. από την κάμερα και το πήρε) και έχουμε ένα κάποιο σημείο αναφοράς για την κατάστασή μας.

· Από μια άποψη ήταν ένα πραγματικό Πάσχα Αγάπης γιατί ήμασταν στ’ αλήθεια αγαπημένοι – φυσικά, με τόσο bonding, θα μου πεις. Στο λαθραίο βιντεάκι φαίνεται στα πρόσωπά μας το «Πάσχα», το λιώσιμο, η τρέλα και η Άνοιξη. Απλώς το ζήσαμε ανάποδα. Πρώτα η Ανάσταση και μετά τα Πάθη: στο καράβι της επιστροφής, αντικρύζοντας το γκρι εμετί σύννεφο της Αθήνας, ξέρουμε καλά ότι μόλις τώρα αρχίζει το Θείο Δράμα για εμάς.


(Athens Voice, t.253, 16.04.09)


3 Απρ 2009

Ώρα Μία


ODC, το σκοτεινό θηρίο της Hamilton, σχεδιασμένο για την «Οδύσσεια» του Κιούμπρικ. Προς το παρόν υπάρχει ακυκλοφόρητο σε αυτή, την προσωρινή φάση.

* Είμαι ένας συναισθηματικός συλλέκτης Swatch ρολογιών.
Όλα άρχισαν επειδή, κάποτε, το πλαστικό μου φαινόταν πιο ροκ από το μέταλλο και μάλιστα όσο πιο φθηνό, τόσο πιο καλά. Το έβλεπα σαν T-shirt: το χέρι μπορεί να είναι ένα ιδανικό πλατώ «δηλώσεων». Μου άρεσε να μισοφαίνεται κάτω από ένα straight μανίκι, ένα έξαλλο ρολόι. Να ξεπροβάλλουν από το καντράν φτερά, βίδες, καλώδια με φωτεινή απόληξη, δεν ξέρω, γκρέμλινς, τα πάντα. Από το über-trendy Jellyfish που ποτέ δεν φόρεσα αλλά μου άρεσε να βλέπω τα σπλάχνα του να κινούνται, μέχρι το alarm – φούρνο μικροκυμάτων με μελωδία αφύπνισης μία αποκλειστική σύνθεση του Peter Gabriel. Άσε που βρήκα το ακυκλοφόρητο single με το κομμάτι των Ultravox, ειδικά για την Swatch και μετά καπάκι κυκλοφόρησαν τα τρία συλλεκτικά για τα 100 Χρόνια του Κινηματογράφου, σε μεταλλικό κουτί κινηματογραφικής μπομπίνας, σχεδιασμένα από τον Altman, τον Kurosawa και τον Almodóvar με τρία ταινιάκια φτιαγμένα από τους ίδιους – τα έβλεπες βάζοντας το reel μέσα σε ένα ειδικό μονόφθαλμο βιού-μάστερ. Ήταν τόσο έξυπνο που σχεδόν έφευγε από τον καρπό σου.

* Ήταν η εποχή που ο γερο-Hayek, ο Κύριος Swatch, είχε απογειώσει τη μεγαλύτερη pop έκπληξη στον επιχειρηματικό κόσμο, βλέποντας τέχνη και τεχνική μέσα στην ίδια συσκευασία, χιούμορ μέσα στο «ιερό φετίχ» των αρχιμαστόρων ρολογάδων. To ρολόι, είτε φτηνιάρικο ψηφιακό γιαπωνέζικο gadget, είτε βαρύ μεταλλικό όπλο επιβολής στο χέρι γιάπηδων που σκότωναν την ώρα τους ανάμεσα σε πτήσεις ανταπόκρισης στα duty free των διεθνών αεροδρομίων, τώρα αποκτούσε τεράστια καινούργια αγορά και ξαναγυρνούσε θριαμβευτικά στην ιδιαίτερη πατρίδα του – την Ελβετία.

* Μετά η Swatch έγινε Όμιλος και επίσημος χρονομέτρης των Ολυμπιακών Αγώνων. Σαν μια χιονοστιβάδα στις ελβετικές Άλπεις, κύλησε στην κοιλάδα με τα μικρά χωριά και πήρε μαζί της, στην προστατευτική της πάλλευκη κοιλάρα, όλες τις μεγάλες και μικρότερες ελβετικές εταιρίες ρολογιών. Η συντεχνία ξαναζούσε, ενάντια στη γιαπωνέζικη ωρολογο-γιακούζα. Το μυστικό της τέχνης θα μεταδιδόταν και πάλι, σαν απειροελάχιστο βιδάκι από μπλε επεξεργασμένο μέταλλο, από χέρι σε χέρι, κληρονομιά προσεχτικά κρατημένη στην άκρη της τσιμπίδας του μαστρο-Hayek. Ο γιός Hayek ανέλαβε, μαζί με την ιταλική, ντηζαϊνάτη ομάδα τεχνοκρατόρων της εταιρίας το brand name και ο μπαμπάς αφοσιώθηκε στις μικρές του, πολυτελείς απολαύσεις – το καινούργιο του χαϊδεμένο μωρό, την ιστορική Breguet.

