26 Ιουν 2013
28 Φεβ 2013
Τα φαντάσματα του πάρκου
- Ακουμπάει το κεφάλι του μελαγχολικά στο τζάμι σκυμμένος μπροστά, με το τρύπιο βλέμμα του στο αόριστο του πεζοδρομίου σαν γιαγιά κουτσομπόλα που ξεχάστηκε ακίνητη στο χάζι της πίσω από την κουρτίνα, γιατί τίποτα δεν συνέβαινε στη γειτονιά. Και πέθανε έτσι, περιμένοντας.
- Όχι και τίποτα, γιαγιά. Δέκα μέτρα πιο κάτω, τις νύχτες γίνεται πάρτι. Κοίτα πώς ταλαντεύονται ξεκοιλιασμένα τα συρματοπλέγματα της περίφραξης στο γηπεδάκι του μπάσκετ. Στα τσιμέντα του, κάτω, σκασμένες οι ψιλοκρεμαστές της νύχτας, βελόνες, πευκοβελόνες, σύριγγες, χαρτιά από γκοφρέτες, κουτάκια μπίρας. Κάποιο πρωί είδα και ένα ζευγάρι σπασμένα μυωπικά γυαλάκια, απλά έτσι, πεταμένα μπροστά στη μπασκέτα.
- Από αριστερά, στο πλάτωμα ανάμεσα στο 14ο Δημοτικό Σχολείο και την παιδική χαρά, όταν γίνονται φασαρίες στο κέντρο, στήνονται μπάτσοι και περιμένουν. Οπλισμένοι, αρματωμένοι, φουλ. Χαζογελάνε, λένε μαλακίες και παίζουν με τα κινητά, σαν να περιμένουν να τελειώσει το διάλειμμα και να γυρίσουν πίσω στις τάξεις τους. Τις άλλες νύχτες, όταν έχει ηρεμία, σκοτεινές φιγούρες κουρνιάζουν πάνω στα παγκάκια σαν όρνια που παραφυλάνε να ζυγώσει κανένας αναβάτης της δύσκολης ανηφόρας που έρχεται από τη Σίνα, για να χιμήξουν. Δεν μιλάνε, μόνο καμιά κάφτρα του τσιγάρου τους βλέπεις μέσα στο σκοτάδι. Αν θες να πας στο σπίτι της γιαγιάς, καλύτερα να πάρεις τις σκάλες.
- Δηλαδή πρέπει να κάνεις ένα μικρό κύκλο για να αποφύγεις το πάρκο. Να ανέβεις την Ασκληπιού που έχει φώτα και μόλις φτάσεις στον Άγιο Νικόλαο να κάνεις δεξιά και να ανέβεις τα σκαλάκια της Πατριάρχου Φωτίου. Αγκομαχώντας παραμερίζεις φυλλωσιές που πνίγουν το πέρασμα, ακροβατείς σε σχάρες που μόνιμα από κάτω βορβορίζουν νερά, καταπίνεις μυγάκια και φτάνεις με την αναπνοή στα δόντια, στο κεφαλόσκαλο. Το έχω κάνει και με χαλάζι.
- Το ήσυχο, αφύλαχτο πάρκο του Άη Νικόλα, πάντα υπήρξε καταφύγιο. Οι σκιές του και οι στροφές του κρύβουν ιστορίες. Παλιότερα, φιλοξενούσε έρωτες και νυχτερινές βόλτες σκύλων για τσίσα. Μετά ήρθαν τα πρεζόνια και μερικά κορίτσια που έψαχναν πελάτη για σεξ. Τώρα, διασχίζοντάς το θα δεις τους μικρούς καταυλισμούς δίπλα στις βρύσες. Μπογαλάκια άστεγων μπαζωμένα με τάξη και φόβο κάτω από τους θάμνους σαν καλύβες χόμπιτ και κάποια λυπημένα, ξεβαμμένα ρούχα τους να στεγνώνουν απλωμένα πάνω στα φυλλώματα, στις αγγελικές του πάρκου. Και πάντα, ο ήχος από μία ανοιχτή βρύση να κελαρύζει κάπου εκεί. Τα νερά έρχονται από μία ανεξάντλητη πηγή, την «πηγάδα του Κρητικού», που ήταν γωνία λεωφόρου Αλεξάνδρας και Γκύζη.
