26 Φεβ 2009

NYXTA OSCAR: Γουρούνια & μαργαριτάρια




* Το μεσημέρι της Κυριακής, ό,τι και να μας προσφέρανε να φάμε, στο Μπάρμπεκιου Της Πεντέλης, μου έδινε την εντύπωση ότι είναι ζωντανό και με κοιτάζει με τα θλιμμένα του ματάκια σαν τον Wall-E, λέγοντάς μου «μη με φας καλή μου αρκούδα». Και μου έδειχνε με το ποδαράκι του την πατατοσαλάτα.

* Για να μπορέσουμε να βάλουμε κάτι στο στόμα μας, ο Μπαρμπεκιουρίστας άρχισε να μας λέει παραπλανητικά: «η Madonna είπε πως ό,τι έχει βλεφαρίδες δεν το τρώμε» και «το κοκορέτσι δεν έχει ούτε καν μάτια, φάτε» και κάποιοι άλλοι «εγώ μεγάλωσα σε σπίτι με κρέατα, δεν με πειράζει, θα τσιμπήσω λίγο». Τελικά φάγαμε άλλες μορφές κρεατικών, κεμπάπ κλπ. που δεν μας θύμιζαν τίποτα έμψυχο, δεν τα λυπόμασταν, αν και το λουκάνικο Αράχωβας είχε μία ανεπαίσθητη επιθετικότητα στο εκτόπισμά του, αδιόρατα ανησυχητική, σαν να σου μιλούσε και μάλιστα βρώμικα, όπως η Κοντοβά.

* «Πριν λίγες μέρες, ο Γιώργος Βενιέρης, ο σεφ του Ηλέκτρα Παλάς, μου έλεγε ότι το καλύτερο, πιο γευστικό κρέας, είναι το διάφραγμα του μοσχαριού». Όλα τα πιρούνια μένουν για λίγο μετέωρα, με παύση, σαν να παίζουν σε ταινία του Αγγελόπουλου. «Αλλά στην Ελλάδα δεν το τρώμε» συνεχίζω, «δεν ξέρουν να το κόβουν οι Έλληνες χασάπηδες. Μόνο ο Αρνώ στη Σπονδή ξέρει να το κάνει, κι αν το ζητήσετε, πάρτε το à point, όπως το ψήσει, κατά τη δική του εκτίμηση, όχι κάρβουνο όπως σας αρέσει». «Εμένα το κρέας δεν μου αρέσει» λέει ο Β. Και ο σεφ λέει ότι, αυτή τη στιγμή, είναι το φθηνότερο αγαθό. Ένα κιλό χοιρινό κρέας με πετσούλα στοιχίζει λιγότερο από ένα κιλό αγκινάρες αργίτικες.

* Το βράδυ, με το χιονόνερο, μας έδωσαν κι άλλο κρέας, να το πάρουμε μαζί, «κάνεις μια χαρά ομελέτα με όλα αυτά» και φορμαέλα «να την κάνεις σαγανάκι με λίγο λάδι, μην την πλακώσεις, και να μην την κάψεις πολύ» ενώ στα τζάκια τους και στα μπάρμπεκιού τους καιγόταν ακόμα ο,τιδήποτε δεν μπορούσε να φαγωθεί ή δεν ήταν καρφωμένο στο πάτωμα.