* Ο Breguet, επίσημος ρολογάς του παλατιού των Βερσαλλιών, είχε φτιάξει για την Μαρία-Αντουανέττα ένα μικρό αριστούργημα τεχνικής και μικρογλυπτικής, ένα ολόχρυσο ρολόι τσέπης που συγκέντρωνε επάνω του όλες τις, μέχρι τότε, καινοτομίες της εποχής στην ωρολογοποιία. Μετρούσε τον διαφυγόντα χρόνο με την απαλή μετρονομία ενός συνόλου μουσικής δωματίου. Ήταν ένα ημερολόγιο στο διηνεκές. Ήταν η ώρα δια της αφής, για να μπορεί κανείς να μην είναι αγενής σε μία ομήγυρη. Ήταν πυκνό, «περίπλοκο όσο το σύμπαν», ένα αληθινό κόσμημα που ούτε ο ίδιος ο δημιουργός του είδε ποτέ τελειωμένο, ούτε η ίδια η βασίλισσα – της έκοψαν το κεφάλι, ενώ το χρυσό ρολόι της συνέχισε την πορεία του κρυμμένο στα θησαυροφυλάκια της εταιρίας, ή αλλάζοντας χέρια. Μαρκήσιοι, άγγλοι λόρδοι, συλλέκτες, ρομαντικές αγγλίδες ερωτευμένες στην Ινδία, εβραϊκά πανεπιστήμια και τελικά στο μουσείο ισλαμικής τέχνης της Ιερουσαλήμ – απ’ όπου και εκλάπη πριν είκοσι-τόσα χρόνια. Η ιστορία μοιάζει με ταινία του Τομ Χανκς: ο μπαμπάς Hayek, έχοντας στα χέρια του όλα τα ντοκουμέντα της Breguet και όλη την τεχνογνωσία και τα μέσα του Ομίλου Swatch αποφάσισε να «ξαναχτίσει» το μικρό, χαμένο αριστούργημα και, μάλιστα, να το συσκευάσει μέσα σε εκθαμβωτική κασετίνα φτιαγμένη από τον κορμό της αγαπημένης βελανιδιάς της Αντουανέττας, που είχε πέσει πια, το γέρικο δεντράκι, στον μεγάλο καύσωνα του 2003. Σε αντάλλαγμα, ο γαλαντόμος Κύριος Hayek έδωσε 5 εκατομμύρια ευρώ για την αποκατάσταση του Μικρού Τριανόν, εκείνης της μίνιμαλ ροβεσπιερικής ντίσνεϋλαντ της βασίλισσας, στην καρδιά των κήπων των Βερσαλλιών.

* Ως δια μαγείας, πέρσι, λίγες μέρες πριν την παρουσίαση του ρολογιού στην Baselworld, τη μεγάλη Έκθεση Ωρολογοποιίας και Κοσμήματος στη Βασιλεία της Ελβετίας, το κλεμμένο ρολόι επεστράφη στο μουσείο της Ιερουσαλήμ ενώ ένα σκοτεινό, συναρπαστικό παρασκήνιο περιβάλλει ακόμα την ιστορία.

* Πριν λίγες μέρες βρέθηκα στην Baselworld μαζί με το γκρουπ της Swatch, χαμένος μέσα σε υπερ-ψηφιακά σκηνικά και διαστημικές κατασκευές των περιπτέρων της πιο ισχυρής, σοβαρής συντεχνίας του κόσμου. Οι ρολογάδες και οι χρυσοχόοι είναι σαν ιερείς μίας θρησκείας που λατρεύει τη φυσική και τα υλικά της γης – μέταλλα, ορυκτά, κρύσταλλα, πετρώματα και την κίνηση της μηχανής μέσα στο χρόνο. Είναι όλοι, πελάτες, πωλητές, dealers, διευθυντές, ντυμένοι στα μαύρα. Μας οδηγούν σε μίνι λαβύρινθους μέσα σε μικρά, κρυφά δωματιάκια και κάτω από ένα σποτ, κρατάνε απαλά στο αριστερό τους χέρι τα νέα design που θα κυκλοφορήσουν την επόμενη χρονιά. Το δεξί τους χέρι, φορώντας ένα βελούδινο, αέρινο γάντι, ακουμπάει απαλά τα υπέρ-σκληρα μέταλλα από ζαφείρι, τις ατσάλινες κάσες, στριφογυρίζουν τα στεφάνια με τα απειροελάχιστα νούμερα των ενδείξεων. Μιλάνε σιγά και με χιούμορ, μετράνε διαμάντια και καράτια σαν να μας πέφτουν ένα-ένα τα δόντια με κάθε σιδερογροθιά - ρολόι που μας ρίχνουν.