- Παλιά, λένε, σε όλη αυτή την πλαγιά στα πόδια του Λυκαβηττού, θάβανε νεκρούς. Το είχε ψυχανεμιστεί ο Α., φίλος που ζει εκτός Ελλάδας, όταν τον φιλοξενούσα. Το πρώτο βράδυ στο σπίτι, αργά, κρατώντας το «Κοράκι» του Έντγκαρ Άλαν Πόε στο χέρι (ναι, αυτό διάβαζε), μου είπε «Έχεις φαντάσματα εδώ, το ξέρεις; Στριφογυρίζει μπροστά μας ένα παγωμένο ρεύμα που έρχεται από εκεί.» Και μου έδειξε προς τη μεριά του πάρκου. Δεν είχα κανένα παράθυρο ανοιχτό.
- Το επόμενο βράδυ, κατεβαίνοντας με το ταξί την Οκταβίου Μερλιέ δίπλα από το Γαλλικό Ινστιτούτο, φωτογραφήσαμε φευγαλέα, στα τυφλά, τις πρασινάδες του πάρκου φωτισμένες μόνο από το ισχνό φως του φθορισμού από τις λάμπες του. Στις εικόνες που είδαμε στην οθόνη μετά, διακρίναμε κινήσεις και αύρες, διπλές φιγούρες, αντανακλάσεις, είδωλα και σκιές σε τροχιά. Βέβαια τρανταζόταν και ολόκληρο το ταξί λόγω του σκατόδρομου που είναι γεμάτος τρύπες από τη μόνιμη διαρροή νερού, διαφορετικά θα είχαμε φωτογραφήσει απλώς ένα σκέτο μαύρο, αλλά και πάλι: τα φαντάσματα του πάρκου δεν μπορούσες να τα αγνοήσεις, ήταν εκεί, πίξελ με πίξελ, αληθινά, σαν μελανές τολύπες καπνού.
- Αργότερα διάβασα στο βιβλίο «Η ωραία Νεάπολις και τα παρεξηγημένα Εξάρχεια» του Γιάννη Καιροφύλα (εκδ. Φιλιπότη) ότι το μικρό εκκλησάκι, προάγγελος του ναού που χτίστηκε αργότερα, κάποτε χρησίμευσε σαν οστεοφυλάκιο. Λίγο αργότερα έγινε νηπιοτροφείο, αργότερα δημοτικό σχολείο και από το 1935 το Ε’ Γυμνάσιο Θηλέων. Και επειδή δεν χωρούσαν όλα τα κορίτσια στο οστεοφυλάκιο, νοίκιασε το κράτος και ένα σπίτι απέναντι. Μαύρες ποδιές, λευκές κορδέλες. Οι στριγκλιές και τα χάχανα, σκέπασαν τη βαριά λάσπη των πεθαμένων και το πάρκο πήρε ζωή.
- Από κάτω οι νεκροί των αιώνων και από πάνω Αθηναίοι που ζούσαν, έτρωγαν έπιναν δροσερά νερά από τους καταρράκτες του Λυκαβηττού, πλένονταν. Ο χώρος πίσω από τον ναό, εκεί που βρίσκεται τώρα το Πνευματικό Κέντρο των εν Αθήναις Ρουμελιωτών (που κτίστηκε το 1968 και ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις των κατοίκων – χωρίς όμως να γίνει τίποτα, λέει το βιβλίο), στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν χαμάμ, λαϊκά λουτρά. Εκεί είχε στεγασθεί και η 7η Ομάδα Προσκόπων. Αργότερα, πριν τη δικτατορία του Μεταξά ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για να στεγασθούν η κρατική αποθήκη σπόρων καθώς τα λαϊκά συσσίτια του ΠΙΚΠΑ. Ανέβαινε ο κοσμάκης το Γολγοθά της Σίνα, να φτάσει στους πρόποδες του λόφου να φάει ένα κομμάτι ψωμί.