* Αργότερα, ξαπλωμένοι στο πάτωμα, βλέπουμε τα Όσκαρ. Έχουμε θέμα. Επηρέασε άραγε η οικονομική κρίση τον θεσμό; Ο Τιμογιαννάκης μας έλεγε ότι φέτος οι σταρ θα έχουν λιτό μενού, παρά τις βαρύτιμες τουαλέτες: καταργήθηκε το φουά-γκρα και αντικαταστάθηκε με μικρά, κομψά χάμπουργκερς. «Αυτά τα έκαναν οι Χρυσοί Σκούφοι πριν 10 χρόνια. Τώρα ξύπνησαν οι αμερικάνοι;» του είπαμε. Το φουά-γκρα είναι για τους αμερικάνους η πεμπτουσία του εξωτικού. Το αντιμετωπίζουνε με δέος. Η κατάργησή του ή όχι, έχει αναχθεί εκεί σε τρομερό debate, λες και πρήζουν το συκώτι καμιάς εθνικής τους πάπιας Ντόναλντ Ντακ, με σκοπό να την σφάξουν για να την φάει η Queen Latifah με αγκινάρες αργίτικες. «Κατά τα άλλα, την κρίση την αντιμετωπίζουν με αυλαία φτιαγμένη από σβαρόφσκι» λέει ο Β. καθώς ανοίγει λαμποκοπώντας η εικόνα στο Kodak Theatre και κάνει τα λεντάκια της τηλεόρασης σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ξαφνικά όλοι είναι σαν να ελπίζουμε ότι έξω αρχίζει ήδη να το στρώνει.

* Είναι τόση η θαλπωρή της ξαγρύπνιας για τα Όσκαρ, ειδικά αν την άλλη μέρα αποκλειστείς και δεν πας σχολείο – ουπς, γραφείο εννοούσα, που θέλεις να φροντίσεις όλους σου τους φίλους, να τους βολέψεις σε καναπέδες σαν να πλάκωσε πυρηνικός χειμώνας – εδώ, εκεί, στην Ευρώπη, στα SMS, στο MSN, στο Twitter (καινούργια βλακεία, την κολλήσαμε κι αυτήν), παντού στο σπίτι. Θέλεις να φέρεις κουβέρτες και ζεστά κακάο. «Θέλεις λίγο Βιξ;». «Καλή ιδέα». «Να βράσω κανα μακαρόνι;». «Καλή ιδέα». «Να φέρω γλασωμένο τσουρέκι με βανίλια και εσωτερικές ενέσεις λιωμένης σοκολάτας;». «Το χοντραίνεις». «Η Poly Lykourgou molis eipe gia ton Mickey Rourke oti einai pali aloustos», κουδουνίζουν τα μηνύματα στα κινητά, αλλάζουν τα θέματα σαν βροχή.

* «Η Πόλυ Λυκούργου είναι θεά, και ο Γιώργος Κρασσακόπουλος επίσης» συμφωνούμε όλοι. Φέτος, με αυτούς παρουσιαστές στη Νόβα, είναι η πρώτη φορά που δεν θέλουμε να σπάσουμε την τηλεόραση. Είναι κομψοί, λακωνικοί και λένε νόστιμα, σαν σοκολατάκια. Έχουν χιούμορ, timing, είναι διαβασμένοι, ξέρουν πρόσωπα και μικρές, άχρηστες, απολαυστικές λεπτομέρειες. Αν ήξεραν και να χορεύουν θα μπορούσαν άνετα να είναι αυτοί επάνω στη σκηνή, αντί για τον Χιού Τζάκμαν.

* «Ο Τζακ Νίκολσον πού είναι φέτος;».
«Γιατί, ο Κλούνει;».
«Γιατί μοιάζουν σαν να γέρνουν όλοι στην πλατεία προς τα δεξιά;».
«Και ο Φίλιπ Σέημουρ Χόφμαν σαν άλουστος μου μοιάζει».
«Πάλι μπροστά μου η Μπιγιονσέ; Έλεος!».
«Αν η Anne Hathaway είναι η νέα Audrey Hepburn τότε η Audrey Tautu ποια είναι;».
«Ποια είναι η Audrey Tautou;».
«Η Αμελί».
«Τώρα που είπες Αμελί, που είναι το γλασαρισμένο τσουρέκι;»
«Ο Βενιέρης έμαθα θα σερβίρει αύριο πιάτο εμπνευσμένο από το Slumdog Millionaire, ένα μάτι από ζελέ και αυγό, μέσα σε ένα κουτάλι».
«Ιιιικ!»
«Κοιμάσαι;… Γιατί είδα που έγειρες λίγο».