* Μπαίνω στον μαύρο λαβύρινθο, πλησιάζω μαγεμένος τη μοναδική ρέπλικα του ρολογιού της Αντουανέττας που θα βρίσκεται στην Έκθεση για μία μόνο ώρα και μετά θα επιστρέψει στο Παρίσι. Λαμποκοπάει και κινείται η καρδιά της, ακίνητη καθώς στέκεται, αιωρούμενη στο αεροστεγές κενό του γυάλινου κλωβού της. Θέλω να την φωτογραφίσω αλλά ένας σεκιούριτυ ροτβάιλερ θέλει να με φάει κι έτσι φωτογραφίζω πιο πέρα την μαρκετερί της κασετίνας – απομίμηση του ξύλινου παρκέ του Μικρού Τριανόν που μου θυμίζει αθηναϊκό διαμέρισμα, τέρμα Διδότου ή Σούτσου, Μαβίλη. Εκεί το τοποθετώ.

* H Baselworld δεν θέλει φωτογράφους. Κυρίως ασιάτες. Η βιομηχανική κατασκοπία κυλάει στις παχιές μοκέτες, εντοπίζεται ή όχι σε χαμηλούς τόνους σκληρού ανταγωνισμού ανατολής και δύσης. Φτηνά εργατικά με πανάκριβη παράδοση. Νέες τάσεις, τεράστιες γιγαντιαίες κάσες, νέοι μηχανισμοί (όπως της σινεφίλ Hamilton), το Ventura του Έλβις από την «Μπλε Χαβάη» δίπλα στα μίνιμαλ της CK και τα ολοκαίνουργια Tiffany’s (τα έχει αναλάβει η κόρη Hayek). Τετράγωνα σαν περικάρπια επιστημονικής φαντασίας – της Rado πάντα. Η γερμανο-τελειομανής Glashütte λέει ότι ο καλύτερος τρόπος για να τεστάρεις την ανθεκτικότητα στους κραδασμούς είναι το γκολφ, το σκληρότερο άθλημα στον κόσμο για τη ζωή ενός ρολογιού. Η Omega, ελαφρώς σνομπ και νέος χρονομέτρης των Ολυμπιακών προτιμάει το διάστημα όπου, άλλωστε, έχει πετάξει ενώ η Tissot, δια της αφής t-touch πάει στα βαθιά της αβύσσου ή στα πιτ του MotoGP όπου συνεχίζει να διαπρέπει με το μοντέλο «μέσα στη συσκευασία – κράνος». Διαμάντια, καράτια, ρουμπίνια.

* Σάββατο βράδυ, στην Ώρα της Γης, με τα σβηστά φώτα, βρίσκομαι στον αέρα. Στο μαύρο σιλικονάτο Scuba Swatch μου – αυτό φοράω μόνιμα πια – παίζω με την ώρα. Μία πίσω Ελβετίας, μία μπροστά Ελλάδας, ακόμα μία μπροστά η Θερινή. Μπερδεύομαι, κλείνω τα φώτα, κλείνω τα μάτια, κενό αέρος.


(Athens Voice, τ. 251, 02.04.09)

11 Μαρ 2009

Ψυχοσάββατο


* Πήγα στη μάνα μου. Νωρίς το πρωί, ο ουρανός ακόμα ανάμεσα στη βαριά συννεφιά και το αλμοντοβαρικό γαλάζιο, με δυνατή ψύχρα, ίδια ώρα όπως παλιά που ανηφόριζα για το σχολείο – το’ κοβα με το πόδι από τη Μιχαλακοπούλου, έβγαινα Άγιο Θωμά, μετά Γουδί, έπιανα λίγο ίσωμα στον Άγιο Θεράποντα και μετά πάλι ανηφόρες, την Γρηγορίου Κουσίδη και μετά χέβυ-μέταλ, την Παπάγου, καρα-ανηφόρα που μας έβγαζε τέρμα πάνω βουνό, στα σχολεία. Ανοιχτωσιά, άπλα, άνεμος, δίπλα το νεκροταφείο, η πανεπιστημιούπολη και βουνό. Το τέλειο βουνό.


* Στο δρόμο θυμόμουνα τα πάντα σαν να είχα GPS στο κεφάλι μου. Μου τα έλεγε η φωνή: «Στα διακόσια μέτρα, πλατεία.» Τσεκ. «Στα διακόσια δέκα μέτρα, σπίτι παλαιού συμμαθητή». Ξανά τσεκ, το σπίτι του Β.Λ.. «Αριστερά, γήπεδο μπάσκετ. Crazy Love στου Ζωγράφου, η συναυλία της βροχής». Βεβαίως. Τσεκ. «Στα πεντακόσια μέτρα, γκομενικό». Τσεκ, διακριτικά.