- Και μετά κατέβαιναν την κατηφόρα προς Ακαδημίας, καθαροί, χορτάτοι, χαζογελώντας, λέγοντας μαλακίες, ευτυχισμένοι και αθώοι, άνθρωποι της πόλης που τους καταβροχθίζει.
- Τις μέρες με ήλιο περνάω μπροστά από τον σκελετό της Δαφνομήλη, του γνέφω αδιόρατα μια καλημέρα γιατί ποτέ δεν ξέρεις, και χώνομαι στο πάρκο. Κάθομαι για λίγο στο μικρό, πέτρινο αμφιθέατρο και προσπαθώ να ακούσω τις φωνές της Αθήνας. Το χώμα είναι πάντα βρεγμένο, οι πλάκες πάντα παγωμένες και υγρές. Σαν να έβρεχε πολύ την προηγούμενη νύχτα και τώρα να βγήκε ο ήλιος, να στεγνώσουμε.
8 Φεβ 2013
Έγχρωμη μουσική
- Είναι εκείνο το καταραμένο πάρτι που ποτέ δεν έγινε. Το πάρτι που θα ήταν όλοι εκεί. Καινούργιοι και παλιοί έρωτες, θεοί και θεότητες, συμμαθητές και ομοτράπεζοι, φευγάτοι και τωρινοί, πεθαμένοι και απέθαντοι.
- Όλα τα πάρτι που γίνονται έχουν απόντες. Υπάρχει πάντα το κομμάτι που λείπει.
Υπάρχουν όμως και στιγμές που νομίζεις ότι βρέθηκαν όλοι μαζί, μέσα στο κεφάλι σου – ή μέσα σε ένα βιβλίο. Ένα άλμπουμ αναμνήσεων με τα πορτρέτα όλων όσων ήπιαν μαζί σου σε τραπέζια, στα πατώματα, σε μπάρες, σοκάκια, πεζοδρόμια, πεζούλια πάνω από θάλασσες, υπόγεια κολόμπαρα ποιος ξέρει που, γυαλιστερές νύχτες με ορχήστρα, ταβερνεία, μέσα σε ομίχλη ή σε εκκωφαντική ζέστη, σε ήλιο με τρεμουλιαστό καυτόν αέρα. Αυτό το βιβλίο με τις μουσικές και τις φιγούρες του παντοτινού μπαρ που πέρασες τη ζωή σου, μου το έφερε μια μέρα ένας φίλος –όπως πρέπει: από τα βάθη του χρόνου.
- Ο Γιώργος Κουτσονάσιος στο Β’ Λύκειο Αρρένων Ζωγράφου ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ο απεσταλμένος του Frank Zappa στο σχολείο μας. Είχε το κόπιράιτ. Είχε το μουσάκι στο πηγούνι. Είχε το σακίδιο. Είχε τα καρό φανελένια πουκάμισα. Είχε το βλέμμα Hot-Rats. Περιφερόμασταν στους ίδιους διαδρόμους, βρισκόμασταν στις ίδιες παρέες ον-οφ, κάναμε εμφανίσεις στα σημαδιακά κλαμπ της εποχής, δύσκολα επιλεγμένα, έπρεπε να είναι βαθειά ροκ. Ένα βράδυ κάτι ταγάρια, γίδια, τύποι από άλλες παρέες πήγαν να κάψουν την Bedlam στη Μιχαλακοπούλου ψηλά. Εκεί μαζευόμασταν και ακούγαμε αυτά που μας άρεσαν, μια βλακεία ήταν αλλά τότε είχε την ιερότητα του άβατου για ‘μας, ήταν το συνοικιακό μας τέμενος. Έπεσε ξύλο φίλε. Είχαν μπιτόνια μαζί τους. Μας έλεγαν «ξενόφερτους», αν ήξεραν πού είναι θα έκαιγαν και το σπίτι του Zappa. Θεός σχωρέστον κι αυτόν.