* Με ένα εσπρεσσάκι τα πράγματα επανέρχονται στο κανονικό τους:
«Ο Ντάνι Μπόιλ είναι ένας άγγλος τουρίστας με αποικιοκρατικά κατάλοιπα που βλέπει τη Μουμπάη σαν ερωτική φαβέλα του επόμενου βίντεο-κλίπ του».
«Το χοντραίνεις».
«Κι εγώ, με τον σκατο-Μπέντζαμιν Μπάτον σου βαρέθηκα, ήταν σαν να τον βλέπω να βλέπει τη ζωή του άπραγος. Που είναι ο υπέροχος συνδυασμός ωριμότητας μυαλού με νεανική αίγλη και ομορφιά που περίμενα να δω; Αυτό δεν είναι το πανανθρώπινο ιδανικό; Το μόνο που τον είδα να κάνει όταν ήταν Σοφός και Όμορφος, ήταν ποδήλατο στο Θιβέτ…. Σε σένα μιλάω!….’Ειιι».

* Μόλις η Σοφία Λόρεν απηύθυνε τον λόγο στη Μέρυλ Στρηπ ξυπνήσαμε όλοι και με μάτια ορθάνοιχτα και μαγεμένα σαν του Wall-E βλέπαμε αυτό που λέμε «σινεμά» και «υλικό να ταξιδεύεις» να συμβαίνει μπροστά μας. Συμφωνήσαμε ότι η Καλόγρια Μέριλ είχε το πιο τρομαχτικό σσσυριστικό σσσίγμα σσστην ισσστορία του hissing, και ότι αν και μία απλή της κίνηση όπως το κλώσημα ενός ξερόκλαδου στον κήπο έπαιρνε τέτοιες εξαιρετικές διαστάσεις τεχνικής και «μεθόδου», τότε ή εμείς είμαστε πολύ κολλημένοι με το σινεμά, ή πρέπει να αρχίσουμε να τρώμε πάλι Πράγματα Που Πρώτα Είχαν Βλεφαρίδες για να ξαναγίνουμε ρεαλιστές, κρεατοφάγοι, χαμπουργκερίτες, μπαρμπεκιουρίστες καρναβαλιστές.

* Το επόμενο πρωί, Δευτέρα, ούτε ίχνος από χιόνι. Another fuckin beautiful day.



(Athens Voice, τ.246, 26.02.09)


«Θέλω να ευχαριστήσω τον σκηνοθέτη μου,
τον ατζέντη μου,
την οικογένειά μου
και τον χασάπη μου».

12 Φεβ 2009

Χαμένος στο Παγκράτι

PA Duryea 1951 Mrs Kramer & Kindergarten Birthday Party

  • Πλατεία Προσκόπων, Παγκράτι. Μοιάζει με μυστικό πέρασμα. Είσαι Τρούμαν, διασχίζεις την Κωνσταντίνου απέναντι, κάνεις έτσι μία, πίσω από τις φριχτές πολυκατοικίες και βρίσκεσαι στη δεκαετία του ’70, αργά το βράδυ, μετά το σχόλασμα των θεάτρων, στην οδό Αμύντα με τα καφέ και τα χαμηλά δέντρα. Η πόρτα του Μαγεμένου Αυλού, σαν μετα-βαυαρικό gate to hell σε κοιτάζει και μυρίζει παλιό καλομαγειρεμένο φαγητό, αυτό της κατσαρόλας που μένει για πάντα ποτισμένο στην ανάμνηση των κτιρίων και των πραγμάτων. Ο Μαγεμένος Αυλός είναι ζεστός σαν κοκκινιστός.