* Όλα τώρα φαίνονται πιο στενά και αποπνικτικά, αλλά μπορεί να φταίει απλώς η τελειωμένη μου ανάσα, είκοσι χρόνια τσιγάρου και ένα καμένο ρινικό διάφραγμα. Αλλά και η παλιά ΠΑΜΚ τώρα έχει απ’ έξω κρεμασμένες Εσπρέσο και Τσάο, οπότε… «Τα κάνατε σκατά, τώρα στρίψτε δεξιά», η φωνή στο κεφάλι μου. Στρίβουμε. Στην πλατεία, ακόμα οι λεκέδες από λιωμένα παγωτά. Σε έναν τοίχο πιο πάνω ήταν απείραχτο για δεκαπέντε χρόνια το πρώτο σύνθημα που γράψαμε με τον Μ.Λ., «Μηδέ θεός, μηδέ αφέντης», μηδένα προ του τέλους μαλάκα μου, τώρα το σβήσανε κι ανοίξανε κομπιουτεράδικο. Και μετά να’ την, η γνωστή κατηφόρα μπροστά μου. «Ευθεία μπροστά σας, κατηφόρα. Κι άλλο γκομενικό». Τσεκ. Ολομέτωπη. Μέχρι να τελειώσουν όλα τα γκομενικά έχω φτάσει πάνω, βουνό, τι βουνό, Αραράτ.


* Είναι ωραία εδώ η μάνα μου. Στην ανοιχτωσιά της κορυφής, στην πλαγιά, σαν πορτογαλικές καραβέλες οι πολυκατοικίες, ψηλές και γκρουπάτες, με ευάερη θέα εννιά ορόφων βλέπουνε μέχρι πέρα μακριά, πιο μακριά από τη μπίχλα της Αθήνας, θάλασσα αριστερά. Κι από τη φοιτητική εστία δεξιά, ορμάει η αλάνα σαν πεδίο βολής, καφέ και μαδημένη, άτσαλη, σκαμμένη, φτάνει μέχρι Παπάγου. Ανεβαίναμε στην ταράτσα και καπνίζαμε, βλέπαμε το Αλδεβαράν.


* Εδώ. Δίπλα στη δική μου ζωή, σχολειά, γυμνάσια, λύκεια, φροντιστήρια, γκομενικά, φίλους που αγάπησα και φίλους που έθαψα, εδώ είναι κι οι θείες, κι οι γονείς μου, στο ίδιο βουνό κοπάνες και θαμμένες γόπες, μυστικά που ποτέ δεν θα αποκαλύψω, λόγια, ζωγραφιές σε χαρτιά κομμένα από το τελευταίο φύλλο της Γραμματικής του Τζαρτζάνου. Εμένα βέβαια προτιμώ να με κάψουνε και να με σκορπίσουνε σε διάφορα σημεία του πλανήτη, αλλά αυτό είναι άλλο Πανικοβάλ.


* Μπροστά στην είσοδο του νεκροταφείου, στριμωγμένες ελεεινές μαρμαροπαράγκες, καφετέριες από βρώμικα, ξεχαρβαλωμένα νάιλον, γύφτικα ντάτσουν γεμάτα γαρύφαλλα στη ζούλα που θα πουληθούν στα μπαράκια του Ψυρρή, και θα τα αγοράσετε εσείς, κατακαημένες τρέντυ φατσούλες μου (cheers!). Ταξί που χάσκουνε για λίγο, ξεβράζουνε δυό-δυό τις συμπεθέρες, φορτώνουνε και φεύγουνε γεμάτα, όλο γκάζια. Δε γουστάρει ο ταρίφας μνήματα, γριές που κλαίνε, δε βγάζει καλές διαδρομές το νεκροταφείο, «κανένας δε θα σου πει ‘Αεροδρόμιο και γρήγορα’, να πούμε». Όλη η σπουδή στα νεκροταφεία συμβαίνει όμως μόνο εκεί, μπροστά - είσοδος, προαύλιο, παγκάκια, καφενείο μνημόσυνων. Αμήχανοι άντρες συγγενείς, ευγενικοί και ψαρωμένοι μπροστά στο θάνατο. Κοράκια με μαύρα παντελόνια και λευκά πουκάμισα, σαν σερβιτόροι, περιφέρουνε το άχθος της ζωής ανά κηδεία. Παλιές καραβάνες, πτυχιούχες γριές του post mortem, κινούνται μόνες, με ευλυγισία καμαρώτου στις γωνιές και στις αλέες. Γνωρίζουνε ποιος, πώς, πότε. Ξέρουνε πού έχει βρύσες, πού θα βρεις παπά, τι έχει πίσω από εκείνες τις βαριές μεταλλικές πόρτες των υπογείων. Μόλις περάσεις την αναστάτωση της εισόδου, αρχίζει μία γλυκιά ησυχία που ανηφορίζει την λεωφόρο, πάει πάνω πέρα, στα ωραία δέντρα. «Συνεχίστε ευθεία, δεν έχει πουθενά να στρίψετε» ψιθυρίζει η φωνή του GPS.


* «Πώς θα γυρίσουμε πίσω τώρα, έτσι όπως τά’ κανες;» ψέλνει η μία την άλλη, κρατημένες αγκαζέ, γύρω στα πενήντα, μαυροφορεμένες, συγγενείς εξ αίματος μου μοιάζουν, βογκώντας ανηφορίζοντας το δρομάκι που βγάζει στο δικό τους μνήμα. Ντίρι-ντίρι-ντίρι, κρατώντας σπαρματσέτα, σακούλες με σπίρτα και λάδια, λουλούδια, σφουγγαράκια, κουτάκια, δεν ξέρω, ένα φορτίο με ψιλικά περιποίησης τάφου. Σαν ημέρα γενικής καθαριότητας. «Δεν γυρίζεις πίσω, γλυκιά μου», της απαντάει η φωνή.