- Μετά, όλα χάθηκαν στον αέρα. Εγώ έφυγα, σερνόμουνα σε άλλες γειτονιές, ανακάλυψα τα ρεμπέτικα και τους σεβντάδες που με’τρώγαν, ξεχνούσα τ΄όνομά μου, ξεχνούσα τα πάντα. Καμιά φορά έβλεπα τον Κουτσονάσιο από μακριά, μεσ’ στη θολούρα, σε συναυλίες και σε μουσικές σκηνές που έπαιζαν η Κρίστη Στασινοπούλου με τον Στάθη Καλυβιώτη, έμαθα ότι δούλευε στην ΕΜΙ, μετά ότι άνοιξε ένα δικό του μικρό δισκάδικο-στέκι, το Έλα-Κάτω στο Παγκράτι ή σε καμιά βόλτα από το Pop Eleven της Σκουφά. «Για να δω, τι πήρες;» Άνοιγα τη σακούλα. John Cale, “Vintage violence” και τα Μικρασιάτικα της Μέλπως Μερλιέ.
- Έτσι, με τέτοιες αγάπες τριγυρνούσαμε στην Αθήνα, τζαζ, ροκ, αναποδογυρισμένα, μπλουζ με σκρατς στο δίσκο, κανένα σερφ-πανκ να τρέχουμε τους δρόμους.
- Λέει ο Γιώργος: «Έτσι κι αλλιώς η εποχή ήταν ιδιαίτερα γόνιμη μουσικά, τρέχαμε να ρουφήξουμε ελληνικό τραγούδι που ήταν «ζωντανό», δημιουργούσε «νόημα» ακόμα, καθόριζε κλίμα, τρόπους ζωής… Τσιτσάνη και Μπέλλου στο Χάραμα, Σαββόπουλο και Γιγανταιώρημα στην Πλάκα, λίγο μετά κάθε βράδυ στο Ζουμ για Παπάζογλου και το φρέσκο Χαράτσι, κομπανίες, ντέφι, Άκης Πάνου, τα Nuevo λαϊκά του Ρασούλη, Χαρούλα, Βιτάλη, Σούκας, Διονυσίου, Αγγελόπουλος, Τζιμάκος, Πιλαλί, ωραίες παρέες, μυθικά διαβάσματα, νύχτες γενναιόδωρες».
- Ύστερα έφυγα, εγώ δυτικά και ο Γιώργος ανατολικά.
- Πριν μερικά χρόνια η Α. μου έδειξε κάτι πίνακες. Τεράστια μπαμπού, με τα φυλλώματά τους, γεμάτα χρώμα, μπογιές, βαμμένα και πεταμένα επάνω στον καμβά. Ένα δάσος από φωτεινά, υδαρή κιτρινοπράσινα καφέ που σε ρουφούσε μέσα στα μυστικά και τις γραμμές του, κάθετες, διαθλώμενες, οξείες γωνίες, πυκνές – και όμως φωτεινές και διάφανες. Στην άκρη του πίνακα, κάτω δεξιά, είδα το όνομα του παλιού μου συμμαθητή. Κι έτσι έμαθα τη συνέχεια του Γιώργου: Σαννυάσιν του ινδού μύστη Osho, χειμώνες στην Πούνα στην Ινδία, διαλογισμός και group therapies, sufi whirling, zen calligraphy, primal και nature painting με την γιαπωνέζα ζωγράφο Meera. Από το 2002 μαζί με την Αλόκα Αλαγιάννη, κάνουν workshops ζωγραφικής στην Αθήνα και την Αίγινα.