  • Μια μέρα την περασμένη εβδομάδα, η Μ. μου γράφει: «Σαρανταρίζω, πάμε να το γιορτάσουμε στον Μαγεμένο Αυλό;». Παύση. Δεν το’ ξερα ότι η παιδική μου φίλη είναι σαράντα. «Να πάμε», της γράφω, «και το σαράντα πολύ καλό, κράτα το για τα επόμενα δέκα χρόνια». Στον Μαγεμένο Αυλό είχα να πάω από το ’94, όταν η Μ. ήταν ακόμα βρέφος δηλαδή, άσχετο αυτό, με πήγαιναν συνήθως η Άννα και ο Αλέξης μετά το θέατρο, καθόμασταν στα δέντρα, χαζοτρώγαμε, ποιος νοιαζόταν για τέτοια, γινόμασταν κουρούμπελα και φεύγαμε με το τζιπ σαν κροκόδειλοι, κάνοντας οχτάρια.

  • Μπαίνω στον Αυλό, όλα είναι όπως τότε, ρουστίκ, σεβάσμια, καθαρά, παλιά, βαριά. Με το που ανοίγω την κοκκινιστή πόρτα αμήχανος (που δύο μεγάλες παρέες σαν μυστικά δείπνα, δεξιά και αριστερά με σκανάρουν πατόκορφα) η ζωντανή τριμελής ορχήστρα στο βάθος κάνει εκκωφαντικό intro κι αρχίζει να παίζει Καααα…λίνκα-Καλίνκα-Καλίνκα-Mαγιά, το σημείο εκείνο του τραγουδιού με την επιτάχυνση, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να διασχίσω γρήγορα την αίθουσα με τους μυστικούς δειπνοσοφιστές για να βρω που κάθεται η τρελή σαραντάρα και οι υπόλοιποι φίλοι μας. Τους βρίσκω σε ένα ψιλοπριβέ χουσέ – κάτω από μια αψίδα, δίπλα στην Καλίνκα. Είναι ακίνητοι και κοιτάζουν τους μουσικούς. «Τώρα άρχισαν» μου λέει ο Π., «μόλις μπήκες», λες και είμαι ο Μητσοτάκης. Χαμογελάω λες και είμαι ο Μητσοτάκης, με βάζουν και κάθομαι δίπλα σε ένα κόντρα μπάσο ακουμπισμένο κοντά σε μία μικρή βιβλιοθήκη με διαβασμένα, παλιά βιβλία κι αρχίζω τα γενεθλιακά. «Χρόνια πολλά φίλη μου, να σε χαιρόμαστε» λέω δίνοντάς της ένα ζευγάρι σκουλαρίκια της Δήμητρας Παπαδημητροπούλου που πήρα από το Κοάν. «Καλά, από πότε έγινες Υδροχόος; Σκορπιός δεν ήσουνα;» - της το λέω με τρόπο. «Παιδάκι μου δεν έχω γενέθλια. Σε σένα θα έλεγα ότι είμαι σαράντα;; Την λοχεία μου γιορτάζουμε. Γέννησα πριν 40 μέρες».