* Ξεπροβάλλουν από τα δρομάκια. Έχουν γαλήνιες φυσιογνωμίες, κινούνται χαλαρά σαν επάνω σε κυλιόμενο διάδρομο. Η ηρεμία τους μοιάζει με μια μεγάλη ανακούφιση, ένα γλυκό κουράγιο που άντεξε τη δοκιμασία και να, τώρα, κοίτα τι ωραία που είναι εδώ, κοίτα, σου έφερα φρέσκα λουλούδια, θα σου κάνω με βετέξ τα μάρμαρα, θα σου ανάψω το φυτιλάκι σου, θα καθίσω λίγο εδώ κοντά σου, τι ωραία ησυχία που έχετε. Γυναίκες που μιλάνε με τις ψυχές. Κυλάνε τον χρόνο τους μαζί, σαν ένα αλμανάκ στην άκρη της λογικής. Τα Χριστούγεννα είχανε κρεμάσει στο μικρό περιστύλιο του τάφου ενός δεκαενιάχρονου, πολύχρωμα λαμπάκια. Στολίζουνε μεγάλες κόκκινες καρδιές από τριαντάφυλλα, γούνινα αρκουδάκια, κασκόλ του Παναθηναϊκού. Μικρά θλιμμένα αγγελάκια, πάνω στα μαγουλάκια τους χέζουν τα περιστέρια. Δεν έχει πολλούς αγίους κι

εικονίσματα το νεκροταφείο, έχει τελειώσει εδώ η προσδοκία. Ισχύει μόνο η αγάπη.


* Παπάδες περιφέρονται σαν δυσοίωνοι φιλόσοφοι, βολτάρουν τη διαθεσιμότητά τους. Αν θέλεις μνημόσυνο τους φωνάζεις «Πάτερ, πάτερ εδώ. Δίπλα στη μαρμάρινη καρδιά. Μπορείτε παρακαλώ;» Έρχονται, μουρμουρίζουν μοτεράκι τις προσευχές, 20 λέξεις σε ένα δευτερόλεπτο, σαν το pecha kucha κάπως, πέστα γρήγορα, πάρε το εικοσάρικο, τζους στην παραπάνω οικογένεια.


* Οι οικογένειες, εκτός αν είναι σε κηδεία που ολοφύρονται (αλλά και πάλι, μη νομίζεις…), είναι ήσυχες δίπλα στους δικούς τους. Μιλάνε μαλακά, γελάνε γλυκά, τακτοποιούνε τα λιγοστά αξεσουάρ του μνήματος και ακούς τους ήχους της ζωής, ολόιδιους με της ηρεμίας γύρω. Τσικ-τσικ τα τζαμάκια στα εικονοστάσια, κλικ, τσαφ, ένα σπίρτο που ανάβει ένα καντήλι. Βήματα στα χαλίκια, μερικές σιωπηλές ανάσες, με κάποιο τρόπο όλα έχουν βρει τη θέση τους. Ένα καλοντυμένο κοριτσάκι τριών χρονών παίζει με τα λουλούδια από ένα στεφάνι. Στην τρίτη αλέα δεξιά, φεύγοντας, βλέπω ένα χαρτί κολλημένο στο τζάμι της εισόδου ενός μνήματος: «Όποιος πειράξει τα λουλούδια μου θα τον πάρω μαζί μου».


* Αργότερα πήγαμε στη Ναυαρίνου και Τρικούπη να δούμε τους Αθηναίους που άρχισαν να φτιάχνουν το «Πάρκο Με Το Ζόρι». Χαμογελούσαν, έπαιζαν με μπάλες, ήταν φίλοι, γείτονες, παλιοί συμμαθητές. Ένα πιτσιρίκι τριών χρονών σκάβει και φυτεύει ένα δέντρο. «Όποιος πειράξει το δεντράκι του πιτσιρίκου, θα τον πάρω μαζί μου», ακούω μία φωνή.





(Athens Voice, τ.248, 12.03.09)

5 Μαρ 2009

Ψηλά Τακούνια

Ο Σταμάτης Φασουλής "ξορκίζοντας τους δαίμονές του".
(Φωτο.ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΒΑΛΙΕΡΑΚΗΣ)



* «Επιτέλους» λέω στον Σταμάτη Φασουλή καθώς συναντιόμαστε στην πλατεία του Παλλάς, νύχτα Τετάρτης, πρόβα, το «Κλουβί με τις τρελές» έτοιμο να εκραγεί από το πόσο έτοιμο είναι να βγει από τη ντουλάπα του, φτερά, τακούνια, στρας και καθολικοί σταυροί να γίνουν πολυθέαμα. «Έχουμε να βρεθούμε 5-6 χρόνια. Από το Λονδίνο» του θυμίζω. Το σκέφτεται, μετράει. «Αμάν ναι, από το Λονδίνο…» λέει, «δεν το πιστεύω».