- Και μια μέρα άνοιξε την πόρτα, μπήκε και μου έδωσε το άλμπουμ της «Έγχρωμης Μουσικής» συμπυκνώνοντας μέσα σε 216 σελίδες τη ζωγραφισμένη μουσική μυθολογία της ζωής μας. Μία σειρά από πορτρέτα και ιδανικούς συνδυασμούς, τους θεούς που μας συντήρησαν και μας ταξίδεψαν όλα αυτά τα χρόνια. Ο Μάρκος Βαμβακάρης στο ίδιο πάλκο με την Billie Holiday,o Tom Waits παίζει με τον Μπάτη,ο Ray Charles με τον Άκη Πάνου...οι Rolling Stones,o Bob Dylan,o Monk,o Cohen, Αρχαίοι Ρεμπέτες, Βυζαντινοί Φλαμένκος, Σούφι Μπλούζμεν, Ρέγκε Βούδες, Ζέν Μποέμ και άλλοι. Περιπλανώμενοι των Παραλιών και των Άστρων δίπλα σε μιά μικρή ανθολογία από τραγούδια και αποσπάσματα από Πίντσον, Κόνραντ, Μπόουλς, Κόντογλου, Κορτάσαρ και άλλους..
- «Έγχρωμη Μουσική – Coloured Music – λέγαν, διαχωριστικά και υποτιμητικά, στην Αμερική του ’30 τα μπλουζ, το μαύρο –έγχρωμο δηλαδή- τραγούδι σε αντιδιαστολή με το λευκό –άχρωμο, προφανώς- «πολιτισμένο» τραγούδι… το ίδιο με τα ρεμπέτικα, τα τάνγκο, το φλαμένκο. (…) Μ’άρεσε να ζωγραφίζω με πενάκια και μολύβια τον Μπάτη και τον Junior Wells, τον Κάβουρα και τον Camarón de la Isla έχοντας στο μυαλό μου αγιογραφημένους πειρατές και όλους αυτούς τους φοβερούς «άντρες ξακουστούς και λησμονημένους» του Κόντογλου. Από φωτό σε βιβλία ή περιοδικά και, φυσικά, εξώφυλλα που ήταν βασικό συστατικό της όλης μαγείας, Little Walter και Χατζηχρήστο με κηροπαστέλ και ακουαρέλες… κάπου εκεί το ’83, το «δίπλα από το κύμα έχει τ’άλογα λυμένα, θα τον δεις, ο ασπροντυμένος μπουζουξής», του Σαββόπουλου, ήρθε σαν μαγική εικόνα – κάποιου είδους σύμβολο, μιας λαϊκής πνευματικότητας, μιας λαϊκής αριστοκρατικότητας, ας πούμε, βαθύτατα ελληνικής και μαζί παγκόσμιας… όπως οι ασπροντυμένοι Rolling Stones στο Black & Blue, που γράψαν στη Τζαμάικα του ρέγκε… ή τα pueblos blancos, τα ασπροντυμένα φλαμενκοχώρια στην Ανδαλουσία… τα δικά μας «νησιά του παραδείσου»… τα ασπροντυμένα evening meetings του Αιγαίου… το ελληνικό ροκενρόλ τα λαϊκά του ’50, η Πόλυ, η δική μας σάλσα, τάνγκο, ρούμπα… τέτοια ήθελα να ζωγραφίσω».