  • Ο χωροχρόνος επανέρχεται στα κανονικά του. Βλέπουμε φωτογραφίες με μωρά, τρώμε κοτόπουλο κάρυ και πίνουμε κόκκινο κρασί σερβιρισμένο από γκαρσόνια με πατρική ευγένεια. Ο Π. θυμάται ιστορίες «με τον Μάνο» και στο τέλος, λέει πάντα την ατάκα του φινάλε κάνοντας τη φωνή Χατζηδάκι: λίγο σνομπ και λίγο να τρώει το –ρο. Στον Αυλό οι συζητήσεις πάντα έχουν λίγο Μάνο μέσα τους. Ακόμα κι αν δεν έχεις τίποτα να πεις γι’ αυτόν, λες για την πρώτη φορά που άκουσες το Χαμόγελο της Τζοκόντας, πώς ο συχωρεμένος έκανε φίρμα τον Φλωρινιώτη, τι είδος χιούμορ ήταν κι αυτό, τέτοια. Η ορχήστρα συνεχίζει να παίζει παλιά της Νάντιας Κωνσταντοπούλου σαν να είμαστε στον Τιτανικό, ενώ βυθιζόμαστε όλο και πιο πολύ μέσα στην τέχνη και το πυροτέχνημα – τι είναι καλλιτεχνικό και τι όχι, ποιος είναι αυτός που θα κρίνει αν μπορεί ο εργάτης να είναι και καλλιτέχνης, οι εστέτ και η μπουρζουαζία, τι είναι επανάσταση και τι χουλιγκανισμός, τι εργασία και τι αντάρτικο. Αναγκαστικά πάμε και στο θέμα που ανάβει τους περισσότερους καυγάδες αυτές τις μέρες (όπου πάω πέφτω και πάνω σε αυτή την αντιδικία) – η Κατάληψη της Λυρικής, η «Ζιζέλ» και τα χάπενινγκ στη μέση της Ακαδημίας, τα πάρτι με τα ποτά από τα γύρω μπαρ, η ψόφια πόλη που ξυπνάει, η όπερα, ο εμφύλιος, ο μπουφές που άδειασε στο Εθνικό τη μέρα του «Ρομπέρτο Τσούκο».

  • Οι εικόνες και τα κόκκινα λίγο σαν να λιώνουν γύρω μου, κάρυ, κρασί, ζέστη και καταλήψεις αρχίζουν να στροφογυρίζουν στο μυαλό μου ενώ η μουσική, σαν από μαγεμένο αυλό, με υπνωτίζει – μέχρι που η ορχήστρα αρχίζει να παίζει το «Χάπι Μπέρθντεη Του Γιού» με χρυσό σαξόφωνο τύπου κατσαρού και εμφανίζεται μία τούρτα με ένα συμβολικό κεράκι. Κοιτάζω την Μ., η Μ. κοιτάζει τον Π. κι εμένα, είμαστε σαν το Τρίο της Μπελβίλ αλλά ευτυχώς η τούρτα μας προσπερνάει και πάει προς τον ένα από τους δύο μυστικούς δείπνους, απέναντι, στην παρέα που μοιάζει να έχει ξεμείνει στον Μαγεμένο Αυλό από τη μέρα που κυκλοφόρησε ο Μεγάλος Ερωτικός. Κάποιος γιορτάζει – που να ξέρω – που να θυμάμαι – τι να πω.

  • Αργότερα, αργά, μέσα στην αχλύ σε αυτό το παλιό Παγκράτι, νομίζουμε ότι βλέπουμε την Άννα Φόνσου να μπαίνει στον Αυλό, είναι κομψή με ένα ΜικρόΜαύροΦόρεμα πάνω της και πίσω της δυό – τρεις άντρες, κύριοι, μαγεμένοι φίλοι, τζέντλεμεν με αέρα σκηνής και σαλονιού. Κάθονται δίπλα στο κόντρα μπάσο μας. «Όταν ρώτησα σε μία συνέντευξη την Φόνσου ποιο είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής της, μου απάντησε ‘ότι κατάφερα και έμεινα λεπτή’», λέει η Μ. και συμφωνούμε όλοι ότι ναι, είναι κατόρθωμα.