* Τελευταία φορά, στο Λονδίνο, βλέπαμε παραστάσεις με τον Σταμάτη και μία παρέα ανθρώπων του θεάτρου και μετά τρώγαμε σε εστιατόρια σαν συνέχεια της κάθε παράστασης. Τα μεσημέρια πηγαίναμε στου Paul Smith και δοκιμάζαμε κοστούμια του ενός εκατομμυρίου «όχι», ήταν απολαυστικός να τα φοράει, αγέρωχος, με ένα κρυφό σκανταλιάρικο και αυτοσαρκαστικό χαμόγελο πάντα κρυμμένο στο βλέμμα του - αλλά και τόσο δύσκολο να του το φανερώσεις. Μια μέρα που τρώγαμε (ναι, πάλι) στρείδια στο μπακάλικο του Harrods και μου έλεγε ιστορίες για τη Νόνικα, του λέω «Θέλεις να πάμε να δούμε drag show; Παίζει μία πολύ καλή». Δεν θυμάμαι ποια, αλλά ήθελε. Δεν είχε ξαναπάει σε κλαμπ με drag show, όχι στο επίπεδο του stand up comedy που το έχουν αναδείξει οι αγγλίδες βασίλισσες του είδους, όπως η Lily Savage και η (μακαρίτισσα πια) Regina Fong. Πήγαμε, ενθουσιάστηκε, γέλασε, είχε απορίες, δεν μίλησε σε κανέναν. Εκείνο ήταν νομίζω, και το πρώτο του βράδυ «στο κλουβί».

* «Το «La Cage Aux Folles» το είχα σκεφτεί εδώ και καιρό» μου λέει αργότερα, στο καμαρίνι, «αλλά δεν θα το έκανα, δεν ήθελα ποτέ να το προτείνω εγώ, το φοβόμουνα. Η Αρχοντούλα ήρθε και μου το είπε. Κι επειδή μου το πρότεινε αισθάνθηκα σίγουρος.»
Και βέβαια σίγουρος, λέω. Η αντιπρόεδρος της Ελληνικής Θεαμάτων θέλει μιούζικαλ και η Αθήνα τιγκάρει τα μιούζικαλ που ανεβαίνουν στην πιάτσα, από «Βίρα τις άγκυρες» μέχρι «Παραγωγούς». Ακόμα και το αποτυχημένο στο Λονδίνο «Full Monty», εδώ έσκισε. Και με έναν περίεργο τρόπο, όλα έχουν το άγγιγμά του: Σίγμα-Φι. Έκανε πολύ καλά και του το πρότεινε η κυρία Αρχοντούλα. Τον πλησιάζει μία βοηθός. Πόσα κόψαμε σήμερα; Εξακόσια-τόσα. «Χτες κόψαμε 666» μου λέει. «Τον αριθμό του διαβόλου». Σύνολο, μέχρι στιγμής, 29 χιλιάδες προπωλήσεις. Μα πόσες τρελές έχει η Αθήνα πια; Σίγουρα έρχονται κι άλλοι, μισότρελοι έστω.

* Ο Φασουλής πιστεύει ότι η επιτυχία του «Κλουβιού» οφείλεται στο τρίπτυχο «Μιούζικαλ-Παλλάς–και Μπέζος/Φασουλής». Θεαματικό έργο, μεγάλο θέατρο, ακριβή παραγωγή, ιδανικό καστ. Από μια άποψη, το Παλλάς είναι το Lido της Αθήνας τουλάχιστον γι’ αυτή την περίοδο. Ο χορογράφος Δημήτρης Παπάζογλου έχει δουλέψει και στο Lido και στο Moulin Rouge και αυτό φαίνεται. «Τα χορευτικά μας είναι πολύ πιο γαλλικά σε σχέση με το αμερικάνικο. Ο Παπάζογλου μας έβαλε βεντάλιες, σεγκρέτες, κατέβασμα σκάλας. Ενώ τα αμερικάνικα μιούζικαλ έχουν πιο πολύ σχηματισμούς, είναι πιο Μπάσμπι Μπέρκλεϊ. Εδώ παίζει περισσότερο με ένα θέαμα της Ζιζί Ζανμαίρ ας πούμε ή του Μουλέν Ρουζ. Ε, τώρα όλο αυτό, από κάτι ψηλογκαγκάνες γκόμενες αποκτάει άλλο ενδιαφέρον». Είδα μετά γιατί.