- Τα πάρτι τελείωσαν. Η Bedlam έγινε Retro και τώρα,
ίσως, εγκαταλελειμμένη αποθήκηπολυχώρος. Η Αθήνα δεν έχει τίποτα λευκό, καμία λαϊκή πνευματικότητα. Οι άγγελοι των μπλουζ και των ρεμπετάδικων κλείστηκαν σε κρησφύγετα και μικρές παρέες. Εγώ, περνάω ώρες ακολουθώντας με το βλέμμα, το ρυθμό που έχει το πενάκι του Κουτσονάσιου στη γραμμή, σχεδιάζοντας την τσάκιση από τσίλικα παντελόνια που κάθονται σταυροπόδι, τα δάχτυλα επάνω στις χορδές που πάλλονται, την κραυγή που βγαίνει καθώς απλώνει η ακουαρέλα στους πόρους του χαρτιού, τον πυρετό στην κόφτρα του τσιγάρου του Άκη Πάνου, ένα δαχτυλίδι, ανοιχτά παράθυρα, μπουκάλια, φοίνικες, την Αστυπάλαια και το Μπρονξ.
5 Φεβ 2013
20 Ιουν 2012
Το πρώτο μου πανικοβάλ
31 Μαΐ 2012
10 Μαΐ 2012
Πόσο αθώοι, γενναίοι και άοπλοι στους δρόμους.
Από την ταινία «Τα Τραγούδια
της Φωτιάς» του Ν.Κούνδουρου, 1975
|
«Τους μισούσα.»
«Κι εγώ για να φύγω από τους δικούς μου, κατέβαινα κάτω. Έτσι πάει, μικρέ.»
AthensVoice, τ.390, 03.05.12
16 Φεβ 2012
Σκηνές
ΖΩΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ, ΠΡΩΙ.
(Athens Voice, τ.379, 16.02.12)
25 Ιαν 2012
Statuefrenching. Φιλάω αγάλματα στο στόμα.
30 Νοε 2011
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ
· Ένα βράδυ με κρύο κατεβήκαμε όπως παλιά – αγέρωχα, επειδή ήταν άδεια – την Ιπποκράτους. Α, κοίτα, άνοιξε κλαμπ δίπλα στο Πασόκ, είπα. Δεν είναι κλαμπ, είναι ο Νάκας, με διορθώσανε. Μα, τόσα κόκκινα φώτα και μαρκίζες; Δεν το είχα προσέξει, γουάου, μπράβο. Γυαλίζει σαν φρεσκολουσμένο Studio 54. Αμέσως μετά συναντήσαμε τον σιωπηλό, σοφό Πύρινο Κόσμο με τη βιτρίνα γεμάτη ζεν και νιρβάνα και προσγειωθήκαμε. Είπαμε, τι είναι η ζωή; Όλα αυτά μια μέρα θα είναι θάλασσα.
· Μέχρι να σκεφτούμε την Ιπποκράτους θάλασσα, γωνία με Ακαδημίας είδαμε πολλές ηλικιωμένες κυρίες με φουσκωτά μαλλιά μαζεμένες γύρω από μία δυνατή κίτρινη λάμπα. Πάνω από τα κεφάλια τους, το πόστερ του Βασίλη Τσιβιλίκα, σαν όραμα, έλεγε «Η ζωή είναι ποδήλατο. Θέατρο Ακάδημος». Όσο υπάρχουν τα απογεύματα της Παρασκευής, τα θέατρα θα γεμίζουν από τις θείες μας, είπαμε. Είναι το δίκαιο του ηθοποιού. Είναι το prime time του αθηναϊκού κέντρου που επιμένει να πιστεύει στο φως της μαρκίζας, έστω και σ’ αυτόν τον έναν κιτρινισμένο προβολέα, σαν φάρο μέσα στο σκοτάδι της θάλασσας.
· Μετά διασχίσαμε το πορτοκαλί ποτάμι της Ακαδημίας ενώ ένας ποδηλάτης με ισοθερμικό κολάν περνούσε με κόκκινο (οκ, βαθύ πορτοκαλί), γυαλίζοντας ολόκληρος από τα φώτα και τα φανάρια πάνω του, ρόδες, σέλα, μπρος, πίσω, τιμόνια, χερούλια, πετάλια, ντισκοτέκ. Το είπε ο Τσιβιλίκας, σκέφτηκα από μέσα μου.