  • Φεύγοντας χάνομαι στις στροφές και τους μονόδρομους, ξαφνικά βρίσκομαι έξω από το στούντιο του Διαμαντόπουλου και μετά - πώς γίνεται; - στα Μπιφτέκια του Ηλία, έχω μπλέξει την Αρριανού μου με τη Στασινού μου και κάθε γωνία όλο και μου θυμίζει κάτι. Κάτι ομιχλώδεις εικόνες από μπαρ της δεκαετίας του ’80 με πιάνο που έπαιζαν λαϊκά και Μαρινέλλες, λάϊβ, μεταμφιεσμένα σε αλκοολούχα ελαφρά σκυλο-τζαζ του καναπέ, έτσι κι αλλιώς το μπαρ θέλαμε, να πιούμε κι ό,τι να’ ναι. Ποιος ξέρει ποιος με έτρεχε εκεί – πάντα το Παγκράτι είχε μία κρυφή ιστορία στους μικρούς του δρόμους. Ποτέ δεν πάει κανείς τυχαία εκεί. Έχει θέμα. Ή οικογένεια, φίλους, γεννητούρια. Τα μπαρ και οι ταβέρνες είναι μικρά ερωτικά γκέτο, έχουν ηθοποιούς με ραγισμένες καρδιές και ξεχασμένες Καλίνκες στο πατάρι τους.

  • Μέσα σ’ αυτή την φωλιά της σεβεντίλας και της κομψής ανοικοδόμησης, πάντα μου φάνταζε ωραίο να χώνεσαι και να μεθάς με φίλους, λοχείες, σαράντα-plus, σε γωνιές με ιστορία και μυρωδιές.

    (Athens Voice, τ.244, 12.02.09)

5 Φεβ 2009

Πεντέλης 133



· Είναι βράδυ, είμαι στην εκπομπή και σκάει στο μόνιτορ email από το πολιτιστικό του σταθμού, με είδηση.

· «Σε σωστική ανασκαφή, από την Β’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, σε ιδιωτικό οικόπεδο στο Χαλάνδρι, στη Λεωφόρο Πεντέλης 133, στο οικοδομικό τετράγωνο που ορίζεται από την εν λόγω λεωφόρο και τις οδούς Πάρνηθος, Μεσσηνίας και Λακωνίας και κατά προσέγγιση 80 μ. νότια από τη ρεματιά Χαλανδρίου, αποκαλύπτεται αρχαία οδός σε χρήση τουλάχιστον από τους κλασικούς χρόνους, η οποία ταυτίζεται με την πορεία της λεγόμενης οδού της λιθαγωγίας.»

· Ο δρόμος της πέτρας άνοιξε, η μουσική γλυκαίνει ξαφνικά χωρίς να το καταλάβω, ένα φωτάκι ανάβει πέρα έξω από το παράθυρο στο νυχτερινό ουρανό και ένας τρελός, λευκός γαλαξίας απλώνεται σα μαρμάρινη λεωφόρος μπροστά μου, από το Μαρούσι μέχρι πάνω ψηλά, στο αρχαίο όρος Βριλησσόν. Φτάνει μέχρι μέσα, στις στροφές και στα φαράγγια, στη σπηλιά των Αμώμων - του Νταβέλη, ελίσσεται γύρω από τα μισοκρυμένα μεσαιωνικά ναϋδρια και πάνω, πιο ψηλά απ’ όλα, στο Άντρο των Νυμφών. Τρέχει και θροΐζει σα ξωτικό ανάμεσα στα ρείκια και τα μικρόπευκα. Στρώνεται στο χώμα, γίνεται ένα με τα σχισμένα κρυσταλλικά πετρώματα, ίδια πέτρα αυτή της Αττικής και των Κυκλάδων. Ακούω το μάρμαρο να σφίγγει και να αναπνέει. Κάνει κρακ κι ανοίγουν φλέβες χρώματος στη χιονόλευκη υφή του, μικροί μώλωπες στο χρώμα της τέφρας, ανάσες καπνού μέσα στο άσπρο του και πράσινοι, σμαραγδένιοι παραπόταμοι από χλωρίτη ή σκούροι ασημένιοι, από μοσχοβίτη, σαν να τους βλέπω να διακλαδίζονται στον χάρτη του Google.