* «Αγόρια Με Τακούνια». Ο πρώτος τίτλος που θα έβαζα για κάτω, στη σάλα. Για να κατέβω στη σάλα, περνάω τρεις ορόφους με τουαλέτες. «Αλλάζω και κάτω». Ο Σίγμα-Φι αλλάζει παντού (κοστούμια: Ντένη Βαχλιώτη). Στη σκηνή, αγόρια με φόρμες και γόβες, “les Cagelles” του σόου, κάνουν αυτό που θα έκανε όποιος φοράει γόβες: Τις περπατάει, man! Τις κάνει δικές του. Το κου-ντε-πιέ του, γίνεται σημαντικότερο από τη φτέρνα του. Η γάμπα (με την τριχάρα) στηρίζει περισσότερο τον πωπό του παρά το πιπί του. Αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Τα παιδιά είναι τόσο σοβαρά, όσο κι αν ήταν Χορός στην Επίδαυρο. Τινάζουν. Ξεκουράζουν. Τεντώνουν. Προβάρουν. Είναι ένας μικρός, ο Θοδωρής Πάνας, πολύ καλός, «εγώ τον ανακάλυψα, τον είχα στο West Side Story» λέει ο Σίγμα-Φι. Φυσικά. Ο μικρός βρίσκεται παντού, σε όλα τα μεγάλα σόου της πόλης εκεί, κόρους λάιν, σκληρός εργάτης, λαμπερό εξωτικό πουλί (ανάλογα με το κοστούμι βέβαια). Και οι υπόλοιποι, νέες φάτσες, ενθουσιασμένοι και ταπεινοί μπροστά στη Μαμά-Ζαζά του έργου, στην κυρά τους. Στο κάστινγκ, είναι φανερό, διάλεξε «φόρμες» ο σοφός Φασουλής. Μία μύτη, ένα τεράστιο ύψος, ένα αδύνατο σώμα… Τόνισε το «πατατράκ» που πρέπει να φαίνεται στο έργο, το στραβοπατημένο τακούνι μίας ζωής πάνω στη σκηνή, κάτω από τα πούπουλα στρουθοκαμήλου. Άπονη ζωή.

* Στο πρώτο ανέβασμα του μιούζικαλ, 1984, Νέα Υόρκη, με τον Harvey Fierstein και τη νταλικιέρικη φωνάρα του (με μια δόση ζαχαρένιας αγάπης θείας), ο σκηνοθέτης φοβήθηκε την αγριάδα ενός μπαλέτου ιμιτασιόν κοριτσιών και προσάρμοσε τα αγόρια του σε «ένα size», γυναικωτό. Μάλιστα, έριξε μέσα στο μπαλέτο και μία ορίτζιναλ γυναίκα – την οποία έβαλε μετά και στην αφίσα της παράστασης. Για ξεκάρφωμα. Ήταν το πρώτο gay μιούζικαλ στο Broadway στην εποχή που το AIDS είχε αρχίσει να θερίζει κοινότητες ολόκληρες. Η διασκέδαση έμοιαζε τόσο επικίνδυνη όσο το σεξ. «Το μόνο που έμεινε γυναικείο εκεί, ήταν αυτή η αφίσα» απαντάει ο Σταμάτης. «Εδώ είναι όλοι αστείοι, υπάρχει αυτοσαρκασμός. Δεν είναι ακριβώς αγόρια αλλά ούτε και κορίτσια. Εγώ τους λέω αγορίτσια».

* Ο Φασουλής δεν έχει ξαναφορέσει τακούνι στη ζωή του. Ούτε ζωγραφιστό. Ούτε στις περιοδείες που κάνανε με το Ελεύθερο. Και τις περούκες τις δοκίμασε, λέει, σιγά σιγά. Πρώτα του φέρανε μία για να τη βάζει και να τη βγάζει στις αλλαγές των σκηνών – ούτε είχε δει στον καθρέφτη. Μετά φέρανε και μία δεύτερη. Μετά μία τρίτη, για τη φωτογράφηση. Εκεί είδε τον εαυτό του πρώτη φορά «με καούκα». Τώρα έχω δει να φοράει τουλάχιστον τέσσερις: μία πανήψηλη α λα Μαρτζ Σίμπσον. Μία πλατινέ άφρο τε-ρά-στια. «Αυτή είναι η Μάρλεν Ντήτριχ» λέει νοσταλγικά. Μία ίσια, κάπως Ντόρα μου φάνηκε. Και μία μωβ λουλακί, γνήσιας Κολωνακιώτισας αν θυμάστε. «Όταν είμαι άβαφος, είμαι σαν τον Χάρο τραβεστί» με προειδοποιεί. «Δεν μπορείς να φανταστείς. Αλλά όταν βάφεσαι υπέροχα, εντάξει, κάπου κολλάει. Η περούκα θέλει και όλο το αξεσουάρ, αλλιώς είσαι σαν καραγκιόζης». «Πάντως, Σταμάτη μου, το φυζίκ σου έχει εκ των προτέρων αυτό το ανασήκωμα των φρυδιών της βαμπ. Έχεις ένα βλέμμα σαν της Γκλόρια Σβάνσον που τους κοιτούσε όλους αφ’ υψηλού» παρατηρώ.
«Αυτό το’ χω επειδή είμαι κοντός» παρατηρεί εκείνος. «Τις κοιτάω αφ’ υψηλού για να νομίζουν ότι είμαι εγώ ο ψηλός».