· Κάθε βόλτα στην Αθήνα γεμίζει το κεφάλι μου εικόνες ενός σεναρίου, πολλών σεναρίων, σαν να ανοίγω ένα κουτί με ιστορίες. Όποτε κατεβαίνω π.χ. την Ιπποκράτους, στην είσοδο της στοάς του Ακροπόλ νομίζω ότι θα δω τη Ρένα Ντορ να βγαίνει κουκουλωμένη το μαντό της μετά από παράσταση, και στο Διάνα απ’ έξω, ότι θα δω τη Ράντου να περιμένει στη στάση το εικοσιπέντε, για Προφήτη Δανιήλ.
· Χωθήκαμε απέναντι, στη Στοά Πεσμαζόγλου για να πάρουμε θαλπωρή από τα βιβλιοπωλεία και τα μαγαζιά με τις βαλίτσες. Δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να σταματάς σε μία βιτρίνα με σακ βουαγιάζ και πορτοφόλια, αλλά κάθε φορά σταματάμε και λέμε «Πάμε Μπράιτον» ας πούμε, «τον άλλο μήνα;» κοιτάζοντας την κλειδαριά καμιάς σαμσονάιτ. «Πάμε», είπαμε και τώρα και στρίψαμε σηκώνοντας τον γιακά.
· Τρέξαμε να μπούμε στα βιβλιοπωλεία της Στοάς. Αμέσως η ζέστη μάς γλύκανε τον σβέρκο. Υπήρχε μία υπόκωφη αγάπη σαν να κόχλαζαν από κάτω μας καζάνια, το θέατρο στα έγκατα, οι αρχαίες μηχανές του Κουν. Συγκινητικές, μικρόσωμες θείες ήταν βυθισμένες στους καναπέδες και διάβαζαν. Η ηρεμία στάλαζε ευγενικά από τα φώτα στις προθήκες, επάνω στα βιβλία. Τα θέλαμε όλα. Τα προσπερνούσαμε αργά, χαϊδεύοντας απλώς τα εξώφυλλά τους, ψηλαφούσαμε να βρούμε το χαρτί που θα μας συγκινούσε ακαριαία. Όταν βγήκαμε, κρατούσα το καινούργιο βιβλίο του φίλου μας, του Μανώλη Ζαχαριουδάκη, που έβγαλε στο Μεταίχμιο: «Ζωγραφική, Οδηγίες Χρήσεως ή Συμβουλές για τη διαδρομή του εικαστικού έργου από το εργαστήριο στον κόσμο».
· «Καφέ, τ.ώ.ρ.α.» είπαμε.
· «Η τέχνη είναι σαν δηλητήριο, όπως το οξυγόνο: αν έχεις λίγο πεθαίνεις, αν έχεις πολύ καίγεσαι ˙ πρέπει να βρίσκεται στη σωστή αναλογία με το άζωτο. Ακολούθως, η τέχνη πρέπει να βρίσκεται σε ισορροπία με το χρήμα: με τα πολλά λεφτά γίνεται ηλίθια και βαρετή, με τα λίγα λεφτά είναι γελοία, φτηνή, ανάξια. Αυτό ισχύει και όταν βλέπεις και όταν έχεις το έργο. Γι’ αυτό μην παίζεις με την τιμή του έργου σου. Ασφαλής διάρκεια ενατένισης ενός έργου άλλου καλλιτέχνη είναι τα 8-9 δευτερόλεπτα (αν είναι video πλησιάζει τα 20 δευτερόλεπτα). Μετά τα 12 δευτερόλεπτα έχεις υποστεί την επίδραση.»