· Το «λευκό Πεντελικό μάρμαρο», έστω και «σπασμένο» από τις χρωματιστές του ρυτίδες, χρησιμοποιήθηκε για να κατασκευαστεί ο Παρθενώνας, το Ερεχθείο, τα προπύλαια της Ακρόπολης, το Θησείο, ο ναός του Ολυμπίου Διός μέχρι και αργότερα, η Ακαδημία Αθηνών. Κι όταν ιδρύθηκε το Νεοελληνικό Κράτος, το αρχαίο λατομείο της Σπηλιάς ξαναλειτούργησε για να δώσει χιονόλευκο μάρμαρο να χτιστεί το παλάτι του Όθωνα - η σημερινή Βουλή των Ελλήνων, η Βιβλιοθήκη, το Πολυτεχνείο, η είσοδος του Ζαππείου. Οι εξορύξεις συνεχίζονταν, κατασκευάστηκε λέει μέχρι και πεντάτοξη γέφυρα, τρία χιλιόμετρα από την Πεντέλη, για να μεταφέρονται τα μάρμαρα στο μέγαρο των Ιλισσίων, το σημερινό Βυζαντινό Μουσείο. Έτσι συντομεύτηκε και η αρχαία οδός που, λέγεται ότι, πάνω της τώρα βρίσκεται η Δουκίσσης Πλακεντίας.

· Χτύπαγαν με αγάπη το πέτρωμα, με σίδερα και σφυριά. Αφουγκράζονταν τους ήχους και τις ταλαντώσεις του, ένοιωθαν πού τρέχουν οι αρμοί του, έμπηγαν μέσα στις εσοχές του σφήνες από χαλκό να το ανοίξουν. Το άνοιγαν σε σχήματα – αν έφτιαχναν κιονόκρανο ας πούμε, το έσπαγαν τριγωνικά, μετρούσαν με διαβήτες και με γνώμονες, 4-5 άνθρωποι το δούλευαν δυό μήνες και μετά, πολλοί μαζί, το φόρτωναν με δύναμη. Τροχαλίες, αντίβαρα, βαρούλκα, μέχρι να το φτάσουν στην οδό Καταγωγής πάνω σε έλκηθρα κι από εκεί στην «οδό που κυλάει ο λίθος από την Πεντέλη», Πεντελέθεν λιθαγωγίας και το έσερναν έτσι μέχρι το κέντρο της πόλης, σε όλο το δρόμο που βγήκε σήμερα στο φως, εκεί στη μέση του Χαλανδρίου, στα καλά καθούμενα, σε μιάν αυλή, δυό μέτρα κάτω από την άσφαλτο που τρέχουν τα οικογενειακά 4x4.

· Μαζεύονταν ο κοσμάκης και κοιτούσε τα τεράστια πέτρινα θηρία, απορούσαν με τη Γη κι αυτά που κρύβουν τα σωθικά της, έβλεπαν την πομπή που θα έχτιζε την Ακρόπολη να χαράζει όλο και πιο βαθιά το μονοπάτι έξω από τις καλύβες τους. Πέντε με δεκαπέντε άμαξες περνούσαν κάθε μέρα, έτριζαν κι αγκομαχούσαν, σκοινιά, πάσσαλοι και άνθρωποι, ακολουθώντας την πορεία του ρέματος Χαλανδρίου μέχρι να βγούνε στον ποταμό του Κηφισού. Κι εκεί, στην Κηφισίας, έφευγαν οι άμαξες για την Αθήνα. Τρεχάτες, ευθεία, φανάρια, κίνηση, ο τροχονόμος.

· Στην Οδό Λιθαγωνίας, στην αυλή της Λεωφόρου Πεντέλης 133, βρέθηκαν απομεινάρια, τοίχωμα, σπασμένα όστρακα, αγγεία, χαλίκια ποταμίσια, μικρά θρύψαλα ζωής. Ένα μικρό μεταλλικό βαρίδι για το ζύγι, ένα σπασμένο καρφί, ένας σπασμένος αμφορέας κρασιού με την εικόνα ενός κοριτσιού που σερβίρει οίνον, ένα Φράγκικο νόμισμα σαν αναδίπλωση χρόνου, error message στη χρονομηχανή.