* Ψηλός ή κοντός, αυτό που ήθελα να δω εγώ στα πρόσωπα μέσα στο «Κλουβί» ήταν οι κρεμασμένες βλεφαρίδες. Το σημείο φυγής, εκεί που τελειώνει το γκλάμουρ και αρχίζει η νύχτα. Μια τεράστια κούραση σε μια στραβοκολλημένη βλεφαρίδα δείχνει όλη τη λάμψη της ζωής λίγο πριν το χάραμα. Κάπνα, φτηνά στρας και ένα ποτήρι παραπάνω, man. «Από το βάρος της ανόδου πέφτουνε. Και αυτό υπάρχει σε όλη την παράσταση» μου λέει. Εκεί όμως που η Ζαζά, εσύ, παίρνει σοβαρά τον εαυτό της, είναι η οικογένεια, έτσι δεν είναι Σταμάτη μου; «Ναι, θα την δεις. Στην προσωπική της ζωή είναι πολύ Κυρία. Είναι Chanel.»

* «Πάμε κάτω» λέει, φορώντας, με τα «πολιτικά» του, την περούκα νούμερο τέσσερα. Της Πολύ Κυρίας.

* Κάτω, στη σάλα, η λεζάντα θα ήταν «Εδώ μέσα είναι σαν να έχει ξεράσει ροζ φλαμίνγκο» για να θυμηθούμε λίγο και την Bette Midler – πόσο ταιριαστό – όταν το έλεγε στο «Beaches», περιγράφοντας το καμπαρέ που θα τραγουδούσε. Το υπερθέαμα σκηνικό του εξαιρετικού και αγαπητού Γιώργου Γαβαλά είναι ένας Πονοκέφαλος του Ροζ, μία πλημμύρα κουφετί μπουντουάρ χρωμάτων συνδυασμένη με την πιο κλασική σημειολογία του καμπαρέ, ever: τα εκατομμύρια λαμπάκια. Ο Γιάννης Μπέζος, ψαρωτικός gay με φωνή μπάτσου όπως γνωρίζουμε, είναι ο ιδανικός «σύζυγος ενός συζύγου» που θέλει τη ζωή του, δικαιωματικά, περήφανη, ανοιχτή στον κόσμο, κανένα πρόβλημα. Τα καυγαδάκια του με τον Φασουλή/Ζαζά/Αλμπέν είναι όπως ενός στρέητ ζευγαριού για ένα μενού με πολύ χοληστερίνη. Με αγάπη πάντα. Ο γιός του Μπέζου (Μέμος Μπεγνής), τρελό παιδί μιας νύχτας σεξ χωρίς σκέψη, μεγαλωμένος με την τρυφερή αγάπη του μπαμπά του και του άλλου μπαμπά του, τους ζητάει για μία φορά να παίξουν τους στρέητ, για χάρη των στρέητ, καθολικών, συντηρητικών πεθερικών που έρχονται για επίσκεψη. Εδώ μπαίνει το καμπαρέ. And all that jazz.

* Προσπαθώ να βρω μία χαμένη εξήγηση. Μία αιτία που θα κάνει το έργο, από ένα πραγματικό κλουβί με τρελές, ένα πραγματικό δέλεαρ για ηθοποιούς. Παρατηρώ τον Σταμάτη να μαλώνει ή να γλυκαίνει με τα παιδιά του θιάσου. Να μουρμουράει και να νοιάζεται. Να κάνει τα χορευτικά της μισότρελης σταρ αλλά να γίνεται μία αληθινή Μαμά όταν είναι ο αληθινός ήρωας. Ένα τεχνικό λάθος στην κίνηση του σκηνικού τραυματίζει (ευτυχώς ελαφρά) δύο τεχνικούς ταυτόχρονα. Παγώνουμε. Ο Σίγμα-Φι, ο κύριος των μεγάλων σκηνών της θεατρικής Αθήνας, πετάγεται αλαφιασμένος, τρέχει να σώσει τα μικρά του, φωνάζει και κάνει όλο το Παλλάς δικό του. Το σπίτι του, η οικογένειά του, ο θίασος. Και τότε καταλαβαίνω ότι ο Σταμάτης δεν είναι το θέαμα στο μιούζικαλ αυτό. Είναι ο ρόλος που δίνει την αγάπη σε μια τυπική, τριμελή οικογένεια ανθρώπων. Μπαμπάς – μπαμπάς – γιός.

* Φορώντας ακόμα την καούκα Πολύ Κυρία, κάθεται αποκαμωμένος και αμακιγιάριστος, σε ένα κάθισμα της πλατείας. Τον βλέπω και, έτσι, μου έρχεται να του ζητήσω να παίξουμε μπιρίμπα. Πριν προλάβω να το πω, πλησιάζει ένας από τους πολλούς φίλους που έρχονται στις πρόβες. «Πω πω… Σταμάτη…» του λέει. «Τώρα είσαι ίδιος η μάνα σου!»


Athens Voice, τ. 247, 05.03.09)