· Ο Μανώλης έχει πιάσει από το χέρι και καθοδηγεί βήμα-βήμα τους νέους καλλιτέχνες που θέλουν να παρουσιάσουν το έργο τους και να ζήσουν από την τέχνη τους. Τους οργανώνει – από το βαλιτσάκι με τα σύνεργα άμεσης ανάγκης, μέχρι το πορτφόλιο και το εργαστήριό τους. Τους λέει να το έχουν ακατάστατο, σαν την ψυχή του καλλιτέχνη, αλλά ο επισκέπτης πρέπει να μπορεί να περπατήσει με ασφάλεια, χωρίς να λερωθεί, να μπορεί να δει τα έργα από τη σωστή απόσταση και με σωστό φωτισμό. Το δικό του, λέει, είναι απίστευτα βρόμικο και ακατάστατο, και αυτό δεν αντανακλά την ψυχή του, μάλλον προτιμά να μην τον επισκέπτεται κανείς. Έτσι˙ με νηφάλιο ύφος και ελαφρύ μειδίαμα δίνει στους μικρούς «το μικρό μαύρο βιβλιαράκι με τις οδηγίες» σαν κουτί γεμάτο με προσωπικές ιδιαιτερότητες και curiosities που το κάνουν μοναδικό: σχεδίασε τη δική του, χειρόγραφη γραμματοσειρά, παίζει με τα διάστιχα και τις κολώνες του κειμένου, βγαίνει από τα περιθώρια, ρίχνει απρόοπτα μικρά σκιτσάκια στις γωνίες και απολαυστικές, σημαδιακές χρονολογίες του παγκόσμιου χάρτη. «1882: Ηλεκτρικός ανεμιστήρας. 1916: Ο Monet συνεχίζει να ζωγραφίζει λουλούδια στο νερό. 1966: Ξεκινάει το Star Trek στην τηλεόραση.»
· Και όλο αυτό το εγχειρίδιο, το απογειώνει με μία μικρή, μικρότατη, τέλεια λεπτομέρεια: το γράφει σε δεύτερο ενικό πρόσωπο. Το απευθύνει σε γυναίκα. Μια νεαρή ζωγράφο. Άλλη μια ιστορία μπροστά μου.
· Το Σάββατο φύγαμε μέσα στο γκρίζο μεσημέρι και πήγαμε σε ένα ξεχασμένο μοτέλ, το «Μοτέλ Γαλήνη». Εγώ το φανταζόμουν σαν μικρό, παρακμιακό Ξενία ξεχασμένο μεταξύ Πόρτο Χέλι και ταινίας από τα ‘70ς. Σαν έργο σε θέατρο της Ιπποκράτους. Τελικά ήταν στο Project Space του 6 D.o.g.s, ένα φωτογραφημένο ταξίδι από την παλιά μας φίλη, την Δήμητρα Ιωάννου, καρέ ενός σφιχτού δράματος «δρόμου», με ήσυχες εικόνες και ηρωίδα αυτήν που υποδύεται η φωτογράφος. Ελαφρώς θρίλερ, αρκετά Μπέργκμαν, στις γωνίες του Μοτέλ νόμιζα ότι έβλεπα την Έλεν Μπέρστιν με ζακέτα. Κάπως τσαλακωμένα λευκά τραπεζομάντηλα με βαρειά ροζ τριαντάφυλλα επάνω τους, απογευματινός χειμωνιάτικος ήλιος επάνω σε ταπετσαρίες, παρκέ μωσαϊκά, breakfast room, κίτρινες φλοκάτες, ξαναδιαβασμένα βιβλία αφημένα στο ράφι της τραπεζαρίας. Επάνω στους κατάλευκους τοίχους αντηχούσαν οι σιγανές φωνές μας σαν σάουντρακ και οι φωτογραφίες άνοιγαν τρύπες στο ύψος των ματιών μας – όπως έλεγε ο Ζαχαριουδάκης ότι πρέπει να κρεμάμε τα έργα.
· «Αν σταθώ εδώ, δίπλα στα τριαντάφυλλα και κάνω τον σταυρό μου, θα είναι σαν βρίσκομαι σε νεκροταφείο.» Είχαμε σταθεί περισσότερα από 12 δευτερόλεπτα. Είχαμε υποστεί την επίδραση.