· Την άλλη μέρα πηγαίνω στο Χαλάνδρι. Προσπαθώ να φανταστώ τα μάρμαρα και τα μικρά καρφιά, απόηχοι μεταλλικών σφυριών που χτυπάνε σαν σόνικ μέσα στο χρόνο, κύματα, αχός κάρων, μικρές φλεβίτσες πράσινες μέσα σε μάρμαρο λευκό που φτάνουν ως τα σήμερα. Στρίβω δρόμους, μετράω ρυμοτομίες και γωνίες. Στο Χαλάνδρι, πριν 600 χιλιάδες χρόνια, έμαθα να οδηγώ, ήταν τέλεια. Εύρισκα άφθονες ειδυλλιακές θέσεις παρκαρίσματος, πήγαινα με 0.1 χιλιόμετρα την ώρα και στις διασταυρώσεις έμενα ώρες, ανενόχλητος, αρχαίος. Μετά, με έβγαλαν μια μέρα με χιόνι στην Κηφισίας, απίθανες σωφερίνες και τρελοί οδηγοί, και έμεινα για πάντα εκεί, γραπωμένος στο τιμόνι, στα φανάρια της Παραδείσου. Ακόμα το συζητούν οι κάτοικοι, σαν αστικό θρύλο.

· Στον Τερκενλή αφήνω τον Β. να περιμένει το τσουρέκι το σαλονικιώτικο (έχει αριθμό προτεραιότητας, η αναμονή φτάνει μέχρι και το μισάωρο λένε οι φήμες). Πιο πάνω έχει καλές crème brulle – γενικά όλη η περιοχή είναι βυθισμένη σε ένα σύννεφο ζάχαρης άχνης. Οι οικογένειες περιφέρονται και αγοράζουν γλυκά γλυκά γλυκά, Μεγάλες Τσάντες Από Το Σούπερ Μάρκετ, αθλητικές φόρμες και Μπάρμπι στα παιδιά τους, όλα είναι σχεδόν ροζ και μυρίζουν φρέσκο, καμένο ξύλο από τα τζάκια.

· Μπαίνω στον «Μικρό Κοραή», ψάχνοντας να αλλάξω ένα βιβλίο. Είναι ωραία, ήσυχα, ευγενικά, με καλή ταξινόμηση των τίτλων, με ήρεμους bookworms και αρκετές μπεζ, σικ καμπαρντίνες. Στις νέες εκδόσεις, μέσα σε 20 λεπτά μετράω να φεύγουν περίπου πέντε αντίτυπα της «Κρίσης» του Κ.Σημίτη – πρέπει να είναι το καλό κλίμα, το κακό κυκλοφοριακό, τα ξωτικά του όρους με τα μάρμαρα, η ρυμοτομία, κάτι που τους κάνει όλους να θέλουν να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι. Αγοράζω τον καινούργιο Ίρβιν Γιάλομ, «Στον Κήπο του Επίκουρου». Το βράδυ, δίπλα στα απομεινάρια του Τερκενλή, διαβάζω πώς να ξεπεράσω το άγχος του θανάτου. Ο Γιάλομ λέει ότι ζούμε σαν ένα βότσαλο στη λίμνη – πέφτουμε στο νερό σε μια στιγμή σαν να κρατάει μια ζωή και μετά αφήνουμε γύρω μας κύματα σαν σόναρ που απλώνονται διαδοχικά. Ζούμε μέσα από τον απόηχό μας, αυτά που αφήνουμε πίσω μας κι ακούνε οι επόμενοι – την αγάπη δηλαδή, τα έργα, τα λόγια που τους λέμε.

· Τα διαβάζω κι ακούω την πέτρα να κρακελάρει, να ανοίγει τις φλέβες της να τρέχει χρώμα.

(Athens Voice, τ.243, 05.02.09)